*Εισηγητικό κείμενο στην σχετική συζήτηση της ΑΠΟ που πραγματοποιήθηκε στις 1/7/2022 με ομιλητές τους: Σαπουνά Γιώργο (ΑΠΟ) και Μηλιό Γιάννη (περ. Θέσεις)

Εισαγωγή

Η κυβέρνηση του Μητσοτάκη επί τρία χρόνια επιχειρεί συστηματικά να αλλάξει ριζικά τον πολιτικοϊδεολογικό συσχετισμό στην χώρα αντιγράφοντας όχι μόνο όλες τις κεντρικές πολιτικές και γεωπολιτικές επιλογές των ΕΕ – ΝΑΤΟ αλλά ταυτόχρονα τις χειρότερες πλευρές του «νεοφιλελεύθερου κράτους» όπως αυτές έχουν εκδηλωθεί τόσο στις ΗΠΑ όσο και σε χώρες της ΕΕ. Δίπλα στις πολιτικές που βαθαίνουν βίαια την μεταφορά πλούτου από τους πολλούς στους λίγους επιχειρώντας ταυτόχρονα την πλήρη καταστροφή των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων και δυνατοτήτων των εργαζόμενων, βρίσκεται η σκληρή αστυνομική καταστολή, ο ρατσισμός, ο εθνικισμός και ο μιλιταρισμός. Περιτυλιγμένα υποκριτικά σε ένα πλαίσιο «πολιτικής ορθότητας» με δήθεν ευαισθησίες φύλου, περιβάλλοντος κ.λ.π. Χοντροκομμένες επιλογές, ακροδεξιές  δηλώσεις, γκάφες και σκάνδαλα περιλαμβάνονται στην διακυβέρνηση του Μητσοτάκη. Ο απώτερος στόχος είναι να παγιωθεί μια  κοινωνική πλειοψηφία που θα συνηθίσει και θα αποδεχτεί ότι έτσι λειτουργούν τα πράγματα, αποκλειστικά στην βάση των ατομικών επιλογών και της τύχης. Υπάρχει ένα ρίσκο σ΄αυτή την επιλογή καθώς επιδιώκει και προκαλεί την ταξική και πολιτική σύγκρουση και αντίδραση. Εντούτοις, αν και όσο αυτή δεν προκύπτει, υπάρχει ο κίνδυνος η κοινωνία να στρέφεται ολοένα και πιο δεξιά και η μοίρα και ο φόβος να παίρνουν την θέση της βούλησης και της δράσης όπως και η ατομικότητα την θέση του συλλογικού αγώνα για τους/τις περισσότερους/ες. 

Η πολιτική εκπροσώπηση των πολλών και των από κάτω, με άλλα λόγια η μαζική Αριστερά, βρίσκεται σε κρίση και υποχώρηση σε ολόκληρη την περίοδο, πανευρωπαϊκά τουλάχιστον (οι επιδόσεις της γαλλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς αποτελούν εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα). Ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν εξαιρείται από αυτόν τον κανόνα αλλά έπαιξε σημαντικό, αν όχι και καθοριστικό  αρνητικό ρόλο στις τάσεις αντιστροφής της δεξιάς κατάπτωσης της Αριστεράς, σε μία προηγούμενη φάση, σε όλη την Ευρώπη. Σήμερα σε συνθήκες έναρξης προεκλογικής περιόδου και μετά από τρία χρόνια χλιαρής έως ανύπαρκτης αντιπολίτευσης ο Τσίπρας δεν δείχνει την διάθεση ουσιαστικής πολιτικής όξυνσης της αντιπαράθεσης. Αντίθετα υλοποιεί την μεταρρύθμιση – διάλυση του κόμματος και όποιων αριστερών χαρακτηριστικών διατηρούσε στην δομή του. 

Για τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής έως αντικαπιταλιστικής αριστεράς (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και αντικαπιταλιστικές οργανώσεις) το κενό της μαζικής – μεταρρυθμιστικής Αριστεράς αποτελεί πρόκληση πρωτοφανή και ιστορικά επείγουσα. Ωστόσο προϋποθέτει ορισμένες παραδοχές και συμπεράσματα τόσο από τις εμπειρίες του παρόντος και του πρόσφατου παρελθόντος όσο και όλης της περιόδου της Μεταπολίτευσης ή αλλιώς της περιόδου μετά τον  «παγκόσμιο Μάη του ‘68».

Σήμερα, ο νεοφιλελεύθερος κόσμος και η παγκοσμιοποίηση που οικοδομήθηκαν ως αστική στρατηγική, ως πλαίσιο οικονομικών επιλογών και κανόνων, ως ιδεολογική προπαγάνδα και κυρίαρχη ιδεολογία και ακόμη ως «ύφος» διακυβέρνησης πάνω από τέσσερις δεκαετίες, βρίσκεται κυριολεκτικά σε υπαρξιακή κρίση. Η πανδημία πρώτα και έπειτα ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτέλεσαν γεγονότα που ανέδειξαν και κλιμάκωσαν ταχύτατα όλες τις αντιφάσεις και τα αδιέξοδα του σύγχρονου καπιταλισμού σε μια διαδοχική και  αλληλοτροφοδοτούμενη κρίση η οποία βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη. Οι θεωρίες και οι προσεγγίσεις για ένα μέλλον ενιαίο, παγκοσμιοποιημένο διαλύθηκαν στα πεδία των μαχών στην Ουκρανία καθώς ο πόλεμος, καταστρέφοντας εμπορικά δίκτυα και ροές, προκαλεί τριγμούς και ανακατατάξεις στο διεθνές οικονομικό πλαίσιο.

Η διαχείριση της πανδημίας και κυρίως του «πολιτικού κινδύνου» που απέρρεε απ’ αυτήν ήδη είχε ανατρέψει την κυρίαρχη ιδεολογική και πολιτική προσέγγιση καθώς επέστρεψαν πανηγυρικά το κράτος έναντι του «αόρατου χεριού της αγοράς», τα ελλείμματα και τα χρέη, ο πληθωρισμός και ….η ακρίβεια (αρχικά ως αποτέλεσμα της διάρρηξης των εφοδιαστικών αλυσίδων διεθνώς λόγω των λοκ-ντάουν).

Όμως αυτές οι ανατροπές δεν επιβλήθηκαν από το δικό μας ταξικό και πολιτικό στρατόπεδο αλλά χαρακτηρίζουν την βαθιά αστάθεια του ίδιου του σύγχρονου καπιταλισμού / ιμπεριαλισμού. Έτσι τίποτα θετικό δεν φέρνουν μαζί τους για τους λαούς και τους από κάτω παρά μόνο την ωμή επιβολή της δύναμης χωρίς περιστροφές. Παρά ταύτα αυτές οι συνθήκες αποτελούν αντικειμενικά όχι μόνο καπιταλιστική βαρβαρότητα αλλά ταυτόχρονα έδαφος πρόσφορο για την αριστερή, εργατική αντεπίθεση.

  1. Η «νεοφιλελεύθερη εποχή» και το πολιτικό κενό στ’ αριστερά

Ήδη από τις αρχές του ’80, η επικράτηση του «νεοφιλελευθερισμού» διεθνώς, ως σφοδρή ταξική αντεπίθεση των καπιταλιστών στις κατακτήσεις του εργατικού κινήματος κατά την περίοδο του «παγκόσμιου Μάη ‘68» και παράλληλα ως έκφραση της ανάπτυξης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, είχε ως αποτέλεσμα την διαρκή μετακίνηση ολόκληρου του ιδεολογικοπολιτικού πλαισίου προς τα δεξιά. Η ήττα της Αριστεράς σηματοδοτήθηκε με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο από την «μετάλλαξη» της Σοσιαλδημοκρατίας (ή πληθυντικής Αριστεράς ή κεντροαριστεράς) και την υποταγή της στο νεοφιλελεύθερο «μονόδρομο». Από τον «ιστορικό» ρεφορμισμό, ως μαζική, κυβερνητική Αριστερά, με μάξιμουμ πρόγραμμα το Σοσιαλισμό και μίνιμουμ τις μεταρρυθμίσεις (δημοκρατικός/ κοινοβουλευτικός δρόμος) έφτασε στο «σοσιαλφιλελευθερισμό» και στις συν- κυβερνήσεις «μεγάλου συνασπισμού». Η διαδικασία αυτή διαρκεί χρόνια καθώς τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, σε πολλές περιπτώσεις, έχουν μεγάλο παρελθόν που αποτελεί δεξαμενή μνήμης όχι μόνο απογοητεύσεων αλλά επίσης οργάνωσης των αγώνων των «από κάτω» σε όλα τα επίπεδα, από το εργατικό/ συνδικαλιστικό έως τον αθλητισμό και τον πολιτισμό, και ασφαλώς μνήμης νικών υπό την σοσιαλδημοκρατική (σ/δ) ηγεσία. Αυτές οι σχέσεις με εκτεταμένα κοινωνικά τμήματα της εργατικής τάξης και γενικότερα των υποτελών τάξεων και στρωμάτων καθώς και οι μνήμες από σπουδαίες στιγμές της ταξικής και πολιτικής πάλης αποτέλεσαν πολιτικό και εκλογικό «καύσιμο» για πολλά χρόνια μετά από την συνθηκολόγηση αυτών των μαζικών κομμάτων της Αριστεράς με τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική. Σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες η «μετάλλαξη» έχει προχωρήσει πολύ, όπως στην Γαλλία με την σχεδόν εξαφάνιση του Σοσιαλιστικού κόμματος και στην Ιταλία αντίστοιχα με το PCI. Στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ φάνηκε πως ακόμη και ένα «νέο» κόμμα, αυτοπροσδιοριζόμενο ως «Ριζοσπαστική Αριστερά», αποδεχόμενο το νεοφιλελεύθερο (ν/φ) μονόδρομο μετακινήθηκε ιστορικά ακαριαία στη σοσιαλφιλελεύθερη θέση.

Το κενό της αριστερής εκπροσώπησης των «από κάτω» υφίσταται και διευρύνεται ενώ ταυτόχρονα διευρύνονται διαρκώς οι κοινωνικές ανισότητες ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης διαχείρισης. Το πρόβλημα της μη πολιτικής εκπροσώπησης των «από κάτω» είναι πρόβλημα τόσο για τις δυνάμεις της εργασίας και της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς όσο και για την ίδια την λειτουργία του συστήματος που απέναντι στον διαρκώς ελλοχεύοντα πολιτικό κίνδυνο προτιμά την συναίνεση παρά την διαρκή καταστολή - χωρίς ωστόσο να μπορεί να την εξασφαλίσει.

Το πολιτικό κενό που δημιουργεί η ν/φ ενσωμάτωση της σ/δ δεν αφορά μόνο στις εκλογικές επιλογές και εντέλει στην κυβερνητική πρόκληση. Αφορά πολύ περισσότερο στα οργανωτικά και πολιτικά καθήκοντα προς το «μαζικό κίνημα», την εργατική τάξη και τους «από κάτω» γενικότερα, τα οποία η σύγχρονη σ/δ (μαζί κι ο ΣΥΡΙΖΑ) έχουν εγκαταλείψει. Οι οργανώσεις και τα κόμματα της Ριζοσπαστικής, κομμουνιστικής, επαναστατικής Αριστεράς (ή «Αριστεράς της Αριστεράς») που επί σειρά δεκαετιών επιχειρούσαν ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση σ’ ένα κίνημα οργανωμένο και ηγεμονευόμενο από τη σ/δ, έχουν βρεθεί μπροστά  στην πρόκληση της ανάληψης αυτών των καθηκόντων στο σύνολό τους. Η πρόκληση της «μαζικής πολιτικής» και της διεκδίκησης του πολιτικού κενού λοιπόν αφορά τόσο στην εκφώνηση και τον προγραμματικό λόγο (μεταβατικό) όσο και στην οργάνωση της συγκεκριμένης παρέμβασης στην τάξη και στο κίνημα, σε βαθμούς και ποιότητες πρωτοφανείς για όλους αυτούς τους πολιτικούς χώρους.

Για τη σύγχρονη Ριζοσπαστική/ Αντικαπιταλιστική Αριστερά η πρόκληση αφορά στο να καταφέρει να «γεφυρώσει» την ριζοσπαστική/ αντικαπιταλιστική/ επαναστατική προπαγάνδα με τα «μαζικά καθήκοντα», οργανωτικά και πολιτικά. Ειδάλλως πολύ συχνά εμφανίζει ένα «διπολισμό» μεταξύ, απ’ τη μια, της προπαγάνδας και των ιδεών – παραδόσεων που οικοδομούν την οργάνωση και στρατεύουν τα μέλη και απ’ την άλλη, επιλογών στο κεντρικό πολιτικό πεδίο τις οποίες «δανείζεται» από τη θεματολογία του αντιπάλου και ουσιαστικά από την κυρίαρχη ιδεολογία. Η συζήτηση για το δίλημμα  «ευρώ ή δραχμή» είναι απολύτως χαρακτηριστική καθώς και στις δύο νομισματικές εκδοχές η συζήτηση συμπυκνώνεται στα «εργαλεία» για την καπιταλιστική ανάπτυξη τα οποία ουδόλως διασφαλίζουν τη διαδικασία ρήξεων και ανατροπών στο πεδίο των ταξικών σχέσεων. Οργανώσεις με πολύ «σκληρό» επαναστατικό πλαίσιο ιδεολογικής αναφοράς, μπροστά στα μαζικά ακροατήρια π.χ. στις εκλογές, ανακαλύπτουν την απόλυτη προτεραιότητα του στόχου της ανάκτησης των «εθνικών οικονομικών εργαλείων» ως συμπύκνωση της «εναλλακτικής» τους θέσης και ταυτόχρονα φευ, ως επικύρωση της κυριαρχίας των «νόμων της αγοράς».

Αντίστοιχα παραδείγματα θα βρούμε άφθονα στο πεδίο της λεγόμενης «γεωπολιτικής», εκεί όπου τα «win – win» διλήμματα για την κυρίαρχη ιδεολογία είναι πλήρως εξασφαλισμένα καθώς σ’ αυτό πεδίο δεν υπάρχει ούτε διεθλασμένα η παρουσία των ταξικών συμφερόντων των «από κάτω». Χαρακτηριστικό παράδειγμα της επικαιρότητας η επιλογή μεταξύ ΝΑΤΟ ή Ρωσίας στον πόλεμο της Ουκρανίας. Στην δυτική Ευρώπη η σύγχυση τμημάτων της Αριστεράς και μάλιστα της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής, εκφράζεται ως υποτίμηση του ρόλου του ΝΑΤΟ στο πολεμικό σφαγείο. Στην Ελλάδα με την ισχυρή αντιαμερικανική και αντινατοϊκή παράδοση (συχνά μέχρι του βαθμού υποτίμησης έως εξαφάνισης των ευθυνών της εγχώριας άρχουσας τάξης) η σύγχυση και η υποταγή στην «ρεάλ πολιτίκ» του πολέμου εμφανίζεται σ΄ένα τμήμα της Αριστεράς ως φιλορωσική στάση. Ωστόσο το μεγαλύτερο μέρος της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής Αριστεράς (ΚΚΕ, ΜΕΡΑ25, ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλες οργανώσεις) κατήγγειλε τον πόλεμο στην Ουκρανία καταδεικνύοντας, σωστά, τις ευθύνες τόσο της επιτιθέμενης Ρωσίας όσο και των επιθετικών μεθοδεύσεων του ΝΑΤΟ.

Παρά ταύτα όταν τα ζητήματα αγγίζουν τα λεγόμενα «εθνικά θέματα» η σύγχυση διευρύνεται και ο εθνικισμός, μέσα από μία στρεβλή ανάγνωση των αντιιμπεριαλιστικών καθηκόντων, επισκιάζει την ανεξαρτησία της αριστερής/ αντικαπιταλιστικής θέσης υπονομεύοντάς την δραματικά. Κορυφαίο παράδειγμα η αντιμετώπιση της ελληνοτουρκικής διαμάχης. Πολλοί αριστεροί σχηματισμοί στην Ελλάδα, εμφανίζονται καθορισμένοι από το κυρίαρχο, αστικό, «εθνικό αφήγημα», το οποίο υπηρέτησε επί μακρόν και η ελληνική Αριστερά είτε ως συνολική ανάλυση με τη «θεωρία των σταδίων» (ΚΚΕ), είτε ως στρεβλή αντιιμπεριαλιστική προπαγάνδα με τα ίδια αποτελέσματα, ιδίως σε κυβερνητικό επίπεδο (ΠΑΣΟΚ), καταστρέφοντας κάθε έννοια ανεξαρτησίας της θέσης της Αριστεράς και υπαγάγοντάς την απολύτως στον αστικό εθνικισμό. 

Πρόσφατα, στην περίπτωση της «συμφωνίας των Πρεσπών» η δυσκολία να αναπλαισιωθεί από τ΄ αριστερά το δίλημμα που τέθηκε υπήρξε χαρακτηριστική καθώς τόσο το «ναι» όσο και το «όχι» αποτελούσαν εκδοχές της κυρίαρχης αστικής θέσης και ιδεολογίας. Αναπλαισίωση θα σήμαινε την ανάδειξη των δικαιωμάτων του γειτονικού λαού στον αυτοπροσδιορισμό και παράλληλα την καταγγελία της εγχώριας άρχουσας τάξης να εκβιάζει με το βέτο στο ΝΑΤΟ, ασκώντας τις δικές της ιμπεριαλιστικές δυνατότητες. Στο κοινοβουλευτικό πεδίο μια τέτοια αντιμετώπιση θα σήμαινε σε επίπεδο ψήφου την επιλογή του «λευκού» (σε αντίθεση με την συνύπαρξη με τους «ευρωνατοϊκούς» στο «ναι» ή με τους ακροδεξιούς, εθνικιστές στο «όχι»).

Η υποχώρηση της Αριστεράς υποδηλώνεται επίσης και από το γεγονός ότι, καθώς οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις, συχνά αριστεροδέξιες ν/φ συγκυβερνήσεις, φθείρονται και απονομιμοποιούνται στα μάτια της κοινωνικής πλειοψηφίας, είναι η Ακροδεξιά που εμφανίζει σαφώς μεγαλύτερη δυνατότητα εκμετάλλευσης της πολιτικής κρίσης και επιδόσεις στο κοινωνικό ακροατήριο, παρά η Ριζοσπαστική Αριστερά. Αυτό συμβαίνει διότι η Ακροδεξιά ως δύναμη συστημική (π.χ. Τραμπ) και μακρύ χέρι του κεφαλαίου δεν έχει ανάγκη καμιάς ανεξαρτησίας από την κυρίαρχη ιδεολογία και επομένως, στην πραγματικότητα, ούτε στο επίπεδο των κεντρικών πολιτικών επιλογών.

Ένα ακόμη εμφατικό παράδειγμα – συνέπεια της υποχώρησης της Αριστεράς σε όλη την ιδεολογικοπολιτική κλίμακα, είναι το φαινόμενο της «πολιτικής ταυτοτήτων». Κεντρικά ζητήματα αντικαπιταλιστικής πάλης όπως η πάλη ενάντια στην έμφυλη καταπίεση ή ακόμη και η πάλη ενάντια στην κλιματική αλλαγή και την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος αλλά και σε άλλα περιεχόμενα πάλης όπως αυτά του «αντιρατσιστικού πεδίου», δεν τείνουν να συγκλίνουν προς μια αντικαπιταλιστική στρατηγική αλλά αντίθετα αυτονομούνται σε βαθμό που οδηγούνται συχνά σε σύγκρουση μεταξύ τους και ακόμη, ενίοτε, σε σύγκρουση με τις γενικές θέσεις της Αριστεράς. Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο επεμβαίνει το αστικό κράτος και οι νεοφιλελεύθεροι διαχειριστές του και υιοθετεί τα περιεχόμενα αυτά εντάσσοντάς τα σε έναν ορισμένο «αστικό εκσυγχρονισμό» υπό την «προστασία» της αγοράς. Μια ματιά στον χώρο της διαφήμισης αρκεί για να το διαπιστώσει κανείς. Εκτελώντας έναν ιδιότυπο «κρατικό ρεφορμισμό», απαραίτητο για την οικοδόμηση κοινωνικών συναινέσεων αλλά επίσης πολύ πιο ακίνδυνο από το - οποιοδήποτε, ρεφορμιστικό ή επαναστατικό - αριστερό πλαίσιο που δημιουργεί συνδέσεις και συγκλίσεις σε γενικότερους πολιτικούς στόχους έως και στην αντικαπιταλιστική ανατροπή. Η υποτίμηση αυτών των περιεχομένων διεκδίκησης ως «δευτερεύουσες αντιφάσεις» - ιδίως δε το «γυναικείο ζήτημα» (και κατ’ επέκταση της έμφυλης καταπίεσης γενικώτερα) το οποίο δεν αφορά στον καπιταλισμό αλλά στην συνολική Ιστορία των ταξικών κοινωνιών, καθώς επίσης και το επείγον ζήτημα της κλιματικής αλλαγής και της καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος – έναντι της «πρωτεύουσας αντίφασης» κεφαλαίου – εργασίας, αποτελεί καρικατούρα τόσο της θεωρίας όσο και της αντίστοιχης πολιτικής και φυσικά δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί συγκυριακά και εργαλειακά.

Η ανεξαρτησία της στρατηγικής ταυτότητας και της πολιτικής θέσης είναι το μείζον πρόβλημα για την Αριστερά σήμερα. Ιδιαίτερα η πολιτική θέση και μάλιστα στην κλίμακα του μαζικού κοινωνικού ακροατηρίου και στα πεδία της κεντρικής πολιτικής, συχνά χάνεται μέσα στην καταθλιπτική δεξιά μετατόπιση όλου του πολιτικού φάσματος από την σφοδρή πολιτική και ιδεολογική επίθεση του ταξικού αντιπάλου στα νεοφιλελεύθερα χρόνια. Χρειάζεται να την επανοικοδομήσει αναπλαισιώνοντας τα, εξασφαλισμένα για την αστική ιδεολογία, διλήμματα, θέτοντας και αποκαλύπτοντας ξανά τους όρους της ταξικής σκοπιάς. Διαρρηγνύοντας τα πλαίσια του ρηχού, επικοινωνιακού και εν τέλει διαλυτικού και ψευδούς μεταμοντέρνου πλαισίου της σύγχρονης πολιτισμικής/ ιδεολογικής πάλης και αναδεικνύοντας εκ νέου τα ταξικά κριτήρια σε όλη την κλίμακα της πάλης.

  1. Η ιδεολογική κατάρρευση του νεοφιλελευθερισμού και η επαναφορά στο προσκήνιο των βαθύτερων διλημμάτων: ανάπτυξη ή αναδιανομή

Η νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση εμφανίστηκε ως διεθνής οικονομική στρατηγική για το κεφάλαιο, ταξική πολιτική απέναντι στο εργατικό κίνημα και πλαίσιο ιδεολογικής προπαγάνδας τα τελευταία 40 χρόνια με πλήθος ιδεολογημάτων, ιδιαίτερα μετά την πτώση των «ανατολικών καθεστώτων»: «το τέλος της Ιστορίας», «η αγορά πάνω από το κράτος», «η δημοσιονομική πειθαρχία» και η «αντιπληθωριστική πολιτική» κ.α. εγείροντας, μεταξύ άλλων, και μια ορισμένη ανανέωση της συζήτησης των αρχών του προηγούμενου αιώνα περί «υπεριμπεριαλισμού». Οι τρέχουσες εξελίξεις του πολέμου στην Ουκρανία επιβεβαιώνουν πως ο «ανταγωνισμός» που βρίσκεται στον πυρήνα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής δεν επιτρέπει την παγκόσμια ιμπεριαλιστική «ενοποίηση» αλλά αντίθετα προκαλεί διαρκώς κρίσεις και συγκρούσεις που παράγουν βαρβαρότητα αλλά επίσης και, υπό όρους και προϋποθέσεις, ευκαιρίες για την αλλαγή των ταξικών και πολιτικών συσχετισμών προς την αντικαπιταλιστική ανατροπή. Ο πόλεμος στην Ουκρανία αποτελεί σοβαρότατο και αναμφισβήτητο πλήγμα στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης καθώς καταστρέφει δίκτυα και ροές χρήματος και εμπορευμάτων.

Ταυτόχρονα οι πολεμικές εξελίξεις διαλύουν όλα τα ν/φ ιδεολογήματα που ήδη είχαν πληγεί σοβαρά καθώς η πανδημία ως «πολιτικός κίνδυνος» υποχρέωσε σε κρατικές πολιτικές στήριξης της οικονομίας και της δημόσιας υγείας. Το κράτος «επέστρεψε» και οι «σκληροί» και «άτεγκτοι» κανόνες της δημοσιονομικής πειθαρχίας πέρασαν στο περιθώριο επ’ αόριστο. Τόσο η FED όσο και η ΕΚΤ διοχέτευσαν πακτωλό τρισεκατομμυρίων για την στήριξη της οικονομίας. Οι επιλογές της κυβέρνησης των ΗΠΑ χαρακτηρίστηκαν ακόμη και ως «επιστροφή του Κέυνς». Με τον πόλεμο στην Ουκρανία το πρόβλημα διευρύνεται καθώς προστίθεται η ενεργειακή κρίση και ίσως και η επισιτιστική. Το κράτος παραμένει ως κυρίαρχο εργαλείο για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ακρίβειας και του πληθωρισμού αν και σε διαρκή αντίφαση με τους ν/φ στρατηγικούς στόχους. Όπως και στην πανδημία ο «πολιτικός κίνδυνος» ελοχεύει καθώς μεγάλα έως πλειοψηφικά κοινωνικά τμήματα πιέζονται αφόρητα και δυσφορούν.

Ωστόσο τίποτα απ’ όλα αυτά δεν προοιωνίζει το τέλος της ταξικής λιτότητας. Οι ιδέες και η προπαγάνδα «πάνε και έρχονται» όχι όμως και ο «λογαριασμός» που μόνιμα καλούνται να τον πληρώσουν οι «από κάτω», οι άνθρωποι της εργασίας (και της ανεργίας), οι φτωχοί/ες, οι αποκλεισμένοι/ες. Παρά τις διακυμάνσεις της δημοσιονομικής πειθαρχίας, των επιτοκίων, του πληθωρισμού, η ταξική λιτότητα παραμένει και βαθαίνει.

Ας δούμε την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Τί είδους νεοφιλελεύθερη λιτότητα επιβάλλει; Η πολιτική της μοιάζει περισσότερο με έναν ιδιότυπο «κεϋνσιανισμό προς το κεφάλαιο» χρηματοδοτώντας αφειδώς τις επιλογές της εγχώριας άρχουσας τάξης και με το σταγονόμετρο τις ανάγκες της κοινωνίας στην πανδημία και πλέον στις συνθήκες της ακρίβειας. Αν εδώ προσθέσουμε τα δισεκατομμύρια για τους εξοπλισμούς τότε θα πρέπει να αναρωτηθούμε πού πήγε η εχθρότητα προς τις κρατικές δαπάνες, προς τον πληθωρισμό, προς τα ελλείμματα, προς το χρέος;

Η μόνη πραγματική εχθρότητα είναι αυτή των «από πάνω», των καπιταλιστών, των «μεσαίων» συνοδοιπόρων τους και των πολιτικών τους εκπροσώπων προς τα δικαιώματα, τα αιτήματα και τις ανάγκες των «από κάτω», της εργατικής τάξης και ευρύτερα. Για τους καπιταλιστές ποτέ δεν είναι ασαφές – εχθρός των επενδύσεων και της κερδοφορίας ήταν και είναι πάντα οι εργατικές διεκδικήσεις. Το κόστος εργασίας (για το κεφάλαιο) είναι το βιοτικό επίπεδο της εργατικής τάξης. Η εχθρότητα για τα ελλείμματα αφορά στις δαπάνες για το κοινωνικό κράτος αλλά καθόλου στις χρηματοδοτήσεις των καπιταλιστών, επωφελών για τις επενδύσεις και τα κέρδη τους. Ή για τις δαπάνες που αφορούν στους εξοπλισμούς του στρατού και της αστυνομίας. Παρόμοια και για το χρέος. Γίνεται δυσθεώρητο και απεχθές όταν χρειάζεται να χρησιμοποιηθεί σαν εργαλείο για την ανατροπή του ταξικού συσχετισμού που εμποδίζει την κερδοφορία όχι όμως όταν ο λόγος αυτός απουσιάζει όπως π.χ. στην Ιαπωνία. Στην ελληνική περίπτωση με 126% χρέος πήραμε τρία μνημόνια λιτότητας γιατί «καταναλώνουμε περισσότερα απ’ ότι παράγουμε» ενώ σήμερα με 209%  χρέος απολαμβάνουμε αρνητικά πραγματικά (πλην πληθωρισμού) επιτόκια δανεισμού.

Το ίδιο «ελαστική» είναι και η συζήτηση για το κράτος. Υποτίθεται ότι η αγορά και οι άνθρωποί της απεχθάνονται το κράτος και πολύ περισσότερο στη νεοφιλελεύθερη εποχή. Όμως τίποτα δεν είναι πιο μακριά από την αλήθεια! Το αστικό κράτος είναι πολύ απλά... αστικό και μάλιστα αποτελεί την θεμέλια λίθο του καπιταλισμού από την αυγή της ύπαρξής του. Έτσι λοιπόν το κράτος είναι «κακό» όταν παρεμβαίνει «διανεμητικά» προς τους «από κάτω», όταν εμφανίζεται ως «κοινωνικό κράτος» αλλά ταυτόχρονα είναι «καλό» και απολύτως απαραίτητο όταν διασώζει τις τράπεζες αλλά και επιδοτεί τις ιδιωτικές επενδύσεις και βεβαίως «άριστο» όταν τσακίζει τις κοινωνικές αντιστάσεις με τους κατασταλτικούς μηχανισμούς και την «ανεξάρτητη» δικαιοσύνη ή όταν οργανώνει πολεμικές σφαγές στο όνομα των «συμφερόντων της πατρίδας». 

Απέναντι στα οικονομικά και ουσιαστικά κοινωνικά/ ταξικά προβλήματα ως μόνιμη επωδός εμφανίζεται η αναζήτηση της «ανάπτυξης». Της μεγέθυνσης του ΑΕΠ ως προϋπόθεση για κάθε άλλη επιλογή, λιγότερο ή περισσότερο εχθρική και ληστρική προς το εισόδημα και το βιοτικό επίπεδο των ανθρώπων της δουλειάς, της κοινωνικής πλειοψηφίας και ιδιαίτερα των κατώτερων τάξεων και στρωμάτων. 

Η επιλογή του στόχου της «εναλλακτικής» ανάπτυξης, έξω από τους περιορισμούς της ΕΕ/ΟΝΕ και συνακόλουθα η «παραγωγική ανασυγκρότηση» της χώρας, είναι επιλογή πεδίου σύγκρουσης με τον αντίπαλο ακριβώς στην … έδρα του. Η «ανάπτυξη» είναι ο δήθεν αντικειμενικός όρος που στην πραγματικότητα συσκοτίζει τη διαφορά των «στρατοπέδων», αυτού των «από κάτω» και αυτού των «αφεντικών». Είναι η αγαπημένη διέξοδος των στελεχών των επιχειρήσεων, των ανθρώπων της οικονομικής ελίτ και των πολιτικών τους εκπροσώπων καθώς συσκοτίζει το πιο σημαντικό, την μοιρασιά του πλούτου και της ισχύος. Αν μάλιστα λάβουμε υπόψη και τις επείγουσες απαιτήσεις που θέτει η αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, ζήτημα κορυφαίο από ταξική, ριζοσπαστική, αντικαπιταλιστική σκοπιά, τότε υπογραμμίζεται ακόμη περισσότερο πως η πάση θυσία προτεραιότητα της «ανάπτυξης» αποτελεί την σημαία των αντιπάλων.

Το μαζικό κίνημα ποτέ δεν εμπνεύστηκε και δεν υιοθέτησε αντίστοιχους στόχους. Αντίθετα πάντα διεκδικούσε την αύξηση του μεριδίου της εργασίας, την αναδιανομή πλούτου και δύναμης προς όφελος των «από κάτω». Η «αναδιανομή» και όχι η «ανάπτυξη» είναι το πρόταγμα της αριστερής, ριζοσπαστικής πολιτικής και κατά συνέπεια το ζητούμενο είναι ένα πρόγραμμα τέτοιου ταξικού και κοινωνικού προσανατολισμού (ανεξάρτητα εάν, ως  συνέπεια θα οδηγήσει στη σύγκρουση με τους δανειστές και πιθανότατα στην έξοδο από την ΕΕ/ΟΝΕ).

  1. Η πρόσφατη εμπειρία των μνημονίων, της κοινωνικής αντίδρασης και των «πλατιών κομμάτων» της ριζοσπαστικής Αριστεράς

 Το ψέμα και η συγκάλυψη της ουσίας των πολιτικοοικονομικών  επιλογών της άρχουσας τάξης σε κάθε χώρα και των πολιτικών της εκπροσώπων κάθε φορά και πολύ περισσότερο της ίδιας της λειτουργίας του συστήματος γενικά, αποτελεί την καπιταλιστική «κανονικότητα» και τη μόνιμη μέθοδο παρουσίασης των δεδομένων. Ηχηρό παράδειγμα αποτελούν τα περίφημα μνημόνια που δήθεν επιβλήθηκαν στην χώρα παρά την θέληση της οικονομικής και πολιτικής ηγεσίας. Ωστόσο όχι μόνο δεν είδε κανείς τον αγώνα της να τα αποτρέψει αλλά μάλλον το αντίθετο καθώς από την πρώτη στιγμή ακούστηκαν δηλώσεις απ’ τα πιο επίσημα χείλη που συγκεφαλαιώθηκαν στο γνωστό «μαζί τα φάγαμε». Μάλιστα ακόμη και το «σκίσιμό τους», στο οποίο επιδόθηκαν προπαγανδιστικά πρώτα ο Σαμαράς απ’ τα δεξιά και μετά ο Τσίπρας απ’ τ’ αριστερά, σύντομα, με την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, μεταβλήθηκε σε πλήρη αναστροφή και υλοποίησή τους. Όμως ούτε ο ένας ούτε ο άλλος δεν εξαναγκάστηκαν από τους δανειστές. Μια τέτοια προσέγγιση, η οποία εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη, αποτελεί μορφή εμφάνισης του ισχυρότερου αστικού μύθου: του εθνικισμού. Η αλήθεια είναι πως αμφότεροι υποτάχτηκαν και εξυπηρέτησαν τα συμφέροντα και την θέληση της ελληνικής άρχουσας τάξης.   

Τα μνημόνια, σε όσες χώρες «επιβλήθηκαν», αποτέλεσαν ουσιαστικά επιλογή και εργαλείο για την εγχώρια άρχουσα τάξη δραματικής αλλαγής του ταξικού συσχετισμού προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο ένας και μοναδικός σκοπός τους, η κερδοφορία και η συσσώρευση. Στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες στις οποίες δεν επελέγη το εργαλείο αυτό ήταν επειδή ο ίδιος ο συσχετισμός δεν το απαιτούσε. Η ταξική λιτότητα υλοποιήθηκε παντού και ταυτόχρονα διασώθηκε το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα, στόχος κοινός των επί μέρους αρχουσών τάξεων κάθε χώρας – μέλους χωριστά. 

Η πρόσφατη εμπειρία της ταξικής πάλης και των πολιτικών διεργασιών στην Ελλάδα την περίοδο 2008 – 2015 αποτελεί απόδειξη για το πόσο αναγκαία ήταν αυτή η «επιβολή» ώστε το πολιτικό σύστημα εξουσίας να μπορέσει να εξυπηρετήσει τους σκοπούς και τις ανάγκες πρώτα και κύρια των Ελλήνων μεγαλοκαπιταλιστών και ταυτόχρονα της κοινής ευρωπαϊκής στρατηγικής του κεφαλαίου. Επίσης όμως παρέχει το συμπέρασμα πως η κοινωνική πλειοψηφία επέλεξε, με συντριπτικό ποσοστό και μάλιστα ταξικά απολύτως διαυγές όπως φάνηκε στην «γεωγραφία» του δημοψηφίσματος του 2015, να σταθεί τολμηρά και με εμπιστοσύνη στην πολιτική ηγεσία του «κόμματος  της Αριστεράς», υπέρ μιας ενδεχόμενης περιπέτειας, μιας εξόδου από την ΟΝΕ/ΕΕ, όπως εμφατικά το ξεκαθάριζαν τότε όλες οι εγχώριες και διεθνείς συστημικές φωνές, των ΜΜΕ και των πολιτικών ηγεσιών, χωρίς ωστόσο να διαθέτει καμιά «κοστολογημένη» εναλλακτική για το χρέος, τα ελλείμματα, την ανάπτυξη, τις διεθνείς σχέσεις. Της αρκούσε η ιδέα της πολιτικής δύναμης που θα αμφισβητούσε την αδικία και η εμπιστοσύνη της σε αυτήν. Η απογοητευτική συνέχεια, η υπογραφή του νέου μνημονίου από τον ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε άρδην το πολιτικό πλαίσιο και άφησε εκκρεμές το ερώτημα: «υπήρχε άλλος δρόμος»; Η απόπειρα να απαντηθεί αυτό με «ρεαλιστική» εναλλακτική πρόταση «ανάπτυξης με δραχμή» έναντι της ΟΝΕ/ΕΕ και «πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής», ουσιαστικά σε σύνδεση με την Ρωσία έναντι του ΝΑΤΟ, έπεσε στο κενό. Μαζί με την απουσία κάθε απόπειρας να δοθούν απαντήσεις και την γενικότερη απώθηση του ιστορικού «περιστατικού» ως να ήταν μια δευτερεύουσα και ίσως και συνηθισμένη περιπέτεια. Και μόνο η απουσία απολογισμών εκείνης της περιόδου και εναλλακτικών απαντήσεων αποτελεί «εικονογράφηση» της ανάγκης να τεθεί το ζήτημα της «μαζικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής» στο προσκήνιο και να αναληφθούν πρωτοβουλίες που θα ξεπερνούν τον στόχο της «επιβίωσης» θέτοντας υψηλότερες προδιαγραφές στο ερώτημα της «χρησιμότητας».

Κατά τα νεοφιλελεύθερα χρόνια εμφανίστηκε το κίνημα «ενάντια στην καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση» με διεθνή διάσταση (1999 Σιάτλ, 2001 Γένοβα κ.α.), το ευρωπαϊκό και παγκόσμιο κοινωνικό φόρουμ και τα «πλατιά κόμματα» της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Τα τελευταία αποτέλεσαν περισσότερο έκφραση της ανάγκης παρά ενιαίο σχέδιο. Τα κόμματα αυτά, στην Ευρώπη (από την ιταλική «Επανίδρυση» ως το πορτογαλικό «Μπλόκο» και το γερμανικό «Ντι Λίνκε», και από τους «Ποδέμος» ως το ΣΥΡΙΖΑ αλλά και τη ΛΑΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αν και πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, στην βάση της ιδιαίτερης σύνθεσης αλλά και των εθνικών πολιτικών συνθηκών και με διαφορετικές «επιδόσεις», συγκροτήθηκαν ως απόπειρα αφενός να εκφράσουν την τότε κινηματική άνοδο ενάντια στη νεοφιλελεύθερη καπιταλιστική παγκοσμιοποίηση αφετέρου να κινηθούν προς το πολιτικό κενό που δημιουργήθηκε από την πλήρη ενσωμάτωση της Σοσιαλδημοκρατίας (ή πληθυντικής αριστεράς ή κεντροαριστεράς) στο νεοφιλελεύθερο «μονόδρομο». Το αρχικό 3 + 1 πλαίσιο (ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, τον πόλεμο και τον ρατσισμό αλλά και την κεντροαριστερή κυβέρνηση) των «πλατιών κομμάτων»  της ριζοσπαστικής αριστεράς παραμένει ενεργό ως βάση αλλά δεν είναι επαρκές καθώς η ζωή το ξεπέρασε, ιδιαίτερα στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ που έφτασε ως η πρωτεύουσα δύναμη στην κυβέρνηση, με τα γνωστά αποτελέσματα.  Ο ΣΥΡΙΖΑ, εξάλλου υπήρξε «παιδί» των διεθνών κινηματικών και πολιτικών εξελίξεων και αποτέλεσε πεδίο συνύπαρξης και σύγκρουσης μεταξύ των συστημικών πιέσεων και των αριστερών, ριζοσπαστικών απαντήσεων. Η εξέλιξή του προς τα δεξιά δεν ήταν δεδομένη!

Εκ του αποτελέσματος είναι σαφές πώς οι αντινεοφιλελεύθερες, ριζοσπαστικές, αντικαπιταλιστικές δυνάμεις ηττήθηκαν καθώς, εξάλλου, δεν κατάφεραν να συμπήξουν ούτε τη συνολική δύναμή τους.

Άρα, τα «πλατιά κόμματα» δεν αποτελούν μοντέλο, καθώς το καθένα από αυτά καθορίζεται από την σύνθεσή του, αλλά αποτελούν πεδίο πάλης. Συγκροτήθηκαν, εξ αντικειμένου, ως συνάντηση τμημάτων της επαναστατικής και της ρεφορμιστικής Αριστεράς σε μια καπιταλιστική εποχή που δεν ανέχεται όχι μόνο την επαναστατική προσέγγιση του αντικαπιταλισμού αλλά ούτε την ρεφορμιστική άρνηση του νεοφιλελευθερισμού. Η ιστορική βάση της σύγκλισης και ακόμη της οργανωτικής συνύπαρξης διαφόρων αριστερών/αντικαπιταλιστικών προσεγγίσεων (και με βάση την «κλασική διαίρεση», επαναστατών και ρεφορμιστών) δεν έχει μεταβληθεί. Αντίθετα η ανάγκη της συγκέντρωσης της δύναμης, πολιτικής και οργανωτικής και ταυτόχρονα της θεωρητικής/ ιδεολογικής συζήτησης για την λειτουργία του σύγχρονου καπιταλισμού από την σκοπιά της ανατροπής του, διαρκώς οξύνεται και γίνεται πιο επείγουσα.  

  1. Σαν συμπέρασμα

Το πλαίσιο της ήττας του 2015, πλαίσιο όχι μόνο ελληνικό μα και τουλάχιστον πανευρωπαϊκό, βαραίνει πάνω στις συνειδήσεις των ανθρώπων και στην διάθεση και διαθεσιμότητά τους για κινηματική διεκδίκηση. Η γενικά ζοφερή αυτή εικόνα, την οποία συνθέτουν επίσης και οι συνέπειες του «πολιτικού κενού» με έντονη την εικόνα των συνεπειών στο πεδίο των συνδικαλιστικών και ευρύτερων κινηματικών συλλογικοτήτων, έσπασε σε συγκεκριμένες στιγμές με εβληματικές κινητοποιήσεις, ιδίως στο πεδίο του αντιφασιστικού αγώνα αλλά και ενάντια στον κρατικό αυταρχισμό καθώς και σε ορισμένους σημαντικούς εργατικούς αγώνες που είτε οδήγησαν σε νίκη όπως στην  e-food και στην Cosco είτε συντηρούν την αγωνιστική στάση του κλάδου όπως στα νοσοκομεία και στην Παιδεία, κυρίως στην Α βάθμια και στο φοιτητικό κίνημα, δείχνοντας ότι το πλαίσιο αυτό είναι αρκούντως εύθραυστο και ευεπίφορο στην ανατρεπτική αμφισβήτηση, όσο τουλάχιστον η κατάσταση του «εχθρού» (ως σύστημα γενικά και διεθνώς μα και ως νεοφιλελεύθερων πολιτικών διαχειριστών), πολιτικά και ιδεολογικά, δεν εμπνέει και δεν πείθει το κοινωνικό ακροατήριο σε συναινετική κατεύθυνση. 

Το τελευταίο διάστημα τα αποτελέσματα της γαλλικής ριζοσπαστικής Αριστεράς αλλά και οι πολιτικές εξελίξεις σε χώρες της Ν. Αμερικής ανανεώνουν την ελπίδα για αριστερές απαντήσεις αλλά κυρίως τεκμηριώνουν την κοινωνική «ζήτηση» για τέτοιες.

Το μείζον πρόβλημα βρίσκεται στην ίδια την πολιτική Αριστερά, στην «προσφορά».

Σήμερα, στην Ελλάδα, το άμεσο ζήτημα αφορά στην πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Οι εξελίξεις στο κεντρικό πολιτικό πεδίο παίζουν καίριο ρόλο στις πολιτικές διεργασίες και τις συνειδήσεις των πλατιών κοινωνικών ακροατηρίων και ο στόχος πρέπει να είναι η εκάστοτε αστική κυβέρνηση να πέφτει «απ’ τα κάτω και από τ’ αριστερά». Η αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει με την τακτική της να διεκδικεί τη συμμετοχή και τις δικές της απαντήσεις στο αριστερό και λαϊκό αίτημα να πέσει η νεοφιλελεύθερη και ακροδεξιά κυβέρνηση.

Η αντιμετώπιση, ωστόσο, από σημαντικό μέρος της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς, της συγκυρίας και της περιόδου με την επιλογή της προβολής μιας ορισμένης στάσης «ενάντια στον κυβερνητισμό» δεν βοηθά. Αντίθετα κρύβει την απροθυμία να αναληφθούν τα χηρεύοντα καθήκοντα απέναντι στην εργατική τάξη και συνολικότερα στους «από κάτω». Καθόλου τυχαία αυτή η επιλογή της «σημαίας του αντικυβερνητισμού» ταυτίζεται με έναν συνδυασμό αριστερισμού και σεχταρισμού, διαφόρων βαθμών, στο ίδιο το μαζικό κίνημα. Το πρόβλημα εδώ δεν βρίσκεται στην αντιμετώπιση των «σειρήνων» του «κοινοβουλευτικού δρόμου» έναντι του «επαναστατικού» καθώς κανένα τμήμα της ριζοσπαστικής, αντινεοφιλελεύθερης Αριστεράς στην Ελλάδα σήμερα δεν αντιμετωπίζει τέτοιες προκλήσεις και διλήμματα. Αντίθετα αποτελεί προκαταβολική απόρριψη της προοπτικής και των ενδεχόμενων να βρεθεί μπροστά σε τέτοια διλήμματα. Που σημαίνει απόρριψη της «μαζικής πολιτικής» και μάλιστα σε μία εποχή που η πραγματική, αντικειμενική δυνατότητα, ως πολιτικό κενό, προσφέρεται. Η υποκειμενική δυνατότητα ωστόσο απαιτεί επιλογές που δεν διαφεύγουν της διαπίστωσης πως όσο η ταξική και πολιτική πάλη δεν παράγει επαναστατικές συνθήκες, η ενιαιομετωπική προσέγγιση αποτελεί μονόδρομο. Όχι μόνο στο κίνημα αλλά, υπό όρους, και στο πολιτικό πεδίο.

Στον δρόμο προς τις εκλογές η κάθε επιλογή αριστερού ψηφοδελτίου, όπως η καθεμιά και ο καθένας το αντιλαμβάνεται, αποτελεί συμβολή για να πέσει η κυβέρνηση απ’ τ’ αριστερά. Δεν αποτελεί ασφαλώς εξασφάλιση καθώς η σημερινή κατάσταση του «χάρτη της Αριστεράς» δεν χαρακτηρίζεται από τέτοιες τάσεις και διαθέσεις. Πρώτα και κύρια από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ και τον πρόεδρό του που ακόμα και τώρα, στην προεκλογική περίοδο, ασκείται σε δηλώσεις προσαρμογής στο συστημικό πλαίσιο ακόμη και σε ενδεχόμενα κυβερνήσεων συνεργασίας. Επιβεβαιώνοντας την θέση πως η Αριστερά, τάχα, για να κάνει μαζική πολιτική πρέπει να στραφεί δεξιά και να προσαρμοστεί στις αστικές απαιτήσεις. Την άλλη πλευρά της ίδιας θέσης, ότι δηλαδή για να διαφυλαχθεί ο αριστερός, ριζοσπαστικός και αντικαπιταλιστικός χαρακτήρας πρέπει η επιλογές της Αριστεράς να είναι σεχταριστικές και μόνιμα μειοψηφικές, στην αναμονή μιας ορισμένης, «επαναστατικής» συγκυρίας όπου οι κοινωνικές μάζες θα αναγνωρίσουν «με μιας» την καθοδήγηση του κόμματος, την εκπροσωπούν διάφορες οργανώσεις με πρώτο το ίδιο το ΚΚΕ.

Εξάλλου και διάφορες «μετωπικές» προσπάθειες που επιχειρούνται, στον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς τείνουν να εκφράσουν την μία ή την άλλη εκδοχή της παραπάνω θέσης.

Ωστόσο η αναντιστοιχία των κοινωνικών αναγκών και των αιτημάτων της κοινωνικής πλειοψηφίας σε συνθήκες συστημικής πολυδιάστατης κρίσης που ξερνά βαρβαρότητα χωρίς ιδεολογικά προσχήματα, με το κενό της πολιτικής εκπροσώπησης των «από κάτω» που διαρκώς διευρύνονται, δημιουργεί όρους ανακατατάξεων στην Αριστερά υπό την πίεση της ανταπόκρισης στην ίδια την πραγματικότητα. Η συζήτηση έχει ανοίξει και τα ερωτήματα ζητούν αποτελεσματικές απαντήσεις.

Κατά την γνώμη μας και με την πεποίθηση ότι ο Σοσιαλισμός είναι πιο επίκαιρος από ποτέ, χρειάζεται να επικεντρωθούμε περισσότερο στην διεκδίκηση της πολιτικής, της μαζικής αντικαπιταλιστικής πολιτικής, παρά μόνον ή κυρίως της προπαγάνδας. Επιμένοντας και αναζητώντας την ανεξάρτητη θέση της Αριστεράς, την ανοικοδόμηση του στρατηγικού στόχου και οράματος καθώς και τον πρωταγωνιστικό της ρόλο στην οργάνωση της ταξικής/ πολιτικής πάλης με όρους συγκέντρωσης της δύναμης και μαζικότητας.

Η περίοδος, εκτός από τη βαρβαρότητα προσφέρει και την ευκαιρία.

Ετικέτες