Όπως αναμενόταν, το καθοριστικό πολιτικό φαινόμενο που εκδηλώθηκε στις ευρωεκλογές του 2024 ήταν η αποχή-ρεκόρ. Το 58,64% της αποχής στην ευρω-κάλπη σημαίνει ότι 6 στους 10 ανθρώπους που κυκλοφορούν γύρω μας δεν πήγε να ψηφίσει.

Είναι το αποτέλεσμα μιας απόλυτα δικαιολογημένης αποστροφής των λαϊκών μαζών απέναντι στην ΕΕ, που έχει από καιρό αποδειχθεί στα μάτια τους σαν ένα «συντονιστικό κέντρο» των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, αλλά και των πολιτικών ενίσχυσης του ρατσισμού, του μιλιταρισμού και της φιλοπόλεμης όξυνσης των διεθνών ανταγωνισμών. Είναι, ταυτόχρονα, το αποτέλεσμα μιας καλπάζουσας απόσυρσης της εμπιστοσύνης απέναντι στο ντόπιο πολιτικό σύστημα, τόσο απέναντι στην κυβέρνηση και τις πολιτικές της, όσο και απέναντι στην αντιπολίτευση και τις, τάχα, εναλλακτικές προτάσεις της.

Η κρίση αξιοπιστίας των καθεστωτικών κομμάτων εξουσίας παρουσιάστηκε ανάγλυφα.

Η ΝΔ όχι μόνο δεν προσέγγισε τον χαμηλό πήχη του 33% που είχε θέσει ο ίδιος ο Μητσοτάκης ως ελάχιστο στόχο του κόμματός του, αλλά έχασε περίπου 1 εκατομμύριο ψηφοφόρους σε σύγκριση με την επίδοσή της στην κάλπη του Μάη-Ιούνη του ’23, ένα μόλις χρόνο πριν! Πρόκειται για μια μαζική απόσυρση πολιτικής εμπιστοσύνης. Που εξηγείται από την κυβερνητική πολιτική της ακρίβειας, της διάλυσης των δημόσιων σχολείων και νοσοκομείων, της ακραίας ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων κ.ο.κ. Αλλά που, επίσης, θα έχει πολιτικές συνέπειες: οι δηλώσεις του Βορίδη, του Γεωργιάδη, αλλά και του Π. Μαρινάκη προαναγγέλουν ήδη μια «στροφή» της κυβερνητικής πολιτικής προς το πιο σκληρό ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο της Δεξιάς, προς τις συντεταγμένες των πολιτικών νόμου και τάξης, ενίσχυσης του ρατσισμού και του εθνικισμού, υποβάθμισης της ατζέντας των δικαιωμάτων κλπ. Με στόχο την αναζήτηση μιας μεγαλύτερης ανθεκτικότητας της ΝΔ μέσα στις δοκιμασίες που έρχονται, αλλά και τη διαμόρφωση των όρων για να διεκδικηθεί ξανά το ακροατήριο της ακροδεξιάς.

Τέτοιες «στροφές» δεν ταυτίζονται με έναν απλό κυβερνητικό ανασχηματισμό, είναι διαδικασίες πιο σύνθετες και περιπετειώδεις, που συχνά συνδέονται με ουσιαστικές αλλαγές στις ηγετικές ομάδες. Η συζήτηση που άνοιξε στο εσωτερικό της ΝΔ παίρνει χαρακτηριστικά φυσιογνωμίας και στρατηγικής. Οι ευρωεκλογές του 2024 θα αποδειχθούν, πιθανότατα, το «σημείο καμπής» της μετάβασης της Δεξιάς στην Ελλάδα στην «μετά τον Μητσοτάκη» περίοδο. Σήμερα, πάντως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν αντιμετωπίζει πρόβλημα κυβερνητικής σταθερότητας, κυρίως γιατί η αντιπολίτευση αποδείχθηκε σε χειρότερη κατάσταση.

