Παγκόσμια ημέρα κατά του ρατσισμού – Διαδηλώνουμε στις 20 Μάρτη
Για ακόμη μια χρονιά η 21η Μάρτη, η παγκόσμια ημέρα ενάντια στο ρατσισμό, παραμένει τραγικά και απελπιστικά ίδια. Ή θα λέγαμε και χειρότερη. Χιλιάδες άνθρωποι βιώνουν στο πετσί τους το θεσμικό αλλά και τον παρακρατικό ρατσισμό καθημερινά. Από το Καρά Τεπέ μέχρι τον Ελαιώνα και από τα Διαβατά μέχρι τη Ριτσώνα, η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε μια απέραντη αποθήκη ψυχών, στην οποία παραβιάζονται στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, διεθνείς συμβάσεις προστασίας των προσφύγων και συνταγματικές διατάξεις.
Εγκαταλειμμένοι πρόσφυγες
Η κατάσταση που επικρατεί στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης προσφύγων είναι γνωστή. Χιλιάδες πρόσφυγες ζουν σε δομές, υπεράριθμοι, στοιβαγμένοι κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλο μέσα σε σκηνές και κοντέινερς. Η στέγαση, η σίτιση, ο ρουχισμός και η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που δεν τους παρέχονται αποτελούν μια διαρκή ντροπή για τη λεγόμενη «πολιτισμένη Ευρώπη του 21ου αιώνα». Μια ντροπή όμως αόρατη στη δημόσια σφαίρα καθώς οι πρόσφυγες έχουν χάσει κάθε έννοια ορατότητας και φωνής στο δημόσιο διάλογο. Η επέλαση της πανδημίας και η επακόλουθη πολυεπίπεδη κρίση, τούς έθεσε ολοκληρωτικά σε δεύτερη μοίρα, τους κατέστησε κυριολεκτικά «πολίτες δεύτερης κατηγορίας» και «παιδιά ενός κατώτερου θεού» που πρέπει όχι απλώς να διεκδικούν τα δικαιώματά τους, αλλά να λένε και ευχαριστώ που επιβιώνουν και δεν είναι ήδη νεκροί.
Μια απλή παρατήρηση του πώς βίωσε ο εγχώριος προσφυγικός πληθυσμός το φετινό βαρύ χειμώνα, αρκεί να μας σφίξει το στομάχι. Για εβδομάδες οι μετεωρολόγοι προειδοποιούσαν για τις πολύ χαμηλές θερμοκρασίες και τα υψηλά ποσοστά χιονόπτωσης, αλλά η πολιτεία δεν έδειξε να προβληματίζεται ιδιαίτερα. Έτσι λοιπόν, η δομή του Ελαιώνα βρέθηκε κυριολεκτικά γυμνή μπροστά στο ψύχος. Παρά τις εκκλήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης αλλά ακόμη και του Δήμου της Αθήνας, να μεταφερθούν οι διαμένοντες σε σκηνές σε κλειστούς θερμαινόμενους χώρους κατά τη διάρκεια του ψύχους, το Υπουργείο Μετανάστευσης, προέκρινε αρχικά απλώς τη μεταφορά τους σε κοντέινερς εντός της δομής και όταν είδε ότι η κατάσταση αγριεύει, μετέφερε μόλις 66 πρόσφυγες που ανήκουν σε ευάλωτες ομάδες, μεταξύ των οποίων 40 έγκυες γυναίκες, στο Ρουφ.
Εξίσου τραγικές εικόνες θα συναντούσε κανείς σε νησιωτικές δομές. Αν η Μόρια αποτελούσε ένα σύγχρονο κολαστήριο, το οποίο είχε καταγγελθεί από πλήθος οργανώσεων και διεθνείς φορείς για τις τραγικές συνθήκες διαβίωσης, τότε το κατ’ ανάγκη υποκατάστατό του, ονόματι Καρά Τεπέ τι ακριβώς είναι; Χιλιάδες άνθρωποι, ανάμεσά τους σε μεγάλο ποσοστό μικρά παιδιά, έζησαν για μέρες μέσα σε μια απέραντη λασπουριά, με τον αέρα να λυσσομανάει τις σκηνές και τους πρόσφυγες να είναι εγκαταλειμμένοι κυριολεκτικά στο έλεός του. Σύμφωνα με στοιχεία των Γιατρών Χωρίς Σύνορα, η ψυχική υγεία των προσφυγόπουλων στα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου διατρέχει σοβαρό κίνδυνο καθώς μόνο μέσα στο 2020 διαπιστώθηκαν 50 περιπτώσεις ανηλίκων, που είχαν προβεί σε απόπειρες αυτοκτονίας ή είχαν αυτοκτονικές τάσεις.
Πολιτικές ευθύνες
Προφανώς για αυτή τη διαχρονική τερατώδη κατάσταση υπάρχουν σοβαρές πολιτικές ευθύνες. Η κυβέρνηση Μητσοτάκη ξεκίνησε τη θητεία της καταργώντας το Υπουργείο Μετανάστευσης(!), σε μια κίνηση ιδιαίτερου πολιτικού συμβολισμού. Το ότι η πραγματικότητα την οδήγησε να το επανασυστήσει, δεν αναιρεί το γεγονός της υποτίμησης του προσφυγικού ζητήματος στην κυβερνητική ατζέντα. Οι πρόσφυγες γίνονται μπαλάκι στην επικοινωνία μεταξύ των κομμάτων που διεκδικούν τον κυβερνητικό θώκο χωρίς καμία πραγματική πρόνοια. Έτσι, ο ίδιος ο πρωθυπουργός μπορεί να επικαλείται την ευαισθησία του για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα σε συζήτηση στη Βουλή, την ίδια στιγμή που αυτά μπορεί να πεθαίνουν από το κρύο στις σκηνές, να μαστίζονται από τον κορωνοϊό και να παθαίνουν ψυχογενείς και επιληπτικές κρίσεις. Όμως τα πάντα σήμερα είναι επικοινωνία. Άλλωστε πουθενά δεν ακούστηκαν στα κορυφαία ΜΜΕ της χώρα οι παράνομες επαναπροωθήσεις του ελληνικού λιμενικού καθώς και οι καταγγελίες που έχουν πραγματοποιηθεί εις βάρος της παράτυπης δράσης της Frontex.
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει πάρει σαφή θέση απέναντι στους πρόσφυγες. Όμως η πολιτική της δεν κατέβηκε από τον ουρανό. Αποτελεί τη σκληρότερη συνέχεια της πολιτικής που θεμελίωσε ο ΣΥΡΙΖΑ. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ήταν αυτή που στηρίζοντας περήφανα τη Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας, ουσιαστικά μετέτρεψε την Ελλάδα από χώρα τράνζιτ σε χώρα εγκλωβισμού χιλιάδων προσφύγων σε ακατάλληλες δομές και ανέτοιμο κρατικό μηχανισμό χωρίς επαρκώς στελεχωμένη υπηρεσία ασύλου. Η ΝΔ αξιοποίησε την εγκληματική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ προκειμένου να προχωρήσει ένα βήμα παρακάτω και να κάνει σημαία τις πολιτικές των απωθήσεων, των απελάσεων και της καταστολής. Κάπως έτσι, φτάνουμε σήμερα στο σημείο, χιλιάδες πρόσφυγες να στερούνται στοιχειωδών δικαιωμάτων τους και να μην ανοίγει ρουθούνι.
Οι ελληνικές κυβερνήσεις, λοιπόν, συντέλεσαν καθοριστικά σε αυτό που σήμερα ονομάζεται «Ευρώπη Φρούριο». Σε μια Ευρώπη που προτιμά να στοιβάζει τους πρόσφυγες στις συνοριακές γραμμές και σε χώρες-αποθήκες παρά να πάρει γενναίες αποφάσεις αντιμετώπισης ενός πραγματικού φαινομένου που οφείλεται εν πολλοίς στα ιμπεριαλιστικά παιχνίδια και τις πολεμικές επιχειρήσεις στη Μέση Ανατολή. Κάπως έτσι, η φετινή 21 Μάρτη έρχεται να προστεθεί σε μια σειρά από πολλές τα τελευταία χρόνια, όπου η ανάγκη προώθησης των δίκαιων αιτημάτων των προσφύγων κρίνεται ως ζωτικής σημασίας. Ειδικά μέσα σε συνθήκες πανδημικής κρίσης όπου οι ήδη εγκαταλειμμένοι πρόσφυγες, είναι αντιμέτωποι με έναν παραπάνω κίνδυνο.
Αντιρατσιστικό κίνημα
Σε μια περίοδο υγειονομικής κρίσης, οικονομική ύφεσης, φιλοπόλεμου κλίματος και έντονης ρατσιστικής πολιτικής, οι πρόσφυγες πρέπει να ακουστούν περισσότερο από ποτέ. Αυτοί που βιώνουν τις πολλαπλές καταπιέσεις ενός βάναυσου συστήματος, έχουν ένα λόγο παραπάνω να το εκθέσουν. Η οργανωμένη Αριστερά, το εργατικό κίνημα, αντιρατσιστικές συλλογικότητες, μεταναστευτικές οργανώσεις, μαθητικές ομάδες και φοιτητικοί σύλλογοι, οφείλουν για ακόμη μια χρονιά να υψώσουν τη γροθιά τους στο πλευρό των προσφύγων και των μεταναστών, όχι ως μια εθιμοτυπική πράξη τη συγκεκριμένη ημέρα, αλλά ως ένα ενδιάμεσο βήμα σε μια σειρά αγώνων που αναπόφευκτα θα ξεδιπλωθούν το επόμενο διάστημα.
Οι ρατσιστικές πολιτικές του Μητσοτάκη πρέπει να βρουν την απάντησή τους στο δρόμο, στις γειτονιές και στους κοινωνικούς χώρους. Παρά την αστυνομοκρατία και την καταστολή, το αντιρατσιστικό κίνημα έχει δηλώσει το «παρών» σε πλήθος δύσκολων περιπτώσεων τα τελευταία χρόνια, μην υποκύπτοντας στο κλίμα φόβου και τρομοκρατίας είτε των ΜΑΤ είτε των εκάστοτε ακροδεξιών ομάδων. Η κεντρικότητα του ζητήματος της προσφυγικής κρίσης πρέπει να τεθεί ξανά στο προσκήνιο από τη σκοπιά της υπεράσπισης των δικαιωμάτων και των συλλογικών αγώνων. Απέναντι στις πολιτικές των κλειστών κέντρων, των απελάσεων, των επαναπροωθήσεων και της καταστολής πρέπει να αντιπαρατεθούν τα αιτήματα για ανοιχτά σύνορα, οι ανοιχτές προσφυγικές δομές, η αύξηση της χρηματοδότησης για τη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης με σεβασμό στα δικαιώματα και στις διεθνείς συμβάσεις.
Με τοπικές και κεντρικές κινητοποιήσεις και πρωτοβουλίες, πιάνοντας το νήμα της συνέχειας από την 8η Μάρτη, το Σάββατο 20 Μάρτη συνεχίζουμε το δρόμο των αγώνων και των αντιστάσεων. Ιδιαίτερα σήμερα, σε μια εποχή που αυτές καθίστανται ποινικά κολάσιμες αυτό κρίνεται, ίσως πιο αναγκαίο από ποτέ. Και για τους πρόσφυγες, και για εμάς.
Κανένας εφησυχασμός απέναντι στους
καταδικασμένους νεοναζί
Η είδηση της αποφυλάκισης του καταδικασμένου χρυσαυγίτη Νίκου Παπαβασιλείου έκανε το γύρο του διαδικτύου και όχι τυχαία. Δεν έχουν περάσει παρά λίγοι μήνες από την καταδικαστική απόφαση εις βάρος της εγκληματικής ναζιστικής οργάνωσης της Χρυσής Αυγής και ήδη ένα καταδικασμένο μέλος της κυκλοφορεί ελεύθερο. Πρόκειται για μια πρόκληση απέναντι στα θύματα αλλά και ολόκληρη την κοινωνία που όλα τα τελευταία χρόνια έστειλε τους νεοναζί εκεί που ανήκουν: Στη φυλακή και στο κοινωνικό περιθώριο.
Ο αποφυλακισθείς Νίκος Παπαβασιλείου, είχε κατηγορηθεί για ένταξη σε εγκληματική οργάνωση, λόγω των «εκκαθαριστικών επιχειρήσεων» εναντίον μεταναστών στην περιοχή του Αγ. Παντελεήμονα και της Κυψέλης. Οι επιχειρήσεις αυτές περιελάμβαναν εμπρησμούς, βαριές σωματικές βλάβες και διακεκριμένες φθορές. Στο πλαίσιο αυτών εντάσσεται η επίθεση στην τανζανική κοινότητα στις 26/9/2012 και ο εμπρησμός του μπαρ «Cointreau» στην πλατεία Αμερικής στις 13/5/2013, για τον οποίο μάλιστα καταδικάστηκε σε ένα έτος φυλάκισης.
Κατά την απολογία του το 2019 υπερασπίστηκε την άποψη ότι η Χρυσή Αυγή δεν είχε ρατσιστικές απόψεις(!), ενώ σχετικά με την επίθεση στο ιδιοκτησίας Καμερουνέζου νυχτερινό κέντρο «Cointreau», τόνισε χαρακτηριστικά ότι: «Τη νύχτα, σπάσαμε τη τζαμαρία και πετάξαμε ένα στουπί με βενζίνη. Ήταν πολύ προκλητικός, συνέβαιναν συνέχεια έκτροπα έξω από το μαγαζί του». Κι όμως αυτός ο άνθρωπος τέσσερις μήνες μετά την καταδικαστική απόφαση αφέθηκε ελεύθερος.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η έδρα του Πενταμελούς Εφετείου αναστολών που έκανε δεκτή την αίτηση αποφυλάκισης του Νίκου Παπαβασιλείου, έλαβε την απόφαση σε αντιδιαστολή με την εισαγγελική πρόταση, η οποία ζητούσε να απορριφθεί το αίτημα. Για ακόμη μια φορά, λοιπόν, γινόμαστε μάρτυρες μιας ιδιαίτερα ευνοϊκής μεταχείρισης των καταδικασμένων Χρυσαυγιτών.
Ο Νίκος Παπαβασιλείου, γίνεται λοιπόν, ο πρώτος Χρυσαυγίτης που αποφυλακίζεται πρόωρα με μοναδική υποχρέωση την εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα κάθε πρώτη του μήνα και την απαγόρευση εξόδου από τη χώρα. Όλα αυτά τη στιγμή που ο νούμερο ένα καταζητούμενος στη χώρα και νούμερο δύο της εγκληματικής οργάνωσης Χρήστος Παππάς, αγνοείται, και που ο ευρωβουλευτής Γιάννης Λαγός συνεχίζει να ζει στο εξωτερικό απολαμβάνοντας τα προνόμια του ευρωβουλευτή.
Και επειδή τις τελευταίες ημέρες στην υπόθεση Κουφοντίνα τέθηκε επανειλημμένως το ερώτημα «ναι αλλά αν στη θέση του ήταν ένας Χρυσαυγίτης» τι θα λέγατε, μπορούμε με άνεση να πούμε ότι την απάντηση τη δίνει η ίδια η πραγματικότητα. Οι Χρυσαυγίτες δε θα έφταναν ποτέ σε αυτό το σημείο ακριβώς γιατί δεν τυγχάνουν βάναυσης μεταχείρισης όπως ο Κουφοντίνας, αλλά το ακριβώς αντίθετο.
Όσοι είναι φυλακισμένοι ζουν σε vip κελιά και κάνουν μέχρι και διαδικτυακές εκπομπές, κάποιοι από αυτούς έχουν διαφύγει με ιδιαίτερη ευκολία της σύλληψης (βλέπε Παππά, Λαγό), ενώ άλλοι κάνουν αίτηση αποφυλάκισης, η οποία γίνεται δεκτή παρά την αντίθετη εισαγγελική πρόταση. Για ποιο λόγο, λοιπόν, να κάνουν απεργία πείνας οι καταδικασμένοι νεοναζί εγκληματίες;
Για ακόμη μια φορά οι Χρυσαυγίτες αποδεικνύουν με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο ότι είναι τα χαϊδεμένα παιδιά του συστήματος που απλώς έχασαν λίγο τον έλεγχο και γι’ αυτό τιμωρήθηκαν. Το αντιφασιστικό-αντιρατσιστικό κίνημα δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να εφησυχάσει και να ατονήσει. Χρειάζεται διαρκής επαγρύπνηση απέναντι στην ακροδεξιά απειλή με όποιο προσωπείο και αν κάνει την εμφάνισή της. Η 21ή Μάρτη λοιπόν, αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία να σταλεί ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα προς πάσα κατεύθυνση.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά