Η αντιπολεμική 1η Αυγούστου της μεσοπολεμικής Αριστεράς

Στον ση­με­ρι­νό πο­λί­τη, η 1η Αυ­γού­στου δεν λέει τί­πο­τα ως ημε­ρο­μη­νία −το πολύ πολύ, να συ­μπί­πτει με την έναρ­ξη των κα­λο­και­ρι­νών δια­κο­πών του. Για τους συ­μπα­τριώ­τες μας όμως του Με­σο­πο­λέ­μου και τους πο­λί­τες της υπό­λοι­πης τότε Δύσης, ιδίως όσους ανή­καν στην Αρι­στε­ρά, η επέ­τειος αυτή της έναρ­ξης του Α΄ Πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου (της αι­μα­τη­ρό­τε­ρης, μέχρι τότε, σύρ­ρα­ξης της αν­θρώ­πι­νης ιστο­ρί­ας) ήταν μια μέρα έντα­σης και κυ­νη­γη­τού.

Ανα­γο­ρευ­μέ­νη το 1929 από την Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνή σε «πα­γκό­σμια ημέρα αγώνα κατά του ιμπε­ρια­λι­στι­κού πο­λέ­μου», με προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες δια­δη­λώ­σεις δια­μαρ­τυ­ρί­ας για την εκ­κο­λα­πτό­με­νη νέα πα­γκό­σμια σύρ­ρα­ξη και τα σχέ­δια ιμπε­ρια­λι­στι­κής επί­θε­σης ενα­ντί­ον της ΕΣΣΔ, αντι­με­τω­πι­ζό­ταν από τον Τύπο και τις αστυ­νο­μί­ες των κα­πι­τα­λι­στι­κών χωρών ως μεί­ζων πρό­κλη­ση κατά της κρα­τι­κής ασφά­λειας, που έπρε­πε να πα­τα­χθεί δυ­να­μι­κά με κάθε μέσο. Οι πό­λεις στρα­το­κρα­τού­νταν και οι Ασφά­λειες ορ­γί­α­ζαν, σε μια εντυ­πω­σια­κή επί­δει­ξη των κα­τα­σταλ­τι­κών δυ­να­το­τή­των του κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού.

Στην πε­ρί­πτω­ση της Ελ­λά­δας, η ξε­χα­σμέ­νη αυτή επέ­τειος πα­ρου­σιά­ζει πά­ντως ένα πρό­σθε­το εν­δια­φέ­ρον: υπεν­θυ­μί­ζει μια ιστο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση της Αρι­στε­ράς, αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κή κι απρο­κά­λυ­πτα αντιε­θνι­κι­στι­κή, πολύ δια­φο­ρε­τι­κή απ’ αυτή που επι­κρά­τη­σε με­τα­πο­λε­μι­κά, μετά την ανα­σύ­στα­σή της ως πα­τριω­τι­κή δύ­να­μη αντί­στα­σης στη χι­τλε­ρι­κή Κα­το­χή. Στα χρό­νια του Με­σο­πο­λέ­μου, η ελ­λη­νι­κή Αρι­στε­ρά δεν συ­γκρο­τού­νταν, βλέ­πεις, μο­νά­χα ως φο­ρέ­ας ενός εναλ­λα­κτι­κού κοι­νω­νι­κού σχε­δί­ου, αλλά και ως η μόνη δο­μι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση στον εγ­χώ­ριο εθνι­κι­σμό και με­γα­λοϊ­δε­α­τι­σμό, την ιδε­ο­λο­γία που είχε ηγε­μο­νεύ­σει στην εγ­χώ­ρια δη­μό­σια ζωή από τα μέσα του ΙΘ΄ αιώνα μέχρι την οδυ­νη­ρή έμπρα­κτη εφαρ­μο­γή της τη δε­κα­ε­τία 1912-1922.

«Εμπρός! η μόνη μας ελ­πί­δα / είναι η σφιγ­μέ­νη μας γρο­θιά / κάτω οι πο­λέ­μοι και η πα­τρί­δα / ζήτω, ζήτω η λευ­τε­ριά!», από την ελ­λη­νι­κή εκ­δο­χή της «Διε­θνούς» (Κόκ­κι­να Τρα­γού­δια», έκ­δο­ση ΣΕΚΕ, Αθήνα 1921)

Και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις, κα­θο­ρι­στι­κό ρόλο για τις επι­λο­γές της ελ­λη­νι­κής Αρι­στε­ράς δια­δρα­μά­τι­σαν οι υπαρ­κτές αντι­θέ­σεις της κοι­νω­νί­ας μέσα στην οποία δια­μορ­φώ­νο­νταν και δρού­σαν οι αγω­νι­στές και τα στε­λέ­χη της. Οπως η κο­σμο­γο­νι­κή εμπει­ρία της Κα­το­χής γέν­νη­σε το ΕΑ­Μι­κό κί­νη­μα, εξί­σου κα­τα­λυ­τι­κά είχαν επι­δρά­σει τα δρα­μα­τι­κά βιώ­μα­τα μιας δε­κα­ε­τί­ας αλ­λε­πάλ­λη­λων πο­λέ­μων στην ανά­δυ­ση μιας διά­χυ­της αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κής κι αντιε­θνι­κι­στι­κής διά­θε­σης −πολύ ευ­ρύ­τε­ρης άλ­λω­στε, στην τότε ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία, από την πε­ριο­ρι­σμέ­νη επιρ­ροή του ΚΚΕ και των τρο­τσκι­στι­κών ορ­γα­νώ­σε­ων.

Η γραμ­μή αυτή ου­δό­λως με­τα­βλή­θη­κε άλ­λω­στε με την αλ­λα­γή ηγε­σί­ας που επέ­βα­λε το 1931 στο ΚΚΕ η Κομ­μου­νι­στι­κή Διε­θνής· αν κάτι άλ­λα­ξε τα επό­με­να χρό­νια, όπως και σε πολ­λούς άλ­λους το­μείς της κομ­μα­τι­κής δρα­στη­ριό­τη­τας, αυτό ήταν κυ­ρί­ως η προ­σπά­θεια ν’ απο­κτή­σει η αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κή-αντιε­θνι­κι­στι­κή προ­πα­γάν­δα μορ­φές πε­ρισ­σό­τε­ρο κα­τα­νοη­τές στις λαϊ­κές μάζες.

Μέρα μνή­μης, μέρα τρό­μου

Ορα­τό­τε­ρη πτυχή του κομ­μου­νι­στι­κού γιορ­τα­σμού της 1ης Αυ­γού­στου απο­τε­λού­σαν, φυ­σι­κά, οι προ­γραμ­μα­τι­σμέ­νες αντι­πο­λε­μι­κές δια­δη­λώ­σεις που κα­τα­στέλ­λο­νταν αμεί­λι­κτα στη γέν­νη­σή τους. Αρ­κε­τές μέρες πριν, οι αστι­κές εφη­με­ρί­δες (συ­ντη­ρη­τι­κές και φι­λε­λεύ­θε­ρες) καλ­λιερ­γού­σαν ένα κλίμα επι­κεί­με­νης συ­ντέ­λειας του κό­σμου, με ταυ­τό­χρο­νες δια­βε­βαιώ­σεις ότι τα σώ­μα­τα κα­τα­στο­λής επα­γρυ­πνούν για να επι­βά­λουν την τάξη σε κάθε «τα­ρα­ξία». Οι συ­γκε­ντρώ­σεις απα­γο­ρεύ­ο­νταν και απο­σπά­σμα­τα στρα­τού, αστυ­νο­μί­ας, χω­ρο­φυ­λα­κής και πε­ζο­ναυ­τών έπαιρ­ναν προ­λη­πτι­κά θέση στα κε­ντρι­κά ση­μεία τόσο της πρω­τεύ­ου­σας όσο και των συ­νοι­κιών ή των επαρ­χια­κών πό­λε­ων (κυ­ρί­ως της Βό­ρειας Ελ­λά­δας) με αξιό­λο­γη κομ­μου­νι­στι­κή πα­ρου­σία.