Ο ΣΥΡΙΖΑ του Στέφανου Κασελάκη επίσης απέτυχε να προσεγγίσει τον ελάχιστο εκλογικό στόχο του, ενώ υπέστη νέες σημαντικές απώλειες. Οι 930.000 ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ του ’23, που ήταν μια επίδοση πολιτικής κατάρρευσης, αλλαγής ηγεσίας και διάσπασης, περιορίστηκαν τώρα στις 593.000, χάνοντας μέσα σε ένα μόλις χρόνο το 30% της (περιορισμένης, τότε) επιρροής του. Πρόκειται για αναμφισβήτητη πολιτική αποτυχία. Που διαψεύδει οριστικά την έπαρση του «ΕΓΩ μπορώ να νικήσω τον Μητσοτάκη», αλλά και υποβαθμίζει ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες του ΣΥΡΙΖΑ του 14,9% να λειτουργήσει σαν ένας πόλος αυτόνομης διαμόρφωσης κυβερνητικού προγράμματος και προοπτικής. Οι «κασελακίστας» έπεσαν με τα μούτρα από το βράδυ των εκλογών στην προσπάθεια να πείσουν ότι η διατήρηση της δεύτερης θέσης (με μικρότερη πλέον απόσταση ασφαλείας από το ΠΑΣΟΚ…) θα δώσει στον Stefanos τον «πολιτικό χρόνο» για να συνεχίσει την αυτόνομη προσπάθεια προς την κυβερνητική εξουσία, αλλά το αποτέλεσμα «φωνάζει» ότι είναι μια μάταια απόπειρα. Οι διαδικασίες ανασύνθεσης του «προοδευτισμού» αντικειμενικά πλέον αποκτούν τη διάσταση αμφισβήτησης αυτής της υπερφίαλης, δεξιόστροφης και αποτυχημένης πολιτικής ηγεσίας.

Ο άλλος πόλος του «προοδευτισμού», το ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη, αν και μείωσε την απόσταση από τον ΣΥΡΙΖΑ και σε κάποιους νομούς παρουσίασε επιτυχίες, είχε επίσης απώλειες σε σύγκριση με την επιρροή του 2023, χάνοντας 110.000 ψήφους. Πρόκειται για μια πολύ ασθενική επίδοση, απέναντι σε μια κυβέρνηση που έχανε μαζικά ψήφους και επιρροή και απέναντι σε μια αξιωματική αντιπολίτευση που αποδείχθηκε ότι δεν ήξερε πού πατά και πού πηγαίνει. Έτσι και στο ΠΑΣΟΚ ανοίγει επίσης ζήτημα ηγεσίας.

Αυτή η συνολική εικόνα σημαίνει ότι τα καθεστωτικά «κόμματα εξουσίας» έχουν μετατραπεί σε ασθενέστερους και ασταθέστερους πολιτικούς οργανισμούς, με πιο περιορισμένη και πιο αντιφατική σχέση με τα μαζικά τμήματα του πληθυσμού που επιχειρούν να πείσουν και να ελέγξουν. Πρόκειται για μια ηχηρή προειδοποίηση ότι, αν δεν υπάρξουν σοβαρές πολιτικές «τομές», επωάζεται μια σημαντική πολιτική κρίση.

Μέσα σε αυτό το τοπίο εμφανίζεται πιο απειλητική η δύναμη της ακροδεξιάς. Το άθροισμα των ψήφων του Βελόπουλου, της Νίκης, της Λατινοπούλου και των Πατριωτών του Εμφιετζόγλου, εμφανίζεται να ξεπερνά το 18%. Συνυπολογίζοντας ότι αυτά τα ποσοστά είναι επί του 40% του πληθυσμού που πήγε να ψηφίσει, είναι θεμιτό το συμπέρασμα ότι η δύναμη της ακροδεξιάς στην Ελλάδα σήμερα δεν είναι ποιοτικά ανώτερη από εκείνη που παρουσίαζε το άθροισμα της Χρυσής Αυγής και του ΛΑΟΣ στις αρχές της δεκαετίας του 2010, ή το άθροισμα των φιλοχουντικών και φιλοβασιλικών δυνάμεων σε παλιότερες εποχές της Μεταπολίτευσης. Όμως αυτή η διαπίστωση δεν μπορεί και δεν πρέπει να λειτουργήσει «παρηγορητικά» για τη ριζοσπαστική Αριστερά. Στο χώρο της ακροδεξιάς έχει πέσει άφθονο χρήμα και έχουν συγκεντρωθεί στελέχη των κρατικών γραφειοκρατιών με επικίνδυνες «ειδικότητες», ενώ η αστάθεια των «μεγάλων» κομμάτων κυβερνητικής εξουσίας δημιουργεί ήδη, και θα δημιουργήσει περισσότερο στο μέλλον, πολιτικές ευκαιρίες για την ακροδεξιά. Η δήλωση του Βελόπουλου για τις κυβερνητικές προοπτικές του «χώρου» του, αφήνοντας ορθάνοιχτη την προοπτική για ένα ακροδεξιό «δεκανίκι» κυβερνητικού συνασπισμού της Δεξιάς, εάν και εφόσον οι πολιτικές και εκλογικές συνθήκες το καταστήσουν εφικτό και αναγκαίο, θα πρέπει να γίνει κατανοητή σαν μια ηχηρή προειδοποίηση.

Πολύ περισσότερο που η άνοδος της ακροδεξιάς είναι ένα διεθνές φαινόμενο σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Γερμανία, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στην Αυστρία και αλλού, οι πραγματικοί νικητές των ευρωεκλογών είναι τα ρατσιστικά, σοβινιστικά ή και κρυπτοφασιστικά κόμματα της ακροδεξιάς. Είτε ενισχύοντας σχετικά την επιρροή τους, είτε καταγράφοντας εκ νέου την εδραίωση που έχουν από καιρό πετύχει το καθένα χωριστά στις εθνικές κάλπες των κρατών-μελών. Αυτή η εξέλιξη παρουσιάζεται σήμερα πιο απειλητική λόγω της εκλογικής κατάρρευσης κυβερνητικών δυνάμεων σε μεγάλες χώρες του κέντρου της ΕΕ, ως τελευταίο σύμπτωμα μιας γενικότερης «κρίσης εκπροσώπησης».

Στη Γαλλία και στη Γερμανία αυτός ο παράγοντας οδηγεί σε άμεση πολιτική κρίση, με την Μαρίν Λεπέν να προβάλει τη διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας και τη γερμανική AfD να διεκδικεί θέση σε μια σκληρή κυβερνητική συνεργασία της Δεξιάς, σε ένα συνασπισμό με τη Χριστιανοδημοκρατία, που θα απειλεί με περιθωριοποίηση τους σοσιαλδημοκράτες.

Η ακροδεξιά μαζεύει τους καρπούς που σπέρνει η πολιτική των ευρωπαϊκών θεσμών και των κυβερνήσεων, η ρατσιστική-φιλοπόλεμη και συνάμα νεοφιλελεύθερη πολιτική του Μακρόν και του Σολτς, προσθέτοντας τις δικές της «πινελιές» περί μιας στροφής προς την «Ευρώπη των Εθνών» και τις προτάσεις για πολιτικές «εθνικής προτεραιότητας» παντού.

Η προσαρμογή σε αυτές τις ιδέες γίνεται ένα εξαιρετικά επικίνδυνο φαινόμενο: η συντηρητική και (φιλο)ρατσιστική διάσπαση που προκάλεσε η Σάρα Βάγκενκνεχτ μέσα στη γερμανική «Αριστερά», κατόρθωσε μεν να υποσκελίσει την επιρροή του Die Linke, αλλά κάθε άλλο παρά πέτυχε να περιορίσει την ανάπτυξη της AfD.

