Κατά τον περασμένο αιώνα, οι ιστορίες για το 1917 συνήθως στηρίζονταν στους σοσιαλιστές στην Πετρούπολη και στη Ρωσία. Όμως η Ρωσική αυτοκρατορία αποτελείτο κυρίως από μη Ρώσους και οι εξεγέρσεις στην περιφέρεια της αυτοκρατορίας ήταν σχεδόν εξίσου εκρηκτικές με εκείνες του κέντρου. Η ανατροπή του Τσάρου τον Φλεβάρη του 1917 απελευθέρωσε ένα επαναστατικό κύμα που άμεσα κατέκλυσε ολόκληρη την Ρωσία. Ίσως η πιο ξεχωριστή από τις εξεγέρσεις αυτές ήταν η Φινλανδική Επανάσταση, την οποία ένας ακαδημαϊκός χαρακτήρισε τον «πιο ξεκάθαρα ταξικό πόλεμο της Ευρώπης στον 20ο αιώνα.»
Η Φιλανδική Εξαίρεση
Οι Φιλανδοί αποτελούν ξεχωριστή περίπτωση συγκριτικά με όλες τις άλλες εθνότητες υπό την κυριαρχία του Τσάρου. Προσαρτημένη από την Σουηδία το 1809, η Φιλανδία είχε εξασφαλίσει αυτονομία, πολιτικές ελευθερίες και τελικά ακόμα και το δικό της δημοκρατικά εκλεγμένο κοινοβούλιο. Αν και ο Τσάρος επιχείρησε να περιορίσει την αυτονομία της, η πολιτική ζωή στο Ελσίνκι θύμιζε περισσότερο το Βερολίνο από την Πετρούπολη.
Σε μία εποχή που οι σοσιαλιστές σε άλλα μέρη της αυτοκρατορικής Ρωσίας ήταν αναγκασμένοι να οργανώνονται σε παράνομα κόμματα, διωκόμενοι από την μυστική αστυνομία, το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Φιλανδίας (SDP) δραστηριοποιόταν ανοιχτά και νόμιμα. Όπως και η γερμανική Σοσιαλδημοκρατία, οι Φιλανδοί από το 1899 και μετά ανέπτυξαν ένα μαζικό κόμμα της εργατικής τάξης , με συμπαγή εργατική κουλτούρα, με τα δικά του κέντρα συναθροίσεων, τις δικές του ομάδες γυναικών, χορωδίες και αθλητικές ομάδες.
Από πολιτική άποψη το εργατικό κίνημα των Φιλανδών ήταν προσανατολισμένο σε μία κοινοβουλευτική στρατηγική σταδιακής επιμόρφωσης και οργάνωσης των εργατών. Η πολιτική του αρχικά ήταν μετριοπαθής: η συζήτηση περί επανάστασης ήταν σπάνια και η συνεργασία με τους φιλελεύθερους συχνή.
Όμως το SDP υπήρξε μοναδικό μεταξύ των μαζικών νόμιμων σοσιαλιστικών κομμάτων της Ευρώπης επειδή απέκτησε πιο μαχητικό χαρακτήρα στα χρόνια πριν τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Αν η Φιλανδία δεν αποτελούσε τμήμα της Τσαρικής Αυτοκρατορίας, είναι πιθανό η Φιλανδική Σοσιαλδημοκρατία να είχε ακολουθήσει ένα μετριοπαθές μονοπάτι, παρόμοιο με εκείνο των περισσοτέρων δυτικο-ευρωπαικών σοσιαλιστικών κομμάτων, όπου τα ριζοσπαστικά στοιχεία περιθωριοποιούνταν όλο και περισσότερο μέσα από την κοινοβουλευτική ενσωμάτωση και την γραφειοκρατικοποίηση.
Όμως η συμμετοχή στην Επανάσταση του 1905 ώθησε το κόμμα προς τα αριστερά. Κατά την γενική απεργία του Νοέμβρη 1905, ένας Φιλανδός σοσιαλιστής ηγέτης έγραφε εντυπωσιασμένος από την λαϊκή εξέγερση:
Ζούμε σε μία εξαιρετική χρονική περίοδο… Άνθρωποι ταπεινοί, που αδιαμαρτύρητα σήκωναν το βάρος της δουλείας ξαφνικά αποτίναξαν τον ζυγό από πάνω τους. Ομάδες που μέχρι σήμερα έτρωγαν ρίζες, τώρα ζητάνε ψωμί.
Στον απόηχο της Επανάστασης του 1905, μετριοπαθείς σοσιαλιστές βουλευτές, ηγέτες συνδικάτων και αξιωματούχοι βρέθηκαν να είναι μία μειοψηφία μέσα στο SDP. Επιδιώκοντας να εφαρμόσει στην πράξη την στρατηγική του Γερμανού θεωρητικού Καρλ Κάουτσκι, από το 1906 και μετά, το κόμμα υιοθέτησε νόμιμες τακτικές και έναν κοινοβουλευτικό προσανατολισμό με έντονο το στοιχείο της πάλης των τάξεων. «Το ταξικό μίσος είναι καλοδεχούμενο και είναι αρετή», διακήρυττε ένα κομματικό δημοσίευμα.
Μόνο ένα ανεξάρτητο εργατικό κίνημα, τόνιζε το SDP, μπορούσε να προωθήσει τα συμφέροντα των εργατών, να προασπίσει και να επεκτείνει την αυτονομία της Φιλανδίας από την Ρωσία και να εξασφαλίσει πλήρη πολιτική δημοκρατία. Μία σοσιαλιστική επανάσταση θα έπρεπε να είναι ο τελικός στόχος, αλλά μέχρι τότε το κόμμα θα έπρεπε μεθοδικά να φροντίζει για την ανάπτυξη του και να αποφεύγει πρόωρες συγκρούσεις με την άρχουσα τάξη.
Αυτή η στρατηγική της σοσιαλδημοκρατίας – με το μαχητικό της μήνυμα και τις αργές αλλά σταθερές μεθόδους- είχε θεαματική επιτυχία στην Φιλανδία. Το 1907 πάνω από 100.000 εργάτες είχαν ενταχθεί στο κόμμα, κάνοντας το την μεγαλύτερη σοσιαλιστική οργάνωση σε αναλογία προς τον πληθυσμό στον κόσμο. Τον Ιούλιο του 1916 το Φιλανδικό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα έγραψε ιστορία κατακτώντας για πρώτη φορά στην ιστορία την κοινοβουλευτική πλειοψηφία . Όμως λόγω των πρόσφατων χρόνων της Τσαρικής «Ρωσοποίησης», στο μεγαλύτερο μέρος της η κρατική εξουσία στην Φιλανδία ήταν στα χέρια της Ρωσικής διοίκησης. Μόνο το 1917 το SDP αντιμετώπισε τις προκλήσεις της σοσιαλιστικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας μέσα σε μία καπιταλιστική κοινωνία.
Οι Πρώτοι Μήνες
Η είδηση από την εξέγερση του Φλεβάρη στην γειτονική Πετρούπολη αιφνιδίασε την Φιλανδία. Μόλις όμως οι φήμες επιβεβαιώθηκαν, Ρώσοι στρατιώτες σταθμευμένοι στο Ελσίνσι προχώρησαν σε ανταρσία ενάντια στους αξιωματικούς τους, όπως περιγράφει ένας αυτόπτης μάρτυρας:
Το πρωί, στρατιώτες και ναύτες παρέλασαν στους δρόμους με κόκκινες σημαίες τραγουδώντας την Μασσαλιώτιδα, άλλοι στοιχημένοι άλλοι σε σκόρπιες ομάδες, μοιράζοντας στον κόσμο κόκκινες κορδέλες. Περιπολίες από οπλισμένους γαλαζοχίτωνες ξεχύθηκαν σε ολόκληρη την πόλη, αφοπλίζοντας όλους τους αξιωματικούς, που όταν πρόβαλαν την παραμικρή αντίδραση ή αρνούνταν να πάρουν το κόκκινο σύμβολο, εκτελούνταν επί τόπου και αφήνονταν εκεί.
Ρώσοι διοικητικοί υπάλληλοι εκδιώχθηκαν, Ρώσοι στρατιώτες σταθμευμένοι στην Φιλανδία διακήρυξαν την αλληλεγγύη τους με τα Σοβιέτ της Πετρούπολης και η φιλανδική αστυνομία εξαρθρώθηκε από τα κάτω. Η μαρτυρία από πρώτο χέρι για την επανάσταση από τον συντηρητικό συγγραφέα Henning Soderhjelm το 1918 – μία ανεκτίμητη έκφραση των απόψεων της Φιλανδικής ελιτ – θρηνούσε την απώλεια του κρατικού μονοπωλίου της βίας:
Ήταν συγκεκριμένος ο στόχος (του φιλανδικού SDP) να εξαρθρώσει πλήρως την αστυνομία. Η αστυνομία, που είχε εκδιωχθεί από τους Ρώσους στρατιώτες στην απαρχή της επανάστασης, δεν ξανασυστάθηκε ποτέ. Ο «λαός» δεν είχε εμπιστοσύνη στον θεσμό αυτό και στην θέση ενός τοπικού σώματος για την διατήρηση της τάξης δημιουργήθηκε μία «πολιτοφυλακή», οι άνδρες της οποίας έπρεπε να ανήκουν στο Εργατικό Κόμμα.
Τι θα μπορούσε να πάρει την θέση της παλιάς τοπικής Ρωσικής διοίκησης; Ορισμένοι ριζοσπάστες πίεζαν για μία Κόκκινη Κυβέρνηση, όμως ήταν μειοψηφία. Όπως και στην υπόλοιπη αυτοκρατορία, η Φιλανδία τον Μάρτη κατακλύστηκε από την έκκληση για «εθνική ενότητα». Με την ελπίδα της διασφάλισης μίας ευρείας αυτονομίας από την νέα Προσωρινή Κυβέρνηση στη Ρωσία , μία πτέρυγα των μετριοπαθών ηγετών του SDP διαφοροποιήθηκε από την μακρόχρονη θέση του κόμματος και εντάχθηκε στην κυβέρνηση συνασπισμού με τους Φιλανδούς φιλελεύθερους. Διάφοροι ριζοσπάστες σοσιαλιστές αποκήρυξαν την κίνηση αυτή ως «προδοσία» και κατάφωρη παραβίαση των Μαρξιστικών αρχών του SDP – άλλοι ηγέτες πρώτης γραμμής όμως συντάχθηκαν με την είσοδο στην κυβέρνηση προκειμένου να αποτραπεί ένα ρήγμα μέσα στο κόμμα.
Ο πολιτικός μήνας του μέλιτος στην Φιλανδία ήταν βραχύβιος. Η νέα κυβέρνηση συνασπισμού γρήγορα βρέθηκε ανάμεσα στα διασταυρούμενα πυρά της ταξικής πάλης καθώς πρωτοφανείς εκδηλώσεις μαχητικότητας ξέσπασαν στους χώρους δουλειάς στη Φιλανδία, στους δρόμους και στις αγροτικές περιοχές. Μερίδα Φιλανδών σοσιαλιστών εστίασε τις προσπάθειες της στην οργάνωση πολιτοφυλακών από ένοπλους εργάτες. Άλλοι προωθούσαν τις απεργίες, τον μαχητικό συνδικαλισμό και τον ακτιβισμό στους χώρους δουλειάς. Ο Soderhjelm περιγράφει την δυναμική αυτή:
Το προλεταριάτο δεν παρακαλούσε και δεν προσευχόταν πια, αλλά διεκδικούσε και απαιτούσε. Δεν νομίζω ποτέ άλλοτε, ένας εργάτης να ένοιωσε τόσο γεμάτος από εξουσία όσο το 1917 στην Φιλανδία.
Η φιλανδική ελίτ είχε αρχικά ελπίσει ότι η είσοδος των μετριοπαθών σοσιαλιστών στην κυβέρνηση συνασπισμού θα ανάγκαζε το SDP να εγκαταλείψει την γραμμή του ταξικού αγώνα. Ο Soderhjelm εξέφραζε την απογοήτευση του για την διάψευση αυτών των ελπίδων:
Η κυριαρχία του πραγματικού όχλου καθιερώθηκε με απρόσμενη ταχύτητα. ..Πάνω από όλα υπεύθυνη ήταν η τακτική του Εργατικού Κόμματος… Ακόμα κι αν το Εργατικό Κόμμα τηρούσε μία σχετικά αξιοπρεπή στάση στις επίσημες εκδηλώσεις του, δεν έπαυε να συνεχίζει με θέρμη την εξεγερτική πολιτική του κατά της αστικής τάξης.
Ενώ οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές μέσα στην νέα κυβέρνηση, αλλά και οι σύμμαχοι τους στην ηγεσία του Εργατικού Κόμματος, επεδίωξαν να κατευνάσουν την λαϊκή εξέγερση, η άκρα αριστερά του κόμματος επίμονα ζητούσε ρήξη με την αστική τάξη. Ανάμεσα στους δύο αυτούς σοσιαλιστικούς πόλους υπήρχε ένα άμορφο κεντρώο ρεύμα που παρείχε περιορισμένη στήριξη στην νέα κυβέρνηση. Και παρότι οι περισσότεροι ηγέτες του SDP σε γενικές γραμμές έδιναν προτεραιότητα στην κοινοβουλευτική αρένα, η πλειοψηφία στήριζε – ή τουλάχιστον ακολουθούσε –την εξέγερση από τα κάτω.
Μπροστά στο αναπάντεχο αυτό κύμα αντίστασης, η αστική τάξη της Φιλανδίας έγινε όλο και πιο επιθετική και αδιάλλακτη. Ο ιστορικός Maurice Carrez διαπιστώνει ότι η Φιλανδική άρχουσα τάξη δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την ιδέα «να μοιράζεται την εξουσία με έναν πολιτικό σχηματισμό που θεωρούσε ότι ήταν ο διάβολος προσωποποιημένος.»
Ταξική Πόλωση
Η κατάρρευση της φιλανδικής κυβέρνησης συνασπισμού ξεκίνησε το καλοκαίρι. Προς τον Αύγουστο το σύστημα προμηθειών τροφίμων της αυτοκρατορίας είχε καταρρεύσει και οι Φιλανδοί εργάτες βρίσκονταν μπροστά στο φάσμα της λιμοκτονίας. Στις αρχές του μήνα είχαν ξεσπάσει ταραχές για τις ελλείψεις τροφίμων και η οργάνωση του SDP στο Ελσίνκι κατήγγειλε την άρνηση της κυβέρνησης να λάβει δραστικά μέτρα για την αντιμετώπιση της κρίσης. «Οι πεινασμένες μάζες των εργατών σύντομα έχασαν κάθε εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση συνασπισμού,» αναφέρει ο Otto Kuusinen, βασικός αριστερός θεωρητικός του SDP, ο οποίος τον επόμενο χρόνο προχώρησε στην ίδρυση του κινήματος των Φιλανδών Κομμουνιστών.
Η αδιαλλαξία των σοσιαλιστών στον αγώνα για εθνική απελευθέρωση κλιμάκωνε περαιτέρω την ταξική πόλωση. Οι Φιλανδοί σοσιαλιστές αγωνίστηκαν σκληρά για να βάλουν τέλος στις συνεχιζόμενες παρεμβάσεις της Ρωσικής κυβέρνησης στις εσωτερικές τους υποθέσεις. Κερδίζοντας την ανεξαρτησία τους ευελπιστούσαν ότι θα αξιοποιούσαν την κοινοβουλευτική τους πλειοψηφία – και τον έλεγχο που είχαν στις εργατικές πολιτοφυλακές – για να προωθήσουν ένα φιλόδοξο πρόγραμμα πολιτικών και κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Ένας σοσιαλιστής ηγέτης εξηγεί τον Ιούλιο ότι «μέχρι τότε είχαμε αναγκαστεί να πολεμήσουμε σε δύο μέτωπα – κατά της δικής μας αστικής τάξης και κατά της Ρωσικής κυβέρνησης. Αν θέλουμε ο ταξικός μας αγώνας να είναι νικηφόρος, αν μπορέσουμε να συγκεντρώσουμε όλες μας τις δυνάμεις σε ένα μέτωπο, κατά της δικής μας αστικής τάξης, πρέπει να έχουμε την ανεξαρτησία μας, κάτι για το οποίο η Φιλανδία είναι πλέον έτοιμη.»
Αλλά και οι συντηρητικοί και οι φιλελεύθεροι της Φιλανδίας ήθελαν για τους δικούς τους λόγους να ενισχυθεί η αυτονομία της Φιλανδίας. Δεν ήταν όμως διατεθειμένοι να στραφούν σε επαναστατικές μεθόδους για την επίτευξη αυτού του στόχου, ούτε σε γενικές γραμμές στήριζαν την γραμμή του SDP για πλήρη ανεξαρτησία.
Η σύγκρουση ήρθε τελικά τον Ιούλιο. Στο κοινοβούλιο της Φιλανδίας η σοσιαλιστική πλειοψηφία πρότεινε τον κορυφαίο νόμο valtaki (Νόμος της Εξουσίας) που μονομερώς διακήρυττε την πλήρη ανεξαρτησία της Φιλανδίας. Παρά την σφοδρή αντίθεση της συντηρητικής μειοψηφίας στο κοινοβούλιο, το valtaki εγκρίθηκε στις 18 Ιουλίου. Όμως η Ρωσική Προσωρινή κυβέρνηση , υπό του Αλεξάντερ Κερένσκι, απέρριψε αμέσως την ισχύ του valtaki και απείλησε να καταλάβει την Φιλανδία αν η απόφαση αυτή δεν γινόταν σεβαστή.
Όταν οι Φιλανδοί σοσιαλιστές αρνήθηκαν να κάνουν πίσω ή να αποκηρύξουν το valtaki, οι φιλελεύθεροι και οι συντηρητικοί της Φιλανδίας άδραξαν την ευκαιρία. Με την ελπίδα ότι θα απομόνωναν το SDP και θα έβαζαν τέλος στην κοινοβουλευτική του πλειοψηφία, στήριξαν με κυνισμό, νομιμοποιώντας με αυτόν τον τρόπο, την απόφαση του Κερένσκι να διαλύσει το δημοκρατικά εκλεγμένο φιλανδικό κοινοβούλιο. Νέες εκλογές προκηρύχθηκαν στις οποίες οι μη σοσιαλιστές κέρδισαν με μικρή μόνο πλειοψηφία.
Η διάλυση του φιλανδικού κοινοβουλίου αποτέλεσε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι. Μέχρι εκείνη την στιγμή υπήρχαν πολλές ελπίδες μεταξύ των εργατών και των εκπροσώπων τους ότι το κοινοβούλιο μπορούσε να αξιοποιηθεί σαν όχημα για την κοινωνική απελευθέρωση. Ο Kuusinen το εξηγεί λέγοντας:
Η αστική τάξη δεν διέθετε ούτε στρατό, ούτε καν μία αστυνομική δύναμη στην οποία θα μπορούσε να στηριχθεί …άρα όλα έδειχναν ότι ήταν λογικό να παραμείνουμε στον δοκιμασμένο δρόμο της κοινοβουλευτικής νομιμότητας, στον οποίο η Σοσιαλδημοκρατία έδειχνε να κερδίζει την μία νίκη μετά την άλλη.
Όμως γινόταν όλο και πιο σαφές σε έναν αυξανόμενο αριθμό εργατών και κομματικών στελεχών ότι το κοινοβούλιο είχε εξαντλήσει την χρησιμότητα του.
Οι Σοσιαλιστές αποκήρυξαν το αντι-δημοκρατικό πραξικόπημα και κατήγγειλαν την αστική τάξη ότι συνεργάστηκε με το Ρωσικό κράτος σε βάρος των εθνικών δικαιωμάτων της Φιλανδίας και των δημοκρατικών θεσμών. Σύμφωνα με το SDP οι νέες βουλευτικές εκλογές ήταν παράνομες και είχαν κερδηθεί μέσα από εκτεταμένη εκλογική νοθεία. Στα μέσα Αυγούστου το κόμμα διέταξε όλα τα μέλη του να παραιτηθούν από την κυβέρνηση. Εξίσου σημαντικό είναι ότι οι Φιλανδοί σοσιαλιστές όλο και περισσότερο τάσσονταν στο πλευρό των Μπολσεβίκων, που ήταν το μόνο Ρωσικό κόμμα που στήριζε το αίτημα τους για ανεξαρτησία. Καμία πλευρά δεν ήταν πλέον διατεθειμένη να υποχωρήσει κι έτσι η μέχρι τότε ειρηνική Φιλανδία όδευε προς μία επαναστατική έκρηξη.
Η μάχη για την εξουσία
Τον Οκτώβριο, η κρίση σε όλη την επικράτεια της Ρωσικής αυτοκρατορίας είχε φθάσει σε κλιμάκωση. Φιλανδοί εργάτες στην πόλη και την ύπαιθρο ζητούσαν πιεστικά από τους ηγέτες τους να καταλάβουν την εξουσία. Βίαιες συγκρούσεις άρχισαν να εκδηλώνονται σε όλη την Φιλανδία. Ωστόσο πολλοί στην ηγεσία του SDP συνέχιζαν να πιστεύουν ότι η στιγμή της επανάστασης μπορούσε να καθυστερήσει έως ότου η εργατική τάξη θα ήταν καλύτερη οργανωμένη και οπλισμένη. Άλλοι πάλι φοβόντουσαν να εγκαταλείψουν την κοινοβουλευτική αρένα. Στα τέλη Οκτωβρίου αυτά ήταν τα λόγια του σοσιαλιστή ηγέτη Kullervo Manner:
Δεν μπορούμε να αποφύγουμε την επανάσταση για πολύ ακόμα… Η πίστη στην αξία της ειρηνικής δράσης έχει χαθεί και η εργατική τάξη αρχίζει να εμπιστεύεται μόνο τις δικές της δυνάμεις… Αν κάνουμε λάθος για την γρήγορη έλευση της επανάστασης, θα είμαι ευτυχής.
Μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους Μπολσεβίκους στα τέλη Οκτωβρίου, όλα έδειχναν ότι η Φιλανδία ήταν η επόμενη στην σειρά. Χωρίς την στρατιωτική στήριξη της Ρωσικής Προσωρινής Κυβέρνησης, η φιλανδική ελίτ είχε επικίνδυνα απομονωθεί. Οι Ρώσοι στρατιώτες – σταθμευμένοι στην Φιλανδία κατά δεκάδες χιλιάδες- στήριζαν σε γενικές γραμμές τους Μπολσεβίκους και την έκκληση τους για ειρήνη. «Το κύμα του νικηφόρου Μπολσεβικισμού θα ρίξει νερό στον μύλο των σοσιαλιστών μας και είναι βέβαιο ότι θα τον κάνουν να γυρίσει», έγραφε ένας Φιλανδός φιλελεύθερος.
Οι οπαδοί του SDP και οι Μπολσεβίκοι της Πετρούπολης εκλιπαρούσαν τους Φιλανδούς σοσιαλιστές ηγέτες να καταλάβουν άμεσα στην εξουσία. Όμως η ηγεσία του κόμματος αμφιταλαντευόταν. Δεν ήταν ξεκάθαρο σε κανέναν αν η κυβέρνηση των Μπολσεβίκων θα άντεχε πάνω από μερικές ημέρες. Οι μετριοπαθείς σοσιαλιστές δεν άφηναν την ελπίδα ότι μπορούσε να βρεθεί μία ειρηνική κοινοβουλευτική λύση. Ορισμένοι ριζοσπάστες υποστήριζαν ότι η κατάληψη της εξουσίας ήταν και εφικτή αλλά και άμεσα αναγκαία. Οι περισσότεροι ηγέτες αμφιταλαντεύονταν ανάμεσα στις δύο αυτές επιλογές.
Ο Kuusinen θυμάται την αναποφασιστικότητα του κόμματος στην κρίσιμη αυτή στιγμή: «Εμείς οι Σοσιαλδημοκράτες, ‘ενωμένοι στην βάση του ταξικού πολέμου’, πήγαμε πρώτα προς την μία πλευρά και μετά στην άλλη, γέρνοντας πρώτα από όλα έντονα προς την επανάσταση, για να κάνουμε και πάλι πίσω στην συνέχεια.»
Αδύναμο να καταλήξει σε συμφωνία για μία ένοπλη εξέγερση, το κόμμα αντιθέτως προκήρυξε γενική απεργία στις 14 Νοεμβρίου υπέρ της δημοκρατίας και κατά της αστικής τάξης, υπερ των δραματικών οικονομικών αναγκών των εργατών και υπέρ της εθνικής κυριαρχίας της Φιλανδίας. Η ανταπόκριση από την βάση ήταν συντριπτική – μάλιστα πήγε πολύ παραπέρα από την σχετικά συγκρατημένη έκκληση για απεργία.
Η Φιλανδία παρέλυσε. Σε διάφορες πόλεις, οι τοπικές οργανώσεις του SDP και οι Ερυθροί Φρουροί κατέλαβαν την εξουσία, κατέλαβαν κτίρια στρατηγικής σημασίας και συνέλαβαν τους αστούς πολιτικούς.
Φαινόταν ότι αυτό το εξεγερτικό μοντέλο θα επαναλαμβανόταν σύντομα και στο Ελσίνκι. Στις 16 Νοέμβρη το Συμβούλιο Γενικής Απεργίας στην πρωτεύουσα ψήφισε υπέρ της κατάληψης της εξουσίας. Όμως όταν τα μετριοπαθή συνδικάτα και οι σοσιαλιστές ηγέτες αποκήρυξαν την απόφαση αυτή και παραιτήθηκαν από το σώμα, το συμβούλιο υπαναχώρησε την ίδια ημέρα. Αποφάνθηκε ότι εφόσον «μία τόσο μεγάλη μειοψηφία διαφωνεί, το Συμβούλιο δεν μπορεί σε αυτή την φάση να αρχίσει την διαδικασία κατάληψης της εξουσίας από τους εργάτες, αλλά θα συνεχίσει να δρα με στόχο την αύξηση των πιέσεων στην αστική τάξη.» Σύντομα μετά η απεργία ανακλήθηκε.
Ο Φιλανδός ιστορικός Hannu Soikkanen έχει τονίσει ότι η απεργία του Νοέμβρη υπήρξε μία μεγάλη χαμένη ευκαιρία:
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αυτή ήταν η καλύτερη στιγμή για τις οργανώσεις των εργατών να καταλάβουν την εξουσία. Η πίεση από την βάση ήταν τεράστια και το αγωνιστικό πνεύμα στα καλύτερα του… Η γενική απεργία έπεισε την αστική τάξη, με ελάχιστες εξαιρέσεις, για τον σοβαρό κίνδυνο των σοσιαλιστών. Αξιοποίησαν τον χρόνο μέχρι το ξέσπασμα του ολομέτωπου εμφύλιου πολέμου για να οργανωθούν κάτω από μία ισχυρή ηγεσία.
Διαπιστώνοντας την διστακτικότητα του SDP να καταφύγει σε μαζική δράση, ο Antony Upton υποστηρίζει ότι οι «Φιλανδοί επαναστάτες ήταν σε γενικές γραμμές οι πιο μίζεροι επαναστάτες στην ιστορία.» Ενας τέτοιος ισχυρισμός θα μπορούσε να έχει κάποια βάση αν η ιστορία μας τέλειωνε τον Νοέμβρη – όμως τα γεγονότα που ακολούθησαν έδειξαν ότι η επαναστατική ψυχή της Φιλανδικής σοσιαλδημοκρατίας επικράτησε τελικά.
Μετά την γενική απεργία, απογοητευμένοι εργάτες έψαξαν για όπλα και στράφηκαν σε ενέργειες άμεσης δράσης. Με την σειρά της η αστικη τάξη προετοιμαζόταν για εμφύλιο πόλεμο προετοιμάζοντας την δική της πολιτοφυλακή των «Λευκών Φρουρών» και στρεφόμενη στην Γερμανική κυβέρνηση για στρατιωτική βοήθεια.
Παρά την γρήγορη διάλυση της κοινωνικής συνοχής, πολλοί σοσιαλιστές ηγέτες συνέχισαν να ασχολούνται με άσκοπες κοινοβουλευτικές διαπραγματεύσεις. Εντούτοις την ίδια στιγμή η αριστερή πτέρυγα του SDP σκλήρυνε την στάση της και διακήρυττε ότι όποια άλλη καθυστέρηση στην επαναστατική δράση θα οδηγούσε μοιραία στην καταστροφή. Μετά από μία μακρά περίοδο εσωτερικών συγκρούσεων τον Δεκέμβρη και στις αρχές του Γενάρη, οι ριζοσπάστες πήραν τελικά το πάνω χέρι.
Τον Γενάρη τα επαναστατικά λόγια του SDP μετουσιώθηκαν τελικά σε πράξη. Για να σηματοδοτήσουν την αρχή της εξέγερσης, κομματικά στελέχη το απόγευμα της 26ης Γενάρη άναψαν ένα κόκκινο φανάρι στον πύργο του κτιρίου των Εργατών του Ελσίνκι. Μέσα στις επόμενες ημέρες, οι Σοσιαλδημοκράτες και οι αδελφές εργατικές οργανώσεις κατέλαβαν σχετικά εύκολα την εξουσία σε όλες τις μεγάλες πόλεις της Φιλανδίας –ο αγροτικός βοράς, όμως παρέμεινε στα χέρια της άρχουσας τάξης.
Οι εξεγερμένοι της Φιλανδίας εξέδωσαν μία ιστορική διακήρυξη όπου ανακοίνωναν ότι η επανάσταση ήταν αναγκαία δεδομένου ότι η αστική τάξη της Φιλανδίας , σε συνεργασία με τον ξένο ιμπεριαλισμό, είχε ηγηθεί αντεπαναστατικού «πραξικοπήματος» κατά των κατακτήσεων των εργαζομένων και της δημοκρατίας:
Η επαναστατική εξουσία στην Φιλανδία από τώρα και στο εξής ανήκει στην εργατική τάξη και τις οργανώσεις της… Η προλεταριακή επανάσταση έχει ευγενή κίνητρα αλλά είναι αυστηρή… αυστηρή για τους θρασύτατους εχθρούς του λαού, αλλά έτοιμη να προσφέρει αρωγή στους καταπιεσμένους και τους περιθωριοποιημένους.
Αν και η νεοσυσταθείσα Κόκκινη Κυβέρνηση επεδίωξε αρχικά να χαράξει μία σχετικά προσεκτική πολιτική πορεία, η Φιλανδία σύντομα κατρακύλησε σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο. Η καθυστέρηση στην κατάληψη της εξουσίας είχε κοστίσει ακριβά στην φιλανδική εργατική τάξη καθώς από τον Γενάρη οι περισσότεροι Ρώσοι στρατιώτες είχαν επιστρέψει στην πατρίδα τους. Η αστική τάξη εκμεταλλεύθηκε το τρίμηνο μετά την απεργία του Νοέμβρη για να ενισχύσει τα στρατεύματα της στην Φιλανδία και την Γερμανία. Συνολικά, πάνω από 27.000 μέλη του Φιλανδικού Κόκκινου Στρατού έχασαν την ζωή τους στον πόλεμο. Κι όταν η δεξιά πτέρυγα εξαφάνισε την Δημοκρατία των Φιλανδών Σοσιαλιστών Εργατών τον Απρίλη του 1918, άλλοι 80.000 εργάτες και σοσιαλιστές κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Οι ιστορικοί διαφωνούν για το αν η Φιλανδική επανάσταση θα είχε θριαμβεύσει αν είχε αρχίσει νωρίτερα και αν είχε υιοθετήσει μια πιο επιθετική πολιτική και στρατιωτική γραμμή. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο βασικός καθοριστικός παράγοντας ήταν η στρατιωτική παρέμβαση του Γερμανικού ιμπεριαλισμού τον Μάρτη και Απρίλη του 1918. Σε αυτό περίπου καταλήγει και ο Kuusinen:
Ο Γερμανικός ιμπεριαλισμός έτεινε ευήκοο ους στις εκκλήσεις της αστικής τάξης και με προθυμία έσπευσε να ακυρώσει την νέο-αποκτηθείσα ανεξαρτησία, που μετά από αίτημα των Φιλανδών Σοσιαλδημοκρατών είχε χορηγηθεί στην Φιλανδία από την Σοβιετική Δημοκρατία της Ρωσίας. Το εθνικό αίσθημα της αστικής τάξης δεν επλήγη καθόλου από το γεγονός αυτό και ο ζυγός του ξένου ιμπεριαλισμού δεν τους τρόμαζε καθόλου όταν έβλεπαν ότι η «πατρίδα» τους ήταν πολύ κοντά στο να γίνει η πατρίδα των εργατών. Ήταν πρόθυμοι να θυσιάσουν όλο τον λαό στον μεγάλο Γερμανό λήσταρχο, αρκεί να διατηρούσαν για τον εαυτό τους τον ατιμωτικό ρόλο των φρουρών των σκλάβων.
Χρήσιμα μαθήματα
Ποιο είναι το δίδαγμα από την Φιλανδική επανάσταση; Το πιο προφανές είναι ότι η εργατική επανάσταση δεν ήταν αποκλειστικά φαινόμενο της Ρωσίας. Ακόμα και στην ειρηνική, κοινοβουλευτική Φιλανδία, εδραιώθηκε μεταξύ των εργαζομένων η πεποίθηση ότι μόνο μία σοσιαλιστική κυβέρνηση μπορούσε να προσφέρει μία διέξοδο από την κοινωνική κρίση και την εθνική καταπίεση.
Ούτε οι Μπολσεβίκοι ήταν το μοναδικό κόμμα στην αυτοκρατορία που ήταν σε θέση να οδηγήσει τους εργάτες στην εξουσία. Από πολλές απόψεις η εμπειρία του Φιλανδικού SDP επιβεβαιώνει την παραδοσιακή αντίληψη περί επανάστασης του Καρλ Κάουτσκι: μέσα από μία υπομονετική διαδικασία ενίσχυσης της ταξικής συνείδησης και επιμόρφωσης, οι σοσιαλιστές κέρδισαν την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο, αναγκάζοντας την Δεξιά να διαλύσει τον θεσμό, που με την σειρά του πυροδότησε μία επανάσταση με ηγεσία τους σοσιαλιστές.
Η προτίμηση του κόμματος για μια αμυντική κοινοβουλευτική στρατηγική δεν το εμπόδισε σε τελική ανάλυση να ανατρέψει την καπιταλιστική εξουσία και να κάνει βήματα προς τον σοσιαλισμό. Αντίθετα, η γραφειοκρατικοποιημένη Γερμανική Σοσιαλδημοκρατία – που από καιρό είχε αποποιηθεί την στρατηγική του Κάουτσκι – στήριξε ενεργά την καπιταλιστική εξουσία το 1918-1919 και κατέστειλε βίαια τις απόπειρες ανατροπής της.
Όμως η Φιλανδία δεν έδειξε μόνο τα δυνατά σημεία αλλά και τις υπαρκτές αδυναμίες της επαναστατικής σοσιαλδημοκρατίας: μία διστακτικότητα να εγκαταλειφθεί το κοινοβουλευτικό πεδίο, μία υποτίμηση της μαζικής δράσης και μία τάση στήριξης των μετριοπαθών σοσιαλιστών προκειμένου να διασωθεί η ενότητα του κόμματος.