Τις πε­ρισ­σό­τε­ρες φορές, το συλ­λα­λη­τή­ριο απο­ψι­λω­νό­ταν προ­λη­πτι­κά με εκα­το­ντά­δες συλ­λή­ψεις υπο­ψή­φιων δια­δη­λω­τών τα προη­γού­με­να ει­κο­σι­τε­τρά­ω­ρα, μα­ζι­κές προ­σα­γω­γές όσων τολ­μού­σαν να σπά­σουν την απα­γό­ρευ­ση ή θε­ω­ρού­νταν απλώς ύπο­πτοι· ακο­λου­θού­σε ξε­σκαρ­τά­ρι­σμα των συλ­λη­φθέ­ντων και πα­ρα­πο­μπή πολ­λών απ’ αυ­τούς σε αυ­τό­φω­ρα πλημ­με­λειο­δι­κεία που συ­νε­δρί­α­ζαν ακόμη και τη νύχτα, συ­νο­πτι­κή επι­βο­λή ποι­νών με βάση το Ν.4229/1929 «περί προ­στα­σί­ας του κοι­νω­νι­κού κα­θε­στώ­τος» («Ιδιώ­νυ­μο) και φυ­λά­κι­σή τους. Οπως δια­πι­στώ­νου­με από τα ρε­πορ­τάζ των ημε­ρών, οι κα­τα­σταλ­τι­κές αυτές πρα­κτι­κές εφαρ­μό­ζο­νταν κάθε χρόνο με­τα­ξύ 1929 και 1934, ανε­ξαρ­τή­τως αν κυ­βερ­νού­σαν οι βε­νι­ζε­λι­κοί ή οι αντι­βε­νι­ζε­λι­κοί.

Για την έκτα­ση και τη δρι­μύ­τη­τα της κα­τα­στο­λής, εξαι­ρε­τι­κά εύ­γλωτ­το είναι ένα από τα δύο «επει­σό­δια» της 1/8/1929 στη Θεσ­σα­λο­νί­κη που κα­τέ­γρα­ψε η «Μα­κε­δο­νία» της επο­μέ­νης: «Την 9ην νυ­κτε­ρι­νήν ομάς δε­κα­πέ­ντε κομ­μου­νι­στών οί­τι­νες έπι­νον εντός των κα­φε­νεί­ων του Κουλέ Καφέ εξήλ­θεν εις την πλα­τεί­αν και ήρ­χι­σε φω­νά­ζου­σα κάτω ο πό­λε­μος. Οι κομ­μου­νι­σταί μόλις είχον προ­λά­βει να ζη­τω­κραυ­γά­σουν υπέρ της Μό­σχας, οπότε δύ­να­μις χω­ρο­φυ­λα­κής διέ­λυ­σε δι’ υπο­κο­πά­νου την ομάδα, συ­νέ­λα­βε δε τον αρ­χη­γόν αυτής Δ. Πα­παϊ­ω­άν­νου όστις πα­ρε­πέμ­φθη εις το δια­νυ­κτε­ρεύ­ον αυ­τό­φω­ρον πται­σμα­το­δι­κεί­ον και κα­τε­δι­κά­σθη απο­στα­λείς εις τας φυ­λα­κάς».

Το 1934, πάλι, μας πλη­ρο­φο­ρεί αντα­πό­κρι­ση από τη συ­μπρω­τεύ­ου­σα στην αθη­ναϊ­κή «Ακρό­πο­λι» (2/8), «περί την 10ην νυ­κτε­ρι­νήν συ­νε­λή­φθη εις το καφέ Κουλέ ένα γκαρ­σό­νι ονό­μα­τι Πα­παϊ­ω­άν­νου, διότι εκραύ­γα­σε κάτω ο πό­λε­μος».

Εξί­σου χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή και η πε­ρι­γρα­φή των «Αθη­ναϊ­κών Νέων» (1/8/1932), σ’ ένα μο­νο­στη­λά­κι κα­τα­χω­νια­σμέ­νο στην τε­λευ­ταία σε­λί­δα με τίτλο «Η αντι­πο­λε­μι­κή ημέρα των κομ­μου­νι­στών», για όσα δια­δρα­μα­τί­στη­καν τις προη­γού­με­νες ώρες: «Από της πρω­ί­ας πάσα η αστυ­νο­μι­κή δύ­να­μις τελεί εν επι­φυ­λα­κή. Το σώμα στρα­τού διέ­θε­σεν ως ενί­σχυ­σιν της αστυ­νο­μί­ας 120 άν­δρας, η δε χω­ρο­φυ­λα­κή ελα­χί­στους άν­δρας μετά υπα­ξιω­μα­τι­κών. Εκ των στρα­τιω­τών 80 διε­τέ­θη­σαν δια τας Αθή­νας και 40 δια την Καλ­λι­θέ­αν. Επί­σης διε­τέ­θη­σαν και δύο πυ­ρο­σβε­στι­καί αντλί­αι. Μέχρι της με­σημ­βρί­ας είχον συλ­λη­φθή περί τους 400 κομ­μου­νι­σταί. Οι συλ­λη­φθέ­ντες θα απο­λυ­θούν μετά το με­σο­νύ­κτιον. Συ­νε­λή­φθη­σαν διά­φο­ροι κομ­μου­νι­σταί δια­νέ­μο­ντες προ­κη­ρύ­ξεις. Υπό του πλημ­με­λειο­δι­κεί­ου κα­τε­δι­κά­σθη εις 6 μηνών φυ­λά­κι­σιν ο Γ. Ζα­γκού­λης, διότι ενήρ­γει προ­πα­γάν­δαν υπέρ του κομ­μου­νι­σμού».

Στον Πει­ραιά, πάλι, «η αστυ­νο­μία ενερ­γού­σα προ­λη­πτι­κώς συ­νέ­λα­βε την πρω­ί­αν αρ­κε­τούς κομ­μου­νι­στάς. Αστυ­νο­μι­κά όρ­γα­να κα­τέ­σχον την πρω­ί­αν δυο ερυ­θράς ση­μαί­ας εις την δια­σταύ­ρω­σιν των οδών Αντ. Θε­ο­χά­ρη και Χα­τζη­κυ­ριά­κου. Επί­σης κα­τε­σχέ­θη­σαν άλλαι δύο ση­μαί­αι ερυ­θραί ανηρ­τη­μέ­ναι επί στύ­λων εις την Πει­ραϊ­κήν χερ­σό­νη­σον».

Οι δίκες των συλ­λη­φθέ­ντων είχαν έντο­να ιδε­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτή­ρα, με τους δι­κα­στές να επι­δί­δο­νται συ­νή­θως σε πα­τριω­τι­κά κη­ρύγ­μα­τα συμ­μόρ­φω­σης των κα­τη­γο­ρου­μέ­νων, προ­τού τους χώ­σουν στη φυ­λα­κή. Στο αυ­τό­φω­ρο της 2/8/1933, μας πλη­ρο­φο­ρεί π.χ. ο «Ρι­ζο­σπά­στης» της επο­μέ­νης, ο πρό­ε­δρος ρώ­τη­σε κά­ποιον από τους διω­κό­με­νους ερ­γά­τες «πού είδε αυτός, σα νέος που είνε, τα κακά του πο­λέ­μου»· η απο­στο­μω­τι­κή απά­ντη­ση του κα­τη­γο­ρου­μέ­νου («στα μα­κε­λειά του πο­λέ­μου σκο­τώ­θη­καν ο πα­τέ­ρας και τ’ αδέρ­φια μου και σαν ερ­γά­της δεν είμαι δια­τε­θει­μέ­νος να σκο­τω­θώ και γω για τα συμ­φέ­ρο­ντα των κε­φα­λαιο­κρα­τών») δεν απέ­τρε­ψε, φυ­σι­κά, την κα­τα­δί­κη του σε 9μηνη φυ­λά­κι­ση, μαζί με όλους τους υπό­λοι­πους.