Μια ποιοτική διαφορά στην Ελλάδα σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες-μέλη της ΕΕ, είναι η ανθεκτικότητα της Αριστεράς. Το ΚΚΕ πέτυχε μια αύξηση στο εκλογικό του ποσοστό στο 9,25%, παρά την ουσιαστικά στασιμότητα στον απόλυτο αριθμό των ψηφοφόρων του, στις 368.000 ψήφους. Παρά τα προβλήματα στην πολιτική του και τις μεγάλες διαφωνίες μας με τη γραμμή του, η διατήρηση αυτής της δύναμης «υπενθυμίζει» προς κάθε κατεύθυνση, τη σημασία της οργανωμένης εργατικής πάλης μέσα στις εξελίξεις που έρχονται.

Το ΜΕΡΑ25 και η συμμαχία του με τη ΛΑΕ, πληρώνοντας τις αμφισημίες στην πολιτική του –και ειδικότερα απέναντι στην ΕΕ–απέτυχε να σπάσει το όριο της εκλογιμότητας και έμεινε στο 2,54%. Παρόλα αυτά συγκέντρωσε τις όχι ευκαταφρόνητες 102.000 ψήφους, δείχνοντας ξανά την ύπαρξη ενός «χώρου» ριζοσπαστικής Αριστεράς, πέρα από τις γραμμές του ΚΚΕ.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, παρά τη συσπείρωση ενός πάντα υπολογίσιμου κινηματικού δυναμικού, συγκεντρώνοντας ποσοστό 0,52% και 20.600 ψήφους, δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένη με την επίδοσή της.

Μια συγκεκριμένη αναφορά αξίζει στην «ειδική» περίπτωση της Νέας Αριστεράς. Το τμήμα που αποσπάστηκε από τον ΣΥΡΙΖΑ μετά την επικράτηση του Κασελάκη, διέθετε κοινοβουλευτική παρουσία και τους πόρους και την προβολή που έτσι διασφαλίζονται. Παρόλα αυτά, μέσα σε συνθήκες μαζικών απωλειών του ΣΥΡΙΖΑ και αδυναμίας του ΠΑΣΟΚ, δεν κατόρθωσε να περάσει την εκλογική δοκιμασία. Συγκεντρώνοντας 2,45% και 97.000 ψήφους έδειξε ότι δεν υπάρχει πολιτικός χώρος για μια γραμμή που διαφωνεί με τον σημερινό ΣΥΡΙΖΑ, αλλά υπερασπίζεται το κυβερνητικό «έργο» του 2015-19, όπως και την «παρακαταθήκη» του Αλ. Τσίπρα…

Η επόμενη μέρα θα είναι μια σημαντική δοκιμασία. Με την επιδείνωση όλων των οικονομικών μεγεθών, ο Μητσοτάκης θα σκληρύνει την πολιτική του ενάντια στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα. Προσπαθώντας να ρεφάρει τις εκλογικές απώλειες της ΝΔ με το ψάρεμα μέσα στη δεξαμενή της ακροδεξιάς, θα ενισχύσει την πολιτική «πυγμής» απέναντι στο κίνημα και τις ρατσιστικές και εθνικιστικές πτυχές της κυβερνητικής πολιτικής. Ο ουσιαστικός αντίπαλός του θα είναι ο κόσμος και οι αγώνες από τα κάτω, που θα πρέπει να οργανωθούν με συστηματικότητα και συνέπεια από τις δυνάμεις της πολιτικής Αριστεράς. Στους μήνες που έρχονται θα χρειαστεί να ξεδιπλώσουμε μια ριζοσπαστική και συνάμα μαζική πολιτική, που γι’ αυτό αναγκαστικά θα πρέπει να στηρίζεται σε ενωτική τακτική και μεθοδολογία. Με επίγνωση ότι μέσα από αυτήν την επερχόμενη αντιπαράθεση θα διαμορφωθούν και τα πιο ουσιώδη χαρακτηριστικά των μελλοντικών πολιτικών εξελίξεων.

Ετικέτες