Έχει διαμορφωθεί μια διπλή νομιμότητα, που θυμίζει έντονα το παρασύνταγμα της δεκαετίας του 1950. Υπάρχει μια συνταγματική νομιμότητα στα χαρτιά η οποία αναφέρεται στα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα και μια ισχύουσα συνταγματική νομιμότητα που στηρίζεται αποκλειστικά στον Grundnorm (θεμελιώδη κανόνα) του μνημονίου και των αντεργατικών- επιχειρηματικών δικαιωμάτων.

«Σε περιόδους κρίσης, το Σύνταγμα γίνεται ένα κομμάτι χαρτί» (Λόρεντς φον Στάιν)

1. Η μνημονιακή κατάσταση έκτακτης ανάγκης

Το κράτος των μνημονίων κατά τα τελευταία δύο χρόνια έχει επιφέρει πολύ σημαντικές ανατροπές στην οργάνωση της  ελληνικής αστικής κρατικής εξουσίας προς την κατεύθυνση ενός κοινοβουλευτικού τεχνοκρατικού «ολοκληρωτισμού». Έχει μεταθέσει τις λειτουργίες του κράτους προς όλο και πιο αδιαφανή εθνικά και διεθνή κέντρα εξουσίας σε συνάρτηση και με την εθνική εκτελεστική εξουσία, έχει καταλύσει εν μέρει τη συνταγματική νομιμότητα ή την έχει υποτάξει στα συμφέροντα των δανειστών της χώρας, έχει συρρικνώσει το Κοινοβούλιο ακόμη και ως καθαρά νομιμοποιητικό μηχανισμό. Έχει αποκλείσει ριζικά κάθε δυνατότητα εγγραφής και αντιπροσώπευσης των συμφερόντων των κυριαρχούμενων τάξεων και ιδίως της εργατικής τάξης στο ηγεμονικό πλαίσιο και στο επίπεδο της κρατικής νομιμότητας. Έχει  ήδη διαλύσει κάθε υπόλοιπο του κοινωνικού συμβολαίου το οποίο συμπήχθηκε κατά τις δεκαετίες του 1970 και 1980.

Η τάση προς τον «κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό» δεν εμφανίσθηκε για πρώτη φορά με τα μνημόνια. Πέρα από το γεγονός ότι αυτή η τάση εμφανίζεται πάντοτε στο αστικό κράτος των περιόδων πολιτικής κρίσης ως τάση «εξαίρεσης», το διεθνές  «έμβρυό» της έχει ήδη μια ιστορία τουλάχιστον δύο δεκαετιών ανάπτυξης του νεοφιλελευθερισμού και καπιταλιστικής επίθεσης. Η λογική της απόλυτης υποταγής των κρατικών λειτουργιών στις  διεθνείς αγορές και στην άντληση κερδών για τους καπιταλιστές όξυνε ήδη από τα τέλη του 1980 την αυταρχική τάση του αστικού κοινοβουλευτικού κράτους. Οι απόψεις του Χάγιεκ για τη διάλυση του συνδικαλισμού έγιναν το ευαγγέλιο των κρατούντων. Το αστικό κράτος μεταλλάχθηκε από πεδίο κοινωνικής διαπραγμάτευσης υπό την ηγεμονία του κεφαλαίου σε επιτελείο επίθεσης  του «εθνικού» και διεθνοποιημένου κεφαλαίου κατά της εργατικής τάξης. Επίσης, κατά τα πρώτα χρόνια του 21ου αιώνα, η «αντιτρομοκρατική» συμμαχία των ΗΠΑ και των άλλων καπιταλιστικών κρατών οδήγησε σε μια πρώτη πραγματική παρόξυνση των κατασταλτικών λειτουργιών του κράτους ενόψει της πειθάρχησης και της καταστολής των «κοινωνικά επικίνδυνων»

(βλέπε και Γένοβα 2001). Όπως έγραψε και ο Σ. Ζίζεκ, η «κατάσταση ανάγκης» εμφανίσθηκε τότε διεθνώς ως «τραγωδία»  και σήμερα στην Ευρώπη ως «φάρσα».

Η δεύτερη φάση παρόξυνσης της «κατάστασης εξαίρεσης» αναπτύσσεται σε όλη την Ευρώπη από το 2009 μέχρι σήμερα, αλλά στην Ελλάδα προσλαμβάνει την πιο ακραία μορφή. Η Ελλάδα έχει καταστεί «πιλοτική χώρα» ως προς αυτήν την παρόξυνση. Η μετατροπή της χρηματοπιστωτικής κρίσης σε κρίση κρατικού δανεισμού οδήγησε σε μια πολιτική ακραίας νεοφιλελεύθερης διεξόδου – με τη συνδρομή της Ε.Ε. και του ΔΝΤ. Η διέξοδος αυτή νομιμοποιήθηκε με βάση την «οικονομική ανάγκη» του κράτους : η κρίση προσέφερε στο κεφάλαιο -παρά τις εσωτερικές του αντιθέσεις- μια εξαιρετική ευκαιρία για την πλήρη κοινωνική απορρύθμιση με όχημα την αναστολή των κοινωνικών, εργασιακών και συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργαζομένων αλλά και τμήματος των μεσαίων τάξεων. Έτσι, η  εσωτερική ισορροπία του αστικού συντάγματος διερράγη – το «κοινωνικό» του τμήμα βυθίστηκε, ενώ αναδείχθηκε με όλο και πιο καθαρές γραμμές το ενύπαρκτο επιχειρηματικό-εργοδοτικό σύνταγμα. Κατά τον τρόπο αυτόν, έχει διαμορφωθεί μια διπλή νομιμότητα, που θυμίζει έντονα το παρασύνταγμα της δεκαετίας του 1950. Υπάρχει μια συνταγματική νομιμότητα στα χαρτιά η οποία αναφέρεται στα κοινωνικά και εργασιακά δικαιώματα και μια ισχύουσα συνταγματική νομιμότητα που στηρίζεται αποκλειστικά στον Grundnorm(θεμελιώδη κανόνα) του μνημονίου και των αντεργατικών- επιχειρηματικών δικαιωμάτων.   

Αυτή η λογική της «οικονομικής ανάγκης» ωθεί σε έναν τεχνοκρατικό τρόπο σκέψης, ο οποίος διαλύει όλα τα κοινωνικά δικαιώματα στο όνομα της «σωτηρίας της χώρας», της «ανταγωνιστικότητας», των ειδικών οικονομικών ζωνών. Ιδίως, μάλιστα, η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας στους μεγάλους καπιταλιστές σε τεράστια κλίμακα καταδεικνύει ως δίδυμες όψεις του κράτους το κράτος-κοινωνικό τρομοκράτη και το κράτος-τζογαδόρο.

Η μνημονιακή πολιτική έχει απτά αποτελέσματα στις πολιτικές ελευθερίες. Η πειθάρχηση του πληθυσμού σε μνημονιακή βάση- σε συνθήκες κρίσης των αστικών κομμάτων- συνεπάγεται μια μείζονα επίθεση στα δικαιώματα πολιτικής οργάνωσης, την απεργία, τη συνδικαλιστική οργάνωση, τη διαδήλωση, το πολιτικό κόμμα μιας μαχόμενης Αριστεράς. Αυτά  τα δικαιώματα θα κλονισθούν συθέμελα στο επόμενο διάστημα στο όνομα των «διεθνών υποχρεώσεων» και «εθνικών αναγκών». Όμως, η νομιμοποίηση αυτών των στρατηγικών δεν μπορεί να καλυφθεί μόνο με τον «οικονομικό φόβο», την τεχνοκρατία, τον καναπέ,  τα ΜΜΕ και την ομοιογενοποίηση των αστικών κομμάτων. Χρειάζεται και έναν ισχυρό κοινωνικό σύμμαχο, την ανάπτυξη του νεοφασισμού.   


2. Η φασιστική κατάσταση έκτακτης ανάγκης

Η ένταση της κοινωνικής κρίσης και η αποπτώχευση ενοποιεί εξαθλιωμένα και πληβειακά εργατικά και μικροαστικά στρώματα στην προσπάθεια να εκπροσωπηθούν πολιτικά και ιδεολογικά, κόντρα στο μνημονιακό μπλοκ αλλά και στο εργατικό κίνημα. Η ενίσχυση της «Χρυσής Αυγής» και του φασιστικού ακτιβισμού συνδέεται άμεσα με τη διάλυση του κοινωνικού ιστού και τη δημιουργία από το κράτος μιας «ελεγχόμενης ανομίας». Η ανομία αυτή εκπορεύεται από τη λογική του «κοινωνικού αυτοματισμού»: κοινωνική έρημος, όλοι εναντίον όλων, οριζόντιος κοινωνικός πόλεμος, χτύπημα των μεταναστών, των απεργών και εν γένει των ακόμη πιο αδύναμων.

Παρά το γεγονός ότι η φασιστική «έκτακτη ανάγκη» έχει ως υλικά όχι την τεχνοκρατία και την «οικονομική ορθολογικότητα» αλλά το αίμα, την «εθνικιστική πατρίδα», τη φυλή και τη γενικευμένη βία, η πολιτική λειτουργία της θυμίζει έντονα τη Βαϊμάρη του 1928-1932. Η φασιστική βία γίνεται και πάλι ένας μοχλός για το χτύπημα του υπαρκτού εργατικού κινήματος αλλά και για την αναγωγή κάποιων ομάδων σε «αντεθνικές και επικίνδυνες»-αποδιοπομπαίους τράγους της κοινωνικής κρίσης. Σε αυτό, συμβαδίζει και συμμαχεί με το τεχνοκρατικό -αυταρχικό κοινοβουλευτικό κράτος, του παρέχει και κοινωνική βάση. Επίσης, επιβάλλει θέματα στην πολιτική ατζέντα του πολιτικού συστήματος, όπως την καταστολή των μεταναστών και την αύξηση της κρατικής βίας. Τέλος, επιτρέπει στο αυταρχικό κοινοβουλευτικό κράτος να εμφανισθεί  ως διαιτητής ανάμεσα στις «δύο ακραίες κοινωνικές βίες», ενώ στην πραγματικότητα χτυπά αμείλικτα την εργατική-λαϊκή αντίσταση και ανέχεται/εκτρέφει τη φασιστική βία. Αλλά και δίνει διέξοδο στον αντιμνημονιακό θυμό προς μια ενδοσυστημική κατεύθυνση με ρηχά «αντιπλουτοκρατικά» ιδεολογικά στοιχεία εν είδει «συνωμοσίας».

Το κρίσιμο ζήτημα είναι οι συμμαχίες κεφαλαίου και φασισμού. Όπως είναι γνωστό, ο φασισμός αναπτύσσεται πρώτα ως μαζικό κίνημα και σε ένα δεύτερο στάδιο γιγαντώνεται, όταν πια το αστικό σύστημα, στο πλαίσιο μιας οξείας ηγεμονικής κρίσης, δεν μπορεί να εμπιστευθεί τα κοινοβουλευτικά του στηρίγματα και συμφιλιώνεται με το φασιστικό κίνημα (βλ. και Ο. Πάξτον «Ανατομία του φασισμού»). Για όσο διάστημα το παιχνίδι παίζεται ανάμεσα στο αυταρχικό κράτος και τον ανερχόμενο ανοιχτό φασισμό, τα πράγματα πάνε πολύ άσχημα, αλλά η συντριπτική ήττα για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά δεν έχει ακόμη επέλθει. Όμως, μια πιθανή αποτυχία της πολιτικής Αριστεράς να δώσει διέξοδο, σε συνθήκες μπλοκαρισμένου αστικού πολιτικού συστήματος, μπορεί να ανοίξει τον «ασκό του Αιόλου». 

3. Η αριστερή κατάσταση έκτακτης ανάγκης

Η όξυνση της πολιτικής ταξικής πάλης και η κοινωνική πόλωση εκφράσθηκαν έντονα στις δίδυμες εκλογές του 2012, ιδίως μέσα από την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό, όμως, που πάνω από όλα χρειάζεται σήμερα είναι η κινηματική αναβάπτιση και ανάταξη της Αριστεράς και των εργαζομένων. Καμία κυβερνητική αλλαγή δεν θα επέλθει σαν «ώριμο φρούτο», χωρίς ριζική αλλαγή του κινηματικού συσχετισμού δυνάμεων. Σε μια κοινωνία ακόμη μουδιασμένη και αμήχανη, συχνά μάλιστα παθητική, η Αριστερά οφείλει να ενισχύσει την αυτοοργάνωση και δράση των εργαζομένων και των κοινωνικών συμμάχων τους. Να συγκρουστεί με τις κεντρομόλες πολιτικές και συνδικαλιστικές δυνάμεις. Να συμβάλει στη συνδικαλιστική και πολιτική δράση, να οργανώσει την πολύμορφη κοινωνική απείθεια και αντίσταση. Να κλείσει τα αυτιά της στις σειρήνες μιας αποκλειστικά κοινοβουλευτικής λειτουργίας και  «ομαλοποιημένης» δράσης και μάλιστα σε ένα πολιτικό σκηνικό αφυδατωμένου και αποδυναμωμένου αυταρχικού κοινοβουλευτισμού. Όταν μπαίνεις σε μια τέτοια λογική, το ένα ενδεχόμενο είναι αυτό που έλεγε ο αείμνηστος Ηλίας Ηλιού: «Θα τους ταράξουμε στην νομιμότητα». Το άλλο είναι «να μας ταράξουν -αυτοί- στη νομιμότητα», μια νομιμότητα βίαιη κοινωνικά και υλικά, μετατοπισμένη ιδεολογικά και απαξιωμένη ηθικά, τη νομιμότητα των ΜΑΤ, των αστυνομικών απαγορεύσεων, των μειζόνων συγκαλυπτόμενων πολιτικών σκανδάλων.

Ένα μεγάλο ερώτημα που τίθεται στον ΣΥΡΙΖΑ και στην Αριστερά γενικότερα είναι αυτό του (στρατηγικού) πολιτικού του προγράμματος. Να σκεφθούμε σοβαρά πάνω στο πρόγραμμά μας. Στο βαθμό που μια κυβερνητική αλλαγή θα θέλει να συνδυάσει τον ΣΥΡΙΖΑ στην κυβέρνηση με το «λαό στην εξουσία», αυτή θα πρέπει να προχωρήσει σε ρήξεις με το μνημονιακό μπλοκ, εθνικό και διεθνές, να ανοίξει το δρόμο προς την κοινωνική αλλαγή. Από τώρα, όμως, χρειάζεται να γνωρίζουμε, εφόσον επιλεγεί μια στρατηγική ρήξεων με τα μνημόνια, τη θέση τη δική μας και του αντιπάλου, τις πιθανές δράσεις και αντιδράσεις  (το περίφημο PlanB). Και τα όρια του καθένα. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, την ύπαρξη πιθανόν ενός διεθνούς οικονομικού πολέμου, τη μαζική δράση των φασιστών, την ανάπτυξη παρακρατικών μηχανισμών, την επίθεση των ΜΜΕ, σε συνθήκες μάλιστα όπου η παύση πληρωμών και η έξοδος από την Ευρωζώνη θα είναι μια υπολογίσιμη στρατηγικά κατάσταση, χρειάζεται από τώρα μια συστηματική σκέψη πάνω στην «αντίστροφη εξαίρεση» και την αναγωγή των οικονομικών και κοινωνικών συμφερόντων των εργαζομένων σε μια «ιδιόμορφη» («αυθεντική» κατά τον Βάλτερ Μπένγιαμιν) κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Προς αποφυγήν παρεξηγήσεων: καμία σκέψη για την παραβίαση πολιτικών και θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων-τουλάχιστον στο βαθμό που δεν θεωρούμε το μονοπωλιακό καπιταλιστικό επιχειρείν θεμελιώδες δικαίωμα. Όμως, να αντιμετωπίσουμε από τώρα τη συνταγματική νομιμότητα ως μια πολιτικά σταθμισμένη κατάσταση και όχι σαν ουδέτερη. Θέτω δύο ερωτήματα και κλείνω: Για ποιο λόγο μπορούν οι αντίπαλοί μας να αναστέλλουν το «κοινωνικό Σύνταγμα» βάσει της οικονομικής ανάγκης και μάλιστα να δικαιώνονται από ανώτατα δικαστήρια, ενώ εμείς αδυνατούμε να διανοηθούμε την εθνικοποίηση των τραπεζών χωρίς αντάλλαγμα ή με συμβολικό αντάλλαγμα, σε συνθήκες «ακραίου κινδύνου» για τα κοινωνικά συμφέροντα των εργαζομένων; Για ποιο λόγο μπορούν οι αντίπαλοί μας να εξαφανίζουν τη «δημόσια περιουσία το κράτους» δήθεν στο πλαίσιο του συντάγματος, ενώ εμείς αδυνατούμε να διανοηθούμε την κοινωνικοποίηση στρατηγικών επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ, Ενέργεια, Ορυκτός πλούτος) χωρίς αντάλλαγμα ή με αναλογικά προσαρμοσμένο αντάλλαγμα σε συνθήκες πιθανής ανθρωπιστικής κρίσης και κινδύνων για την ίδια την κυριαρχία μιας Ελλάδας σε τροχιά χειραφέτησης; Αυτή η συζήτηση πάνω στην ερμηνεία του συντάγματος και της νομιμότητας, της «εξαίρεσης» και του «κανόνα» πρέπει επιτέλους να ανοίξει.

Ετικέτες