Τολ­μη­ρό­τε­ρες απα­ντή­σεις εμπε­ριεί­χαν ακόμη με­γα­λύ­τε­ρους κιν­δύ­νους. Κατά την απο­λο­γία του στο Εφε­τείο της Λά­ρι­σας (20/7/1933), ένας ερ­γά­της, κα­τα­δι­κα­σμέ­νος ήδη πρω­τό­δι­κα επει­δή την προη­γού­με­νη χρο­νιά «μί­λη­σε σε συ­νέ­λευ­ση των ξυ­λουρ­γών Βόλου κα­λώ­ντας τους στην αντι­πο­λε­μι­κή πάλη της 1ης Αυ­γού­στου», «απα­ρίθ­μη­σε τα θύ­μα­τα της Μι­κρα­σια­τι­κής εκ­στρα­τεί­ας, την κα­τα­στρο­φή στην οποία οδη­γούν τους ερ­γα­ζό­με­νους οι ιμπε­ρια­λι­στι­κοί πό­λε­μοι, αντι­τά­χθη­κε κατά των εξο­πλι­σμών. Τέλος ανά­φε­ρε πως είχε το τα­ξι­κό κα­θή­κον και δι­καί­ω­μα να κα­λέ­σει τους ξυ­λουρ­γούς στην αντι­πο­λε­μι­κή πάλη γιατί σαν προ­λε­τά­ριοι έχουν να υπο­στούν ανυ­πο­λό­γι­στη κα­τα­στρο­φή απ’ τον πό­λε­μο. Σε μια στιγ­μή που ρω­τή­θη­κε απ’ τον Ει­σαγ­γε­λέα: “τι θα κά­νε­τε σε πε­ρί­πτω­ση πο­λέ­μου;”, απά­ντη­σε: “θα πά­ρου­με τα όπλα απ’ το στρα­τό και θα τα στρέ­ψου­με κατά των κε­φα­λαιο­κρα­τών!” Στο άκου­σμα των λέ­ξε­ων αυτών οι δι­κα­στές αφη­νί­α­σαν και οι χα­φιέ­δες ώρ­μη­ξαν και άρ­πα­ξαν το σύ­ντρο­φο χωρίς να τον αφή­σουν να τε­λειώ­σει την απο­λο­γία του». Το Εφε­τείο αύ­ξη­σε την κα­τα­δί­κη, από 8 μήνες φυ­λά­κι­σης σε 18, συν άλ­λους 8 εξο­ρία («Ρι­ζο­σπά­στης», 1/8/1933).

Μο­να­δι­κή εξαί­ρε­ση σ’ αυτό τον κα­τα­κλυ­σμό μο­νό­πλευ­ρης κρα­τι­κής βίας απο­τέ­λε­σαν δύο αι­μα­τη­ρά επει­σό­δια του εορ­τα­σμού του 1931. Στις 31 Ιου­λί­ου, όταν μικρό από­σπα­σμα στρα­τού και χω­ρο­φυ­λα­κής επι­χεί­ρη­σε να δια­λύ­σει πο­λυ­πλη­θή αντι­πο­λε­μι­κή συ­γκέ­ντρω­ση στις Σέρ­ρες, οι συ­γκε­ντρω­μέ­νοι απά­ντη­σαν με ρίψη τού­βλων και πυ­ρο­βο­λι­σμούς, σκο­τώ­νο­ντας ένα λο­χα­γό. Το βράδυ της επο­μέ­νης, μια ομάδα δια­φω­νού­ντων αρ­χειο­μαρ­ξι­στών απε­λευ­θέ­ρω­σε έναν κρα­τού­με­νο σύ­ντρο­φό τους, πρώην χω­ρο­φύ­λα­κα, σκο­τώ­νο­ντας με πι­στό­λι τον αστυ­φύ­λα­κα που τον συ­νό­δευε, όταν αυτός τρά­βη­ξε όπλο.

Ο αυ­τουρ­γός του φόνου, Μι­χά­λης Μπε­ζε­ντά­κος, θα συλ­λη­φθεί δύο μήνες αρ­γό­τε­ρα, θα προ­σχω­ρή­σει στο ΚΚΕ κατά τη διάρ­κεια της προ­φυ­λά­κι­σής του και την πα­ρα­μο­νή της δίκης του θ’ απο­δρά­σει με μυ­θι­στο­ρη­μα­τι­κό τρόπο −ανα­γο­ρευό­με­νος από τη λαϊκή μούσα σε ήρωα ενός από τα δη­μο­φι­λέ­στε­ρα κομ­μου­νι­στι­κά τρα­γού­δια της επο­χής. Απ’ την πλευ­ρά του, το όρ­γα­νο του κόμ­μα­τος δεν δί­στα­σε να υπε­ρα­σπι­στεί πρω­το­σέ­λι­δα την ένο­πλη αυ­το­ά­μυ­να των δια­δη­λω­τών των Σερ­ρών: «Στις Σέρ­ρες, ένας από τους Λε­μο­νή­δες πλή­ρω­σε με τη ζωή του το έργο του δο­λο­φό­νου της ερ­γα­τι­κής τάξης. [...] Πη­γαί­νουν, πει­ρά­ζουν στο κου­βέ­λι τις μέ­λισ­σες και έχουν την αξί­ω­ση να μην τους κε­ντρί­ζουν. Νο­μί­ζουν ότι θα κά­θο­νται οι ερ­γά­τες να πυ­ρο­βο­λού­νται, να σκο­τώ­νου­νται σαν το σκυλί στ’ αμπέ­λι χωρίς ν’ απα­ντούν!» (2/8). Ανά­λο­γη στάση κρά­τη­σαν και τα έντυ­πα «Σπάρ­τα­κος» και «Πάλη των Τά­ξε­ων» της τρο­τσκι­στι­κής Αντι­πο­λί­τευ­σης, που επί­σης με­τεί­χε στις αντι­πο­λε­μι­κές δια­δη­λώ­σεις.

Οι αντιε­θνι­κι­στι­κές-αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις δεν πε­ριο­ρί­ζο­νταν, βέ­βαια, στην επέ­τειο της 1ης Αυ­γού­στου −ούτε και η κα­τα­στο­λή τους. Απα­γό­ρευ­ση και μα­ζι­κές συλ­λή­ψεις ήταν η απά­ντη­ση της κυ­βέρ­νη­σης Βε­νι­ζέ­λου στην προ­σπά­θεια του ΚΚΕ να γιορ­τά­σει την 25η Μαρ­τί­ου με αντι­πο­λε­μι­κό σκε­πτι­κό, δια­μαρ­τυ­ρό­με­νο για τα εγκαί­νια του Αγνω­στου Στρα­τιώ­τη (βλ. «Ιός» 22/3/2009). Με τον ίδιο τρόπο υπο­δέ­χθη­κε η κυ­βέρ­νη­ση Τσαλ­δά­ρη και το αντι­φα­σι­στι­κό συ­νέ­δριο της 3/6/1934, μπου­ζου­ριά­ζο­ντας -σύμ­φω­να με τη φι­λο­κυ­βερ­νη­τι­κή «Ακρό­πο­λη»- ακόμη και άσχε­τους πε­ρα­στι­κούς.

Από ένα ση­μείο και μετά, η αστυ­νο­μι­κή κα­τα­στο­λή υλο­ποιεί­ται πά­ντως με την ενερ­γό συν­δρο­μή φα­σι­στι­κών ομά­δων: των χα­λυ­βδό­κρα­νων της Ε.Ε.Ε. κατά την εμ­βλη­μα­τι­κή κά­θο­δό τους στην Αθήνα (24/6/1933), των εθνι­κο­σο­σια­λι­στών της «Τρί­αι­νας» κατά την επι­δρο­μή τους στα γρα­φεία του «Ρι­ζο­σπά­στη» (165/11/1934) −όταν από υπη­ρε­σια­κά πε­ρί­στρο­φα έπε­σαν πάνω από 800 σφαί­ρες για να καμ­φθεί η αντί­στα­ση των υπε­ρα­σπι­στών της εφη­με­ρί­δας.

«Αϊ σι­χτίρ, σκα­το­πα­τρί­δες!»

Κάτω απ’ αυτές τις συν­θή­κες, με τις αντι­πο­λε­μι­κές δια­δη­λώ­σεις εκ των προ­τέ­ρων κα­τα­δι­κα­σμέ­νες σε απο­τυ­χία, μο­να­δι­κός δί­αυ­λος αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κής προ­πα­γάν­δας απέ­με­ναν τα έντυ­πα του κι­νή­μα­τος. Με­τα­ξύ άλλων, το ξε­φύλ­λι­σμά τους μας προ­σφέ­ρει σή­με­ρα ένα σπά­νιο πα­νό­ρα­μα της ει­κό­νας που οι εθνι­κές «επο­ποι­ί­ες» του 1912-1922 είχαν αφή­σει στη συλ­λο­γι­κή μνήμη όσων τους υπέ­στη­σαν.

Επι­σή­μως, το πε­ριε­χό­με­νο της «πα­γκό­σμιας αντι­πο­λε­μι­κής μέρας» κα­θο­ρι­ζό­ταν από την ανά­γκη απο­τρο­πής νέου πα­γκο­σμί­ου πο­λέ­μου, την υπε­ρά­σπι­ση της Σο­βιε­τι­κής Ενω­σης (ως «μόνης πα­τρί­δας» του προ­λε­τα­ριά­του) αλλά και την κα­τα­πο­λέ­μη­ση της σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας και του «αστι­κού πα­σι­φι­σμού». Βρι­σκό­μα­στε άλ­λω­στε στην «Τρίτη Πε­ρί­ο­δο» της Κο­μι­ντέρν, όταν ο «σο­σιαλ­φα­σι­σμός» (δη­λα­δή η σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία), κι όχι ο αυ­θε­ντι­κός φα­σι­σμός, έχει ανα­γο­ρευ­θεί σε νού­με­ρο ένα αντί­πα­λο του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος. Στην ελ­λη­νι­κή όμως πε­ρί­πτω­ση, με την απου­σία αξιό­λο­γης σο­σια­λι­στι­κής πα­ρά­δο­σης, αυτό που συ­γκρό­τη­σε εξαρ­χής τους κομ­μου­νι­στές ως κί­νη­μα δια­κρι­τό από τα με­τριο­πα­θέ­στε­ρα ρεύ­μα­τα της Κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς, ήταν ακρι­βώς ο αντι­μι­λι­τα­ρι­σμός και η σύ­γκρου­ση με τον εθνι­κι­σμό της πο­λε­μι­κής δε­κα­ε­τί­ας 1912-1922.

Οπως έχει εύ­στο­χα επι­ση­μαν­θεί, δεν επρό­κει­το για δια­νοη­τι­κή επι­λο­γή αλλά για αντα­νά­κλα­ση, στο πο­λι­τι­κό πεδίο, της διά­χυ­της δυ­σφο­ρί­ας γι’ αυτήν την «εθνι­κή επο­ποι­ία» και τις επι­πτώ­σεις της στην κα­θη­με­ρι­νή ζωή των λαϊ­κών στρω­μά­των: πλη­θω­ρι­σμός 1.200% με­τα­ξύ 1912 και 1924, αχα­λί­νω­τη κερ­δο­σκο­πία και δρα­μα­τι­κή όξυν­ση των κοι­νω­νι­κών αντι­θέ­σε­ων (Potamianos 2019). Το αντι­πο­λε­μι­κό κί­νη­μα των Πα­λαιών Πο­λε­μι­στών θ’ απο­τε­λέ­σει έτσι το 1924-1925 το πρώτο πεδίο πραγ­μα­τι­κής γεί­ω­σης του νε­ο­σύ­στα­του ΚΚΕ με τις μάζες, προ­τού το τσα­κί­σει η δι­κτα­το­ρία του Πά­γκα­λου.

Σ’ αυτό το πλαί­σιο, η αντί­θε­ση στον εθνι­κι­σμό και τις πα­ρα­φυά­δες του απο­κτά για τους με­σο­πο­λε­μι­κούς κομ­μου­νι­στές θε­με­λιώ­δη υπό­στα­ση: «Η ερ­γα­τι­κή τάξις εδι­δά­χθη­κε από τον πό­λε­μο ποια ήταν η αξία όλων των αστι­κών θε­σμών. Είδε πλέον ολο­φά­νε­ρα ότι η αστι­κή “Πα­τρίς” δεν ήταν τί­πο­τε άλλο παρά η αστι­κή τάξις και τα συμ­φέ­ρο­ντά της», ξε­κα­θα­ρί­ζει ο Δη­μο­σθέ­νης Λι­γδό­που­λος από τις στή­λες του «Ρι­ζο­σπά­στη» (24/1/1921)· «Εμπρός! η μόνη μας ελ­πί­δα / είναι η σφιγ­μέ­νη μας γρο­θιά / κάτω οι πο­λέ­μοι και η πα­τρί­δα / ζήτω, ζήτω η λευ­τε­ριά!», δια­κη­ρύσ­σει η ελ­λη­νι­κή εκ­δο­χή της «Διε­θνούς», στα «κόκ­κι­να τρα­γού­δια» που εξέ­δω­σε το κόμμα την ίδια χρο­νιά.

Την πιο εν­δια­φέ­ρου­σα πτυχή αυτής της αντι­πο­λε­μι­κής προ­πα­γάν­δας συ­νι­στά, ωστό­σο, η σχε­τι­κή αρ­θρο­γρα­φία του ζα­χα­ρια­δι­κού «Ρι­ζο­σπά­στη» γύρω από τις ση­μα­δια­κές επε­τεί­ους της 1ης Αυ­γού­στου, της 14ης Αυ­γού­στου (σπά­σι­μο του με­τώ­που το 1922) και της 11ης Νο­εμ­βρί­ου (τερ­μα­τι­σμός Α΄ Πα­γκο­σμί­ου).

Σε αντί­θε­ση με τις ιστο­ριο­γρα­φι­κές κό­ντρες βε­νι­ζε­λι­κών-αντι­βε­νι­ζε­λι­κών για ελάσ­σο­να ζη­τή­μα­τα δια­χεί­ρι­σης των πρό­σφα­των πο­λέ­μων, εδώ τον τόνο τον δίνει η αψε­γά­δια­στη κα­τά­θε­ση των τραυ­μα­τι­κών βιω­μά­των πα­λιών πο­λε­μι­στών −και μά­λι­στα με τις πτυ­χές της εκεί­νες της πο­λε­μι­κής εμπει­ρί­ας που ήταν αδύ­να­το να φι­λο­ξε­νη­θούν στις σε­λί­δες του αστι­κού Τύπου: ανα­τρι­χια­στι­κές σκη­νές ομα­δι­κών βια­σμών που υπέ­στη­σαν νε­α­ρές Τουρ­κά­λες από Ελ­λη­νες φα­ντά­ρους, πε­ρι­γρα­φές του βα­σα­νι­σμού αιχ­μα­λώ­των και Τούρ­κων χω­ρι­κών, πυρ­πό­λη­σης τουρ­κι­κών χω­ριών και κω­μο­πό­λε­ων απ’ τον ελ­λη­νι­κό στρα­τό, αλλά και της κό­λα­σης που έζη­σαν οι ίδιοι φα­ντά­ροι στις ατέ­λειω­τες πο­ρεί­ες και μάχες της μι­κρα­σια­τι­κής εν­δο­χώ­ρας απο­τε­λούν ένα μο­να­δι­κό, σπά­νιο αντί­λο­γο στις επί­ση­μες ηρω­ο­κε­ντρι­κές εξι­στο­ρή­σεις της ίδιας πε­ριό­δου.

Εξί­σου εύ­γλωτ­τη απο­δει­κνύ­ε­ται η αντί­στι­ξη ανά­με­σα στις «ενω­τι­κές», ψευ­δο­ε­ξι­σω­τι­κές επαγ­γε­λί­ες του εθνι­κι­σμού και τη θλι­βε­ρή πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της με­τα­πο­λε­μι­κής με­τα­χεί­ρι­σης των ψυ­χι­κά και σω­μα­τι­κά ρη­μαγ­μέ­νων πα­λιών πο­λε­μι­στών. «Σου έρ­χε­ται να βρο­ντο­φω­νή­σεις: Αϊ σι­χτίρ, σκα­το­πα­τρί­δες!», ανα­λο­γί­ζε­ται ένας απ’ αυ­τούς περ­νώ­ντας έξω από τα αρι­στο­κρα­τι­κά κα­φε­νεία του αθη­ναϊ­κού κέ­ντρου, οι κα­λο­ζω­ι­σμέ­νοι θα­μώ­νες των οποί­ων ξα­να­δί­νουν κατά φα­ντα­σί­αν τις μάχες της Μι­κρα­σί­ας. «Είναι αυτοί που μιλάν για πα­τρί­δες, για ηρω­ι­σμούς, για υπο­χρε­ώ­σεις και που άμα ξε­ψα­χνί­σεις καλά τα σχέ­διά τους θα ανα­κα­λύ­ψεις κάπου το μπε­ζα­χτά πού­ναι γιο­μά­τος με το αντί­τι­μο ακρι­βώς εκεί­νου του φα­ντά­ρου που έμει­νε αμα­νά­τι στο πο­τα­μά­κι του Σα­λι­χλή, τη Αλ­μυ­ρή Ερημο ή στις χα­ρά­δρες του Ου­του­ράκ» (30/7/1932).

Λυ­ρι­κό­τε­ρος, ένας φυ­μα­τι­κός σύ­ντρο­φός του ανα­κα­λεί την οδυ­νη­ρή διά­ψευ­ση των εθνι­κι­στι­κών κη­ρυγ­μά­των του πάλαι ποτέ δα­σκά­λου του στη Ρι­ζά­ρειο, αρ­χιε­πι­σκό­που Αθη­νών πλέον, που τον είχαν ωθή­σει να κα­τα­τα­γεί εθε­λο­ντής στον ίδιο πό­λε­μο: «Μπρο­στά στα λα­μπα­δια­σμέ­να τουρ­κο­χώ­ρια, μπρο­στά στους σφαγ­μέ­νους γέ­ρους, τις ξε­κοι­λια­σμέ­νες γυ­ναί­κες, μέσα στα ουρ­λια­χτά των γυ­ναι­κών και τις τσι­ρί­δες των παι­διών, θυ­μό­μου­να πάντα τα λόγια του διευ­θυ­ντή μας: “ο ευ­γε­νής ελ­λη­νι­κός στρα­τός... ο πρό­δρο­μος του πο­λι­τι­σμού...”  Σά­πιοι, κου­ρε­λή­δες, ψει­ρια­σμέ­νοι, αγνώ­ρι­στοι κι απ’ τη γυ­ναί­κα μας κι απ’ τη μάνα μας, γυ­ρί­σα­με κυ­νη­γη­μέ­νοι. Χτυ­πού­σαν και τότες οι κα­μπά­νες. Μα πόσο δια­φο­ρε­τι­κό ήταν το κα­μπά­νι­σμά τους! Και τα δικά μας λόγια ήταν και πάλι γε­μά­τα πάθος. Μα πόσο ήταν δια­φο­ρε­τι­κά τα λόγια μας! Ηταν μια ατέ­λειω­τη κι ασώ­πα­στη βλα­στή­μια για την πα­τρί­δα, για τον πό­λε­μο» (16/11/1934).

Από τις αντι­πο­λε­μι­κές ανα­μνή­σεις δεν λεί­πει ακόμη κι η εξι­δα­νι­κευ­τι­κή προ­βο­λή των μα­ζι­κών λι­πο­τα­ξιών του μι­κρα­σια­τι­κού με­τώ­που, ως προ­δρο­μι­κής μορ­φής του ιδε­α­τού αντάρ­τι­κου (26/8/1934):

«Πάνω στα βα­γό­νια των τραί­νων, με κι­μω­λία, με μο­λύ­βι, πάνω στους τοί­χους των χα­μό­σπι­των, στις σκη­νές και τα αντί­σκη­να ακόμη των κα­ταυ­λι­σμών, πα­ντού, στο στόμα των φα­ντά­ρων απ’ το Μαί­αν­δρο ώς τον Εύ­ξει­νο, κυ­κλο­φο­ρούν δυο λέ­ξεις: “Τάγμα Του­μπε­κί”. Κάθε μέρα οι ανα­φο­ρές έχουν τα στε­ρε­ό­τυ­πα: “Εις την πρω­ι­νήν ανα­φο­ράν δεν επα­ρου­σιά­σθη­σαν οι οπλί­ται... και... εξη­φα­νί­σθη­σαν μετά του οπλι­σμού των” …. “Πέντε στρα­τιώ­ται του... λόχου εξη­φα­νί­σθη­σαν από της πα­ρελ­θού­σης νυ­κτός μετά του οπλι­σμού των· συ­μπα­ρέ­λα­βον και εν οπλο­πο­λυ­βό­λον μετά των γε­μι­στή­ρων του”. Πέρα προς τον Ολυ­μπο της Προύσ­σας, πίσω απ’ τα βουνά της Κιου­τά­χιας, κάτω προς το Ουσάκ, πάνω στα μαύρα δάση του Μου­ράτ Νταγ, κυ­κλο­φο­ρούν ομά­δες φα­ντά­ρων. Είναι άγριοι και αξού­ρι­στοι και απο­φα­σι­σμέ­νοι. Αρ­μα­τω­μέ­νοι για καλά. Αξιω­μα­τι­κοί δεν είναι μαζί τους.

Να τι είναι το “Τάγμα Του­μπε­κί”».

Η λήθη

Η στρο­φή της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς από τη στρα­τη­γι­κή «τάξη ενα­ντί­ον τάξης» στα λαϊκά μέ­τω­πα, μπρο­στά στον ανερ­χό­με­νο πια φα­σι­στι­κό κίν­δυ­νο (1935), και η ταυ­τό­χρο­νη εγ­χώ­ρια εμπει­ρία από την επέ­λα­ση της σκλη­ρής Δε­ξιάς μετά το απο­τυ­χη­μέ­νο βε­νι­ζε­λι­κό κί­νη­μα της ίδιας χρο­νιάς, επέ­βα­λε μια δια­κρι­τι­κή, «αντι­φα­σι­στι­κή» ανα­ση­μα­σιο­δό­τη­ση της 1ης Αυ­γού­στου. Την επό­με­νη χρο­νιά απου­σιά­ζει εντε­λώς κάθε μνεία του αρι­στε­ρού Τύπου σε «αντι­πο­λε­μι­κή μέρα»· η κή­ρυ­ξη της με­τα­ξι­κής δι­κτα­το­ρί­ας την ίδια βδο­μά­δα κα­τέ­στη­σε, φυ­σι­κά, αδύ­να­τη κάθε πε­ραι­τέ­ρω συ­ζή­τη­ση.

Η τομή του 1935-1936 επι­σφρα­γί­στη­κε, τέλος, από την κο­σμο­γο­νία του Β΄ Πα­γκο­σμί­ου Πο­λέ­μου, της χι­τλε­ρι­κής Κα­το­χής και της αντι­φα­σι­στι­κής Αντί­στα­σης, που έσβη­σε ολο­κλη­ρω­τι­κά αυτή την αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κή-αντιε­θνι­κι­στι­κή πα­ρά­δο­ση, ακόμη κι από τη συλ­λο­γι­κή μνήμη της ελ­λη­νι­κής Αρι­στε­ράς.

