Λίγες βδομάδες μετά την δημοσιοποίηση της δολοφονίας της Ελένης στη Ρόδο και μέσα στις πρώτες μέρες του ’19 μία ακόμα γυναικοκτονία έγινε γνωστή, αυτή τη φορά στην Κέρκυρα.
Η 27χρονη Αντζελίνα δολοφονήθηκε από τον πατέρα της επειδή δεν ενέκρινε την σχέση της με τον Αφγανό φίλο της. Έτσι, το 2019 ξεκίνησε με θλιβερή υπενθύμιση ότι η πατριαρχία δολοφονεί. Ο πατέρας της δεν είναι ένα «τέρας» μια εξαίρεση στην κατά τα άλλα υγιή κοινωνία, αλλά αντιθέτως η δολοφονία της Αντζελίνα αποδεικνύει πως είναι ακριβώς οι κυρίαρχες σεξιστικές αντιλήψεις που οριοθετούν τις γυναίκες ως απόλυτη ιδιοκτησία του άντρα (πατέρα ή/και συζύγου) σε συνδυασμό με τα ρατσιστικά αντανακλαστικά μεγάλου μέρους της κοινωνίας που όπλισε το χέρι του γυναικοκτόνου πατέρα.
Το τραγικό στοιχείο , όμως, και στην υπόθεση της Ρόδου και σε αυτήν της Κέρκυρας είναι ότι και οι δύο γυναίκες είχαν απευθυνθεί στις αρχές για να προστατευτούν. Στην περίπτωση της Ελένης, η κοπέλα λίγο πριν την δολοφονία της είχε καταγγείλει στην αστυνομία προηγούμενο βιασμό της για να ακούσει την απάντηση πως «εμείς τώρα δεν μπορούμε να κάνουμε κάτι». Αυτό οδηγεί στην αίσθηση ατιμωρησίας των 2 δραστών (οι οποίοι μάλλον γνώριζαν το προηγούμενο περιστατικό). Με απλά λόγια, αφού βιάστηκε μια φορά χωρίς να τιμωρηθεί κανείς (ούτε καν να καταγγελθεί επίσημα), μπορεί εύκολα να ξαναγίνει. Ενώ και η Αντζελίνα είχε καταφύγει στον Εισαγγελέα για να ζητήσει ασφαλιστικά μέτρα εναντίον του πατέρα της καταγγέλλοντας και προηγούμενη κακοποίηση της, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Και στις δύο περιπτώσεις φαίνεται ξεκάθαρα η δολοφονική αδιαφορία των κρατικών δομών για την ασφάλεια των γυναικών. Και είναι απλά δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα από τις χιλιάδες περιπτώσεις που συμβαίνουν καθημερινά. Οι περισσότερες γυναίκες που καταγγέλλουν τον βιασμό ή την κακοποίησή τους αντιμετωπίζουν υποτίμηση και χλευασμό από την αστυνομία και την δικαστική εξουσία. Από ανακρίσεις των θυμάτων για το τι φόραγαν, αν είχαν πιεί, αν φλέρταραν, φράσεις αστυνομικών όπως «και εμείς τι να κάνουμε;» ή ακόμα την αποτροπή καταγγελιών με την δικαιολογία της γραφειοκρατίας μέχρι τις αθωωτικές αποφάσεις δικαστηρίων για βιαστές και κακοποιητές και ανάλγητες και σκληρές καταδίκες χωρίς ελαφρυντικά για γυναίκες που αυτοαμύνθηκαν. Πιο χαρακτηριστική η περίπτωση της αθώωσης του μαστροπού ιδιοκτήτη των αλυσίδων «Χωριάτικο» και «Αττικά αρτοποιία».
Το κράτος φέρει μεγάλες ευθύνες για την κατάσταση ατιμωρισίας που επικρατεί στους θύτες έμφυλης βίας. Αρχικά γιατί αποτρέπει τα θύματα από το να καταγγείλουν. Ουκ ολίγες φορές αστυνομικοί έχουν συνοδέψει θύματα ενδοιοικογενιακής βίας πίσω στους κακοποιητικούς συζύγους τους, έχουν εξευτελίσει θύματα βιασμού, έχουν καταχωνιάσει στα συρτάρια τους καταγγελίες που δεν φτάνουν ποτέ στις δικαστικές αίθουσες. Η αστυνομία αναπαράγει διαρκώς σεξιστικό λόγο και την κουλτούρα βιασμού που θέλει τα θύματα να είναι ένοχα για ότι τους συνέβη. Με αυτόν τον τρόπο φιμώνει τα θύματα και ταυτόχρονα δίνει λευκή κάρτα στους κακοποιητές να συνεχίσουν τις βίαιες πράξεις τους ανακυκλώνοντας μια λογική που θέλει την έμφυλη βία να μην είναι βία, αλλά κανονικότητα στην καθημερινή ζωή των γυναικών, την οποία μάλιστα πρέπει να δέχονται και αγόγγυστα. Επιπροσθέτως, οι ελάχιστες γυναίκες που καταφέρνουν να φτάσουν ζωντανές στις δικαστικές αίθουσες βιώνουν τον απόλυτο εξευτελισμό, βλέποντας τους θύτες να αθωώνονται πανηγυρικά, με τις πιο σεξιστικές αιτιολογήσεις και τις ίδιες να βρίσκονται υπόλογες για την δικαστική ταλαιπωρία των θυτών. Είναι προφανές ότι πρόκειται για ένα σύστημα δικαιοσύνης όχι μόνο ταξικό, αλλά και δομικά σεξιστικό, που αποκλείει τις γυναίκες από την απόδοση δικαιοσύνης και τις καταδικάζει σε μια βαριά ομερτά –που πολύ συχνά οδηγεί στον θάνατό τους.
Ταυτόχρονα υπάρχουν ελάχιστες δομές υποστήριξης και φιλοξενίας κακοποιημένων γυναικών, με αποτέλεσμα πολλές γυναίκες να μην έχουν που να απευθύνουν και κάποιον τρόπο να προστατευθούν από επόμενες κακοποιήσεις και βιασμούς. Την ίδια στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί να εμφανίσει ένα κοινωνικό πρόσωπο, στηριζόμενος και σε μια φεμινιστική ρητορική, επιτίθεται ακόμα περισσότερο στο κοινωνικό κράτος, με αποτέλεσμα την υποχρηματοδότηση των ήδη περιορισμένων δομών προστασίας κακοποιημένων γυναικών. Οι ίδιες μνημονιακές πολιτικές που ανέδειξαν τις γυναίκες ως τις φτωχότερες των φτωχών, τους στερούν ταυτόχρονα και τους στερούν ταυτόχρονα και τους ελάχιστους χώρους που είχαν για να προστατέψουν την σωματική τους ακεραιότητα. Η έλλειψη κοινωνικών λειτουργών, ψυχολόγων οδηγούν σε υποστελέχωση και υπολειτουργία των δομών.
Είναι πολύ σημαντικό το κράτος να αναλάβει τις ευθύνες του για να προστατέψει τις γυναίκες από την έμφυλη βία. Είναι υψίστης σημασίας να δημιουργηθούν κι άλλες δομές υποστήριξης κακοποιημένων γυναικών, να ενισχυθούν οι υπάρχοντες και να υπάρχει ψυχολόγος και κοινωνικός λειτουργός σε κάθε δημόσια δομή (σχολείο, πανεπιστήμιο, νοσοκομείο κλπ) ώστε οι γυναίκες να έχουν κάπου να απευθυνθούν όταν έρχονται αντιμέτωπες με κακοποίηση και βιασμό. Οι νόμοι για τις ποινές κακοποιητών και βιαστών οφείλουν να προβλέπουν καταδίκη, ανεξαρτήτως της σχέσης τους με το θύμα και να αναγνωριστεί το δικαίωμα των γυναικών στην αυτοάμυνα ώστε να μην αθωώνονται οι θύτες και ενισχύεται η ατιμωρισία. Είναι κρίσιμο το σύστημα καταγγελιών στην αστυνομία να γίνει πιο ανθρώπινο, να φτάνουν οι υποθέσεις στην δικαστική αίθουσα και να γίνονται πιστευτές οι γυναίκες αν δεν θέλουμε να θρηνούμε κάθε λίγες βδομάδες και ένα νέο θύμα γυναικοκτονίας.
Η πραγματικότητα είναι ότι η καταπίεση και η εκμετάλλευση σε συνθήκες κρίσης δημιουργούν ένα εκρηκτικό μείγμα. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που τους τελευταίους μήνες έχει εμφανιστεί ένα νέο κίνημα γυναικών και στην Ελλάδα το οποίο επιχειρεί να δώσει απαντήσεις και να οργανώσει δράσεις. Αυτό το κίνημα χρειάζεται να αποκτήσει τα πιο πλατιά, ενωτικά και ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά. Να συνδεθεί με κοινωνικούς φορείς, συνδικάτα, σωματεία, συλλόγους, να εμφανιστεί στις γειτονιές, στα σχολεία, στις σχολές, να αλληλοεπιδράσει με τις αριστερές συλλογικότητες, να μιλήσει στην καρδιά της κάθε γυναίκας που εργάζεται στο σπίτι ή στη δουλειά, να απευθυνθεί στους άνδρες κερδίζοντας τους στον αγώνα για την αλλαγή της ζωής των γυναικών. Για όλους αυτούς τους λόγους είναι απαραίτητη η συγκρότηση-δημιουργία μιας αριστερής-φεμινιστικής πρωτοβουλίας γυναικών που θα αφιερώσει χρόνο και δυνάμεις για την οικοδόμηση και τη μαζικοποίηση ενός γυναικείου-φεμινιστικού κινήματος που θα εμπνέεται από το διεθνές φεμινιστικό κίνημα. Μια πρωτοβουλία που πρώτο της βήμα μπορεί να είναι η οργάνωση μιας γυναικείας φεμινιστικής απεργίας για την 8η Μάρτη.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά