Με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού και την εφαρμογή των μνημονίων από το 2010 και μετά, επήλθε πλήρης αποδιάρθρωση της αγοράς εργασίας. Σε αυτό το πλαίσιο, τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργαζόμενη γυναίκα γίνονται ακόμη οξύτερα, όπου μαζί με τη νεολαία είναι οι δύο κοινωνικές ομάδες, οι οποίες πλήττονται περισσότερο.
Αυτό με τη σειρά του επιφέρει ακόμη μεγαλύτερα προβλήματα στην ήδη προβληματική εκπροσώπηση των γυναικών στα συνδικάτα. Διότι, αν δεχτούμε ότι η εργασία αποτελεί βασικό κριτήριο για τη θέση του ατόμου στην κοινωνία, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο σημαντική είναι, από την άποψη της χειραφέτησης της γυναίκας, η ένταξή της στην αγορά εργασίας. Η υποβάθμιση των γυναικών σε επισφαλείς θέσεις εργασίας ή ο αποκλεισμός τους από την εργασία, υπονομεύουν και τη συμμετοχή τους στη δημόσια σφαίρα.
Πιο συγκεκριμένα, τα χαρακτηριστικά της παρουσίας των γυναικών στην ελληνική αγορά εργασίας δείχνουν χαμηλή συμμετοχή στην απασχόληση και υψηλά ποσοστά ανεργίας, ενώ ο κοινωνικός καταμερισμός εργασίας, ο οποίος αναπαράγει τα στερεότυπα και τις διακρίσεις ενός συντηρητικού παραδοσιακού ρόλου που σχετίζεται με την οικογένεια, τη φροντίδα και το νοικοκυριό, ωθεί τις γυναίκες στη μερική απασχόληση, στην άτυπη και υποαμειβόμενη εργασία, στην αυτοαπασχόληση και στην κατ’ οίκον εργασία. Δεν είναι τυχαίο ότι η υποβάθμιση των δημόσιων κοινωνικών υπηρεσιών (π.χ. περίθαλψης, φροντίδας κλπ.) έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις στις γυναίκες απ’ ότι στους άνδρες, επειδή κατά κύριο λόγο οι γυναίκες αναλαμβάνουν την φροντίδα συγγενών προσώπων που έχουν ανάγκη βοήθειας.
Έτσι, πολλές γυναίκες, λόγω του περιορισμού του οικογενειακού εισοδήματος και της ακρίβειας των υπηρεσιών φροντίδας, αναγκάζονται να αποσυρθούν από την εργασία και οδηγούνται να παρέχουν υπηρεσίες εντός της οικογένειας χωρίς αμοιβή. Δηλαδή, αναλαμβάνουν υπηρεσίες, οι οποίες θα έπρεπε να παρέχονται από ένα κοινωνικό κράτος.
Όσον αφορά αυτές που ακόμη εργάζονται, φαίνεται ότι η εργασία τους συγκεντρώνεται σε κλάδους ως επί το πλείστον κακοπληρωμένους (π.χ. εμπόριο), βρίσκονται σε δυσμενέστερη κατάσταση σχετικά με τη θέση που κατέχουν στον χώρο απασχόλησης, έχουν χαμηλότερες απολαβές από τους άνδρες, οι θέσεις εργασίας με συμβάσεις ορισμένου χρόνου προσφέρονται πιο συχνά σε γυναίκες απ’ ότι σε άνδρες, και τελικά το αποτέλεσμα είναι η έλλειψη ασφάλειας, δικαιωμάτων, επαγγελματικής εξέλιξης και η απομάκρυνση από την εργασία.
Η εν λόγω κατάσταση έχει επιπτώσεις όχι μόνο σε βάρος των γυναικών, αλλά και σε βάρος συνολικά του συνδικαλιστικού κινήματος, τόσο σε ότι αφορά τη συμμετοχή των γυναικών, όσο και στο ότι κάνει πιο δυσμενή τη διαπραγματευτική δύναμη των συνδικάτων σχετικά με τους όρους απασχόλησης και το είδος της σύμβασης εργασίας. Διότι, η δυσμενέστερη θέση των γυναικών στην εργασία και η προσωρινότητας που αυτή ενέχει, επηρεάζει ποιοτικά και ποσοτικά τη συμμετοχή τους, με συνέπεια να μην τους επιτρέπει να πάρουν αποφάσεις για δραστηριοποίηση. Από την άλλη, λόγω αυτής της δυσμενούς θέσης των γυναικών, είναι αναγκαίο και τα συνδικάτα να προσεγγίσουν τα θέματα αυτά από την οπτική του φύλου. Και δεν αναφερόμαστε στην τυπική απόδοση ίσων δικαιωμάτων, αλλά στην δημιουργία κινήτρων για ουσιαστική συμμετοχή των γυναικών στα κοινά, η οποία σημαίνει συνδιαμόρφωση θέσεων και προτάσεων σε όλα τα επίπεδα. Όμως, πάνω απ’ όλα σημαίνει λειτουργίες και πρακτικές που συμβάλλουν στην επίτευξη της ισότητας.