Η Ιστο­ρία, όμως, κύ­κλους κάνει. Και με τον αμι­γώς εν­δοϊ­μπε­ρια­λι­στι­κό χα­ρα­κτή­ρα των πο­λέ­μων που διε­ξά­γο­νται (ή δια­φαί­νο­νται στον ορί­ζο­ντα) να θυ­μί­ζει όλο και πε­ρισ­σό­τε­ρο τις πα­ρα­μο­νές του Πρώ­του (κι όχι του Δεύ­τε­ρου) Πα­γκο­σμί­ου, οι ξε­χα­σμέ­νοι εκεί­νοι αγώ­νες απο­κτούν έτσι ξανά στις μέρες μας μιαν απρό­σμε­νη επι­και­ρό­τη­τα.

«Να με­τα­τρέ­ψου­με τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό πό­λε­μο σε εμ­φύ­λιο»

Τα πρω­θυ­πουρ­γι­κά αρ­χεία του Με­σο­πο­λέ­μου πε­ρι­λαμ­βά­νουν ουκ ολίγα δείγ­μα­τα της τότε αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κής κομ­μου­νι­στι­κής προ­πα­γάν­δας, με τη μορφή προ­κη­ρύ­ξε­ων που κα­τά­σχο­νταν από τις υπη­ρε­σί­ες ασφα­λεί­ας και δια­βι­βά­ζο­νταν για ενη­μέ­ρω­ση στα ανώ­τε­ρα κλι­μά­κια. Μια τέ­τοια προ­κή­ρυ­ξη της ζα­χα­ρια­δι­κής πε­ριό­δου εντο­πί­στη­κε στο Αρ­χείο Ελευ­θε­ρί­ου Βε­νι­ζέ­λου, στο Μου­σείο Μπε­νά­κη (φ.111, εγγρ. 45).

Φέρει τον τίτλο «Ο κλη­ρω­τός» και, σύμ­φω­να με την επι­συ­να­πτό­με­νη έκ­θε­ση σύλ­λη­ψης, δια­νε­μό­ταν από πε­ρί­που δέκα κομ­μου­νι­στές κατά τη διάρ­κεια ζύ­μω­σης 200 ερ­γα­τών του Ερ­γο­στα­σί­ου Σι­δη­ρο­δρό­μων των ΣΕΚ το από­γευ­μα της 19ης Μαρ­τί­ου 1932. Εχο­ντας προει­δο­ποι­η­θεί σχε­τι­κά (από κά­ποιον, προ­φα­νώς, χαφιέ), η Ασφά­λεια έστη­σε καρ­τέ­ρι και συ­νέ­λα­βε δύο από τους δια­νο­μείς.

Ενας απ’ αυ­τούς ήταν ο 26χρο­νος Χρή­στος Μαλ­τέ­ζος, «φοι­τη­τής της Νο­μι­κής και ήδη άνερ­γος και άστε­γος» κατά την έκ­θε­ση, με­τέ­πει­τα γραμ­μα­τέ­ας της ΟΚΝΕ που θα δο­λο­φο­νη­θεί με φρι­χτά βα­σα­νι­στή­ρια στη διάρ­κεια της με­τα­ξι­κής δι­κτα­το­ρί­ας (22/11/1938). Σύμ­φω­να με έγ­γρα­φο της Ασφά­λειας Πει­ραιά προς τα κε­ντρι­κά (29/3/1932), είχε απο­λυ­θεί «προ μηνός» από τις φυ­λα­κές Ιτζε­δίν των Χα­νί­ων. Τη στιγ­μή της σύλ­λη­ψής του αντι­στά­θη­κε και προ­σπά­θη­σε να δια­φύ­γει· έπεσε όμως τε­λι­κά στα χέρια των διω­κτών του «εις από­στα­σιν 100 μέ­τρων», χάρη στην επέμ­βα­ση του 35χρο­νου «ιδιώ­του σωφέρ Κα­λη­μέ­ρη Θε­ο­δώ­ρου» −ενός από τους πα­ρι­στά­με­νους εθνι­κό­φρο­νες που, σύμ­φω­να με την έκ­θε­ση σύλ­λη­ψης, «διε­μαρ­τύ­ρο­ντο μετ’ αγα­να­κτή­σε­ως κατά των κομ­μου­νι­στών»...

Ο λόγος που το ντο­κου­μέ­ντο αυτό έφτα­σε μέχρι το πρω­θυ­πουρ­γι­κό γρα­φείο είναι εξί­σου αξιο­ση­μεί­ω­τος. Σε αντί­θε­ση με τα πε­ρισ­σό­τε­ρα δι­κα­στή­ρια της επο­χής, που μοί­ρα­ζαν αφει­δώς φυ­λα­κί­σεις για ψύλ­λου πή­δη­μα βάσει του βε­νι­ζε­λι­κού «ιδιω­νύ­μου», στη συ­γκε­κρι­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση το αυ­τό­φω­ρο Πλημ­με­λειο­δι­κείο έκρι­νε ότι «το πε­ριε­χό­με­νον των εν λόγω εντύ­πων δεν απο­τε­λεί πα­ρά­βα­σιν του Ν.4229 περί προ­στα­σί­ας του κοι­νω­νι­κού κα­θε­στώ­τος» (αλλά έκ­φρα­ση γνώ­μης προ­στα­τευό­με­νη από το Σύ­νταγ­μα)· αθώ­ω­σε έτσι τον έναν από τους δια­νο­μείς, κα­τα­δι­κά­ζο­ντας μόνο τον Μαλ­τέ­ζο σε 5μηνη φυ­λά­κι­ση για την αντί­στα­ση που πρό­βα­λε στους ασφα­λί­τες. Η συ­νέ­χεια της υπό­θε­σης, όσον αφορά τους δι­κα­στές, πα­ρα­μέ­νει αδιευ­κρί­νι­στη.

Από τον «Ρι­ζο­σπά­στη» (25/3/1932) πλη­ρο­φο­ρού­μα­στε όμως πως η πά­τα­ξη των συλ­λη­φθέ­ντων δεν είχε μόνο δι­κα­στι­κή διά­στα­ση: «μέσα στα μπου­δρού­μια της ασφά­λειας έδει­ραν τους συ­ντρό­φους μέ­χρις αί­μα­τος οι χα­φιέ­δες Ανδρ. Βρά­κας, Πα­πα­στερ­γί­ου και Μα­νό­που­λος». Πρό­κει­ται για τους ίδιους ασφα­λί­τες που έκα­ναν τις συλ­λή­ψεις, συ­νέ­τα­ξαν τη σχε­τι­κή έκ­θε­ση κι αυ­το­προ­τά­θη­καν ως βα­σι­κοί μάρ­τυ­ρες κα­τη­γο­ρί­ας.

Ο ΚΛΗ­ΡΩ­ΤΟΣ

Ορ­γα­νο του Κομμ[ου­νι­στι­κού] Κόμμ[ατος] και της ΟΚΝΕ για την εξυ­πη­ρέ­τη­ση των συμ­φε­ρό­ντων των κλη­ρω­τών 31β Ναυ­τι­κού 32α Ξηράς

Για τους κλη­ρω­τούς που πάνε να υπη­ρε­τή­σουν την ελλην. κε­φα­λαιο­κρα­τία

Σε λίγες μέρες προ­σκα­λού­νται να ντυ­θούν στο χακί χι­λιά­δες παι­διά του ερ­γα­ζο­μέ­νου λαού των κλά­σε­ων 1931β του Ναυ­τι­κού και 1932 της ξηράς.

Η Ελ­λη­νι­κή στρα­το­κρα­τία, η χτη­νω­δία της μπό­τας συ­νε­χί­ζει το έργο της του ηθι­κού και φυ­σι­κού στραγ­γα­λι­σμού και­νούρ­γιων χι­λιά­δων παι­διών της φτω­χο­λο­γιάς που δου­λεύ­ει με­ρο­νυ­χτίς και πολ­λές φορές δεν εξα­σφα­λί­ζει ούτε ένα ξε­ρο­κό­μα­το.

Τους παίρ­νουν από το ερ­γο­στά­σιο, απ’ το χω­ρά­φι, απ’ τα σπί­τια των και τις οι­κο­γέ­νειές των για να παν να υπη­ρε­τή­σουν ξένα συμ­φέ­ρο­ντα. Μέσα στη στρα­τώ­να και το κα­ρά­βι, στα πει­θαρ­χεία και τα μπα­λα­ού­ρα σκο­τώ­νουν την ψυχή των, τους αφαι­ρούν, τους πνί­γουν κάθε δική των σκέψη και κάτω απ’ την απο­χτη­νω­τι­κή πει­θαρ­χία του σα­κα­ρά­κα θέ­λουν να τους με­τα­βά­λουν σε αν­δρεί­κε­λα χωρίς θέ­λη­ση, που θα παν όπου τα προ­στά­ξουν, θα βα­ρέ­σουν στο ψαχνό όποιον τους δεί­ξει ο γα­λο­νάς.

Τους τρέ­φουν με λάσπη που τη λένε στα­φι­δό­ψω­μο και με σά­πιες ρέγ­γες, τους ντύ­νουν με κου­ρέ­λια, δεν τους δί­νουν κα­νέ­να επί­δο­μα. Τα γυ­μνά­σια κάθε μέρα στο κρύο είτε με το λιο­πύ­ρι τους τσα­κί­ζουν κυ­ριο­λε­κτι­κά, τους σα­κα­τεύ­ουν. Eτσι κάτω απ’ αυ­τούς τους όρους δη­μιουρ­γεί­ται και πλά­θε­ται ο στρα­τός και ο στό­λος της κε­φα­λαιο­κρα­τι­κής Ελ­λά­δας.

Αυτό τον δρόμο τρά­βη­ξαν όλοι οι κλη­ρω­τοί ώς τα σή­με­ρα. Το ίδιο μας πε­ρι­μέ­νει και μας τους κλη­ρω­τούς του 1931β και του 1932.

Τα σπί­τια μας μέ­νουν πει­να­σμέ­να. Τ’ αδέρ­φια μας και οι πα­τε­ρά­δες μας μέ­νουν άνερ­γοι, πε­τα­μέ­νοι στους δρό­μους είτε δου­λεύ­ουν και πει­νούν.

Η αι­σχρο­κέρ­δεια ξε­ζου­μί­ζει αυτό που απο­μέ­νει στο φτωχό λαό. Ο φο­ρα­τζής και ο χω­ρο­φύ­λα­κας ξε­που­λούν τις κα­τσα­ρό­λες της φτω­χο­λο­γιάς του κά­μπου, τα χω­ρά­φια μέ­νουν ακαλ­λιέρ­γη­τα γιατί δεν απο­μέ­νει τί­πο­τα για σπόρο, τα ζώα ψο­φούν από το κρύο και την πείνα.

Και όταν οι πα­τε­ρά­δες και τ’ αδέρ­φια μας ξε­ση­κώ­νο­νται και ζητάν ψωμί και δου­λειά, όταν ζη­τούν κα­λα­μπό­κι και κά­νουν κα­θό­δους, απερ­γί­ες, συλ­λα­λη­τή­ρια, τότε στέλ­νουν εμάς να τους βα­ρέ­σου­με, να τους δια­λύ­σου­με, να τους ανα­γκά­σου­με να πιά­σουν δου­λειά και να πλη­ρώ­σουν τους φό­ρους.

⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎

Πλάι σ’ αυτά οι ξένες στρα­τιω­τι­κές απο­στο­λές μαζύ με τους δι­κούς μας γα­λο­νά­δες δου­λεύ­ουν και ετοι­μά­ζουν και­νού­ρια μα­κε­λιά. Αυτή είναι η δου­λειά των, απ’ αυτό ζουν, αυτοί θα παίρ­νουν και­νού­ρια γα­λό­νια πα­τώ­ντας στα κορ­μιά τα δικά μας τα βου­τηγ­μέ­να στο αίμα μας. Εμείς πει­νά­με και τρώμε στα­φι­δό­λα­σπη, μα για και­νούρ­για κα­νό­νια και όπλα, για αε­ρο­πλά­να και ασφυ­ξιο­γό­να, για αντι­τορ­πι­λι­κά και υπο­βρύ­χια ξο­διά­ζουν δι­σε­κα­τομ­μύ­ρια, πού­ναι κλε­μέ­να απ’ τους πα­τε­ρά­δες μας, από μας τους ίδιους, απ’ όλη τη φτω­χο­λο­γιά.

Μας οπλί­ζουν, μας γυ­μνά­ζουν, μας μα­θαί­νουν να σκο­τώ­νου­με και να σφά­ζου­με.

⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎

Οξω απ’ την Ελ­λά­δα τους ερ­γά­τες και τους αγρό­τες της Βουλ­γα­ρί­ας και της Τουρ­κί­ας, πού­ναι κι αυτοί δου­λευ­τά­δες σαν και μας, έχουν κι αυτοί τα ίδια με μας συμ­φέ­ρο­ντα, πει­νάν κι αυτοί όπως και μεις.

Οι σα­κα­ρά­κες της Ελ­λά­δος, οι κε­φα­λαιο­κρά­τες που μας κλέ­βουν, ο Βε­νι­ζέ­λος-Πό­λε­μος σή­με­ρα, ο Τσαλ­δά­ρης-Πό­λε­μος αύριο μαζί με τους ιμπε­ρια­λι­στές και με­γα­λο­καρ­χα­ρί­ες της Γαλ­λί­ας και της Αγ­γλί­ας, όλοι τους ενω­μέ­νοι, έχο­ντας το ίδιο συμ­φέ­ρον ετοι­μά­ζουν πό­λε­μο για να πνί­ξουν στο αίμα και να με­τα­βά­λουν σε ερεί­πια τη Σο­βιε­τι­κή Ενωση, την πα­τρί­δα των δου­λευ­τά­δων όλου του κό­σμου, τη χώρα όπου οι ερ­γά­τες και η αγρο­τι­κή φτω­χο­λο­γιά μαζί με τους φα­ντά­ρους και ναύ­τες ξε­ση­κώ­θη­καν και έδιω­ξαν με το ντου­φέ­κι στο χέρι τους κε­φα­λαιο­κρά­τες και τους τσι­φλι­κά­δες των και μαζί τους τους ξέ­νους ιμπε­ρια­λι­στές και ίδρυ­σαν δικό τους κρά­τος, δική τους εξου­σία, όπου δου­λεύ­ουν και δη­μιουρ­γούν για τον εαυτό τους και για τα παι­διά τους και χτί­ζουν το σο­σια­λι­σμό, την κοι­νω­νία όπου δεν υπάρ­χουν εκ­με­ταλ­λευ­τές.

Η Σο­βιε­τι­κή Ενωση με το πα­ρά­δειγ­μά της δεί­χνει στους σκλά­βους όλου του κό­σμου το πα­ρά­δειγ­μα και το δρόμο. Δεί­χνει σ’ όλους τους εκ­με­ταλ­λευό­με­νους κάθε χώρας ότι μο­νά­χα όταν ενω­θούν και διώ­ξουν τις βδέ­λες και τους εκ­με­ταλ­λευ­τές με την επα­νά­στα­ση θα δη­μιουρ­γή­σουν μια καλ­λί­τε­ρη ζωή. Γι’ αυτό όλοι οι εκ­με­ταλ­λευ­τές ετοι­μά­ζο­νται να σβύ­σουν το φάρο αυτό που φω­τί­ζει τους σκλά­βους. Στην Κίνα οι Για­πω­νέ­ζοι ιμπε­ρια­λι­στές με την προ­στα­σία της Κοι­νω­νί­ας των Εθνών πάει να πνί­ξει στο αίμα τα Κι­νέ­ζι­κα Σο­βιέτ, την ελευ­θε­ρία του Κι­νε­ζι­κού λαού. Ετοι­μά­ζο­νται ν’ αρ­χί­σουν πό­λε­μο ενά­ντια στη Σο­βιε­τι­κή Ενωση. Στην Ελ­λά­δα ο Βε­νι­ζέ­λος-Πό­λε­μος και μαζί του όλα τα αστι­κά κόμ­μα­τα ετοι­μά­ζουν και­νού­ριες ου­κρα­νι­κές εκ­στρα­τεί­ες, μας ετοι­μά­ζουν για να μας απο­βι­βά­σουν στα σο­βιε­τι­κά πα­ρά­λια της Μαύ­ρης θά­λασ­σας.

⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎⁎

Να γιατί μας κα­λούν στο στρα­τό, θέ­λουν να μας κά­νουν άβου­λα πει­θαρ­χι­κά όρ­γα­να που εχτε­λούν τις δια­τα­γές που παίρ­νουν. Ποιο είναι το κα­θή­κον το δικό μας; Πη­γαί­νο­ντας στο στρα­τό δεν ξε­χνά­με ότι εί­μα­στε παι­διά της ερ­γα­τιάς και της φτω­χο­λο­γιάς του κά­μπου. Ολων των σκλά­βων τα συμ­φέ­ρο­ντα είναι τα ίδια και μεις σκλά­βοι εί­μα­στε. Στη στρα­τώ­να και στο κα­ρά­βι μας πε­ρι­μέ­νουν οι σύ­ντρο­φοί μας των πιο πα­λαιών κλά­σε­ων. Μαζί τους θ’ αγω­νι­στού­με για καλ­λί­τε­ρο συσ­σί­τιο και ρου­χι­σμό, ενά­ντια στη τρο­μο­κρα­τι­κή χτη­νώ­δη πει­θαρ­χία για αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα και για ελεύ­θε­ρο διά­βα­σμα του επα­να­στα­τι­κού τύπου. Θα ζη­τή­σου­με να κα­ταρ­γη­θή το Καλ­πά­κι, το κά­τερ­γο αυτό όπου δο­λο­φο­νού­νται οι φα­ντά­ροι και οι ναύ­τες που πά­λε­ψαν για τα δικά μας συμ­φέ­ρο­ντα, δεν θα χτυ­πή­σου­με τους ερ­γά­τες που απερ­γούν και δια­δη­λώ­νουν, τους αγρό­τες που κά­νουν κα­θό­δους κατά των φόρων και για κα­λα­μπό­κι, θα αδελ­φω­θού­με μαζί τους ενά­ντια στις σα­κα­ρά­κες και τους εκ­με­ταλ­λευ­τές μας.

Θα μά­θου­με καλά το χει­ρι­σμό του όπλου και της χει­ρο­βομ­βί­δας, του μυ­δραλ­λιο­βό­λου, μα όχι για να χτυ­πή­σου­με τους ερ­γά­τες της Βουλ­γα­ρί­ας και της Τουρ­κί­ας, μα για να το στρέ­ψου­με ενά­ντια στις σα­κα­ρά­κες και τους κε­φα­λαιο­κρά­τες και τους τσι­φλι­κά­δες της χώρας μας. Δεν θα χτυ­πή­σου­με τον Κόκ­κι­νο στρα­τό και στόλο της Σο­βιε­τι­κής πα­τρί­δας, θα πε­ρά­σου­με με το μέρος του ενά­ντια στους γα­λο­νά­δες, τους Βε­νι­ζέ­λους, τους Τσαλ­δά­ρη­δες, ενά­ντια σ’ όλους τους εκ­με­ταλ­λευ­τές της χώρας μας, τον πό­λε­μον τον ιμπε­ρια­λι­στι­κό και την στρα­τιω­τι­κή επέμ­βα­ση ενά­ντια στη Σο­βιε­τι­κή Ρωσ­σία θα τον με­τα­τρέ­ψου­με σε εμ­φύ­λιο πό­λε­μο ενά­ντια στην κε­φα­λαιο­κρα­τία μας, θα δου­λέ­ψου­με ικα­νο­ποι­η­τι­κά για τη διά­λυ­ση του στρα­τού και του στό­λου της αστι­κής Ελ­λά­δος έχο­ντας επί κε­φα­λής και ακο­λου­θού­ντας τους κομ­μου­νι­στές, δεν θα μας γε­λά­σει κα­νέ­νας σα­κα­ρά­κας και κα­νέ­νας αντιε­πα­να­στά­της που βρί­ζει το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα.

Ενω­μέ­νοι μαζί με τους ερ­γά­τες και την αγρο­τι­κή φτω­χο­λο­γιά της χώρας μας θα αγω­νι­σθού­με με τα όπλα στο χέρι για την επα­νά­στα­ση, για τη Σο­βιε­τι­κή Ελ­λά­δα.

Ναύ­της του 1931β

Δια­βά­στε
▶ Nikos Potamianos, «Internationalism and the Emergence of Communist Politics in Greece, 1912-1924» (Journal of Balkan and Near Eastern Studies, 21/5, 2019, σ.515-531). Διεισ­δυ­τι­κή ανα­ζή­τη­ση της γε­νε­α­λο­γί­ας των αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κών κι αντιε­θνι­κι­στι­κών χα­ρα­κτη­ρι­στι­κών του πρώ­ι­μου ελ­λη­νι­κού κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος. Εντο­πι­σμός της τομής στις αλ­λε­πάλ­λη­λες δια­ψεύ­σεις που προ­κά­λε­σε η έμπρα­κτη υλο­ποί­η­ση της Με­γά­λης Ιδέας, καθώς «μετά το 1912, το “εθνι­κό συμ­φέ­ρον” ερ­χό­ταν συχνά σε εμ­φα­νή αντί­θε­ση με τις αρχές όχι μόνο του σο­σια­λι­σμού, αλλά και του κρά­τους δι­καί­ου».
▶ Πό­λε­μος κατά του πο­λέ­μου (Αθήνα 1924· επα­νέκ­δο­ση Αθήνα 1975, Διε­θνής Βι­βλιο­θή­κη). Εκ­δο­ση της Ομο­σπον­δί­ας Πα­λαιών Πο­λε­μι­στών και Θυ­μά­των Στρα­τού, με τις απο­φά­σεις του πρώ­του πα­νελ­λή­νιου συ­νε­δρί­ου της. Το αντι­προ­σω­πευ­τι­κό­τε­ρο -και γνω­στό­τε­ρο- δείγ­μα πρώ­ι­μου αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κού-αντιε­θνι­κι­στι­κού λόγου του ελ­λη­νι­κού κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος.
▶ The Struggle against Imperialist War and the Tasks of the Communists (Ν. Υόρκη 1928, εκδ. Workers Library Publishers). Η από­φα­ση του 6ου συ­νε­δρί­ου της Κομ­μου­νι­στι­κής Διε­θνούς για το αντι­πο­λε­μι­κό κί­νη­μα, βάσει της οποί­ας η 1η Αυ­γού­στου ανα­γο­ρεύ­θη­κε την επό­με­νη χρο­νιά σε «διε­θνή μέρα κατά του ιμπε­ρια­λι­στι­κού πο­λέ­μου». Προ­σπε­λά­σι­μη, μαζί με άλλα ντο­κου­μέ­ντα της Κο­μι­ντέρν, στον ιστό­το­πο www.​marxists.​org.
▶ Χρή­στος Τζιν­τζι­λώ­νης, ΟΚΝΕ 1922-1943. Λε­νι­νι­στι­κό μα­χη­τι­κό σχο­λείο των νέων (Αθήνα 1989, εκδ. Σύγ­χρο­νη Εποχή - Οδη­γη­τής). Απο­μνη­μο­νεύ­μα­τα ενός κομ­μου­νι­στή νε­ο­λαί­ου του Με­σο­πο­λέ­μου. Ει­δι­κή ανα­φο­ρά στην 1η Αυ­γού­στου, με δια­κρι­τι­κή απο­στα­σιο­ποί­η­ση από το «αρι­στε­ρί­στι­κο υπε­ρε­πα­να­στα­τι­κό πνεύ­μα» τής τότε αντι­μι­λι­τα­ρι­στι­κής δρά­σης.

Ετικέτες