Ο Γκέοργκ Λούκατς (13 Απριλίου 1885 - 4 Ιουνίου 1971) υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές μορφές της μαρξιστικής φιλοσοφίας του 20ού αιώνα, ιστορικός λογοτεχνίας και λογοτεχνικός κριτικός. Γεννημένος στη Βουδαπέστη, ο Λούκατς έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη θεωρητική ανάπτυξη του μαρξισμού, ιδιαίτερα με τη συμβολή του στην έννοια της ταξικής συνείδησης, της αλλοτρίωσης, της διαλεκτικής και στην αισθητική θεωρία.

Αρχικά επηρεασμένος από τη γερμανική ιδεαλιστική παράδοση και τη λογοτεχνική θεωρία, ο Λούκατς στράφηκε στον μαρξισμό μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το πιο σημαντικό του έργο αυτής της περιόδου είναι το Ιστορία και Ταξική Συνείδηση (1923), στο οποίο υποστήριξε ότι η προλεταριακή τάξη είναι η μόνη κοινωνική δύναμη που μπορεί να κατανοήσει την ολότητα της καπιταλιστικής κοινωνίας και να τη μετασχηματίσει ριζικά. Η ταξική συνείδηση δεν είναι απλώς μια ψυχολογική κατάσταση, αλλά μια διαλεκτική κατανόηση της ιστορικής θέσης του προλεταριάτου.

Ο Λούκατς έδωσε έμφαση στην έννοια της Ολότητας, υποστηρίζοντας ότι μόνο μέσα από μια συνολική κατανόηση της κοινωνίας –και όχι απομονώνοντας επιμέρους φαινόμενα– μπορεί να υπάρξει πραγματική επαναστατική θεωρία και πράξη. Στα έργα του επανέφερε το ενδιαφέρον για τη διαλεκτική μέθοδο του Χέγκελ, σε αντίθεση με τον θετικισμό που χαρακτήριζε πολλούς μαρξιστές της εποχής του.

1. Η πραγμοποίηση και οι αντιφάσεις της

Μία από τις πιο κεντρικές, πρωτότυπες, αλλά και αμφιλεγόμενες έννοιες που εισήγαγε ο Λούκατς στο έργο του, Ιστορία και Ταξική Συνείδηση, είναι η έννοια της πραγμοποίησης. Πρόκειται για έναν θεωρητικό εμπλουτισμό της μαρξιστικής θεωρίας της αλλοτρίωσης, που περιγράφει πώς οι κοινωνικές σχέσεις, στο πλαίσιο του καπιταλισμού, μετατρέπονται σε σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, όπως τα εμπορεύματα.

Η πραγμοποίηση, σύμφωνα με τον Λούκατς, είναι η διαδικασία κατά την οποία οι ανθρώπινες δραστηριότητες παίρνουν τη μορφή αμετάβλητων «πραγμάτων» (εξ ου και το πραγμοποίηση), σαν να ήταν αντικείμενα και όχι κοινωνικές σχέσεις. Η ανθρώπινη εργασία, οι αξίες, οι αποφάσεις, ακόμη και οι άνθρωποι οι ίδιοι, αντιμετωπίζονται σαν εμπορεύματα ή μηχανικά εξαρτήματα ενός συστήματος. Αυτή η διαδικασία δεν περιορίζεται στην οικονομία, αλλά επεκτείνεται σε όλες τις σφαίρες της ζωής (στην πολιτική, στην οικονομία, στην εκπαίδευση, στη σχέση με τον εαυτό μας, κ.λπ.). Έτσι, οι κοινωνικές σχέσεις χάνουν τον ανθρώπινο χαρακτήρα τους και φαίνεται ότι αυτό που ζούμε είναι σαν κάτι «κανονικό» ή «φυσικό». Για παράδειγμα, ένας μισθωτός εργαζόμενος στο εργοστάσιο, στο εμπόριο ή αλλού, βλέπει τη δουλειά του ως ένα καθήκον που επιτελεί μηχανικά, χωρίς να έχει συνείδηση του συνολικού προϊόντος ή της σημασίας του ρόλου του.Για τον Λούκατς, αυτή κατάσταση θολώνει τη συνείδηση των ανθρώπων, με συνέπεια να μην μπορούν να δουν τη δυνατότητα αλλαγής της κοινωνίας, επειδή την αντιλαμβάνονται ως «φυσική τάξη πραγμάτων» και έτσι αυτή η ψευδής συνείδηση ενισχύει την παθητικότητα.

Η υπέρβαση της πραγμοποίησης, σύμφωνα με τον Λούκατς, μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από τη συνειδητοποίηση της ιστορικής θέσης του προλεταριάτου. Η εργατική τάξη, όντας το υποκείμενο που βιώνει άμεσα την πραγμοποίηση, είναι και η μόνη που μπορεί να την υπερβεί μέσα από την επαναστατική πράξη και την ανάκτηση της ολότητας της κοινωνικής ζωής.

Η έννοια της πραγμοποίησηςεπιβιώνει και ανανεώνεται σε πολλές θεωρίες: από τη Σχολή της Φρανκφούρτης μέχρι σύγχρονες αναλύσεις για τον καπιταλισμό της επιτήρησης, την ψηφιακή αλλοτρίωση ή τον καταναλωτισμό. Παραμένει ένα εργαλείο για να κατανοήσουμε το πώς οι κοινωνίες μετατρέπουν τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους σε «αντικείμενα» μέσα σε ένα απρόσωπο σύστημα.

Βέβαια, η έννοια της πραγμοποίησης, αν και άνοιξε νέους δρόμους στη μαρξιστική και κοινωνιολογική σκέψη, ενέχει και αρκετές αντιφάσεις. Για παράδειγμα, ενώ ο Λούκατς περιγράφει την πραγμοποίηση ως μια καθολική μορφή αλλοτρίωσης, όπου όλα γίνονται «πράγματα» και σχέσεις μεταξύ πραγμάτων, και πως για να αρθεί αυτό θα πρέπει η εργατική τάξη να αποκτήσει συνείδηση ολότητας, προκειμένου να ανατρέψει το σύστημα, εντούτοις προκύπτει το εξής ερώτημα: Πώς μπορεί ένα υποκείμενο, η εργατική τάξη, εντελώς «πραγμοποιημένο», ενταγμένο σε ένα σύστημα που του έχει αφαιρέσει κάθε δημιουργικότητα, να γίνει ταυτόχρονα και το επαναστατικό υποκείμενο που θα καταστρέψει το σύστημα; Αντίφαση! Οι κοινωνικές δομές, όπως η αγορά ή το κράτος, αντιμετωπίζονται από τον Λούκατς σαν ανεξάρτητες οντότητες, με δική τους βούληση, ενώ στην πραγματικότητα είναι προϊόντα ανθρώπινης πράξης.

Κατά συνέπεια, αυτή η «μαγική» ανάδυση της ταξικής συνείδησης είναι μεταφυσική και όχι διαλεκτική. Διότι οι άνθρωποι είναι κοινωνικές σχέσεις. Δρουν, εργάζονται και δημιουργούν, και άρα δεν μπορεί να είναι πράγματα. Τα πράγματα, δεν δρουν. Είναι ακίνητα αντικείμενα, που μεταφέρονται (από ανθρώπους), από το ένα σημείο στο άλλο.Επίσης, δεν υπάρχει μία «αλήθεια» που πρέπει να αποκαλυφθεί, ούτε μία «σωστή»-αντικειμενική ταξική συνείδηση, που πρέπει να αναγνωρίσει η εργατική τάξη, την οποία κατέχει προνομιακά το «κόμμα της πρωτοπορίας». Αυτό που υπάρχει είναι ηδυνατότητατων ανθρώπωνναδημιουργούν νέα νοήματα, νέες μορφές ζωήςκαι κοινωνίας,μέσα από τη συλλογική και συνειδητή πράξη.Όπως λέει ο Μ. Λαμπρίδης,«[...] η ανύψωση του κόμματος στο ρόλο ανεξάρτητης ιστορικής οντότητας μπορεί να καταλήξει ‘‘ιδεολογία’’ μιας κοινωνικής μερίδας που κυριαρχεί πάνω στην κοινωνία». Επισημαίνει δε πως, όπως έχει δείξει η πείρα, σε αρκετές περιπτώσεις το κόμμα «έχει συμφέροντα αντίθετα προς τα συμφέροντα της εργατικής τάξης», και γι’ αυτό «Η ιδέα ότι το κόμμα ενσαρκώνει την αληθινή επαναστατική συνείδηση καλύπτει ιδεολογικά τον εξουσιαστικό του ρόλο» (Μ. Λαμπρίδης, Τρία μελετήματα, εκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 1998, σελ. 91).

Επιπρόσθετα, η αλλοτρίωση δεν είναι αποκλειστικό φαινόμενο του καπιταλισμού, αλλά γενικό χαρακτηριστικό των εκμεταλλευτικών κοινωνιών πουαποξενώνουν τη δημιουργική φαντασίατου ανθρώπου και ανάγουν την εξουσία και το νόημα σε εξωτερικές «αντικειμενικές» οντότητες (Θεός, Νόμος, Οικονομία, κ.λπ.). Ο καπιταλισμός είναι μια μορφή αλλοτριωμένης-αποξενωμένης κοινωνίας, αλλά όχι η μόνη. Το ίδιο μπορεί να ισχύει και για τον σταλινισμό, τη θεοκρατία ή τον τεχνοκρατικό φιλελευθερισμό.

2. Συμβολή στην αισθητική θεωρία και η κριτική της προσέγγιση

Εκτός από φιλόσοφος, ο Λούκατς υπήρξε και σημαντικός θεωρητικός της λογοτεχνίας. Η συμβολή του στην αισθητική θεωρία είναι βαθιά και πολυσχιδής, αποτελώντας έναν από τους πιο συστηματικούς στοχασμούς γύρω από την τέχνη μέσα από το πρίσμα του μαρξισμού. Η αισθητική του Λούκατς διακρίνεται από τη σύνδεση της τέχνης με την κοινωνική πραγματικότητα και την ιστορική συνείδηση, αλλά και από την υπεράσπιση του ρεαλισμού ως προοδευτικής μορφής καλλιτεχνικής έκφρασης.

Το έργο του,Η Θεωρία του Μυθιστορήματος (1916), αποτελεί κλασικό κείμενο της αισθητικής θεωρίας, ενώ η μετέπειτα μαρξιστική του προσέγγιση στη λογοτεχνία ενίσχυσε τη σημασία της κοινωνικής και ιστορικής συνείδησης στο έργο τέχνης.

Ο Λούκατς ήταν ένας σημαντικός λογοτεχνικός κριτικός, με έργα που εξετάζουν τον ρεαλισμό στη λογοτεχνία και γι’ αυτό υποστήριζε τον ρεαλισμό ως το πιο κατάλληλο λογοτεχνικό στυλ για την απεικόνιση της κοινωνικής πραγματικότητας. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους θεωρητικούς του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, αν και με μια λιγότερο δογματική προσέγγιση απ’ ό,τι επέβαλε το σοβιετικό καθεστώς. Στα έργα του, υπερασπίστηκε τον ρεαλισμό ως την καλλιτεχνική μορφή που αποδίδει την «ολότητα» της κοινωνικής ζωής, δηλαδή την εσωτερική σύνδεση ανάμεσα στο άτομο και τις κοινωνικές δομές που το διαμορφώνουν.

Ο Λούκατςάσκησε δριμεία κριτική στον μοντερνισμό, θεωρώντας ότι πολλές μοντέρνες μορφές τέχνης (όπως ο φουτουρισμός ή ο υπαρξιστικός μοντερνισμός) οδηγούν στην απομόνωση του ατόμου και δεν αποκαλύπτουν τη διαλεκτική σχέση του με την κοινωνία. Για τον Λούκατς, τέτοιες μορφές τέχνης είναι συχνά προϊόν της αλλοτρίωσης και του ιστορικού πεσιμισμού. Η τέχνη, κατά τον Λούκατς, δεν είναι απλώς μια αισθητική εμπειρία, αλλά μέσο αποκάλυψης της ουσίας της πραγματικότητας. Ένα λογοτεχνικό έργο, για παράδειγμα, μπορεί να αποδώσει τη συγκεκριμένη ατομική εμπειρία μέσα στο ιστορικό και κοινωνικό της πλαίσιο, λειτουργώντας ως «καθρέφτης» της εποχής του, όχι με μηχανιστικό τρόπο, αλλά με διαλεκτική αναπαράσταση της ζωής.

Ο Μανώλης Λαμπρίδης [Μανώλης Λεοντάρης], σημαντικός Έλληνας μαρξιστής διανοητής και δοκιμιογράφος, ασχολήθηκε με την αισθητική θεωρία του Λούκατς, ασκώντας ουσιαστική κριτική.Η προσέγγισή του επιδίωκε να αναδείξει τις εσωτερικές αντιφάσεις και τα όρια της λουκατσιανής αισθητικής, ιδιαίτερα σε σχέση με τις πολιτικές και φιλοσοφικές της προϋποθέσεις.​

Ο Λαμπρίδης υποστήριξε ότι η αισθητική θεωρία του σοσιαλιστικού ρεαλισμού, λειτουργούσε ως ιδεολογικό εργαλείο, το οποίο επιδίωκε να εναρμονίσει την τέχνη με τις πολιτικές επιταγές του κόμματος.Κατά τον Λαμπρίδη, αυτή η προσέγγιση περιορίζει την αυτονομία της τέχνης και την υποτάσσει σε μια προκαθορισμένη πολιτική αλήθεια.​

Ο Λαμπρίδης διαφωνεί με την απολυτότητα που αποδίδει ο Λούκατς στον σοσιαλιστικό ρεαλισμό ως την ανώτερη μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης.Επισημαίνει ότι αυτή η στάση αγνοεί ή υποτιμά άλλες μορφές καλλιτεχνικής δημιουργίας (όπως ο μοντερνισμός, ο εξπρεσιονισμός, κ.λπ.) ή ειδικότερων θεμάτων (π.χ. το άγχος, ο υπαρξισμός, ο φορμαλισμός, κ.λπ.), που μπορούν να εκφράσουν εξίσου βαθιά και ουσιαστικά την ανθρώπινη εμπειρία και την κοινωνική πραγματικότητα.​

Συμπερασματικά, ηάποψη του Λαμπρίδηγια την αισθητική θεωρία είναι παρόμοια με αυτή του Τρότσκι και εστιάζει στην ανάγκη διατήρησης της αυτονομίας της τέχνης και της αναγνώρισης της πολυμορφίας των καλλιτεχνικών εκφράσεων.Αντιτίθεται στην υποταγή της τέχνης σε πολιτικές ή ιδεολογικές επιταγές και προτάσσει μια προσέγγιση που αναγνωρίζει την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης εμπειρίας και την ανάγκη για μια τέχνη που να την εκφράζει με ελευθερία και αυθεντικότητα.​

3. Περί της έννοιας «ολότητα»

Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με την έννοια της «ολότητας» που προβάλλει ο Λούκατς. Διότι, η μονομερής χρήσης αυτής της έννοιαςμπορεί να οδηγήσει σε μια φιλοσοφική και αισθητική προσέγγιση όπου το ατομικό υποκείμενο και η ιδιαίτερη εμπειρία του απορροφώνται από μια αφηρημένη, καθολική αντίληψη της ιστορίας και της κοινωνίας.Αν αυτό συμβεί, τότε αναιρείται η δυνατότητα να εκφραστεί (για παράδειγμα στην τέχνη ή στην κοινωνία) η πολυπλοκότητα και η αντιφατικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης.​

Η «ολότητα» αναφέρεται στην κατάσταση του να είναι κάτι ολοκληρωμένο, περιγράφοντας το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων και όχι μεμονωμένα. Πρόκειται για μια οντολογική έννοια. Για παράδειγμα, όταν λέμε ότι ο άνθρωπος νοείται ως ολότητα, εννοούμε ότι αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο σώματος, νου και ψυχής. Δεν αφορά τον τρόπο σκέψης ή τη μεθοδολογία, αλλά την ίδια τη φύση του πράγματος.

Ωστόσο, θεωρώ ότι είναι πιο δόκιμη η έννοια της «ολιστικής προσέγγισης». Αν και οι δύο έννοιες σχετίζονται στενά και συχνά χρησιμοποιούνται μαζί ή εναλλακτικά, η ολιστική προσέγγιση προσφέρει έναν πιο ανοιχτό ορίζοντα: Πρόκειται για μια μεθοδολογία που βασίζεται στην ιδέα ότι μελετούμε κάτι ως ολότητα, συμπεριλαμβάνοντας και τα επιμέρους στοιχεία, τα οποία, χωρίς αυτήν την προσέγγιση, θα ήταν απομονωμένα ή παραγνωρισμένα.Ως παράδειγμα θα αναφέρουμε πάλι την ιατρική,όπου μια ολιστική προσέγγιση σημαίνει ότι ο γιατρός δεν πρέπει να εξετάζει μόνο το σύμπτωμα, αλλά να λαμβάνει υπόψη και τον τρόπο ζωής, τη διατροφή, την ψυχολογία, το περιβάλλον του ασθενούς, κ.λπ., ώστε να κατανοήσει τον άνθρωπο ως σύνολο, ολιστικά,ώστε να έχει τη δυνατότητα να προτείνει την πιο κατάλληλη θεραπευτική μέθοδο.

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, είναι αναγκαίο να προσεγγίσουμε την έννοια της Ολότητας διαλεκτικά, προκειμένου να ερμηνεύσουμε την πραγματικότητα μέσα από το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων, χωρίς να παραγνωρίζουμε την ιδιαίτερη εμπειρία του ατομικού υποκειμένου και τις μεταξύ τους αλληλεπιδράσεις.

4. Λίγα ακόμη βιογραφικά για τον Λούκατς

Κατά τη διάρκεια της ζωής του, ο Λούκατς υπήρξε πολιτικά ενεργός, συμμετέχοντας στη σύντομη Ουγγρική Σοβιετική Δημοκρατία του 1919, ενώ αργότερα αντιμετώπισε την καταπίεση του σταλινισμού, αν και παρέμεινε πιστός στο σοσιαλιστικό ιδεώδες. Το φιλοσοφικό του έργο επηρέασε πολλούς διανοούμενους και συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο μελέτης και συζήτησης.

Το διάστημα από το 1924 έως το 1956 είχε συνθηκολογήσει με τον σταλινισμό, παραπαίοντας, όπως πάλι λέει ο Λαμπρίδης, «ανάμεσα σε ελιγμούς, συμβιβασμούς, αποκηρύξεις και ομολογίες πίστεως, υπολογισμένα ψέματα, ταπεινώσεις και παλινωδίες. […] Κι όλα αυτά, για να παραμείνει στους κόλπους της Κομμουνιστικής Διεθνούς και να μπορεί να ζει και να γράφει» (Μ. Λαμπρίδης, ό.π., σελ. 94-95).

Όμως, από το 1956 και πέρα «στάθηκε αποφασιστικά αντισταλινικός». Συμμετείχε ενεργά στην Ουγγρική πολιτική Επανάσταση του 1956, διετέλεσε μέλος στην εφήμερη κυβέρνηση του Ίμρε Νάγκι ως υπουργός Πολιτισμού, έγινε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του Κομμουνιστικού Κόμματος και από εκείνη την περίοδο και έπειτα υπήρξε κριτικός των σταλινικών πρακτικών.

Την ιδεολογική οδύσσεια του Λούκατς-από τα πρώτα νεανικά επαναστατικά του χρόνια, στον συμβιβασμό με τον σταλινισμό, την επακόλουθη κριτική του προς αυτόν και, τελικά, την επιστροφή στα πρώιμα ριζοσπαστικά χρόνια της νιότης του- περιγράφει με εύστοχο τρόπο ο Μ. Λεβύ, στο δοκίμιό του,Ο Λούκατς και ο σταλινισμός (εκδόσεις Έρασμος, Αθήνα 2009).

Ο Λούκατς πέθανε το 1971, αφήνοντας πίσω του ένα πλούσιο θεωρητικό έργο, που συνεχίζει να προκαλεί συζητήσεις και να εμπνέει κριτική σκέψη, αλλά και αμφισβητήσεις. Η συμβολή του συνίσταται όχι μόνο στην επαναπροσέγγιση του Μαρξ, αλλά και στη γόνιμη σύνθεση φιλοσοφίας, πολιτικής και αισθητικής.

(*) Δημοσιεύτηκε στην ηλεκτρονική σελίδα της Εφημερίδας των Συντακτών, 14-4-2025, με αφορμή τα 140 χρόνια από τη γέννηση του Λούκατς, στις 13 Απριλίου 1885.

Ετικέτες