Πέντε χρόνια χωρίς την Λίτσα.
Στις 23-4-2011 έφυγε από τη ζωή η σύντροφός μου, Λίτσα Σωτηροπούλου, σε ηλικία 47 ετών, χάνοντας τη μάχη με τον καρκίνο.
Η Λίτσα γεννήθηκε στην Κερασιά της ορεινής Τριχωνίδας Αιτωλοακαρνανίας, στις 24-12-1963 και ήταν το πρώτο παιδί μια πολυμελούς πολύτεκνης αγροτικής οικογένειας. Από παιδί, ακόμη, εργαζόταν σε αγροτικές εργασίας, κυρίως στα καπνά, πρώτα στο χωριό και κατόπιν στο Αγρίνιο, όπου μετακόμισε όλη η οικογένεια.
Νέα ακόμη, το 1983, εντάχθηκε στην ΠΑΣΠ (Πανελλήνια Αγωνιστική Σπουδαστική Παράταξη) και στη σπουδάζουσα νεολαία ΠΑΣΟΚ Μεσολογγίου, όπου φοίτησε στη Σχολή Διοίκησης Οικονομίας, στο Τμήμα Λογιστικής του αντίστοιχου ΤΕΙ, ενώ παράλληλα εργαζόταν. Τον Φεβρουάριο του 1986 διαγράφτηκε από τη σπουδάζουσα του ΠΑΣΟΚ Μεσολογγίου, μαζί με πολλούς άλλους, επειδή αντιτάχθηκαν στα μέτρα λιτότητας της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ εκείνη την εποχή, οι οποίοι έφτιαξαν άλλη φοιτητική παράταξη, την ΣΑΣΠ (Σοσιαλιστική Αγωνιστική Σπουδαστική Παράταξη). Την ίδια περίοδο, από το 1984 έως το 1992, συμμετείχε στο «Ξεκίνημα» και από το 1992 μέχρι το 1994 στην εφημερίδα «Σοσιαλιστική Έκφραση». Στο Μεσολόγγι, διετέλεσε μέλος του Γραφείου Τομέα του Πυρήνα του «Ξεκινήματος» (1984-87) και αμέσως μετά ήρθε στην Αθήνα. Το τελευταίο χρονικό διάστημα, υποστήριζε πολιτικά την οργάνωση «Κόκκινο», η οποία πλέον έχει ενοποιηθεί με την Διεθνιστική Εργατική Αριστερά (ΔΕΑ), ενώ από πολύ νωρίς συμμετείχε ενεργά στον ΣΥΡΙΖΑ Τραπεζών όπου υπήρξε μέλος του συντονιστικού του οργάνου.
Από το 1987 έως το 1991 εργάστηκε ως εργάτρια παραγωγής στην «προβληματική» κλωστοϋφαντουργία «ΒΕΛΚΑ», όπου και δραστηριοποιήθηκε συνδικαλιστικά, από την οποία απολύθηκε όταν έκλεισε η επιχείρηση. Ως μέλος του σωματείου συμμετείχε σε όλους τους αγώνες των λεγόμενων «προβληματικών» επιχειρήσεων, μέσα από τους οποίους οι εργαζόμενοι εκεί προσπαθούσαν να κρατήσουν τα εργοστάσια ανοικτά, απέναντι στις επιθέσεις των κρατούντων που ήθελαν να τα κλείσουν ή να τα πουλήσουν, όπως τελικά έγινε. Μετά την απόλυσή της από τη «ΒΕΛΚΑ», για τριάμισι χρόνια, περίπου, ήταν άνεργη ή περιπτωσιακά εργαζόμενη, επισφαλής, όπως λέμε σήμερα.
Από το 1997 εργαζόταν στην Εμπορική Τράπεζα. Συμμετείχε ενεργά στο συνδικαλισμό, δεν έλλειψε από καμία απεργιακή κινητοποίηση και δραστηριοποιήθηκε στην παράταξη της «Ενιαίας Αγωνιστικής Συσπείρωσης» (ΕΑΣ), όπου μέσα από τις γραμμές της εκλέχθηκε μέλος στο Διοικητικό Συμβούλιο του Σωματείου Εργαζομένων την περίοδο 2008–2010.
Γράφοντας για την προσωπικότητα της Λίτσας, στην εφημερίδα «Σοσιαλιστική Έκφραση» (Μάιος 2011), ένας καλός φίλος, ο Λεωνίδας Καρίγιαννης, την σκιαγραφεί ως «…λιγομίλητη, πεισματάρα, συνεπής όπως όλοι οι εργάτες και παντού σε όλες τις μάχες μπροστά, ποτέ δεν ήταν φυγόπονη, στις συνελεύσεις, στις καταλήψεις, στη σύγκρουση με την γραφειοκρατία…», ενώ μια φίλη της, η Φιλιώ Γκαβαλιζούδη, με την οποία ήταν μαζί στο Δ.Σ. του Σωματείου της Εμπορικής Τράπεζας, σε κάποιο άλλο βιογραφικό σημείωμα, σε λίγες αδρές γραμμές τα λέει όλα: «Σταθερή, σίγουρη, ψύχραιμη. Ποτέ δε μετάνιωσες για τα εύκολα που άφησες χρόνια πριν. Ποτέ δε γύρισες το βλέμμα πίσω, συνδικαλίστρια από τα παλιά, να ’χεις και συ διασυνδέσεις και ανέσεις, τις ‘’σαράντα’’ προαγωγές από το φίλο που σε χτυπάει στην πλάτη, την ήσυχη συνείδηση με το armani στην κωλότσεπη, την επετειακή πορεία μια φορά το χρόνο εναλλάξ κι ύστερα δικαιωμένος ύπνος το βράδυ» (για περισσότερα δες την εφημερίδα του Συλλόγου Κ.Ε.Φ.Ι., Αύγουστος-Οκτώβριος 2011, τεύχος 10, σελ. 3).
Η Λίτσα, όσο μπόρεσε, δικαίωσε μια ζωή γεμάτη, αλλά και αρκετά δύσκολη. Δεν υπήρξε ποτέ το πρώτο βιολί. Ήταν πάντα το δεύτερο, όμως εκείνο που με σταθερό τρόπο κρατά το τέμπο και ενισχύει το πρώτο όταν αυτό πάει να φαλτσάρει. Δούλεψε σκληρά, από παιδί ακόμη. Δεν φοβήθηκε ποτέ την δουλειά. Στάθηκε και έδωσε τη μάχη της ζωής. Παρ’ ότι ως χαρακτήρας ήταν εσωστρεφής και λιγομίλητη, δεν ήταν αντικοινωνική. Απεναντίας, είχε πολύ ανεπτυγμένο το αίσθημα της αλληλεγγύης. Αγωνίστηκε, δημιούργησε, πρόσφερε, διάβασε, έδωσε χαρά και δύναμη, ήταν εξαιρετική μάνα, χόρευε πολύ ωραία, ενώ χαρακτηριζόταν για τη φιλοξενία της και το ταλέντο της στη μαγειρική. Υπήρξε ένας ευαίσθητος και δραστήριος, πολιτικά και κοινωνικά, άνθρωπος, με ένα ωραίο πλατύ χαμόγελο και μακριά χυτά μαύρα μαλλιά, αλλά η τύχη το ’φερε, έτσι, ώστε να μην μπορέσει να ολοκληρώσει αυτή την πλούσια δραστηριότητά της.
Παρ’ ότι πέθανε πολύ νέα, εντούτοις, όπως λέει ο Καβάφης στο ποίημά του, «Το Πρώτο Σκαλί»: «Εδώ που έφθασες λίγο δεν είναι
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα».
«Κόκκινη κλωστή δεμένοι…»,
Κώστας Σκηνιώτης - Φιλιώ Γκαβαλιζούδη
Εκδόσεις ΑΩ, Αθήνα 2012
(αφιερωμένο στη μνήμη της Λίτσας Σωτηροπουλου-Κατσορίδα)
Το εν λόγω βιβλίο εκδόθηκε το 2012 και είναι αφιερωμένο στη μνήμη της Λίτσας Σωτηροπούλου, η οποία πέθανε στις 23-4-2011. Φέτος, λοιπόν, συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από το θάνατό της. Ο λόγος της επαναδημοσίευσης αυτής της βιβλιοπαρουσίασης, με ανεπαίσθητες συμπληρώσεις, η οποία είχε δημοσιευτεί για πρώτη φορά στο περιοδικό «Σπάρτακος», τον Ιούλη του 2012, γίνεται ως ένας ελάχιστος φόρος τιμής στη μνήμη της.
Είναι γεγονός ότι είναι πολύ δύσκολο να γράψεις για ένα βιβλίο όταν αυτό είναι γραμμένο από δύο καλούς φίλους και ιδιαίτερα όταν αυτό το βιβλίο είναι αφιερωμένο στη σύντροφό μου, Λίτσα. Οπότε, εκ των πραγμάτων, μου είναι δύσκολο να αποφύγω την υποκειμενικότητα που μου επιβάλλει η γνωριμία μου με τους συγγραφείς αυτού του βιβλίου. Εξάλλου, δεν διεκδικώ να μιλήσω με τη γλώσσα του κριτικού λογοτεχνίας, αφού άλλωστε δεν είμαι, αλλά μάλλον του αναγνώστη και του φίλου, ο οποίος δικαιολογημένα θα αυθαιρετήσει μιας και μιλάει με έντονη συναισθηματική φόρτιση για ένα κοντινό και αγαπημένο πρόσωπο που δεν είναι πια μαζί μας.
Οι συγγραφείς του βιβλίου, με τίτλο, «Κόκκινη κλωστή δεμένοι…», που έχει κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις ΑΩ, είναι δύο μάχιμοι αριστεροί πνευματικοί άνθρωποι, με έντονη συνδικαλιστική παρουσία κατά το παρελθόν. Ο Κώστας Σκηνιώτης διετέλεσε πρόεδρος των υπαλλήλων της «προβληματικής» κλωστοϋφαντουργικής εταιρείας «Μιχαηλίδης», μάχιμος συνδικαλιστής στον αγώνα για την επιβίωση των λεγόμενων «προβληματικών επιχειρήσεων», κατά τη δεκαετία του 1980 αρχές ’90. Όπως αναφέρεται στα «αυτιά» του βιβλίου, αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα όρασης, που όμως δεν στέκονται εμπόδιο στη συνέχιση της συγγραφικής του δραστηριότητας, η οποία είναι πλούσια. Η Φιλιώ Γκαβαλιζούδη διετέλεσε μέλος του Δ.Σ. του Συλλόγου Εργαζομένων στην Εμπορική Τράπεζα, σε μια δύσκολη περίοδο στον αγώνα κατά της ιδιωτικοποίησης της τράπεζας και αμέσως μετά. Προέρχεται από οικογένεια Ελλήνων μεταναστών, πράγμα που σημαίνει ότι γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει καθημερινός, προσωπικός και συλλογικός αγώνας.
Το εν λόγω πόνημα χωρίζεται σε επτά ενότητες δεμένες η μία με την άλλη με μια λεπτή κόκκινη κλωστή. Επτά ενότητες, όπου μέσα από την αναζήτηση του καινούριου και της ευτυχίας· μέσα από την αγάπη, η οποία ως βασικός μοχλός της ζωής πάντα μας κινητοποιεί· μέσα από τα διαμάντια της ζωής, όπως είναι ο έρωτας, η αγάπη, η φιλία, η αλληλεγγύη που πρέπει πάντα να ανακαλύπτουμε και να φυλάμε· μέσα από το εσωτερικό πρόσταγμα του «πρόσω ολοταχώς» προς την ελπίδα που υπάρχει εκεί, στο βάθος του χρόνου και που για να την κατακτήσουμε είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε όλες τις μάχες έστω κι αν ξέρουμε εκ των προτέρων ότι κάποιες από αυτές θα χαθούν· μέσα από τον καθημερινό προσωπικό και συλλογικό αγώνα που δίνουμε με τις φοβίες μας, τις ενοχές μας και τα αδιέξοδά μας· μέσα από την ελπίδα ότι μπορούμε, σε τελική ανάλυση, να τα καταφέρουμε αρκεί να μη ρίξουμε στη λήθη τα οράματα, τις αξίες μας, τους αγώνες μας, την ιστορία μας, τις ανάγκες μας· μέσα από την πορεία προς την ελευθερία, που θα πρέπει συνεχώς να την κερδίζουμε, όπως ακριβώς κάναμε όταν ήμασταν παιδιά με εκείνο το απελευθερωτικό παιχνίδι, «φτού, ξελευτερία για όλους»· μέσα, τέλος, από όλα αυτά, επιχειρείται να φανεί ότι όλες οι προαναφερθείσες προσπάθειες και αξίες των ανθρώπων είναι δεμένες μεταξύ τους, όπως φυσικά και όλοι οι άνθρωποι, με μια κόκκινη κλωστή. Με απλά λόγια, είναι μια προσπάθεια να φανεί πως όπως το σύνολο των οργάνων του σώματός μας δεν είναι κατακερματισμένα και ασύνδετα μεταξύ τους, έτσι και οι άνθρωποι είμαστε μια ολότητα, δεμένοι μεταξύ μας με χιλιάδες νήματα.
Οι δύο συγγραφείς έχουν ως τίτλο παραφράσει, ομολογουμένως με πολύ εύστοχο τρόπο, το τραγούδι που μας έλεγαν οι γιαγιάδες μας, προκειμένου να μας πουν ένα παραμύθι όταν ήμασταν μικροί, το γνωστό, «κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη…». Ο Κώστας και η Φιλιώ το μετέτρεψαν σε «Κόκκινη κλωστή δεμένοι…».
Στα κείμενά τους, ο λόγος τους είναι πυκνός και λιτός και δένει αρμονικά μέσα από τη συνεχή εναλλαγή του πεζού με τον ποιητικό λόγο. Χαρακτηρίζεται από ερωτισμό και τρυφερότητα:
«Τι είναι χαρά, με ρώτησες.
…Τα δάκρυα της γέννας
την ώρα που ξεπροβάλλει η ζωή,
αυτό είναι χαρά.
… Ένα αηδόνι που τραγουδάει
του έρωτα τους στίχους,
ένα φιλί στα χείλη
μετά από μια γουλιά καφέ,
ένα χάδι στο μάγουλο.
Ένα φιλί στον ώμο,
μια αγκαλιά την ώρα που κλαις,
η σκέψη ότι είσαι εδώ». (σελ. 61)
Επίσης, χαρακτηρίζονται από κοινωνική ευαισθησία, αλλά και από φιλοσοφική διάθεση: «Λένε ότι η διαδρομή είναι το σημαντικό, και λιγότερο το αν τελικά θα φτάσεις στον προορισμό. Συνήθως τον προορισμό τον λένε Ιθάκη, αλλά δεν είναι βέβαιο ότι καταφέρνουν όλοι να φτάσουν εκεί» (σελ. 90). Θα συμπλήρωνα πως οι περισσότεροι από εμάς δεν ξέρουμε καν ποιος είναι ο προορισμός και ακολουθούμε μόνο την διαδρομή. Βέβαια, όταν κάνεις ένα ταξίδι είναι χρήσιμο να ξέρεις τουλάχιστον τη γενική κατεύθυνση. Παρ’ όλα αυτά, το μόνο πράγμα που τελικά είναι αληθινό, σε σχέση με το ταξίδι, είναι το βήμα που κάνεις Τώρα, αυτή τη στιγμή, το οποίο εμπεριέχει και τα επόμενα βήματα.
Επιπρόσθετα, η θεματολογία του βιβλίου κινείται σε διάφορα επίπεδα: στον έρωτα, στην πολιτική, στις αναμνήσεις, στην ομορφιά της φύσης και της ζωής, στην αμφισβήτηση του καθημερινού. Στο «Αταξική και ελεύθερη», η πρωταγωνίστρια αναρωτιέται: «Πόσες φορές δεν είχε ευχηθεί να ’χε η μέρα σαράντα οχτώ ώρες, να ’χε χρόνο να κοιμηθεί περισσότερο, να διαβάσει, να πάει καμιά βόλτα, να κάνει έρωτα το βράδυ χωρίς να τη στοιχειώνει το ξυπνητήρι! Τόσα χρόνια σε μια μάχη με το χρόνο. Πότε να την κυνηγά αυτός, πότε αυτή». (σελ. 119)
Εν κατακλείδι, το βιβλίο αποτελείται από μικρά λογοτεχνικά κείμενα και ποιήματα γραμμένα με πάθος, πόνο, σπαραγμό, αλλά και αισιοδοξία, πείσμα και αγωνιστικότητα. Όπως σπαρακτική είναι η περιγραφή του πατέρα που κλαίει και αγωνιστική η επιλογή του αποχωρισμού από την ξενιτιά, που κάνει η κόρη: «Όμως τώρα αυτός, ο δικός της πατέρας, έκλαιγε. Δεν ήξερε ότι οι πατεράδες κλαίνε. Δάκρυα αυλάκωναν το πρόσωπό του, τα σκούπιζε με την ανάστροφη, και πάλι άλλα έτρεχαν, και το πρόσωπό του έκανε κάτι συσπάσεις, και δεν ήταν όμορφος, ούτε δυνατός ήταν. Ο πατέρας την δεν ήταν δυνατός, ήταν τσαλακωμένος, τσακισμένος, είχε χαλάσει η εικόνα του, την είχε χαλάσει αυτή, επειδή είχε διαλέξει. […] Είχε διαλέξει για τη ζωή τη δική της και για τη ζωή της μητέρας της και για τη ζωή του πατέρα της. Και δεν ήθελε να είχε διαλέξει αυτή…», όμως τελικά διάλεξε (σελ. 87). Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς, γιατί, όπως κάπου διάβασα, η ποίηση και η λογοτεχνία παράγεται από τη ζωή. Και τόσο ο Κώστας όσο και η Φιλιώ είναι ζυμωμένοι μέσα στις αντιξοότητες, τα προβλήματα και τον αγώνα της ζωής. Δηλαδή, έχουν σταθεί, έχουν δώσει και εξακολουθούν να δίνουν τη μάχη της ζωής.
Είναι κρίμα που η Λίτσα δεν μπορεί να δει και να αισθανθεί την αγάπη των δύο φίλων και συντρόφων της, που της την προσφέρουν απλόχερα σε αυτό το βιβλίο, τόσο με την αφιέρωση του βιβλίου τους σε αυτή όσο και με τα δύο πεζά κείμενα («Αγάπη» και «Ζυγά διαμάντια»), καθώς και με ένα ποίημα, που επίσης είναι γραμμένο γι’ αυτήν, το «Άλμα». Το άλμα του αποχωρισμού από τον άντρα της, τα παιδιά της, τους δικούς της, τους συντρόφους της και τους φίλους της, όμως με την προτροπή, «Πορευτείτε ήρεμα, δε φοβάμαι τίποτα», θυμίζοντάς μας, έντονα, την επιγραφή του Νίκου Καζαντζάκη, που ο ίδιος είχε πει να του χαράξουν στον τάφο του: «Δεν ελπίζω τίποτα, Δε φοβούμαι τίποτα, Είμαι λέφτερος». Και όταν ένα βασανιστικό, «γιατί;», ταλανίζει για τον άδικο αυτό αποχωρισμό, ο Κώστας δίνοντας τη δική του απάντηση, στο δικό του «γιατί δεν πρόκειται να ξαναδώ», εξηγεί ότι «Τα ‘’γιατί’’ δεν είναι πάντα απαντήσιμα σ’ αυτή τη ζωή. Μερικά δεν έχουν κανένα πραγματικό νόημα. Ένα από αυτά τα ‘’γιατί’’ χωρίς κανένα νόημα, χωρίς κανένα περιεχόμενο, χωρίς καμία αξία, είναι το ‘’γιατί σε μένα’’. Αυτό το ‘’γιατί’’ υπονοεί ότι δεν θα ήταν καθόλου άσχημα, αντί να τύχει σε μένα, να έχει τύχει σε κάποιον άλλο. Σ’ αυτό το ‘’γιατί’’ είναι καλύτερα να αμυνθούμε…» (σελ. 102). Ίσως, ακόμη, επειδή, πολλές φορές, η μόνη απάντηση που μπορεί να δώσει κάποιος στα «γιατί» είναι, όπως μου είπε ορθά-κοφτά ένας φίλος μου ψυχολόγος, ο Κώστας, «γιατί έτσι». Γιατί, πιθανόν να μην μπορεί να δοθεί άμεσα απάντηση. Από την άλλη μεριά, επειδή η Λίτσα ζει και θα ζει για πάντα μέσα μου, θέλω να αισθάνομαι πως εισπράττει, έστω και με αυτό τον μεταφυσικό τρόπο, μέσα από εμένα, αυτή την αγάπη, επειδή «Ορισμένα διαμάντια δεν πεθαίνουν ποτέ. Δεν μετατρέπονται σε διοξείδιο του άνθρακα. Μεταμφιέζονται απλώς έτσι, ενώ στην πραγματικότητα είναι γεμάτα οξυγόνο, αλμυρό θαλασσινό νερό που εξατμίστηκε, φως από έναν ήλιο που θέλεις πάντα να βρίσκεις στη ζωή σου» (σελ. 69). Και όπως μου είπαν να συμπληρώσω, ένας άνθρωπος πεθαίνει μόνο όταν σταματάς να τον σκέφτεσαι.