Η ακροδεξιά απειλή αποτελεί ένα µόνιµο στοιχείο της ταραχώδους εποχής που εγκαινίασε η οικονοµική κρίση του 2007-08. Στα χρόνια που ακολούθησαν, αυτός ο πολιτικός χώρος βγήκε από το περιθώριο και απέκτησε σταθερή παρουσία σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, ενώ αναπτύχθηκε και σε άλλες χώρες του πλανήτη µε κοινοβουλευτικό-δηµοκρατικό καθεστώς (Βόρεια και Νότια Αµερική, Ινδία κλπ.).
Η πορεία που κατέγραψαν τα ακροδεξιά κόµµατα στην προηγούµενη περίοδο είναι γεµάτη από ανόδους και πισωγυρίσµατα, από στιγµές ορµητικής ανάπτυξης και επεισόδια στασιµότητας και φθοράς. Αυτές οι «στροφές» δεν αναιρούσαν την βασική εικόνα: τη µόνιµη εγκατάσταση της ακροδεξιάς στα πολιτικά συστήµατα και την εδραίωσή της στο κεντρικό πολιτικό φάσµα, εξέλιξη που υποδείκνυε κάτι πολύ βαθύτερο από την θεωρία της απλής «ψήφου διαµαρτυρίας».
Η άνοδος της ακροδεξιάς συνέπεσε (και αλληλοτροφοδοτήθηκε) µε τη δεξιά µετατόπιση του πολιτικού άξονα υπό την ηγεσία των κοµµάτων του Κέντρου. Με κύρια αιχµή την ισλαµοφοβία και το ρατσισµό, αλλά και µε τη γενικότερη αυταρχική σκλήρυνση των φιλελεύθερων δηµοκρατιών, οι κυβερνήσεις δηµιούργησαν ένα πολιτικό-κοινωνικό περιβάλλον όπου απόψεις και πολιτικές που κάποτε θα θεωρούνταν ακροδεξιός εξτρεµισµός, έγιναν «κοινή λογική».
Διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας
Σήµερα περνάµε σε µια περίοδο που αρκετά ακροδεξιά κόµµατα εξελίσσονται σε «κόµµατα εξουσίας». Έχοντας συνηθίσει να δίνει µάχες «ενάντια στις κυβερνήσεις και την ακροδεξιά», η Αριστερά σε διάφορες γωνιές του πλανήτη καλείται να αναµετρηθεί µε µια νέα πραγµατικότητα: τη µάχη ενάντια σε (υπαρκτές ή άµεσα απειλούµενες) ακροδεξιές κυβερνήσεις.
Η όξυνση των διεθνών ανταγωνισµών συνέβαλε σε αυτήν την τάση. Η εξυπηρέτηση των «γεωπολιτικών συµφερόντων», αυτού του σκληρού κι αδιαπραγµάτευτου πυρήνα της πολιτικής κάθε άρχουσας τάξης, ενισχύει την επιστράτευση κι ενίσχυση πιο «εξωθεσµικών» παρεµβάσεων και δράσεων. Η ενίσχυση του µιλιταρισµού έχει ανάγκη και την καλλιέργεια του εθνικισµού ως ιδεολογική-πολιτική κάλυψή του. Ενώ η οικονοµική κρίση/στασιµότητα επιβάλουν επιλογές που θα απαιτήσουν «πειθάρχηση» των υποτελών τάξεων και αυτό κάνει σοβαρά τµήµατα της αστικής τάξης πιο δεκτικά στους ακροδεξιούς ψίθυρους στο αυτί της. Σχολιάζοντας την αιφνιδιαστική απόπειρα επιβολής στρατιωτικού νόµου στη Νότια Κορέα, ο Πιέρ Ρουσέ έγραψε ότι «Δεν πρέπει να αντιµετωπίσουµε τις εξελίξεις σε αυτήν την χώρα της Άπω Ανατολής ως “εξωτικές”. Η αναστάτωσή της οφείλει να είναι προειδοποίηση και για εµάς».
Από τη στιγµή που η ακροδεξιά βρίσκεται στο κατώφλι της κυβερνητικής εξουσίας, ενισχύεται και το φλερτ µε την κυρίαρχη τάξη –το οποίο µε τη σειρά του πολλαπλασιάζει τις εκλογικές της δυνατότητες. Το µιντιακό κλίµα ανάµεσα στους δύο γύρους των βουλευτικών εκλογών στη Γαλλία (που αντιµετώπιζε ως δεδοµένη και κανονικοποιούσε τη νίκη της Λεπέν) είναι το πιο πρόσφατο παράδειγµα.
Δεν έχουµε φτάσει (ακόµα) στο σηµείο που οι άρχουσες τάξεις κάνουν την «ακροδεξιά επιλογή». Τα παραδοσιακά κόµµατα του κέντρου παραµένουν η «βασική οµάδα». Αλλά η ακροδεξιά γίνεται πλέον αποδεκτή ως άµεση (και όχι δυνητική, µελλοντική) εφεδρεία.
Τι θρέφει την ακροδεξιά;
Είναι προφανές ότι η διεθνής οικονοµική κατάσταση αποτελεί το υπόβαθρο για την επανεµφάνιση και την άνοδο ακροδεξιών δυνάµεων. Αυτή είναι που προκαλεί τους πολιτικούς κλυδωνισµούς στα παραδοσιακά κυβερνητικά κόµµατα, απελευθερώνοντας φυγόκεντρες δυνάµεις. Τα αδιέξοδα του καπιταλισµού είναι αυτά που ενισχύουν τους πειρασµούς στην µεγαλοαστική τάξη να «πειραµατιστεί» µε άλλα µίγµατα πολιτικής, που οδηγούν σε πραγµατική υποβάθµιση (ή σε διαρκή φόβο υποβάθµισης και «πτώσης») τα µεσαία και µικροαστικά στρώµατα, που διευρύνουν τα ανοργάνωτα, εξατοµικευµένα, αποξενωµένα τµήµατα µέσα στην εργατική τάξη.
Αλλά αυτή η διαπίστωση δεν αποτελεί επαρκή ερµηνεία. Από µόνο του, το σχήµα «οικονοµική κρίση = άνοδος ακροδεξιάς», είτε υπονοεί έναν αυτοµατισµό που υποτιµά κατάφωρα τη σηµασία της πολιτικής και των ζωντανών δυνάµεων που δρουν και επηρεάζουν τη φορά των εξελίξεων, είτε µπορεί να οδηγήσει σε µια απλουστευτική παρανόηση του φαινοµένου που αποτελεί πολύ κακό σύµβουλο στην συζήτηση για το πώς αντιµετωπίζεται.
Ο αριστερός Βρετανός διανοούµενος Ρίτσαρντ Σέιµουρ, µελετώντας το φαινόµενο, προειδοποιεί ότι η ράθυµη επανάληψη του «είναι η οικονοµία ηλίθιε» και του κλισέ των «οικονοµικά ξεχασµένων/ηττηµένων της παγκοσµιοποίησης» δεν αποτελούν επαρκή ανάλυση των δυναµικών που θρέφουν το ακροδεξιό ρεύµα. Ο ίδιος περιγράφει το νέο φαινόµενο ως «Εθνικισµό της Καταστροφής». Πρόκειται για αναφορά στην δυνατότητα της ακροδεξιάς να αξιοποιεί τα έντονα συναισθήµατα (φόβου, θυµού, άγχους) που προκαλεί µια εποχή υπαρκτών καταστροφών (κλιµατική, οικονοµική, πολεµική), αλλά και να πυροδοτεί πολιτικά πάθη γύρω από άλλες «φαντασιώσεις καταστροφών» (αλλοίωση του έθνους, κατάργηση της οικογένειας, διάλυση των έµφυλων ρόλων, ισλαµοποίηση της Ευρώπης κ.ο.κ.).
Αν παρακολουθήσει κανείς τις εµφάσεις του δηµόσιου λόγου και των πολιτικών παρεµβάσεων των ακροδεξιών κοµµάτων, θα διαπιστώσει ότι αυτή η θεµατολογία είναι το «ψωµοτύρι» τους. Ο Γάλλος ιστορικός Πιέρ Μιλζά εντοπίζει µια στρατηγική στροφή της ακροδεξιάς στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και την ανάδυση της λεγόµενης «Νέας Δεξιάς». Οι διανοούµενοι της εποχής καλούσαν τους περιθωριοποιηµένους πολιτικά οµοϊδεάτες τους να ασχοληθούν «µε τον τοµέα των αξιών, οι οποίες δεν ανάγονται στην πολιτική µε την παραδοσιακή έννοια του όρου, αλλά έχουν άµεση επίδραση στην ύπαρξη ή µη κοινωνικής συναίνεσης». Στη Γαλλία το φαινόµενο θα γινόταν αργότερο γνωστό ως «λεπενοποίηση των µυαλών», για να περιγράψει την εµβέλεια των απόψεων του Λεπέν και σε όσους δεν ήταν (ακόµα…) έτοιµοι να ψηφίσουν το κόµµα του. Στις ΗΠΑ, αυτή η τακτική πήρε το όνοµα των διαβόητων πλέον «πολιτιστικών πολέµων»: αυτούς τους ξεκίνησε η Χριστιανική Δεξιά, τους υιοθέτησε το Ρεπουµπλικανικό Κόµµα και (µαζί µε το αντιφορολογικό Tea Party) κατέληξαν στην άνοδο του Ντόναλντ Τραµπ.
Με διάφορες παραλλαγές, σε διάφορες χώρες, ακροδεξιές δυνάµεις διεξάγουν έναν τέτοιο παρατεταµένο «πόλεµο θέσεων» και σήµερα απολαµβάνουν τους εκλογικούς καρπούς αυτής της προσπάθειας. Η επιτυχία τους δεν είναι αποτέλεσµα πολιτικού χαρίσµατος ή ηγετικών δεξιοτήτων. Αφενός, οι «θέσεις» τις οποίες προωθούν εδράζονται σε ιδέες και αντιλήψεις (ρατσιστικές, εθνικιστικές σεξιστικές, οµοτρανσφοβικές) που αναπαράγονται διαρκώς ως κυρίαρχες στον καπιταλισµό. Αφετέρου, η δεξιά µετατόπιση όλου του πολιτικού συστήµατος, έχει πολλαπλασιάσει τις «ντουντούκες» που µεταδίδουν παρόµοια µηνύµατα µε αυτά της ακροδεξιάς, καθιστώντας τα «κοινή λογική».
Ποια είναι η προνοµιακή βάση της ακροδεξιάς;
Μετά από κάθε εκλογική µάχη, εφόσον η ακροδεξιά πάει καλά σε αυτήν, αναπαράγεται συχνά µια προκατασκευασµένη ανάλυση, που περιγράφει µια «θυµωµένη εργατική τάξη» ως τον πυρήνα της εκλογικής δύναµης της ακροδεξιάς.
Οι συγκεκριµένες καταγραφές συντρόφων στις ΗΠΑ, στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Βραζιλία, στην Ινδία, δεν διαφέρουν από όσα γνωρίζαµε για τα παλιά φασιστικά ρεύµατα (αλλά και για τη «λαϊκή» βάση της παραδοσιακής Δεξιάς): Οι µικροαστικές τάξεις και διάφορα ενδιάµεσα στρώµατα της πόλης και της υπαίθρου αποτελούν τον προνοµιακό κοινωνικό κορµό της βάσης στήριξης της ακροδεξιάς, τον «πυρήνα» της εκλογικής της δύναµης. Φυσικά γύρω από αυτόν τον κορµό παρασύρονται και κατακερµατισµένα ή ανοργάνωτα τµήµατα της εργατικής τάξης, κυρίως στις µικρές πόλεις και στην επαρχία (όπου είναι πιο ευάλωτα στο να ψηφίσουν «µαζί» µε το αφεντικό τους) ή σε «ρηµαγµένες» περιοχές όπου τµήµατα της παλιάς εργατικής τάξης έχουν «εκπέσει» από αυτήν. Αυτό µαρτυρούν περιγραφές όπως η «περιφερειακή Γαλλία», η «βαθιά Αµερική», ο «αγγλικός βορράς», που ενώ παρουσιάζονται ως ταυτόσηµες της εργατικής τάξης, περιγράφουν στην ουσία πληθυσµούς έξω από την κοινωνική-πολιτική επιρροή του κύριου, συγκεντρωµένου, οικονοµικά ενεργού και δραστήριου όγκου αυτής της τάξης στις µεγάλες πόλεις.
Ασφαλώς δεν υποτιµούµε την ικανότητα της ακροδεξιάς (όπως και των αστικών συντηρητικών κοµµάτων) να διεισδύει µέσα σε τµήµατα της εργατικής τάξης, ούτε συµµεριζόµαστε µια µυθολογία που αποδίδει στη µισθωτή εργασία ιδιότητες (µετα)φυσικής «ανοσίας» στις αντιδραστικές ιδέες και πολιτικές. Αυτή η ανοσία προκύπτει µόνο από την συναδελφική αλληλεγγύη, την οργανωµένη δύναµη και την συλλογική δράση. Και το µεγαλύτερο πρόβληµα της εποχής είναι η υποχώρηση των υποδοµών (συνδικαλιστική ένταξη, τοπική συλλογικότητα, κοµµατικοί οργανισµοί που συνδέονται οργανικά µε την εργατική καθηµερινότητα) που προωθούν αυτά τα στοιχεία, αφήνοντας χώρο στην εξατοµίκευση, που µπορεί να οδηγήσει και στον κοινωνικό κανιβαλισµό.
Αλλά από αυτή τη διαπίστωση στην θεωρία µιας προνοµιακής σχέσης εκπροσώπησης του κόσµου της µισθωτής εργασίας µε την ακροδεξιά υπάρχει πολύ µεγάλη απόσταση.
Ο µύθος της «θυµωµένης εργατικής τάξης» συχνά συµπληρώνεται από την εκτίµηση ότι είναι κυρίως οι απογοητευµένοι ψηφοφόροι της Αριστεράς (συµπεριλαµβανοµένης της σοσιαλδηµοκρατίας) αυτοί που στρέφονται προς τα ακροδεξιά και της δίνουν δύναµη. Κι εδώ η εικόνα διαφέρει. Με εξαιρέσεις, ο γενικός κανόνας της ακροδεξιάς ανάπτυξης δείχνει ότι αυτή γίνεται πρώτα εις βάρος της παραδοσιακής κεντροδεξιάς, «κατατρώγοντας» τα δικά της πολιτικά ακροατήρια και αντικαθιστώντας την ως βασική δύναµη της δεξιάς «πολυκατοικίας» (Ιταλία, Γαλλία, Λατινική Αµερική), ενώ στο ιδιόµορφο αµερικανικό πολιτικό σύστηµα, το παραδοσιακό κόµµα της Δεξιάς «καταλήφθηκε» από την ακροδεξιά του πτέρυγα.
Όσο κι αν έχουν εµφανιστεί όψεις «µετα-πολιτικής» και τακτικές «λαϊκισµού», όσο κι αν έχει ενισχυθεί η ρευστότητα στις κοµµατικές ταυτίσεις, θεωρούµε ότι ο άξονας «δεξιά-αριστερά» διατηρεί την αξία του. Οι άνθρωποι κουβαλούν εµπειρίες, πεποιθήσεις και προσωπικούς κώδικες αξιών που δεν αλλάζουν (εύκολα) από τη µια κάλπη στην άλλη, µε τόσο ριζικό τρόπο που να επιτρέπει µαζικής κλίµακας «άλµατα» από το ένα άκρο του πολιτικού άξονα στο άλλο.
Δεν πρόκειται για «συντηρητικοποίηση της κοινωνίας», ένας όρος που δηλώνει πολιτικές-ιδεολογικές µεταστροφές µαζικών τµηµάτων της από τα αριστερά προς τα δεξιά. Πιο δόκιµο θα ήταν να µιλήσουµε για µια «(δεξιά) ριζοσπαστικοποίηση του συντηρητικού τµήµατός της κοινωνίας».
Αντίδραση
Στη διαδικασία αυτή παίζει ρόλο και το φαινόµενο της «αντίδρασης» (backlash), που συνήθως προκύπτει λόγω της προηγούµενης ανόδου κοινωνικών-κριτικών κινηµάτων. Πιο διάσηµος είναι ο όρος της «λευκής αντίδρασης», που περιέγραφε τη ριζοσπαστικοποίηση του ρατσιστικού τµήµατος του πληθυσµού των ΗΠΑ όποτε το µαύρο κίνηµα ενίσχυε την διεκδικητικότητα και την ορατότητά του. Αντίστοιχα κινείται η σύγχρονη ακροδεξιά, εκφράζοντας µια «λευκή αντίδραση» στη µαζική παρουσία έγχρωµων πληθυσµών, µια «αρρενωπή αντίδραση» στην αυξηµένη γυναικεία διεκδικητικότητα, µια «ετεροκανονική αντίδραση» στην αυξηµένη ορατότητα της ΛΟΑΤΚΙ κοινότητας.
Η ακροδεξιά αντιστρέφει την πραγµατικότητα, παρουσιάζοντας τους σεξιστές και τους ρατσιστές ως «καταπιεσµένους» (από την «πολιτική ορθότητα»), την παραδοσιακή οικογένεια ως «υπό διωγµό» (από τα οµόφυλα ζευγάρια και τις φεµινίστριες), το κυρίαρχο-πλειοψηφικό έθνος και θρήσκευµα ως «υπό εξαφάνιση» (από αλλοεθνείς κι αλλόθρησκους), την ιµπεριαλιστική Ευρώπη ως «θύµα εισβολής» (ισλαµικής).
Υπερασπίζεται τα σύνορα, τόσο τα κυριολεκτικά/γεωγραφικά όσο και τα µεταφορικά/κοινωνικά και αντιµετωπίζει ως δαίµονες όσους κι όσες επιχειρούν να τα διαρρήξουν. Δεν υπόσχεται ένα καλύτερο µέλλον, κηρύσσει την ανάγκη επιστροφής σε ένα εξιδανικευµένο συντηρητικό παρελθόν, µε ξεκάθαρους ρόλους και (ταξικές, έµφυλες, φυλετικές) ιεραρχίες, πριν διαρραγεί ο κοινωνικός ιστός από τη διαβόητη (και ανύπαρκτη παρεµπιπτόντως…) «woke ατζέντα»…
Στο πεδίο της οικονοµίας, αν η ακροδεξιά υποδεικνύει στους υποστηρικτές της κάποιον «εχθρό», είναι συνήθως η «διεθνής τοκογλυφία» κάποιων οµιχλωδών «παγκοσµιοποιητικών ελίτ» και το «διεφθαρµένο κράτος», που φορολογεί τους «αυτοδηµιούργητους» για να ταΐζει τους τεµπέληδες και τους κλέφτες-πολιτικάντηδες. Πρόκειται για το παραδοσιακό ακροδεξιό οπλοστάσιο -από το στιγµατισµό των «απάτριδων» Εβραίων τραπεζιτών στο Μεσοπόλεµο µέχρι τον γαλλικό αντιφορολογικό «πουζαντισµό» µετά τον Β Παγκόσµιο Πόλεµο- που απευθύνεται προνοµιακά στη µικροµεσαία επιχειρηµατικότητα, καθησυχάζει το µεγάλο (ντόπιο) κεφάλαιο και επιτρέπει δηµαγωγίες σε λιγότερο πολιτικοποιηµένα τµήµατα της εργατικής τάξης.
Τι ζώο είναι η νέα ακροδεξιά;
Είναι προφανές ότι δεν αντιµετωπίζουµε µια επιστροφή του ιστορικού φασισµού, που υπήρξε παράγωγο µιας συγκεκριµένης ιστορικής εποχής, µετά από ένα Παγκόσµιο Πόλεµο (µε ό,τι σήµαινε αυτό για την µαζική πρόσβαση του πληθυσµού σε όπλα), µε ενεργή την επαναστατική απειλή (ή το φόβο της…), µε δεδοµένη την παράλυση κι αποδιοργάνωση του αστικού (κατασταλτικού) κράτους. Σήµερα δεν προκύπτει αντίστοιχη ανάγκη «φασιστικής λύσης» για τις άρχουσες τάξεις.
Αλλά αυτό δεν αποτελεί λόγο εφησυχασµού. Ο µελετητής του φασισµού Ρόµπερτ Πάξτον, εφιστούσε την προσοχή ανάµεσα στις «αποκρουστικές αλλά περιθωριακές αποµιµήσεις µε τα ξυρισµένα κράνη και τις σβάστικες» και «τα πραγµατικά σύγχρονα ισοδύναµα µιας αντίστοιχης απειλής», τονίζοντας ότι αυτή «δε χρειάζεται µια θεαµατική παρέλαση σε κάποια πρωτεύουσα για να εδραιωθεί. Αρκούν µερικές φαινοµενικά ανώδυνες αποφάσεις για ασύδοτη αντιµετώπιση των εθνικών εχθρών».
Στην σχετική ονοµατολογία, τις περισσότερες αρετές έχει ο όρος του Έντσο Τραβέρσο, ο «µετα-φασισµός». Αυτός προειδοποιεί για τις ρίζες αυτού του ρεύµατος στον ιστορικό φασισµό, υπογραµµίζει ότι ακολουθεί µια τροχιά «µετάβασης» σε κάτι διαφορετικό από αυτόν και υπενθυµίζει ότι η τελική κατάληξη αυτής της «µετάβασης» παραµένει ανοιχτό ζήτηµα, που υπόκειται στις αντικειµενικές κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις και στον υποκειµενικό πολιτικό αγώνα.
Ανεξάρτητα από τον ανοιχτό χαρακτήρα της κατάληξης αυτού του φαινοµένου, χρειάζεται µια προκαταρκτική εκτίµηση. Τι κοµίζει η σύγχρονη ακροδεξιά στο άµεσο/ορατό µέλλον; Ποιο είναι το πρόγραµµα που προτείνει στις άρχουσες τάξεις διεκδικώντας να κυβερνήσει;
Αυτό που απουσιάζει εµφατικά από την ακροδεξιά ατζέντα είναι µια στοιχειωδώς συνεκτική οικονοµική κατεύθυνση, πέρα από µια θολή επίκληση στη λογική της «εθνικής προτεραιότητας». Στην Ευρώπη, έχουµε την εµπειρία της Μελόνι, που επιχειρεί να συγκρατήσει συµπαγές το κοινωνικό της µπλοκ στα µεσοστρώµατα µε διαρκείς µειώσεις φόρων, αµνηστία στους φοροφυγάδες, διευρυµένη δηµοσιονοµική αυτονοµία για τις εύπορες περιφέρειες κ.ο.κ. Από την άλλη άκρη του Ατλαντικού, η νέα κυβέρνηση Τραµπ (αλλά και ο Μιλέι στην Αργεντινή) προσφέρει πλέον ένα διακριτό οικονοµικό µοντέλο για την ακροδεξιά: προστατευτισµός προς τα έξω και πλήρης καταστρατήγηση κάθε κρατικής ρύθµισης προς τα µέσα. Ένας περιφρουρηµένος «καπιταλισµός Άγριας Δύσης».
Η ακροδεξιά προφανώς προσφέρει και µια κλιµάκωση του αυταρχισµού. Σε µια εποχή που τα υπαρκτά φιλελεύθερα καθεστώτα έχουν ήδη µπει σε τροχιά αυταρχικής σκλήρυνσης και δοκιµασίας των ορίων τους, η ακροδεξιά µπορεί να επιχειρήσει να «υπερβεί» τις όποιες συνταγµατικές, θεσµικές κ.ά. «δικλείδες» έχουν αποµείνει, χωρίς τις ιδεολογικές αντιφάσεις ή τους κοινωνικούς περιορισµούς που αντιµετωπίζουν τα παραδοσιακά κόµµατα του Κέντρου, για να επιβάλει το πρόγραµµά της.
Αυτός ο νέος αυταρχισµός συχνά υπόσχεται «ελευθερία» στους οπαδούς του. Δεν είναι δηµαγωγική αντιστροφή των εννοιών. Η ακροδεξιά θα απελευθερώσει τους ρατσιστές και τους σεξιστές από την… «τυραννία της πολιτικής ορθότητας», θα απελευθερώσει εκείνους τους «αγανακτισµένους πολίτες» που αγανακτούν κυρίως µε τις εργατικές-νεολαιίστικες κινητοποιήσεις, θα απελευθερώσει την εργοδοτική απληστία κ.ο.κ. Η σύγχρονη ακροδεξιά, δεν συγκροτεί κίνηµα στους δρόµους (ή δεν συγκροτεί ακόµα…), αλλά µε βάση όσα περιγράψαµε παραπάνω, συγκροτεί ένα πολιτικό-κοινωνικό ρεύµα, µε τη στήριξη ισχυρών δικτύων (θρησκευτικών κ.ά.). Σε αντίθεση µε τα φθαρµένα αστικά διαχειριστικά κόµµατα, που έχουν χάσει την ικανότητα να εµπνέουν, η ακροδεξιά φιλοδοξεί να προσφέρει στο καθεστώς µια -πιο «συµπαγή» πολιτικά- κοινωνική βάση που θα διασφαλίζει σχετική σταθερότητα καθώς θα υλοποιούνται αντιδραστικές πολιτικές.
Αυτήν την κατασταλτική και πολιτική δύναµη, η ακροδεξιά υπόσχεται να τη στρέψει κατά του βασικού εχθρού της ίδιας και του συστήµατος. Κατά την αρχική τους ανάπτυξη, οι ακροδεξιοί έβαζαν στο στόχαστρο τους µετανάστες, τους µουσουλµάνους, τις φεµινίστριες, τα ΛΟΑΤΚΙ άτοµα, το οικολογικό κίνηµα, αλλά εντόπιζαν ως «ηγεσία» αυτών των εχθρών µια νεφελώδη «παγκοσµιοποιητική ελίτ». Χωρίς να έχει εγκαταλειφθεί αυτή η αναφορά, καθώς προσεγγίζει την κυβερνητική εξουσία, η ακροδεξιά στρέφει τα βέλη της όλο και πιο έντονα σε µια άλλη «ηγεσία» που δηλώνει ότι κρύβεται πίσω από όλους αυτούς τους εχθρούς: τους «µαρξιστές» ή «νεοµαρξιστές», ή «πολιτισµικούς µαρξιστές».
Αυτά µαζί σκιαγραφούν µια πολιτική πρόταση. Μπορεί αυτή να αποδώσει και να εξασφαλίσει και οικονοµική ευρυθµία και πολιτική σταθερότητα για τις καπιταλιστικές οικονοµίες; Ίσως όχι. Είναι µια πολιτική γεµάτη κινδύνους, «αντικειµενικούς» (οικονοµικούς) και «υποκειµενικούς» (κοινωνικές αντιδράσεις). Μπορεί αυτή η πολιτική πρόταση να καταλήξει σε «πολιτειακή/καθεστωτική αλλαγή» καθώς ξεδιπλώνεται και πασχίζει να επιβληθεί; Δεν το γνωρίζουµε και καλύτερα θα ήταν να µη χρειαστεί να το µάθουµε, υψώνοντας µπλόκο στις κυβερνητικές φιλοδοξίες της ακροδεξιάς.
Αλλά έχουµε πλέον -δυστυχώς- αρκετές χώρες που αποτελούν ζωντανό εργαστήριο αυτού του ακροδεξιού κυβερνητικού πειράµατος και οφείλουµε να τις παρακολουθούµε προσεκτικά για να αξιολογήσουµε την απειλή.
Απαντήσεις
Μια απάντηση που έχει εµφανιστεί απέναντι στην άνοδο της ακροδεξιάς είναι η φαρδυπλατιά συσπείρωση των «δηµοκρατικών δυνάµεων». Στις ΗΠΑ πήρε τη µορφή της συνθηκολόγησης της Αριστεράς µε το Δηµοκρατικό Κόµµα και ταυτόχρονα την προσπάθεια του Δηµοκρατικού Κόµµατος να κερδίσει κάποιους «µη-τραµπικούς Ρεπουµπλικανούς» που αποδείχθηκε ότι υπήρχαν µόνο στη φαντασία των φιλελεύθερων εκλογολόγων. Η πρόταση αυτή «εξαφανίζει» τον ταξικό ανταγωνισµό, ελπίζοντας να σταµατήσει την ακροδεξιά µια κάποια δηµοκρατική πτέρυγα της αστικής τάξης και το αντίστοιχο πολιτικό προσωπικό. Η διαφορά µεταξύ καπιταλιστών που καλοβλέπουν την ακροδεξιά προοπτική και εκείνων που υποχρεώνονται δύσθυµα να «προσαρµοστούν» σε αυτήν είναι υπαρκτή, αλλά είναι παντελώς αδιάφορη από τη σκοπιά της Αριστεράς και του εργατικού κινήµατος. Έχουµε µπει σε µια εποχή που συρρικνώνονται οι δηµοκρατικές ευαισθησίες της αστικής τάξης συνολικά. Ενώ και οι υπάρχουσες αστικές αντιπολιτεύσεις είναι απολύτως αδύναµες και ασταθείς. Αξίζει να θυµόµαστε την πρώτη θητεία Τραµπ, όταν αντιµετωπίστηκε όντως ως «πρόβληµα» από σοβαρά τµήµατα της αστικής τάξης, µέχρι που µε ένα γενναίο κύµα φοροαπαλλαγών, οι επιχειρηµατίες «έµαθαν να πάψουν να ανησυχούν και να αγαπάνε τον Ντόναλντ».
Το αντίστροφο λάθος αφορά την υποτίµηση των διαφορών της ακροδεξιάς µε τα παραδοσιακά κόµµατα, που οδηγεί σε µπλαζέ αδιαφορία ή και σε µια ιδιόµορφη χαιρεκακία για το «χαστούκι» που τρώνε τα κατεστηµένα κόµµατα. Αυτή η ανάγνωση, υποτιµά τους δεσµούς που χτίζει η ακροδεξιά µε τα ακροατήριά της. Δυστυχώς, η εκλογική ενίσχυση της ακροδεξιάς εκφράζει κάτι πολύ πιο επικίνδυνο από ένα αφηρηµένο, πολιτικά ουδέτερο και ταξικά καθαρό «µεσαίο δάχτυλο στις ελίτ».
Στην καλύτερη των περιπτώσεων, αυτό το λάθος οδηγεί σε µια εκτίµηση ότι αρκεί η Αριστερά να φωνάξει πιο δυνατά το οικονοµικό της πρόγραµµα προκειµένου να πείσει την βάση της ακροδεξιάς. Ο ισχυρισµός έχει δόσεις αλήθειας -την ανάγκη ενός πιο «οικουµενικού» λόγου µε βάση τις κοινωνικές ανάγκες και τα κοινά συµφέροντα της εργαζόµενης πλειοψηφίας. Αλλά κάνει το λάθος να αντιµετωπίζει ένα κοινό που συγκροτείται «εχθρικά» απέναντι στην Αριστερά γύρω από µια αντιδραστική κοσµοθεωρία ως αυτονόητα «αντισυστηµικό» και σχεδόν… προνοµιακό («µετά την ακροδεξιά, εµείς»;).
Στην χειρότερη περίπτωση, υιοθετείται η αντιστροφή της πραγµατικότητας που προωθεί η ακροδεξιά, µε τα κινήµατα των καταπιεσµένων να αντιµετωπίζονται ως «συστηµικά» (woke ατζέντα!) ενώ οι κυρίαρχες αντιλήψεις που τροφοδοτούν την ακροδεξιά (ρατσισµός, σεξισµός, εθνικισµός κλπ) αντιµετωπίζονται ως «εύλογες λαϊκές ανησυχίες», τις οποίες -λέει- πρέπει να πάρει υπόψη η Αριστερά όταν διαµορφώνει τις θέσεις της. Η Σάρα Βάγκενκνεχτ είναι η -αναγνωρίσιµη και πετυχηµένη- κορυφή ενός διεθνούς παγόβουνου πολιτικών στελεχών που κρύβουν τη συντηρητική τους µετάλλαξη πίσω από µια καρικατούρα «εργατισµού» που αναφέρεται σε µια στερεοτυπική απεικόνιση µιας µειοψηφίας της υπαρκτής εργατικής τάξης και την αντιµετωπίζει ως «αυθεντική».
Απέναντι στην ακροδεξιά απειλή, το καθήκον που αντιµετωπίζει η ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά διεθνώς είναι να συγκροτήσει µια ανταγωνιστική δύναµη. Αυτή η προσπάθεια ξεκινά από το λεγόµενο «αριστερό ηµισφαίριο», από την ανάγκη συσπειρωθεί και να ενεργοποιηθεί ο «λαός της Αριστεράς», η βάση του οργανωµένου εργατικού κινήµατος, οι άνθρωποι των κοινωνικών κινηµάτων, της ταξικής και λαϊκής αλληλεγγύης. Αυτή η κοινωνική-πολιτική «µαγιά» µπορεί στη συνέχεια να στηρίξει στο χώρο δουλειάς, στο σχολείο, στη γειτονιά έναν δικό µας παρατεταµένο «πόλεµο θέσεων» ενάντια στην ακροδεξιά και την επιρροή των ιδεών της. Αυτός ο πόλεµος θα είναι παρατεταµένος και υποµονετικός, αλλά πρέπει να είναι… πόλεµος. Από την εποχή των πρώτων συζητήσεων στη ρωσική σοσιαλδηµοκρατία, ο («δικαιωµατιστής»;) Λένιν εντόπιζε στην αδιάλλακτη πάλη ενάντια σε κάθε καταπίεση τη διαφορά του πολιτικού αγωνιστή από τον απλό συνδικαλιστή που τον απασχολούν µόνο τα οικονοµικά ζητήµατα του κλάδου. Αλλά καµιά µάχη δεν διεξάγεται και δεν κερδίζεται αφηρηµένα «στη σφαίρα των ιδεών». Το πιο επιτακτικό καθήκον που αντιµετωπίζουµε ως ριζοσπαστική-αντικαπιταλιστική Αριστερά, είναι να ξεκινήσουµε την προσπάθεια να αλλάξουµε την υλική πραγµατικότητα, δηλαδή να χτίσουµε τα σωµατεία, τους κοινωνικούς χώρους, τα µέσα επικοινωνίας και ανάλυσης, τις συλλογικότητες, τους οργανικούς καθηµερινούς δεσµούς που ενισχύουν τις δυνατότητες της εργατικής τάξης για συλλογική δράση. Άλλωστε, η µαζική ανεξάρτητη κίνηση της εργατικής τάξης και οι εµπειρίες που αποκτά µέσα από µεγάλα γεγονότα κορύφωσης της ταξικής αντιπαράθεσης είναι και ο «δρόµος» για τις µεγάλες αλλαγές -στις ιδέες και στον πολιτικό συσχετισµό δύναµης.
Από το σηµείο που βρισκόµαστε σήµερα, για να περπατηθεί αυτός ο δρόµος θα απαιτηθεί µεγάλη προσπάθεια. Θα χρειαστούν µεγάλα γεγονότα, από αυτά που δεν µπορεί να «προγραµµατίσει» η Αριστερά, γιατί εξαρτώνται από κοινωνικές δυνάµεις πολύ µεγαλύτερες από τις οργανωµένες δυνάµεις της. Αλλά δεν γίνεται να περιµένουµε παθητικά τη σωτηρία των µεγάλων γεγονότων. Γι’ αυτό θα χρειαστούν και όλες οι πτυχές της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου, όχι ως ικανή, αλλά ως αναγκαία συνθήκη για να αναµετρηθούµε µε το µέγεθος αυτών των καθηκόντων.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά