Ο πρόλογος µιας γενικής πολιτικής κρίσης

Από τις ευρωεκλογές, όταν ο Μητσοτάκης υποχρεώθηκε να παραδεχτεί ότι το ποσοστό αυτοδυναµίας της ΝΔ «δεν υπάρχει πλέον», είχαµε διατυπώσει την εκτίµηση ότι η Δεξιά µπαίνει σταδιακά στην «µετά τον Μητσοτάκη» εποχή της, µια περίοδο που θα συνοδευόταν από τρανταγµούς, αστάθειες και κρίσεις.

Δεν ήταν, ασφαλώς, αναπόφευκτο. Ο Μητσοτάκης είχε µπροστά του πολιτικό χρόνο για να επιχειρήσει να «γυρίσει το παιχνίδι» µέχρι την αναπόφευκτη εκλογική αναµέτρηση, στην καλύτερη γι’ αυτόν περίπτωση µέχρι το 2027. Επίσης, η κοινοβουλευτική αντιπολίτευση ολοφάνερα βρισκόταν σε κατάσταση παράλληλης βαθιάς κρίσης, τόσο σε επίπεδο στρατηγικής όσο και στη συγκεκριµένη πολιτική γραµµή των βασικών κοµµάτων της.

Στους µήνες που ακολούθησαν φάνηκε ότι άλλοι µεγαλύτεροι παράγοντες, η οικονοµική και κοινωνική κυβερνητική πολιτική και οι συνέπειές της πάνω στην πλειοψηφία των εργαζόµενων και λαϊκών µαζών, είχαν την αποφασιστική σηµασία.

Ιδιωτικοποιήσεις

Τα Τέµπη αποδείχθηκαν ένα σηµείο καµπής. Δεν ήταν µόνο η οργή για τα θύµατα. Δεν ήταν µόνο ο θυµός για την ολοφάνερη απόπειρα της κυβερνητικής προσπάθειας για συγκάλυψη. Ήταν επίσης η σύνδεση που έκανε ο κόσµος µε ένα πάγιο στοιχείο της κυβερνητικής-καθεστωτικής πολιτικής στα τελευταία χρόνια: τις ιδιωτικοποιήσεις. Και αυτό έγινε εφικτό σε µαζικό επίπεδο, γιατί ο κόσµος έχει συσσωρεύσει πικρές εµπειρίες για τις συνέπειες των ιδιωτικοποιήσεων όχι µόνο στις µεταφορές και το οφθαλµοφανές έγκληµα στο σιδηρόδροµο, αλλά επίσης στην εκπαίδευση, στην υγεία, στην ενέργεια κ.ο.κ. Στις 28 Φλεβάρη, το προχώρηµα του κόσµου από την οργή στο δρόµο, ήταν ένα βήµα που προκάλεσε και θα προκαλεί πολιτικές συνέπειες.

Οι ιδιωτικοποιήσεις δεν είναι ένα αποµονωµένο «κόκκινο πανί» που διαχωρίζει πλατιά τµήµατα κόσµου από την κυβερνητική πολιτική του Μητσοτάκη. Σε όλες τις δηµοσκοπήσεις η ακρίβεια χαρακτηρίζεται ως το υπ’ αριθµόν ένα πρόβληµα της πλειοψηφίας. Και σε αυτόν τον επικίνδυνο για την κυβέρνηση τοµέα, ο κόσµος αρχίζει να κάνει συνδέσεις αποφασιστικής πολιτικής σηµασίας. Που τις τροφοδοτεί η καθηµερινή κυβερνητική πολιτική. Ας σταχυολογήσουµε από την επικαιρότητα.

Ταξική µονοµέρεια

Η κυβέρνηση και ειδικότερα η υπουργός Εργασίας, Νίκη Κεραµέως, πανηγυρίζουν για την αύξηση του κατώτατου µισθού που το 2024 έφτασε, λέει, στα 830 ευρώ. Την ίδια στιγµή τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας και της Τράπεζας της Ελλάδος δείχνουν ότι ο µέσος πραγµατικός µισθός της εργατικής τάξης παραµένει καθηλωµένος, γιατί ένα όλο και µεγαλύτερο τµήµα των εργατών πιέζεται προς τον κατώτατο µισθό. Περίπου το 50% του συνολικού εργατικού δυναµικού το 2024 είχε µισθό κατώτερο των 1.000 ευρώ! Η σκληρή κατάσταση που δηµιούργησε η «µνηµονιακή» περίοδος και η ενίσχυση των εργοδοτικών µηχανισµών, δεν αντιµετωπίζεται µε την υποκριτική αναφορά στην «ελευθερία» για Συλλογικές Συµβάσεις Εργασίας. Αφενός, γιατί στην Ελλάδα το ποσοστό των εργαζοµένων που «καλύπτεται» από ΣΣΕ παραµένει εξαιρετικά χαµηλό (26%), πολύ κάτω ακόµα και από το όριο που έχει βάλει η νεοφιλελεύθερη Κοµισιόν µε την αντίστοιχη Ευρωπαϊκή Οδηγία (80%). Αφετέρου, γιατί οι εργοδότες, αξιοποιώντας στο έπακρο την κυβερνητική πολιτική, επιτυγχάνουν Συµβάσεις που στην πλειοψηφία τους (62%) «συνοµολογούν» µηδενικές (!) αυξήσεις στους µισθούς, ενώ στη µειοψηφία τους «παραχωρούν» αυξήσεις κατά µέσο όρο 2%, δηλαδή κάτω από τον πληθωρισµό και κατά πολύ κάτω από τον πληθωρισµό τροφίµων που είναι καθοριστικός για το εργατικό εισόδηµα.

Αυτή η σκληρή πολιτική απέναντι στον εργατικό µισθό (και τις συντάξεις!) συνδυάζεται µε µια µεγάλη «γενναιοδωρία» προς το από πάνω τµήµα της κοινωνίας. Τα στοιχεία σχετικά µε την απόδοση των φόρων αποδεικνύουν ότι ένα ελάχιστο ποσοστό µεγαλοοφειλετών, το 0,3%, παρακρατά το 76% του χρέους. Σε απλά ελληνικά αυτό σηµαίνει ότι η κυβέρνηση που αρνείται να µειώσει τον ΦΠΑ-καρµανιόλα, που αρνείται να µειώσει τους σκληρούς συντελεστές φορολόγησης των χαµηλών εισοδηµάτων, επιτρέπει σε µια δράκα µεγάλων εταιρειών να διασφαλίζουν πρόσφατη «ρευστότητα» µε τη µαζική φοροαποφυγή και φοροκλοπή.

Μέσα σε αυτό το κλίµα «ταξικής µονοµέρειας», η απόφαση του Δένδια να δώσει αυξήσεις στους αξιωµατικούς, αυξήσεις που φτάνουν ακόµα και στο 20%, είναι µια χοντροκοµµένη πρόκληση.

Ο Μητσοτάκης επιµένει ότι θα επιχειρήσει να «γυρίσει το παιχνίδι» µέχρι το 2027. Ταυτόχρονα υπογραµµίζει ότι θα το επιχειρήσει διατηρώντας την ίδια πολιτική, µε κέντρο τις νεοφιλελεύθερες αντιµεταρρυθµίσεις.

Είναι εξαιρετικά αµφίβολο το αν θα αντέξει µέχρι το 2027. Όµως δεν υπάρχει αµφιβολία ότι η συνέχεια αυτής της πολιτικής ενέχει τον κίνδυνο για ακόµα µεγαλύτερες απώλειες της ΝΔ.

Πονοκέφαλοι

Σε όλες τις πρόσφατες δηµοσκοπήσεις η ΝΔ βρίσκεται κάτω από το 30%, µε αποτέλεσµα των σύνολο των δηµοσκόπων να οµοφωνεί στο συµπέρασµα ότι η στρατηγική της αυτοδυναµίας είναι πολιτικά νεκρή. Πλησιάζοντας περισσότερο προς το 25%, το κόµµα του Μητσοτάκη αντιµετωπίζει έναν πρόσθετο κίνδυνο: να χάσει το «µπόνους» του εκλογικού νόµου προς το πρώτο κόµµα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτό υπερβαίνει το 25% των ψηφισάντων, και να οδηγηθεί σε µια Κοινοβουλευτική Οµάδα της τάξης των 70-75 βουλευτών που θα µετατρέπει την πιθανότητα σχηµατισµού κυβέρνησης σε άλυτο σταυρόλεξο.

Σε αυτό το σηµείο οι εσωκοµµατικοί «προβληµατισµοί» στη ΝΔ συναντιούνται µε τις ευρύτερες καθεστωτικές ανησυχίες σχετικά µε τις προοπτικές µιας επικίνδυνης πολιτικής κρίσης στον ελληνικό καπιταλισµό. Γιατί τα πεπραγµένα της κυβέρνησης Μητσοτάκη κάνουν εξαιρετικά απίθανες, τουλάχιστον υπό την ηγεσία του, τις κυβερνήσεις «ευρύτερων συναινέσεων» που τα πιθανότατα εκλογικά αποτελέσµατα θα κάνουν αναπόφευκτες.

Το σύνολο αυτών των διαπιστώσεων µειώνει την πειθαρχία και τη συνοχή του κόµµατος της ΝΔ.

Η φιέστα του Δένδια, µε την παρουσία της «τριανδρίας» Α. Σαµαρά-Κ. Καραµανλή-Πρ. Παυλόπουλου, ήταν ένα σαφές πρώτο βήµα. Όµως η σύγκλιση της «παραδοσιακής» µε τη «σκληρή» Δεξιά, τι έχει να πει για τη σηµερινή συγκυρία; Η αναφορά του Δένδια στο πεντάπτυχο «ταυτοτικών αξιών» (Πατρίδα-Γλώσσα-Παραδόσεις-Θρησκεία-Οικογένεια) θυµίζει το χουντικό τρίπτυχο (Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια), αλλά για να αποκτήσει πολιτική δυναµική χρειάζεται πολλές άλλες επεξεργασίες και πολιτικές πρωτοβουλίες.

Στον ανασχηµατισµό φάνηκε να πριµοδοτεί ο Μητσοτάκης, ως προς τη διαδοχή του, τον Κωστή Χατζηδάκη. Αν η ΝΔ επιλέξει να αντιµετωπίσει τις επόµενες εκλογές µε επικεφαλής τον «Σούπερµαν» των ιδιωτικοποιήσεων και αρχιτέκτονα του πιο δογµατικού νεοφιλελευθερισµού, τότε ακόµα και το 25% µπορεί να αποδειχθεί άπιαστος στόχος.

Για την ώρα όλες οι βαρωνίες µέσα στη ΝΔ συµφωνούν στο ότι δίνουν στον Μητσοτάκη τη δυνατότητα να «κρατήσει το τιµόνι» µέχρι τις επόµενες εκλογές, και στην περίπτωση των δυσµενών προβλέψεων να καθοδηγήσει ο ίδιος τη διαδοχή του («αλλαγή εν πλω»). Με µια απειλητική υποσηµείωση: αν εµφανιστούν δηµοσκοπήσεις που δείχνουν τη ΝΔ κάτω από το… 20%, τότε η διαδικασία θα µετατραπεί σε άτακτη.

Αγώνες

Αυτή η προοπτική δεν µπορεί και δεν πρέπει να αντιµετωπιστεί από τον κόσµο µας και την Αριστερά αναγνωρίζοντας την προτεραιότητα των κοινοβουλευτικών διαδικασιών. Το φιάσκο µε την πρόταση µοµφής µετά το σεισµό της 28ης Φλεβάρη είναι διδακτικό. Η περίοδος που έρχεται πρέπει να έχει στο κέντρο της την κλιµάκωση και το συντονισµό των αγώνων από τα κάτω, µε στόχο να µετατρέψουµε τις αδυναµίες µιας αντιδραστικής κυβέρνησης σε κατακτήσεις του κόσµου µας, µε βάση ένα πρόγραµµα εργατικών και λαϊκών διεκδικήσεων. Μια τέτοια τακτική, πέρα από το αποτελεί την καλύτερη απάντηση στον Μητσοτάκη και στην κλίκα του, θα περιορίζει και τις δυνατότητες όλων των άλλων βαρώνων και παράκεντρων της Δεξιάς να επεξεργαστούν έγκαιρα µια εναλλακτική ηγετική λύση.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες