Οι ευρωεκλογές του 2024 στην Ελλάδα, χαρακτηρίστηκαν από την πολύ μεγάλη αποχή, σχεδόν 60%, την μεγαλύτερη σε όλη την Μεταπολίτευση.

Η κυβέρνηση της ΝΔ έχασε σχεδόν 1.000.000 ψήφους φτάνοντας σε επίπεδα ψήφων κατώτερα και από την επίδοση του 2012, χρονιά κατάρρευσης για τον παλιό δικομματισμό, τόσο για τη ΝΔ όσο, και πολύ περισσότερο, για το ΠΑΣΟΚ. Η προφανής αποτυχία για το κυβερνητικό κόμμα που υποχρέωσε τον Μητσοτάκη στην παραδοχή πώς το 42% των βουλευτικών εκλογών δεν υπάρχει πια, και η ταυτόχρονη άνοδος της ακροδεξιάς, ενεργοποίησε την εσωκομματική κριτική που εκδηλώθηκε ηχηρά στην από κοινού απαίτηση Καραμανλή και Σαμαρά για (ακόμη μεγαλύτερη και σαφέστερη) “στροφή δεξιά”. ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ έχασαν επίσης εκατοντάδες χιλιάδες ψήφους καταστρέφοντας το αφήγημα αμφότερων των κομμάτων για ηγεμονία στο χώρο της κεντροαριστεράς. Ο δρόμος για την συγχώνευσής τους σε κεντροαριστερό πόλο είναι αντικειμενικά υποχρεωτικός (όσο και υποκειμενικά δύσκολος) και οι φωνές που ζητούν αυτή την εξέλιξη δυναμώνουν. Τροφοδοτώντας ταυτόχρονα εξελίξεις τόσο στο ΠΑΣΟΚ όσο και στον ΣΥΡΙΖΑ. Φαίνεται πως, ήδη, ο πρώην πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Α. Τσίπρας προαλείφεται για σωτήρας της κεντροαριστεράς μέσω των πρωτοβουλιών που παίρνει δια του ινστιτούτου του. Η ακροδεξιά εμφανίζεται ενισχυμένη, αθροιστικά κοντά στο 20%, αν και πολυδιασπασμένη με κύριο νικητή την Ελληνική Λύση. Στην Αριστερά το ΚΚΕ παρέμεινε ουσιαστικά στάσιμο ενώ τα μικρότερα αριστερά κόμματα, ΜΕΡΑ 25, Νέα Αριστερά δεν κατάφεραν να φτάσουν στο 3% και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παρέμεινε χαμηλά στο 0,5%.

Κρίση και απαξίωση του πολιτικού συστήματος

Η κύρια διαπίστωση από τα εκλογικά αποτελέσματα με έμφαση στην αποχή, είναι η απαξίωση του πολιτικού συστήματος και των πολιτικών κομμάτων “εξουσίας” από την κοινωνική/εκλογική πλειοψηφία. Επίσης η άνοδος της ακροδεξιάς τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη με εμφατικά τα παραδείγματα στις «ατμομηχανές» της ΕΕ Γερμανία και Γαλλία.

Η κρίση του πολιτικού συστήματος και η απώλεια της εμπιστοσύνης των πολιτών στα κυρίαρχα για 10ετίες κυβερνητικά κόμματα στην Ελλάδα δεν εμφανίζεται σήμερα για πρώτη φορά. Στην ουσία πρόκειται για εξέλιξη και κλιμάκωση ενός φαινομένου που πρωτοεμφανίστηκε ηχηρά στα χρόνια των μνημονίων και στις εκλογές του 2012. Επίσης δεν πρόκειται για «ελληνικό φαινόμενο» αλλά τουλάχιστον ευρωπαϊκό, αν όχι διεθνές.

Θεωρούμε ότι πρόκειται για την πιο πρόσφατη εξέλιξη σε μία μακρά διαδικασία αστικής αντεπίθεσης στις κατακτήσεις του μαζικού κινήματος της περιόδου του «παγκόσμιου Μάη» του ΄68 δια της οικονομικής και ταξικής στρατηγικής του νεοφιλελευθερισμού που επικράτησε ως «μονόδρομος» διεθνώς. Εκκίνησε ως θριαμβευτική λύση και «παγκόσμιο σχέδιο» πριν από μισό αιώνα πλην σήμερα βυθίζεται στην κρίση και τα αδιέξοδα. Κρίση οικονομική από 2008 και έκτοτε. Κρίση της «παγκοσμιοποίησης» με την ένταση και κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, με τον πόλεμο στην Ουκρανία, την ένταση του ανταγωνισμού της Δύσης με την Κίνα, την άνοδο των εθνικισμών, την άνευ προηγουμένου σφαγή των Παλαιστινίων από το κράτος του Ισραήλ, την πλήρη απαξίωση των διεθνών οργανισμών και πρώτα απ’ όλους του ΟΗΕ. Κρίση ωστόσο και στο ευρωπαϊκό πολιτικό σύστημα καθώς το ν/φ «ΤΙΝΑ», η απουσία εναλλακτικής στα μάτια της κοινωνίας, κατέστρεψε τη σοσιαλδημοκρατία και μαζί την δυνατότητα συγκρότησης κοινωνικών/ πολιτικών συναινέσεων ταυτόχρονα με την διαρκή αύξηση των κοινωνικών / ταξικών ανισοτήτων. Σήμερα όλα τα κόμματα εξουσίας μοιάζουν, με κοινό παρονομαστή την επίθεση στην εργατική τάξη και γενικότερα στους «από κάτω».

Η σοσιαλδημοκρατία μεταλλαγμένη σε σοσιαλφιλελευθερισμό έχασε τα ρεφορμιστικά χαρακτηριστικά της και συχνά βρίσκεται σε συγκυβέρνηση με τη Δεξιά σε μία διαδικασία συγχώνευσης και ανάδυσης του «ακραίου κέντρου». Στην Γαλλία, «θερμόμετρο» της ευρωπαϊκής ταξικής και πολιτικής πάλης, το πρώην θριαμβεύον «ακραίο κέντρο» του Μακρόν που συνέτριψε τον παραδοσιακό γαλλικό δικομματισμό σήμερα έχει μπει σε βαθιά κρίση.

Η απουσία «καρότου» (συναινέσεων) κλιμακώνει την χρήση του «μαστιγίου» (καταστολή). Κλιμακώνει την συνεχή διολίσθηση του πολιτικού συστήματος προς τα δεξιά καθώς η παλιά μαζική, κυβερνητική Αριστερά (σ/δ - κ/α) απέρχεται έως εξαφανίζεται χωρίς ωστόσο να προκύπτει, ακόμη, η κάλυψη του κενού απ’ τ’ αριστερά. Η πρώτη απόπειρα των «πλατιών» κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς (αντινεοφιλελεύθερα πολιτικά μέτωπα ρεφορμιστικών και επαναστατικών οργανώσεων και κομμάτων) που εκδηλώθηκε στα χρόνια του αντιπαγκοσμιοποιητικού κινήματος και έκτοτε, σφραγίστηκε από την τραγική κατάληξη του πιο προχωρημένου υποδείγματος πανευρωπαϊκά, που έφτασε ως την κυβέρνηση, του ΣΥΡΙΖΑ.

Η Ακροδεξιά

Σήμερα, στην εποχή του «θανάτου» της «ρεφορμιστικής Αριστεράς» (σοσιαλδημοκρατία/κεντροαριστερά) όσο και του σταλινισμού, αναδύεται ως αντιπολίτευση στα κυρίαρχα κυβερνητικά σχήματα «ακραίου κέντρου», η ακροδεξιά.

Πρόκειται για μια «μεταμοντέρνα» ακροδεξιά με διαφορές από τον φασισμό όπως τον γνωρίσαμε ιστορικά. Δεν οικοδομεί λαϊκό κίνημα και δεν απειλεί τον κοινοβουλευτισμό. Παρά τις διαφορές μεταξύ των ακροδεξιών κομμάτων που έχουν ξεφυτρώσει σε όλη την Ευρώπη (σε 5 χώρες πρώτη δύναμη στις ευρωεκλογές και αύξηση ποσοστών γενικώς, πολιτικοί ρυθμιστές και διεκδικητές της κυβερνητικής εξουσίας ή της συμμετοχής σε αυτήν προκαλώντας πολιτική κρίση), όσο πλησιάζουν στην εξουσία εναρμονίζονται και προσαρμόζονται στην κυρίαρχη ευρωπαϊκή γραμμή τόσο οικονομικά όσο και γεωπολιτικά (ΝΑΤΟ, Ουκρανία, Παλαιστίνη). Ωστόσο δεν χωρά εφησυχασμός καθώς η ουσία παραμένει. Πρόκειται για κόμματα αστικής στρατηγικής, εκφραστές μερίδων της άρχουσας τάξης με κύριο χαρακτηριστικό και στόχο την κλιμάκωση της επίθεσης στους «από κάτω», στο εργατικό, συνδικαλιστικό κίνημα, στα κινήματα για τα δικαιώματα, στην Αριστερά, για περισσότερη αστυνομοκρατία και καταστολή, για τη διάδοση των ρατσιστικών, εθνικιστικών και μιλιταριστικών ιδεών και πρακτικών. Στοχοποιώντας παντού και κατά προτεραιότητα τους μετανάστες και τους πρόσφυγες ως «αποδιοπομπαίους τράγους», όπως τους Εβραίους στο παρελθόν. Ένας φασισμός μεταμφιεσμένος.

Εντούτοις η διαφορά της σύγχρονης ακροδεξιάς από τα κυρίαρχα κυβερνητικά σχήματα του «δημοκρατικού τόξου» μοιάζει σήμερα αδιόρατη. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι όχι μόνο η σύγχρονη ακροδεξιά προσαρμόζεται όσο ότι συνολικά το ν/φ κράτος παίρνει ολοένα και περισσότερο ακροδεξιά χαρακτηριστικά. Για παράδειγμα τί παραπάνω θα έκανε μια ακροδεξιά κυβέρνηση από το να πνίγει στην θάλασσα τους μετανάστες όπως αναδεικνύεται πλέον σε διεθνή ΜΜΕ ότι κάνει το λιμενικό της κυβέρνησης του Μητσοτάκη;

Όμως η συνολική δεξιά κατρακύλα του πολιτικού συστήματος προκαλεί και στρεβλώσεις, θλιβερές και ανατριχιαστικές και σε τμήματα της Αριστεράς πέραν της σ/δ – κ/α. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το κόμμα της Σάρας Βάγκενχερτ, ηγετικού στελέχους του γερμανικού DieLinke, η οποία το διέσπασε για να φτιάξει καινούργιο (με τίτλο το ονοματεπώνυμό της) το οποίο κρατά μια ορισμένη σ/δ ατζέντα στην οικονομία αλλά στρίβει ακροδεξιά και ρατσιστικά στο θέμα των δικαιωμάτων και των μεταναστών. Τέτοιες απόψεις και συμπάθειες στην κίνηση της Βάγκενχερτ υπάρχουν και μέσα στην ελληνική ριζοσπαστική Αριστερά, ενίοτε εκπεφρασμένες δημόσια. Εξάλλου δεν μπορούμε να αποφύγουμε τους συνειρμούς με τη στάση του ΚΚΕ και όχι μόνο, για το ζήτημα του γάμου των ομόφυλων ζευγαριών.

Ο «ρεαλισμός» και η στρατηγική υποχώρηση απέναντι στο πλαίσιο της αγοράς και της γεωπολιτικής δηλαδή των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, όχι μόνο κατέστρεψε τον κυβερνητικό “ρεφορμισμό” της σ/δ - κ/α που εδώ και χρόνια (συν)διαχειρίζεται την κυρίαρχη ν/φ στρατηγική εντός ΕΕ και ΟΝΕ καθώς και τις επιλογές του ΝΑΤΟ αλλά διεισδύει και στον χώρο στα αριστερά αυτής, με απόψεις επίσης υποταγμένες στο γενικό καπιταλιστικό/ ιμπεριαλιστικό πλαίσιο είτε υποστηρίζοντας ανοιχτά το ΝΑΤΟ στον πόλεμο στην Ουκρανία (σε διάφορες δυτικοευρωπαϊκές χώρες) είτε προτείνοντας άλλες επιλογές για το εθνικό κεφάλαιο, δήθεν φιλολαϊκές, εκτός ΕΕ και ΟΝΕ και αντί για το ΝΑΤΟ συμμαχίες με Ρωσία και Κίνα. Πρόκειται για εκδοχές ενός αποθνήσκοντος, μεταλλαγμένου και δεξιού ρεφορμισμού, σοσιαλδημοκρατικού, μετά σταλινικού ή ακόμη και εικόνα γενικής σύγχυσης και αποτελούν εκφράσεις του ίδιου φαινομένου: της κατάρρευσης της μαζικής Αριστεράς στα μάτια της κοινωνίας.

Η απουσία της μαζικής Αριστεράς και οι μετωπικές απαντήσεις

Σε αυτές τις συνθήκες, με το πολιτικό κενό εκπροσώπησης των «από κάτω» να χάσκει και το πολιτικό σύστημα να κατρακυλά προς τα δεξιά /ακροδεξιά η ανάγκη για πολιτική Αριστερά που θα δώσει εναλλακτική επιλογή μαζικά, στην κοινωνική πλειοψηφία είναι απόλυτα προφανής.

Μάλιστα η απουσία της δημιουργεί ιστορικά πρωτοφανείς αρνητικούς όρους για το ίδιο το κίνημα. Μπορεί τα επίπεδα κινήματος και πολιτικής να έχουν σχετικές αυτονομίες πλην στις τρέχουσες συνθήκες θα είναι σοβαρό λάθος να θεωρήσουμε πως κάποια στιγμή «θα έρθει το κίνημα να μας σώσει» ως πολιτική Αριστερά. Πολύ περισσότερο από τη θέση κάθε μικρής οργάνωσης που αναμένει και φιλοδοξεί να παίξει τον κρίσιμο, ηγετικό, επαναστατικό ρόλο όταν η Ιστορία το επιτρέψει.

Αυτό το πρωτοφανές πολιτικό πλαίσιο εδώ και πολλές δεκαετίες, η απουσία μαζικής αριστερής πολιτικής έκφρασης των “από κάτω”, προκαλεί επίσης πρωτόγνωρα γεγονότα τόσο στο πεδίο του κινήματος όσο και της πολιτικής. Κινήματα που ξεσπούν και φτάνουν σε μεγάλη ένταση, όπως στην περίοδο 2010 – 2012 στην Ελλάδα, ή στην Γαλλία, πρώτα με τα “κίτρινα γιλέκα” και μετά με το κίνημα ενάντια στο νόμο μακρόν για το συνταξιοδοτικό, δεν μπορούν να νικήσουν λόγω της ουσιαστικής απουσίας πολιτικής στρατηγικής και εκπροσώπησης. Στην ίδια περίοδο αναδύονται πολιτικά επεισόδια που φανερώνουν πρωτόγνωρες δυνατότητες για τη Ριζοσπαστική Αριστερά όπως συνέβη στην Ελλάδα με την κατάκτηση της κυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ τον Γενάρη του 2015 (ανεξάρτητα από την τραγική υποκειμενική του αδυναμία να αναγνωρίσει και να διαχειριστεί την πρόκληση μιας “κυβέρνησης της Αριστεράς”). Όπως και σήμερα με το γαλλικό Νέο Λαϊκό Μέτωπο.

Η κατάσταση είναι σαφώς ιστορικά επείγουσα και η αναζήτηση μετώπων της ριζοσπαστικής Αριστεράς αυτονόητη. Στην Γαλλία συγκροτήθηκε μπροστά στον κίνδυνο της Λεπέν το «Νέο Λαϊκό Μέτωπο» που εκτείνεται από την σ/δ μέχρι το ΝΡΑ. Συναντά τη μαζική υποστήριξη, από τα συνδικάτα ως τους μετανάστες των προαστίων και ήδη στον πρώτο γύρο βρέθηκε μπροστά από το κόμμα του Μακρόν και πολύ κοντά στο κόμμα της Λε Πεν που ήρθε πρώτο. Ένα τέτοιο μέτωπο, όσο κι αν συγκροτήθηκε σε “ειδικές συνθήκες”, αποτελεί “προγραμματικό μείγμα” δυνάμεων του κυβερνητικού σοσιαλφιλελευθερισμού που επικυρώνει εμφατικά η παρουσία του Ολάντ, το γαλλικό ΚΚ έως το κόμμα του Μελανσό και το ΝΡΑ, παραβιάζοντας σαφώς τις κόκκινες γραμμές για τη ριζοσπαστική Αριστερά απέναντι στην κυβερνητική, ν/φ κ/α. Ωστόσο αντικειμενικά είναι περισσότερο η σ/δ που υποχρεώνεται σε “αριστερό ελιγμό” και συνεργασία με τους αριστερούς “εξτρεμιστές” καθώς με τη συγκεκριμένη επιλογή συμβάλει στην εμφάνιση διαφορετικού και απ’ τ’ αριστερά “αντίπαλου δέους” στην ακροδεξιά από τον κυρίαρχο ευρωπαϊκά “ακροκεντρώο”πολιτικό χώρο. Βέβαια φαίνεται πως δεν μπορεί να υπάρξει καμία εξέλιξη μακράς πνοής σε ένα τέτοιο μέτωπο “ειδικών συνθηκών και προϋποθέσεων” και σίγουρα όχι από την σκοπιά της ριζοσπαστικής και αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, χωρίς να παραδώσει την ιδεολογικοπολιτική της ταυτότητα. Ωστόσο η εμφάνιση αυτού του μετώπου, υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, αναδεικνύει την κοινωνική ζήτηση και τον ρόλο της μαζικής Αριστεράς στο σύγχρονο πολιτικό πλαίσιο. Εμφανίζεται ως εναλλακτική απ’ τ’ αριστερά - “σφήνα” μεταξύ Μακρόν και Λεπέν. Εκφράζει μια εντελώς πραγματική αριστερή, ριζοσπαστική κοινωνική δυναμική της οποίας η καταγραφή και ως εκ τούτου η είσοδός της στο πολιτικό προσκήνιο, θα ήταν αδύνατη χωρίς την ύπαρξη του μετωπικού ψηφοδελτίου. Η συνθήκη που διαμορφώνεται στην Γαλλία “εικονογραφεί” γενικά το ευρωπαϊκό πολιτικό πλαίσιο και τις διακυβεύσεις της περιόδου και κυρίως την επείγουσα αναγκαιότητα της μαζικής αριστερής εναλλακτικής.

Το πολιτικό μέτωπο της Αριστεράς αναδύεται, στις σύγχρονες συνθήκες, ως ο μόνος ενδεχόμενος δρόμος συγκέντρωσης της αριστερής κοινωνικής δύναμης και δυναμικής παρά τις εμπειρίες των ηττών του παρελθόντος (που παράγουν ωστόσο συμπεράσματα). Το πολιτικό μέτωπο εξασφαλίζει την ορατότητα της συγκεντρωμένης δύναμης και της αριστερής εναλλακτικής ως επιλογή μαζικής κλίμακας. Δεν εξασφαλίζει κανένα συνεκτικό και μακράς πνοής αντινεοφιλελεύθερο/ αριστερό/ σοσιαλιστικό σχέδιο όσο κι αν ένα τέτοιο, έστω στοιχειώδες, αντινεοφιλελεύθερο και αντιιμπεριαλιστικό σχέδιο αποτελεί προϋπόθεση για την εκκίνησή του. Το ουσιαστικό πολιτικό σχέδιο, η συγκρότηση του προγράμματος και κυρίως η εξέλιξη του ίδιου του μετώπου προκύπτουν ως αποτέλεσμα της πάλης στο εσωτερικό του πολιτικού υποκειμένου και εμφανίζονται ως αποτέλεσμα “μείγματος” και συμβιβασμών που περιγράφουν τον εσωτερικό συσχετισμό, στο πρόγραμμα μα και στην γενικότερη φυσιογνωμία όπως την αντιλαμβάνεται το κοινωνικό ακροατήριο. (Εξάλλου το ίδιο ισχύει για κάθε πολιτικό υποκείμενο, μέτωπο ή κόμμα, που επιχειρεί να διεκδικήσει την μαζική πολιτική και πολύ περισσότερο στο βαθμό που καταφέρνει να γίνει ορατό και να αποκτήσει ουσιαστικές σχέσεις με το μαζικό κίνημα και ευρύτερα με το κοινωνικό ακροατήριο. Η εσωκομματική πάλη, η συζήτηση και η αντιπαράθεση, αποτελούν την άλλη “πλευρά του νομίσματος” της μαζικής πολιτικής. Η προστασία της “αυθεντίας της ηγεσίας” από την εσωκομματική πάλη μέσω οργανωτικών μέτρων οδηγεί σε περιορισμό των δυνατοτήτων και της αποίχισης τις οργανώσεις και τροφοδοτεί διασπάσεις).

Η ζητούμενη ελάχιστη προγραμματική βάση προκύπτει από τον συσχετισμό που διαμορφώνουν οι συμβαλλόμενες δυνάμεις. Στο παρελθόν διατυπώθηκε ως “3 + 1”, ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό, τον ρατσισμό και τον πόλεμο και επιπλέον έξω από κεντροαριστερές, σοσιαλφιλελεύθερες κυβερνήσεις. Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ που έφτασε ως την κυβέρνηση χωρίς να είναι μειοψηφικός εταίρος σε κεντροαριστερή, σοσιαλφιλελεύθερη κυβέρνηση αλλά μεταμορφώθηκε ο ίδιος σε σοσιαλφιλελεύθερη κεντροαριστερά (και πλέον ακόμη δεξιότερα), παράγει σημαντικά συμπεράσματα. Αφενός για το βάθος των δυνατοτήτων που προσφέρει η περίοδος, μέσα από τις αντιφάσεις του συστήματος και υπό όρους και προϋποθέσεις, στην μαζική Αριστερά. Σήμερα βιώνουμε στην Ελλάδα (και ευρύτερα) τα “απόνερα” της πολιτικής ήττας σε συνθήκες ωστόσο κλιμάκωσης της κρίσης και των αδιεξόδων του πολιτικού συστήματος. Το “γαλλικό επεισόδιο” αποτελεί επιβεβαίωση. Αφετέρου για την ανάγκη εξαγωγής συμπερασμάτων από τη ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά. Οι μεταλλάξεις των πολιτικών υποκειμένων και η διαρκής αδυναμία τους να εκφράσουν μαζικά κοινωνικά τμήματα, εν προκειμένω της μαζικής, ρεφορμιστικής, κυβερνητικής Αριστεράς, έχουν συνέπειες τόσο στο κίνημα όσο και ευρύτερα στα γενικά πολιτικά χαρακτηριστικά του ακροατηρίου. Οι αγωνιστικές και πολιτικές“πρωτοπορίες” είναι λιγότερο ευδιάκριτες και περισσότερο ανομοιογενείς εντός γενικού πλαισίου πολιτικής και ιδεολογικής “αποστοίχισης”. Οι μαζικές επιλογές είναι επιβεβλημένες ταυτόχρονα με την  αναζήτηση επάρκειας για τέτοιες (ακολουθούμενη από τις σχετικές συνέπειες). Η μετωπική συγκέντρωση της πολιτικής δύναμης της Αριστεράς  μοιάζει σήμερα “μονόδρομος”. Ακόμη όμως κι αν ένα μόνο κόμμα, π.χ. το ΚΚΕ, ήθελε, μπορούσε και επιχειρούσε να αναλάβει την ηγετική ευθύνη μαζικής αριστερής πολιτικής, θα δημιουργούσε εξ αντικειμένου ευρύτατο μέτωπο κοινωνικό, κινηματικό και πολιτικό.

 Η εμπειρία του ΣΥΡΙΖΑ έδειξε τί συμβαίνει σ’ ένα, καταρχάς αντινεοφιλελεύθερο μέτωπο, όταν η πλατιά, ριζοσπαστική, ρεφορμιστική πολιτική δεν έχει στρατηγικό βάθος και απέναντι στις αυτονόητες και αναπόφευκτες συστημικές, “ρεαλιστικές” πιέσεις δεν υπάρχει ανταγωνιστικός αντικαπιταλιστικός πόλος με ισχυρό, συνεκτικό μεταβατικό σχέδιο και πολιτική.

Η εμπειρία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έδειξε τί συμβαίνει σ’ ένα αμιγώς αντικαπιταλιστικό μέτωπο που δεν μπορεί να έχει μαζική απεύθυνση. Φάνηκε τόσο στην άνοδο όσο και στην πτώση του ΣΥΡΙΖΑ μέχρι και τη σημερινή κατάστασή της.

Η υποχώρηση και δεξιά μετάλλαξη του μαζικού πολιτικού ρεφορμισμού, ο πολυκερματισμός και η αμηχανία των ρεφορμιστικών θραυσμάτων που προσπαθούν (ή και όχι τόσο) να αντισταθούν στη ν/φ μετάλλαξη και ακόμη περισσότερο η απουσία τους, μεταφέρουν ακόμη μεγαλύτερες πιέσεις στον χώρο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Τα μοντέλα των οργανώσεων που γεννήθηκαν μέσα στις εμπειρίες του “παγκόσμιου Μάη” και έκτοτε χτίστηκαν σε περιόδους όπου (μεταξύ πολλών άλλων) η ηγεμονία του ρεφορμισμού ήταν δεδομένη στο κίνημα και στην κοινωνία ευρύτερα όσο και στο κεντρικό πολιτικό πεδίο και βέβαια “έλυνε” και το ζήτημα της κυβέρνησης, αντιμετωπίζουν σήμερα προφανείς δυσκολίες παράγοντας συχνά διαφορετικά συμπεράσματα και αποκλίνοντας ακόμη περισσότερο από τις λογικές των πολιτικών μετώπων.    

Στην σημερινή Ελλάδα, στο τοπίο που διαμόρφωσαν τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, τα κόμματα που εξέφρασαν εκλογικά το κοινωνικό ακροατήριο που αντικειμενικά αποτελεί στόχο ενός ενδεχόμενου πολιτικού μετώπου της Αριστεράς (μαζί με το μεγάλο μέρος κόσμου της Αριστεράς που επέλεξε την αποχή) δεν πληρούν (συχνά ούτε τις ελάχιστες) προϋποθέσεις για την συγκρότησή του. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένας “ρεφορμισμός σε αποδρομή” και πλήρη μετάλλαξη, διαδικασία που ξεκίνησε επί Τσίπρα και σήμερα επιταχύνεται από τον Κασσελάκη. Διεκδικεί πρωταγωνιστικό ρόλο στην αναγέννηση της σοσιαλφιλελεύθερης κεντροαριστεράς και του ελληνικού “ακραίου κέντρου” η οποία ωστόσο περνά αντικειμενικά από τη σύγκλιση με το ΠΑΣΟΚ και ταυτόχρονα με σοβαρά προβλήματα ταυτότητας καθώς ούτως ή άλλως είναι δυσδιάκριτη η διαφοροποίησή της από την “ακροκεντρώα” ταυτότητα που επιχειρεί να οικοδομήσει η ίδιος ο Μητσοτάκης και η ΝΔ . Το “γαλλικό υπόδειγμα” δεν έχει καμία εφαρμογή και χρησιμότητα σε μια τέτοια διαδικασία.

Το ΚΚΕ, αν και ηγεμονικό στο χώρο αριστερά της κ/α δεν διατίθεται, τουλάχιστον επί του παρόντος, για την ανάληψη μαζικών πολιτικών ευθυνών και πολύ περισσότερο αριστερών μετώπων. Αν και αποτελεί πόλο συσπείρωσης αριστερού κόσμου και αυξάνει την επιρροή και τα ποσοστά του, τόσο συνδικαλιστικά όσο και κοινοβουλευτικά, δεν επιλέγει την διεκδίκηση εναλλακτικής με άμεση χρησιμότητα τόσο στο κίνημα όσο και στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, για τους “από κάτω” και ευρύτερα για την κοινωνική πλειοψηφία. Στην πραγματικότητα εμφανίζει στοιχεία “φυσιογνωμικής αμφιθυμίας” και πολιτικής αμηχανίας που αντικατοπτρίζει έναν ορισμένο εσωκομματικό “προβληματισμό” και πάλη συμπερασμάτων, ιστορικών και σύγχρονων. Η “διττή” φυσιογνωμία του ωστόσο, αποτελεί έκφραση και εκδήλωση δύναμης, αντικειμενικά, εντός του γενικού ιδεολογικοπολιτικού συσχετισμού στην κοινωνία και ταυτόχρονα, υποκειμενικά, ουσιαστική αδυναμία στην αντιμετώπιση των σύγχρονων ιδεολογικοπολιτικών προκλήσεων. Οι προκλήσεις και οι ευθύνες για την Αριστερά που γέννησε η περίοδος 2010 – 2015 και τις οποίες απέφυγε συστηματικά επανέρχονται δριμύτερες και “συστημένες”  προς το ΚΚΕ και επί του παρόντος η ανταπόκρισή του είναι τουλάχιστον φτωχή.

Η Νέα Αριστερά δεν έχει καταφέρει να συγκροτήσει ιδεολογικοπολιτική ταυτότητα και η εντύπωση που αφήνει ως τώρα από διάφορες δημόσιες τοποθετήσεις είναι πως μάλλον αναζητά τη θέση και τον ρόλο της στην αναγέννηση της κ/α. Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι αναμφισβήτητα αρνητική πρωτίστως για τον αριστερό κόσμο που συντάσσεται σήμερα μαζί της μα και για το “κόμμα” το ίδιο καθώς τέτοια στόχευση, όπως και να την περιγράφει κανείς, είναι απολύτως αδιέξοδη. Η “ανασύνθεση” της κ/α περνά από το ΠΑΣΟΚ και το ΣΥΡΙΖΑ. Η αναζήτηση εντούτοις εναλλακτικής ταυτότητας υποχρεωτικά ξεκινά από την εγκατάλειψη της υπεράσπισης της κυβέρνησης 2015 – 2019 και του ίδιου του Τσίπρα. Από την εγκατάλειψη της ιδέας “παράλληλου  προγράμματος”, δηλαδή “αριστερής” πολιτικής μέσα σε νεοφιλελεύθερο πλαίσιο καθώς όπως εξάλλου έχει αποδειχθεί κάτι τέτοιο είναι αδύνατο και ταυτόχρονα αυτοκαταστροφικό.

Η “Πλεύση Ελευθερίας” ψαρεύει στα “θολά νερά” του “ούτε δεξιά ούτε αριστερά” και ότι συνεπάγεται.

Μόνο η συμμαχία που συγκροτήθηκε στο ψηφοδέλτιο του ΜΕΡΑ 25/ ΛΑΕ αφήνει περιθώρια να κατανοηθεί ως (σχετικά και κυρίως συμβολικά) πλατύς χώρος συνύπαρξης ρευμάτων καθώς πέρα από την πρωταγωνιστική προσωπικότητα του Γ. Βαρουφάκη, τόσο στην ορατότητα του σχήματος όσο και στην προβολή των ιδιαίτερων “μετά” - απόψεών του, στο σχήμα συσπειρώθηκε ένα μεγάλο μέρος στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ που διαφώνησε με το μνημόνιο και αποχώρησε το 2015, από διαφορετικές διαδρομές καθώς και σημαντική αντικαπιταλιστική συσπείρωση προερχόμενη από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ορισμένα “ανένταχτα” στελέχη. Βέβαια μένει να αποδειχθεί τί συμπεράσματα αποκόμισαν οι συμβαλλόμενοι μετά από δύο εκλογικές συνεργασίες που δεν εξασφάλισαν εκλογή και κατά πόσο θα μπορέσει να συμβάλλει στην ανάπτυξη και συγκέντρωση δύναμης της ριζοσπαστικής Αριστεράς. 

Ο αντικαπιταλιστικός πόλος

Ο σημαντικότερος παράγοντας  που μπορεί να επιτρέψει και ακόμη να εξασφαλίσει τη ριζοσπαστική φυσιογνωμία και πορεία του μετώπου δεν είναι ο περιορισμός της “έκτασης” του μετώπου όσο η εξασφάλιση του στρατηγικού “βάθους”. Η δυνατότητα καθορισμού του προγράμματος και των πολιτικών επιλογών από μεταβατική οπτική και με ανεξαρτησία έναντι των κρατικών και κυβερνητικών ορίων. Ο αντικαπιταλιστικός παράγοντας είναι ο πιο κρίσιμος. Ωστόσο, επίσης υπόκειται στον “κανόνα της ορατότητας”. Υπόκειται στην υποχρέωση ουσιαστικής συγκέντρωσης δύναμης στην κοινωνική παρέμβαση, στο κίνημα και στην υποχρέωση ξεκάθαρης αντικαπιταλιστικής ταυτότητας. Από αυτή την άποψη καμία μεμονωμένη οργάνωση της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, σήμερα στην Ελλάδα, δεν δικαιούται να θεωρεί τον εαυτό της επαρκή για το συγκεκριμένο καθήκον. Χρειάζεται να συγκροτηθεί αντικαπιταλιστικός “πόλος”, συνεκτικός τόσο στις παρεμβάσεις όσο και στις πολιτικές επιλογές.

Το κεντρικό ζήτημα ωστόσο, από το οποίο ξεκινά κάθε προσπάθεια αντικαπιταλιστικής συγκέντρωσης δύναμης αφορά στην περιγραφή του στρατηγικού στόχου, του οράματος. Σε μια εποχή όπου τα ιστορικά παραδείγματα σοσιαλιστικών επαναστάσεων έχουν αδυνατίσει στην κοινωνική μνήμη και συχνά συγχέονται με τα κρατικοκαπιταλιστικά καθεστώτα που αναδύθηκαν ή/και επιβλήθηκαν μετά την ήττα των επαναστάσεων.   

Η διακήρυξη της επικαιρότητας της αντικαπιταλιστικής ανατροπής και του Σοσιαλισμού βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης αντικαπιταλιστικής ταυτότητας. Επικαιρότητα του Σοσιαλισμού σημαίνει πως δεν τίθεται ιστορικά κανένα ζήτημα “ενδιάμεσων” κοινωνικών σχηματισμών ή “σταδίων” δήθεν εθνικής απελευθέρωσης, παραγωγικής ανασυγκρότησης, φιλολαϊκού και φιλειρηνικού καπιταλισμού χωρίς συμμετοχή στο διεθνές ιμπεριαλιστικό πλαίσιο κ.λ.π.

Αντίθετα απαιτείται η διεκδίκηση εκ νέου του στόχου και του οράματος της ελευθερίας. Από την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και ευρύτερα. Από το κράτος, της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας αλλά και το κράτος-κόμμα-ηγέτης. Ο σημαντικότερος όρος για την ανατροπή και υπέρβαση του κράτους είναι η εμφάνιση και οικοδόμηση μορφών αντιεξουσίας και αυτοδιοίκησης “απ΄τα κάτω”, μέσα στην κοινωνία, στους εργατικούς χώρους και ευρύτερα. Απελευθέρωση από τον εθνικισμό, τον μιλιταρισμό και τον πόλεμο. Σοσιαλισμός σε μία μόνο χώρα δεν μπορεί να υπάρξει. Απελευθέρωση από τον σεξισμό. Από τον ρατσισμό και τον φασισμό. Από τον καταστροφικό καπιταλιστικό παραγωγισμό και την αποθέωση της “ανάπτυξης”, για μια οικοσοσιαλιστική στρατηγική. Για τη σύγκλιση αιτημάτων και κινημάτων απελευθέρωσης σε κοινή αντικαπιταλιστική προοπτική στον παρόντα ιστορικό χρόνο. Για την ανάπτυξη των ελευθεριών και της ελευθερίας.

Παρά τις προφανείς δυσκολίες οφείλουμε να επιμείνουμε στις γενικές διαπιστώσεις αναζητώντας τα βήματα και τις πρωτοβουλίες που μπορούν να οικοδομούν προϋποθέσεις για την αναγκαία συγκέντρωση της πολιτικής δύναμης της Ριζοσπαστικής Αριστεράς. Οι αντικαπιταλιστικές οργανώσεις που συγκλίνουν στα γενικά συμπεράσματα οφείλουν να κινηθούν πιο αποφασιστικά στην κατεύθυνση της οικοδόμησης αντικαπιταλιστικού πόλου και ταυτόχρονα στην αναζήτηση πλατύτερων μετωπικών συγκεντρώσεων. Η εμπειρίες της κοινής πάλης στο πεδίο του κινήματος πρέπει να τροφοδοτήσουν μια νέα ποιότητα ενότητας και τη συγκρότηση του πολιτικού ισοδύναμου. Όσο κι αν, αναμφισβήτητα, οι εκλογές δεν αλλάζουν τον κόσμο, αποτελούν ωστόσο πεδίο καταγραφής των πολιτικών συσχετισμών με σημαντικές συνέπειες στο ίδιο το κίνημα, στο κοινωνικό, ταξικό και πολιτικό ακροατήριο της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Οι πρόσφατες ευρωεκλογές απέδωσαν μια εικόνα απογοητευτική για την Αριστερά. Εντούτοις το σύστημα εξουσίας υποφέρει από βαθιές αντιφάσεις και η κοινωνική ζήτηση για αριστερές απαντήσεις με άμεση αξία αλλά και προοπτική εμφανίζεται όποτε δοθεί η ευκαιρία. Η ενίσχυση του κινήματος και η ενότητα στην δράση είναι δεδομένες υποχρεώσεις. Η συγκέντρωση της πολιτικής δύναμης είναι το ζητούμενο. Οι ερχόμενες βουλευτικές δεν είναι απαραίτητο να επικυρώσουν την ίδια εικόνα με τις ευρωεκλογές για τη Ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική Αριστερά.

[i]Βασισμένο στις παρεμβάσεις της ΑΠΟ στις εκδηλώσεις α) “Το πολιτικό τοπίο μετά τις εκλογές και τα καθήκοντα για την Ριζοσπαστική Αριστερά” που οργανώθηκε από την ΔΕΑ (19/8, Αθήνα). Συμμετείχαν στην συζήτηση: ΔΕΑ, Δίκτυο για τα Πολιτικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, Μετάβαση, Ξεκίνημα, ΑΠΟ, Αναμέτρηση, ΛΑΕ και β) “Στις νέες προκλήσεις για την ανατρεπτική και κομμουνιστική Αριστερά, διαλέγουμε δρόμους ενότητας, ρήξης και νέας προοπτικής” που οργανώθηκε από την Μετάβαση (1/7, Αθήνα). Συμμετείχαν στην συζήτηση: Μετάβαση, Αναμέτρηση, ΔΕΑ, ΚΕΜΑ, ΑΠΟ, Ξεκίνημα, ΛΑΕ.

Ετικέτες