Ο Γκέοργκ Λούκατς (13 Απριλίου 1885 - 4 Ιουνίου 1971) υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές μορφές της μαρξιστικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα, ιστορικός λογοτεχνίας και λογοτεχνικός κριτικός. Γεννημένος στη Βουδαπέστη, ο Λούκατς έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη θεωρητική ανάπτυξη του μαρξισμού, ιδιαίτερα με τη συμβολή του στην έννοια της ταξικής συνείδησης, της αλλοτρίωσης, της διαλεκτικής και στην αισθητική θεωρία.

Αρ­χι­κά επη­ρε­α­σμέ­νος από τη γερ­μα­νι­κή ιδε­α­λι­στι­κή πα­ρά­δο­ση και τη λο­γο­τε­χνι­κή θε­ω­ρία, ο Λού­κατς στρά­φη­κε στον μαρ­ξι­σμό μετά τον Α΄ Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο. Το πιο ση­μα­ντι­κό του έργο αυτής της πε­ριό­δου είναι το Ιστο­ρία και Τα­ξι­κή Συ­νεί­δη­ση (1923), στο οποίο υπο­στή­ρι­ξε ότι η προ­λε­τα­ρια­κή τάξη είναι η μόνη κοι­νω­νι­κή δύ­να­μη που μπο­ρεί να κα­τα­νο­ή­σει την ολό­τη­τα της κα­πι­τα­λι­στι­κής κοι­νω­νί­ας και να τη με­τα­σχη­μα­τί­σει ρι­ζι­κά. Η τα­ξι­κή συ­νεί­δη­ση δεν είναι απλώς μια ψυ­χο­λο­γι­κή κα­τά­στα­ση, αλλά μια δια­λε­κτι­κή κα­τα­νό­η­ση της ιστο­ρι­κής θέσης του προ­λε­τα­ριά­του.

Ο Λού­κατς έδωσε έμ­φα­ση στην έν­νοια της Ολό­τη­τας, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι μόνο μέσα από μια συ­νο­λι­κή κα­τα­νό­η­ση της κοι­νω­νί­ας –και όχι απο­μο­νώ­νο­ντας επι­μέ­ρους φαι­νό­με­να– μπο­ρεί να υπάρ­ξει πραγ­μα­τι­κή επα­να­στα­τι­κή θε­ω­ρία και πράξη. Στα έργα του επα­νέ­φε­ρε το εν­δια­φέ­ρον για τη δια­λε­κτι­κή μέ­θο­δο του Χέ­γκελ, σε αντί­θε­ση με τον θε­τι­κι­σμό που χα­ρα­κτή­ρι­ζε πολ­λούς μαρ­ξι­στές της επο­χής του.

1. Η πραγ­μο­ποί­η­ση και οι αντι­φά­σεις της

Μία από τις πιο κε­ντρι­κές, πρω­τό­τυ­πες, αλλά και αμ­φι­λε­γό­με­νες έν­νοιες που ει­σή­γα­γε ο Λού­κατς στο έργο του, Ιστο­ρία και Τα­ξι­κή Συ­νεί­δη­ση, είναι η έν­νοια της πραγ­μο­ποί­η­σης. Πρό­κει­ται για έναν θε­ω­ρη­τι­κό εμπλου­τι­σμό της μαρ­ξι­στι­κής θε­ω­ρί­ας της αλ­λο­τρί­ω­σης, που πε­ρι­γρά­φει πώς οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις, στο πλαί­σιο του κα­πι­τα­λι­σμού, με­τα­τρέ­πο­νται σε σχέ­σεις με­τα­ξύ πραγ­μά­των, όπως τα εμπο­ρεύ­μα­τα.

Η πραγ­μο­ποί­η­ση, σύμ­φω­να με τον Λού­κατς, είναι η δια­δι­κα­σία κατά την οποία οι αν­θρώ­πι­νες δρα­στη­ριό­τη­τες παίρ­νουν τη μορφή αμε­τά­βλη­των «πραγ­μά­των» (εξ ου και το πραγ­μο­ποί­η­ση), σαν να ήταν αντι­κεί­με­να και όχι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις. Η αν­θρώ­πι­νη ερ­γα­σία, οι αξίες, οι απο­φά­σεις, ακόμη και οι άν­θρω­ποι οι ίδιοι, αντι­με­τω­πί­ζο­νται σαν εμπο­ρεύ­μα­τα ή μη­χα­νι­κά εξαρ­τή­μα­τα ενός συ­στή­μα­τος. Αυτή η δια­δι­κα­σία δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται στην οι­κο­νο­μία, αλλά επε­κτεί­νε­ται σε όλες τις σφαί­ρες της ζωής (στην πο­λι­τι­κή, στην οι­κο­νο­μία, στην εκ­παί­δευ­ση, στη σχέση με τον εαυτό μας, κ.λπ.). Έτσι, οι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις χά­νουν τον αν­θρώ­πι­νο χα­ρα­κτή­ρα τους και φαί­νε­ται ότι αυτό που ζούμε είναι σαν κάτι «κα­νο­νι­κό» ή «φυ­σι­κό». Για πα­ρά­δειγ­μα, ένας μι­σθω­τός ερ­γα­ζό­με­νος στο ερ­γο­στά­σιο, στο εμπό­ριο ή αλλού, βλέ­πει τη δου­λειά του ως ένα κα­θή­κον που επι­τε­λεί μη­χα­νι­κά, χωρίς να έχει συ­νεί­δη­ση του συ­νο­λι­κού προ­ϊ­ό­ντος ή της ση­μα­σί­ας του ρόλου του.Για τον Λού­κατς, αυτή κα­τά­στα­ση θο­λώ­νει τη συ­νεί­δη­ση των αν­θρώ­πων, με συ­νέ­πεια να μην μπο­ρούν να δουν τη δυ­να­τό­τη­τα αλ­λα­γής της κοι­νω­νί­ας, επει­δή την αντι­λαμ­βά­νο­νται ως «φυ­σι­κή τάξη πραγ­μά­των» και έτσι αυτή η ψευ­δής συ­νεί­δη­ση ενι­σχύ­ει την πα­θη­τι­κό­τη­τα.

Η υπέρ­βα­ση της πραγ­μο­ποί­η­σης, σύμ­φω­να με τον Λού­κατς, μπο­ρεί να επι­τευ­χθεί μόνο μέσα από τη συ­νει­δη­το­ποί­η­ση της ιστο­ρι­κής θέσης του προ­λε­τα­ριά­του. Η ερ­γα­τι­κή τάξη, όντας το υπο­κεί­με­νο που βιώ­νει άμεσα την πραγ­μο­ποί­η­ση, είναι και η μόνη που μπο­ρεί να την υπερ­βεί μέσα από την επα­να­στα­τι­κή πράξη και την ανά­κτη­ση της ολό­τη­τας της κοι­νω­νι­κής ζωής.

Η έν­νοια της πραγ­μο­ποί­η­σηςεπι­βιώ­νει και ανα­νε­ώ­νε­ται σε πολ­λές θε­ω­ρί­ες: από τη Σχολή της Φραν­κφούρ­της μέχρι σύγ­χρο­νες ανα­λύ­σεις για τον κα­πι­τα­λι­σμό της επι­τή­ρη­σης, την ψη­φια­κή αλ­λο­τρί­ω­ση ή τον κα­τα­να­λω­τι­σμό. Πα­ρα­μέ­νει ένα ερ­γα­λείο για να κα­τα­νο­ή­σου­με το πώς οι κοι­νω­νί­ες με­τα­τρέ­πουν τους αν­θρώ­πους και τις σχέ­σεις τους σε «αντι­κεί­με­να» μέσα σε ένα απρό­σω­πο σύ­στη­μα.

Βέ­βαια, η έν­νοια της πραγ­μο­ποί­η­σης, αν και άνοι­ξε νέους δρό­μους στη μαρ­ξι­στι­κή και κοι­νω­νιο­λο­γι­κή σκέψη, ενέ­χει και αρ­κε­τές αντι­φά­σεις. Για πα­ρά­δειγ­μα, ενώ ο Λού­κατς πε­ρι­γρά­φει την πραγ­μο­ποί­η­ση ως μια κα­θο­λι­κή μορφή αλ­λο­τρί­ω­σης, όπου όλα γί­νο­νται «πράγ­μα­τα» και σχέ­σεις με­τα­ξύ πραγ­μά­των, και πως για να αρθεί αυτό θα πρέ­πει η ερ­γα­τι­κή τάξη να απο­κτή­σει συ­νεί­δη­ση ολό­τη­τας, προ­κει­μέ­νου να ανα­τρέ­ψει το σύ­στη­μα, εντού­τοις προ­κύ­πτει το εξής ερώ­τη­μα: Πώς μπο­ρεί ένα υπο­κεί­με­νο, η ερ­γα­τι­κή τάξη, εντε­λώς «πραγ­μο­ποι­η­μέ­νο», ενταγ­μέ­νο σε ένα σύ­στη­μα που του έχει αφαι­ρέ­σει κάθε δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα, να γίνει ταυ­τό­χρο­να και το επα­να­στα­τι­κό υπο­κεί­με­νο που θα κα­τα­στρέ­ψει το σύ­στη­μα; Αντί­φα­ση! Οι κοι­νω­νι­κές δομές, όπως η αγορά ή το κρά­τος, αντι­με­τω­πί­ζο­νται από τον Λού­κατς σαν ανε­ξάρ­τη­τες οντό­τη­τες, με δική τους βού­λη­ση, ενώ στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα είναι προ­ϊ­ό­ντα αν­θρώ­πι­νης πρά­ξης.

Κατά συ­νέ­πεια, αυτή η «μα­γι­κή» ανά­δυ­ση της τα­ξι­κής συ­νεί­δη­σης είναι με­τα­φυ­σι­κή και όχι δια­λε­κτι­κή. Διότι οι άν­θρω­ποι είναι κοι­νω­νι­κές σχέ­σεις. Δρουν, ερ­γά­ζο­νται και δη­μιουρ­γούν, και άρα δεν μπο­ρεί να είναι πράγ­μα­τα. Τα πράγ­μα­τα, δεν δρουν. Είναι ακί­νη­τα αντι­κεί­με­να, που με­τα­φέ­ρο­νται (από αν­θρώ­πους), από το ένα ση­μείο στο άλλο.Επί­σης, δεν υπάρ­χει μία «αλή­θεια» που πρέ­πει να απο­κα­λυ­φθεί, ούτε μία «σωστή»-αντι­κει­με­νι­κή τα­ξι­κή συ­νεί­δη­ση, που πρέ­πει να ανα­γνω­ρί­σει η ερ­γα­τι­κή τάξη, την οποία κα­τέ­χει προ­νο­μια­κά το «κόμμα της πρω­το­πο­ρί­ας». Αυτό που υπάρ­χει είναι ηδυ­να­τό­τη­τατων αν­θρώ­πων­ναδη­μιουρ­γούν νέα νο­ή­μα­τα, νέες μορ­φές ζωήςκαι κοι­νω­νί­ας,μέσα από τη συλ­λο­γι­κή και συ­νει­δη­τή πράξη.Όπως λέει ο Μ. Λα­μπρί­δης,«[...] η ανύ­ψω­ση του κόμ­μα­τος στο ρόλο ανε­ξάρ­τη­της ιστο­ρι­κής οντό­τη­τας μπο­ρεί να κα­τα­λή­ξει ‘‘ιδε­ο­λο­γί­α­’’ μιας κοι­νω­νι­κής με­ρί­δας που κυ­ριαρ­χεί πάνω στην κοι­νω­νία». Επι­ση­μαί­νει δε πως, όπως έχει δεί­ξει η πείρα, σε αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις το κόμμα «έχει συμ­φέ­ρο­ντα αντί­θε­τα προς τα συμ­φέ­ρο­ντα της ερ­γα­τι­κής τάξης», και γι’ αυτό «Η ιδέα ότι το κόμμα εν­σαρ­κώ­νει την αλη­θι­νή επα­να­στα­τι­κή συ­νεί­δη­ση κα­λύ­πτει ιδε­ο­λο­γι­κά τον εξου­σια­στι­κό του ρόλο» (Μ. Λα­μπρί­δης, Τρία με­λε­τή­μα­τα, εκ­δό­σεις Μαν­δρα­γό­ρας, Αθήνα 1998, σελ. 91).

Επι­πρό­σθε­τα, η αλ­λο­τρί­ω­ση δεν είναι απο­κλει­στι­κό φαι­νό­με­νο του κα­πι­τα­λι­σμού, αλλά γε­νι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των εκ­με­ταλ­λευ­τι­κών κοι­νω­νιών πουαπο­ξε­νώ­νουν τη δη­μιουρ­γι­κή φα­ντα­σίατου αν­θρώ­που και ανά­γουν την εξου­σία και το νόημα σε εξω­τε­ρι­κές «αντι­κει­με­νι­κές» οντό­τη­τες (Θεός, Νόμος, Οι­κο­νο­μία, κ.λπ.). Ο κα­πι­τα­λι­σμός είναι μια μορφή αλ­λο­τριω­μέ­νης-απο­ξε­νω­μέ­νης κοι­νω­νί­ας, αλλά όχι η μόνη. Το ίδιο μπο­ρεί να ισχύ­ει και για τον στα­λι­νι­σμό, τη θε­ο­κρα­τία ή τον τε­χνο­κρα­τι­κό φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό.

2. Συμ­βο­λή στην αι­σθη­τι­κή θε­ω­ρία και η κρι­τι­κή της προ­σέγ­γι­ση

Εκτός από φι­λό­σο­φος, ο Λού­κατς υπήρ­ξε και ση­μα­ντι­κός θε­ω­ρη­τι­κός της λο­γο­τε­χνί­ας. Η συμ­βο­λή του στην αι­σθη­τι­κή θε­ω­ρία είναι βαθιά και πο­λυ­σχι­δής, απο­τε­λώ­ντας έναν από τους πιο συ­στη­μα­τι­κούς στο­χα­σμούς γύρω από την τέχνη μέσα από το πρί­σμα του μαρ­ξι­σμού. Η αι­σθη­τι­κή του Λού­κατς δια­κρί­νε­ται από τη σύν­δε­ση της τέ­χνης με την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα και την ιστο­ρι­κή συ­νεί­δη­ση, αλλά και από την υπε­ρά­σπι­ση του ρε­α­λι­σμού ως προ­ο­δευ­τι­κής μορ­φής καλ­λι­τε­χνι­κής έκ­φρα­σης.

Το έργο του,Η Θε­ω­ρία του Μυ­θι­στο­ρή­μα­τος (1916), απο­τε­λεί κλα­σι­κό κεί­με­νο της αι­σθη­τι­κής θε­ω­ρί­ας, ενώ η με­τέ­πει­τα μαρ­ξι­στι­κή του προ­σέγ­γι­ση στη λο­γο­τε­χνία ενί­σχυ­σε τη ση­μα­σία της κοι­νω­νι­κής και ιστο­ρι­κής συ­νεί­δη­σης στο έργο τέ­χνης.

Ο Λού­κατς ήταν ένας ση­μα­ντι­κός λο­γο­τε­χνι­κός κρι­τι­κός, με έργα που εξε­τά­ζουν τον ρε­α­λι­σμό στη λο­γο­τε­χνία και γι’ αυτό υπο­στή­ρι­ζε τον ρε­α­λι­σμό ως το πιο κα­τάλ­λη­λο λο­γο­τε­χνι­κό στυλ για την απει­κό­νι­ση της κοι­νω­νι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Υπήρ­ξε ένας από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους θε­ω­ρη­τι­κούς του σο­σια­λι­στι­κού ρε­α­λι­σμού, αν και με μια λι­γό­τε­ρο δογ­μα­τι­κή προ­σέγ­γι­ση απ’ ό,τι επέ­βα­λε το σο­βιε­τι­κό κα­θε­στώς. Στα έργα του, υπε­ρα­σπί­στη­κε τον ρε­α­λι­σμό ως την καλ­λι­τε­χνι­κή μορφή που απο­δί­δει την «ολό­τη­τα» της κοι­νω­νι­κής ζωής, δη­λα­δή την εσω­τε­ρι­κή σύν­δε­ση ανά­με­σα στο άτομο και τις κοι­νω­νι­κές δομές που το δια­μορ­φώ­νουν.

Ο Λού­κα­τςά­σκη­σε δρι­μεία κρι­τι­κή στον μο­ντερ­νι­σμό, θε­ω­ρώ­ντας ότι πολ­λές μο­ντέρ­νες μορ­φές τέ­χνης (όπως ο φου­του­ρι­σμός ή ο υπαρ­ξι­στι­κός μο­ντερ­νι­σμός) οδη­γούν στην απο­μό­νω­ση του ατό­μου και δεν απο­κα­λύ­πτουν τη δια­λε­κτι­κή σχέση του με την κοι­νω­νία. Για τον Λού­κατς, τέ­τοιες μορ­φές τέ­χνης είναι συχνά προ­ϊ­όν της αλ­λο­τρί­ω­σης και του ιστο­ρι­κού πε­σι­μι­σμού. Η τέχνη, κατά τον Λού­κατς, δεν είναι απλώς μια αι­σθη­τι­κή εμπει­ρία, αλλά μέσο απο­κά­λυ­ψης της ου­σί­ας της πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Ένα λο­γο­τε­χνι­κό έργο, για πα­ρά­δειγ­μα, μπο­ρεί να απο­δώ­σει τη συ­γκε­κρι­μέ­νη ατο­μι­κή εμπει­ρία μέσα στο ιστο­ρι­κό και κοι­νω­νι­κό της πλαί­σιο, λει­τουρ­γώ­ντας ως «κα­θρέ­φτης» της επο­χής του, όχι με μη­χα­νι­στι­κό τρόπο, αλλά με δια­λε­κτι­κή ανα­πα­ρά­στα­ση της ζωής.

Ο Μα­νώ­λης Λα­μπρί­δης [Μα­νώ­λης Λε­ο­ντά­ρης], ση­μα­ντι­κός Έλ­λη­νας μαρ­ξι­στής δια­νοη­τής και δο­κι­μιο­γρά­φος, ασχο­λή­θη­κε με την αι­σθη­τι­κή θε­ω­ρία του Λού­κατς, ασκώ­ντας ου­σια­στι­κή κρι­τι­κή.Η προ­σέγ­γι­σή του επι­δί­ω­κε να ανα­δεί­ξει τις εσω­τε­ρι­κές αντι­φά­σεις και τα όρια της λου­κα­τσια­νής αι­σθη­τι­κής, ιδιαί­τε­ρα σε σχέση με τις πο­λι­τι­κές και φι­λο­σο­φι­κές της προ­ϋ­πο­θέ­σεις.​

Ο Λα­μπρί­δης υπο­στή­ρι­ξε ότι η αι­σθη­τι­κή θε­ω­ρία του σο­σια­λι­στι­κού ρε­α­λι­σμού, λει­τουρ­γού­σε ως ιδε­ο­λο­γι­κό ερ­γα­λείο, το οποίο επι­δί­ω­κε να εναρ­μο­νί­σει την τέχνη με τις πο­λι­τι­κές επι­τα­γές του κόμ­μα­τος.Κατά τον Λα­μπρί­δη, αυτή η προ­σέγ­γι­ση πε­ριο­ρί­ζει την αυ­το­νο­μία της τέ­χνης και την υπο­τάσ­σει σε μια προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη πο­λι­τι­κή αλή­θεια.​

Ο Λα­μπρί­δης δια­φω­νεί με την απο­λυ­τό­τη­τα που απο­δί­δει ο Λού­κατς στον σο­σια­λι­στι­κό ρε­α­λι­σμό ως την ανώ­τε­ρη μορφή καλ­λι­τε­χνι­κής έκ­φρα­σης.Επι­ση­μαί­νει ότι αυτή η στάση αγνο­εί ή υπο­τι­μά άλλες μορ­φές καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας (όπως ο μο­ντερ­νι­σμός, ο εξ­πρε­σιο­νι­σμός, κ.λπ.) ή ει­δι­κό­τε­ρων θε­μά­των (π.χ. το άγχος, ο υπαρ­ξι­σμός, ο φορ­μα­λι­σμός, κ.λπ.), που μπο­ρούν να εκ­φρά­σουν εξί­σου βαθιά και ου­σια­στι­κά την αν­θρώ­πι­νη εμπει­ρία και την κοι­νω­νι­κή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα.​

Συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά, ηά­πο­ψη του Λα­μπρί­δη­για την αι­σθη­τι­κή θε­ω­ρία είναι πα­ρό­μοια με αυτή του Τρό­τσκι και εστιά­ζει στην ανά­γκη δια­τή­ρη­σης της αυ­το­νο­μί­ας της τέ­χνης και της ανα­γνώ­ρι­σης της πο­λυ­μορ­φί­ας των καλ­λι­τε­χνι­κών εκ­φρά­σε­ων.Αντι­τί­θε­ται στην υπο­τα­γή της τέ­χνης σε πο­λι­τι­κές ή ιδε­ο­λο­γι­κές επι­τα­γές και προ­τάσ­σει μια προ­σέγ­γι­ση που ανα­γνω­ρί­ζει την πο­λυ­πλο­κό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης εμπει­ρί­ας και την ανά­γκη για μια τέχνη που να την εκ­φρά­ζει με ελευ­θε­ρία και αυ­θε­ντι­κό­τη­τα.​

3. Περί της έν­νοιας «ολό­τη­τα»

Κάτι αντί­στοι­χο συμ­βαί­νει και με την έν­νοια της «ολό­τη­τας» που προ­βάλ­λει ο Λού­κατς. Διότι, η μο­νο­με­ρής χρή­σης αυτής της έν­νοια­ςμπο­ρεί να οδη­γή­σει σε μια φι­λο­σο­φι­κή και αι­σθη­τι­κή προ­σέγ­γι­ση όπου το ατο­μι­κό υπο­κεί­με­νο και η ιδιαί­τε­ρη εμπει­ρία του απορ­ρο­φώ­νται από μια αφη­ρη­μέ­νη, κα­θο­λι­κή αντί­λη­ψη της ιστο­ρί­ας και της κοι­νω­νί­ας.Αν αυτό συμ­βεί, τότε αναι­ρεί­ται η δυ­να­τό­τη­τα να εκ­φρα­στεί (για πα­ρά­δειγ­μα στην τέχνη ή στην κοι­νω­νία) η πο­λυ­πλο­κό­τη­τα και η αντι­φα­τι­κό­τη­τα της αν­θρώ­πι­νης ύπαρ­ξης.​

Η «ολό­τη­τα» ανα­φέ­ρε­ται στην κα­τά­στα­ση του να είναι κάτι ολο­κλη­ρω­μέ­νο, πε­ρι­γρά­φο­ντας το σύ­νο­λο των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων και αλ­λη­λε­πι­δρά­σε­ων και όχι με­μο­νω­μέ­να. Πρό­κει­ται για μια οντο­λο­γι­κή έν­νοια. Για πα­ρά­δειγ­μα, όταν λέμε ότι ο άν­θρω­πος νο­εί­ται ως ολό­τη­τα, εν­νο­ού­με ότι απο­τε­λεί ένα ενιαίο σύ­νο­λο σώ­μα­τος, νου και ψυχής. Δεν αφορά τον τρόπο σκέ­ψης ή τη με­θο­δο­λο­γία, αλλά την ίδια τη φύση του πράγ­μα­τος.

Ωστό­σο, θεωρώ ότι είναι πιο δό­κι­μη η έν­νοια της «ολι­στι­κής προ­σέγ­γι­σης». Αν και οι δύο έν­νοιες σχε­τί­ζο­νται στενά και συχνά χρη­σι­μο­ποιού­νται μαζί ή εναλ­λα­κτι­κά, η ολι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση προ­σφέ­ρει έναν πιο ανοι­χτό ορί­ζο­ντα: Πρό­κει­ται για μια με­θο­δο­λο­γία που βα­σί­ζε­ται στην ιδέα ότι με­λε­τού­με κάτι ως ολό­τη­τα, συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νο­ντας και τα επι­μέ­ρους στοι­χεία, τα οποία, χωρίς αυτήν την προ­σέγ­γι­ση, θα ήταν απο­μο­νω­μέ­να ή πα­ρα­γνω­ρι­σμέ­να.Ως πα­ρά­δειγ­μα θα ανα­φέ­ρου­με πάλι την ια­τρι­κή,όπου μια ολι­στι­κή προ­σέγ­γι­ση ση­μαί­νει ότι ο για­τρός δεν πρέ­πει να εξε­τά­ζει μόνο το σύμ­πτω­μα, αλλά να λαμ­βά­νει υπόψη και τον τρόπο ζωής, τη δια­τρο­φή, την ψυ­χο­λο­γία, το πε­ρι­βάλ­λον του ασθε­νούς, κ.λπ., ώστε να κα­τα­νο­ή­σει τον άν­θρω­πο ως σύ­νο­λο, ολι­στι­κά,ώστε να έχει τη δυ­να­τό­τη­τα να προ­τεί­νει την πιο κα­τάλ­λη­λη θε­ρα­πευ­τι­κή μέ­θο­δο.

Λαμ­βά­νο­ντας υπόψη τα πα­ρα­πά­νω, είναι ανα­γκαίο να προ­σεγ­γί­σου­με την έν­νοια της Ολό­τη­τας δια­λε­κτι­κά, προ­κει­μέ­νου να ερ­μη­νεύ­σου­με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέσα από το σύ­νο­λο των κοι­νω­νι­κών σχέ­σε­ων, χωρίς να πα­ρα­γνω­ρί­ζου­με την ιδιαί­τε­ρη εμπει­ρία του ατο­μι­κού υπο­κει­μέ­νου και τις με­τα­ξύ τους αλ­λη­λε­πι­δρά­σεις.

4. Λίγα ακόμη βιο­γρα­φι­κά για τον Λού­κατς

Κατά τη διάρ­κεια της ζωής του, ο Λού­κατς υπήρ­ξε πο­λι­τι­κά ενερ­γός, συμ­με­τέ­χο­ντας στη σύ­ντο­μη Ουγ­γρι­κή Σο­βιε­τι­κή Δη­μο­κρα­τία του 1919, ενώ αρ­γό­τε­ρα αντι­με­τώ­πι­σε την κα­τα­πί­ε­ση του στα­λι­νι­σμού, αν και πα­ρέ­μει­νε πι­στός στο σο­σια­λι­στι­κό ιδε­ώ­δες. Το φι­λο­σο­φι­κό του έργο επη­ρέ­α­σε πολ­λούς δια­νο­ού­με­νους και συ­νε­χί­ζει να απο­τε­λεί αντι­κεί­με­νο με­λέ­της και συ­ζή­τη­σης.

Το διά­στη­μα από το 1924 έως το 1956 είχε συν­θη­κο­λο­γή­σει με τον στα­λι­νι­σμό, πα­ρα­παί­ο­ντας, όπως πάλι λέει ο Λα­μπρί­δης, «ανά­με­σα σε ελιγ­μούς, συμ­βι­βα­σμούς, απο­κη­ρύ­ξεις και ομο­λο­γί­ες πί­στε­ως, υπο­λο­γι­σμέ­να ψέ­μα­τα, τα­πει­νώ­σεις και πα­λι­νω­δί­ες. […] Κι όλα αυτά, για να πα­ρα­μεί­νει στους κόλ­πους της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς και να μπο­ρεί να ζει και να γρά­φει» (Μ. Λα­μπρί­δης, ό.π., σελ. 94-95).

Όμως, από το 1956 και πέρα «στά­θη­κε απο­φα­σι­στι­κά αντι­στα­λι­νι­κός». Συμ­με­τεί­χε ενερ­γά στην Ουγ­γρι­κή πο­λι­τι­κή Επα­νά­στα­ση του 1956, διε­τέ­λε­σε μέλος στην εφή­με­ρη κυ­βέρ­νη­ση του Ίμρε Νάγκι ως υπουρ­γός Πο­λι­τι­σμού, έγινε μέλος της Κε­ντρι­κής Επι­τρο­πής του Κομ­μου­νι­στι­κού Κόμ­μα­τος και από εκεί­νη την πε­ρί­ο­δο και έπει­τα υπήρ­ξε κρι­τι­κός των στα­λι­νι­κών πρα­κτι­κών.

Την ιδε­ο­λο­γι­κή οδύσ­σεια του Λού­κατς-από τα πρώτα νε­α­νι­κά επα­να­στα­τι­κά του χρό­νια, στον συμ­βι­βα­σμό με τον στα­λι­νι­σμό, την επα­κό­λου­θη κρι­τι­κή του προς αυτόν και, τε­λι­κά, την επι­στρο­φή στα πρώ­ι­μα ρι­ζο­σπα­στι­κά χρό­νια της νιό­της του- πε­ρι­γρά­φει με εύ­στο­χο τρόπο ο Μ. Λεβύ, στο δο­κί­μιό του,Ο Λού­κατς και ο στα­λι­νι­σμός (εκ­δό­σεις Έρα­σμος, Αθήνα 2009).

Ο Λού­κατς πέ­θα­νε το 1971, αφή­νο­ντας πίσω του ένα πλού­σιο θε­ω­ρη­τι­κό έργο, που συ­νε­χί­ζει να προ­κα­λεί συ­ζη­τή­σεις και να εμπνέ­ει κρι­τι­κή σκέψη, αλλά και αμ­φι­σβη­τή­σεις. Η συμ­βο­λή του συ­νί­στα­ται όχι μόνο στην επα­να­προ­σέγ­γι­ση του Μαρξ, αλλά και στη γό­νι­μη σύν­θε­ση φι­λο­σο­φί­ας, πο­λι­τι­κής και αι­σθη­τι­κής.

(*) Δη­μο­σιεύ­τη­κε στην ηλε­κτρο­νι­κή σε­λί­δα της Εφη­με­ρί­δας των Συ­ντα­κτών, 14-4-2025, με αφορ­μή τα 140 χρό­νια από τη γέν­νη­ση του Λού­κατς, στις 13 Απρι­λί­ου 1885.

Ετικέτες