Η απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ, που δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» της 8/1, είναι ένα σημαντικό πολιτικό κείμενο. Προδιαγράφει την πολιτική στάση του ΚΚΕ σε μια κρίσιμη περίοδο, που περιλαμβάνει τις επερχόμενες εκλογές, αλλά και την πολύ σημαντική επόμενη ημέρα.
Σε αυτή την απόφαση, υπάρχουν ασφαλώς κάποιες εκτιμήσεις σωστές και συμπεράσματα επιβεβαιωμένα. Όπως ότι το καπιταλιστικό σύστημα, διεθνώς, βαδίζει προς μια επιδείνωση της κρίσης και ότι δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι αυτό θα συνδυαστεί με μια μεγάλη ένταση της επιθετικότητας του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Επίσης σωστά εντοπίζεται η στενή σχέση ανάμεσα σε αυτήν την οικονομική/κοινωνική προοπτική με τη σφοδρή επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα των από κάτω, με τις πολιτικές «ενίσχυσης του κράτους» ως ενίσχυσης των κατασταλτικών μηχανισμών του, ταυτόχρονα με την εγκατάλειψη/υποβάθμιση όλων των λειτουργιών «κοινωνικής προστασίας» στην εκπαίδευση, στην περίθαλψη, στην προστασία από «φυσικές» καταστροφές κ.ο.κ.
Έχει πολιτική σημασία η ακριβής διαπίστωση για το ποιο σημείο βρισκόμαστε μέσα σε αυτή την πορεία. Η ΚΕ του ΚΚΕ διαπιστώνει ότι «εντείνεται η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και μεγαλώνει η απόλυτη και σχετική εξάπλωσή της» και προειδοποιεί ότι αυτή η κατάσταση θα επιδεινωθεί μέσα στις προοπτικές «της οικονομικής επιβράδυνσης και της πορείας προς την ύφεση». Αυτή η διαπίστωση επιβάλει μια αυτοκριτική αντιμετώπιση της μέχρι σήμερα δράσης όλων μας, αφού αυτή δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την ένταση της εκμετάλλευσης των εργατών, ακόμα και την εξαθλίωση τμημάτων της τάξης μας. Καμιά δύναμη της εργατικής-μαρξιστικής Αριστεράς δεν δικαιούται σήμερα να χρησιμοποιεί τόνους αυταρέσκειας (που ως γνωστόν είναι προθάλαμος για προγραμματισμούς αυτάρκειας και αυτοαναφορικότητας…), παρόλο που οι μεγάλες διαφορές στην οργανωτική δύναμη και στην πολιτική επιρροή παραμένουν ένας σημαντικός παράγοντας. Όμως στις μεγαλύτερες δυνάμεις αντιστοιχούν μεγαλύτερες ευθύνες και αυτό το υπογραμμίζουμε όχι ως προς τα πεπραγμένα στο παρελθόν, αλλά κυρίως ως προς τις προοπτικές και τα «φορτία» που θα κληθεί να σηκώσει η κάθε δύναμη της Αριστεράς στις μέρες που έρχονται.
Πολιτικό άνοιγμα;
Τι απαντά η ΚΕ του ΚΚΕ σε αυτό το κρίσιμο ερώτημα; Διαβάζουμε στον «Ρ» ότι πέρα από την έγκριση «του βασικού κορμού των ψηφοδελτιών του κόμματος» και το κάλεσμα προς «τα μέλη και τους φίλους του ΚΚΕ και της ΚΝΕ σε συστράτευση», η ΚΕ «επεξεργάστηκε βασικά ζητήματα που αφορούν το περιεχόμενο του πολιτικού ανοίγματος μπροστά στις εκλογικές μάχες». Ταυτόχρονα υπογραμμίζει ότι το ΚΚΕ «δίνει όλες του τις δυνάμεις για τη μαζικοποίηση και ενδυνάμωση όλων των κρίσιμων μετώπων πάλης για τη ζωή και το μέλλον του εργαζόμενου λαού». Ασφαλώς η έγκριση των ψηφοδελτίων και το κάλεσμα προς τα μέλη για συστράτευση είναι αυτονόητες, αλλά «εύκολες» αποφάσεις για ένα κόμμα. Τα άλλα δύο στοιχεία που υπόσχεται η ΚΕ του ΚΚΕ (πολιτικό άνοιγμα, μαζικοποίηση και ενδυνάμωση μετώπων πάλης) είναι δυστυχώς πολύ ωραία για να τα πιστέψουμε ως αληθινά. Στην πορεία μετά το τελευταίο συνέδριό του, το ΚΚΕ προσωρινά δοκίμασε ένα κάποιο «πολιτικό άνοιγμα», αλλά σύντομα το ακύρωσε και το έβαλε στο ψυγείο. Ως προς τα μέτωπα πάλης, είναι κοινό μυστικό ότι σε κανένα βασικό κοινωνικό χώρο το ΚΚΕ δεν έχει κάνει την επιλογή «μετωπικής» τακτικής με στόχο μια αυθεντική κλιμάκωση της κοινωνικής αντίστασης. Στο τελευταίο διάστημα δυστυχώς εμφανίζονται παραδείγματα «στροφής» δυνάμεων του ΚΚΕ προς την τακτική στραγγαλισμού (με οργανωτικούς όρους) άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, υποτιμώντας βάναυσα τις ανάγκες ενοποίησης της δράσης μπροστά στις δύσκολες προκλήσεις.
Μια τέτοια πορεία που δίνει την έμφαση στην αυτόνομη πορεία του κόμματος δεν είναι αρκετή προστασία απέναντι σε πολιτικά λάθη και μάλιστα σημαντικά. Οι αυστηρές διατυπώσεις της ΚΕ για την ενίσχυση των κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους, δεν εμπόδισαν την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ να ψηφίσει μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ υπέρ της προκλητικής απόφασης του Μητσοτάκη να ενισχύσει με 600 ευρώ τους αστυνομικούς, την ώρα που φλέγονταν από οργή οι καταυλισμοί των Ρομά σε όλη τη χώρα. Οι αυστηρές διατυπώσεις της ΚΕ απέναντι στην πολιτική του ιμπεριαλισμού στην περιοχή, δεν εμποδίζουν την επανάληψη της προειδοποίησης περί του κινδύνου ενός «οδυνηρού συμβιβασμού για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας». Την ώρα που ο δυτικός ιμπεριαλισμός εξοπλίζει «σαν αστακό» το ελληνικό κράτος, που η Αλεξανδρούπολη και η Σούδα γίνονται τα πιο πολύτιμα στηρίγματα του ΝΑΤΟ στην Ανατολική Μεσόγειο, που έχουν υπογραφεί τα «σύμφωνα» με τη Γαλλία και τις ΗΠΑ αλλά και οι «άξονες» με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, τι εννοεί το ΚΚΕ; Θεωρεί θετική ή αρνητική κι επικίνδυνη την πολιτική μονομερούς επέκτασης των χωρικών υδάτων στην Κρήτη (όπου έχει πιάσει ήδη στασίδι η Exxon Mobil) και τη διαρκή στρατιωτικοποίηση των νησιών όπου τοποθετούνται (νατοϊκά) πυραυλικά συστήματα μεγάλης καταστρεπτικής ικανότητας και ακτίνας δράσης; Πόσο πειστική μπορεί να είναι μια αντίθεση στους εξοπλισμούς, όταν αναγνωρίζει κανείς ως πραγματική μια απειλή στα λεγόμενα «κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας»;
Ενιαίο Μέτωπο
Η ΚΕ δηλώνει ότι «η συμμετοχή, στήριξη ή ανοχή του ΚΚΕ σε μια αστική κυβέρνηση δεν συνιστά πραγματικά πίεση για επίλυση λαϊκών προβλημάτων, αλλά το αντίθετο». Συζητώντας για αστικές κυβερνήσεις, η θέση αυτή είναι απολύτως σωστή. Παρεμπιπτόντως, βάζει κάποια ιδιαίτερα καθήκοντα «αναθεώρησης» της ιστορίας του ΚΚΕ που συμμετείχε σε αστικές κυβερνήσεις, σε περιόδους που δεν υπήρχε καμιά αμφιβολία για τον χαρακτήρα τους (κυβέρνηση «κάθαρσης» το 1989, κυβέρνηση «εθνικής ανοικοδόμησης» του Γ. Παπανδρέου το 1945, μπλοκ «κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας» με τους Φιλελεύθερους το 1936 και το Σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα). Είναι όμως γνωστό ότι το ζήτημα της κυβερνητικής εξουσίας μπορεί να τεθεί μπροστά στην Αριστερά σε συνθήκες που δεν είναι (ακόμα) ώριμη μια κοινωνική επανάσταση και η λύση της εργατικής εξουσίας. Προς απάντηση η Τρίτη Διεθνής στην εποχή του Λένιν επεξεργάστηκε την πολιτική των εργατο-αγροτικών κυβερνήσεων ή κυβερνήσεων των εργατικών κομμάτων. Πρόκειται για πολιτική που δεν είναι «παντός καιρού», αλλά συγκεκριμένων συνθηκών κοινωνικής και πολιτικής κρίσης, ανόδου των μαζικών αγώνων και αδιεξόδων του συστήματος. Σήμερα είναι απολύτως σαφές ότι δεν υπάρχουν τέτοιες συνθήκες. Ο Δ. Κουτσούμπας χαρακτήρισε την πρόταση για «προοδευτική κυβέρνηση» των ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ ως μούφα αλλαγή και είχε απολύτως δίκιο. Όμως, όταν ένα κόμμα βρίσκεται σε αυτήν τη θέση, να μην έχει θέση (και σωστά) πάνω στο ερώτημα της άμεσης κυβερνητικής εξουσίας, τότε η μόνη διέξοδος απέναντι στην παραλυτική πίεση των «ψευτοδιλημμάτων» είναι μια γενικευμένη εφαρμογή της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου, με στόχο την υπεράσπιση και διεύρυνση των εργατικών/λαϊκών κατακτήσεων μέσω της κλιμάκωσης των αγώνων από τα κάτω.
Αν όμως αυτό επίσης δεν ισχύει στην πράξη, και δεν επιβεβαιώνεται στη ζωντανή εμπειρία ευρύτερων τμημάτων του κόσμου, τότε τα «ψευτοδιλήμματα» παύουν να είναι ψεύτικα και γίνονται πιεστικά. Το ΚΚΕ πέρασε από αυτήν την πίεση στις εκλογές του 2012, όπου κατέγραψε απώλειες. Δυστυχώς, η απόφαση της ΚΕ στην πράξη περιορίζεται στην έκκληση για μια «εξόρμηση για την ενίσχυση του ΚΚΕ». Στις συγκεκριμένες συνθήκες αυτή η έκκληση είναι κατώτερης ευθύνης απ’ ό,τι αντιστοιχεί στις δυνάμεις του ΚΚΕ. Και μια τέτοια επιλογή αποφυγής των ευθυνών που αντιστοιχούν, συνήθως στις εκλογικές/πολιτικές μάχες γίνεται αντιληπτή και λειτουργεί περιοριστικά. Και αυτό δεν θα είναι θετική εξέλιξη για μια καμιά δύναμη που παλεύει ειλικρινά για τη σοσιαλιστική απελευθέρωση των εργαζομένων λαϊκών μαζών.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά