«Κυριάκος Κατζουράκης. Αναφορά στην Γκουέρνικα», είναι ο ακριβής τίτλος της Έκθεσης, του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τράπεζας (έως 27 Ιουλίου 2019).

Η εν λόγω έκ­θε­ση είναι μια συ­νο­μι­λία του Κα­τζου­ρά­κη με το μνη­μειώ­δες και εμ­βλη­μα­τι­κό έργο, του 1937, του Πι­κά­σο, που μέσω αυτού δια­μαρ­τυ­ρό­ταν για την κα­τα­στρο­φή και τους νε­κρούς που άφησε πίσω του ο βομ­βαρ­δι­σμός της ισπα­νι­κής πόλης Γκερ­νί­κα, από τους Ναζί, σε συ­νερ­γα­σία με τον Φράν­κο. Η Γκου­έρ­νι­κα είναι ένας θρή­νος, αλλά και ένα πα­γκό­σμιο σύμ­βο­λο, με δια­χρο­νι­κά μη­νύ­μα­τα, ενά­ντια στον πό­λε­μο και την κοι­νω­νι­κή αδι­κία και ταυ­τό­χρο­να μια προει­δο­ποί­η­ση ότι μπο­ρεί να υπάρ­ξουν, ξανά, πα­ρό­μοιες κα­τα­στρο­φές στο μέλ­λον.

Ο Κα­τζου­ρά­κης, με αφορ­μή εκεί­να τα γε­γο­νό­τα, επι­χει­ρεί να πε­ρι­γρά­ψει τα πάθη, τη πίκρα, την από­γνω­ση, τον θυμό και τον θρήνο του ση­με­ρι­νού αν­θρώ­που. Όπως επι­ση­μαί­νει ο καλ­λι­τέ­χνης, «Η Γκου­έρ­νι­κα είναι η ει­κό­να της τρα­γω­δί­ας. Και η συ­νο­μι­λία της με τη ση­με­ρι­νή ει­κό­να της πα­ρακ­μής ήταν η με­γά­λη δυ­σκο­λία. Αλλά το τόλ­μη­σα. Μπρο­στά έβαλα ει­κό­νες της αδια­φο­ρί­ας, της λα­γνεί­ας, της θυ­μα­το­ποί­η­σης, της απου­σί­ας ελ­πί­δας και τα στοι­χεία που απει­λούν την ιστο­ρι­κή μνήμη που απο­πνέ­ει η Γκου­έρ­νι­κα». Είναι οι ει­κό­νες απελ­πι­σί­ας που πα­ρα­κο­λου­θού­με κα­θη­με­ρι­νά, πολ­λές φορές μέσα από τη μο­να­χι­κή ατο­μι­κό­τη­τά μας.

Κατά πως φαί­νε­ται, αυτή είναι η αγω­νία του Κα­τζου­ρά­κη. Να δια­τη­ρη­θεί ζω­ντα­νή η ιστο­ρι­κή μνήμη, συν­δε­δε­μέ­νη με το παρόν, απέ­να­ντι στα φαι­νό­με­να πα­ρακ­μής και ανό­δου της ακρο­δε­ξιάς. Μια πα­ρακ­μή, η οποία συ­νο­δεύ­ε­ται από απά­θεια και αμορ­φω­σιά, έλ­λει­ψη πνευ­μα­τι­κής ανη­συ­χί­ας και δη­μιουρ­γι­κό­τη­τας. Είναι ο φόβος για το τι μπο­ρεί να ακο­λου­θή­σει αν θε­ω­ρη­θεί σαν «φυ­σιο­λο­γι­κό» από τη μια να υπάρ­χει ασύλ­λη­πτος πλού­τος και από την άλλη απέ­ρα­ντη φτώ­χεια, που εξο­ντώ­νουν κάθε ελ­πί­δα. Είναι ο φόβος, αν μπρο­στά σε όλα αυτά δεν υπάρ­χει η ανά­λο­γη αντί­στα­ση, και μά­θου­με να ζούμε με τη ψευ­δαί­σθη­ση ότι όλα είναι «μο­νό­δρο­μος» και πως εμείς εί­μα­στε μόνο πα­ρα­γω­γοί και κα­τα­να­λω­τές μιας ψευ­δούς ευ­μά­ρειας. 

Δεν είναι τυ­χαίο που σε πολλά έργα του υπάρ­χει η Κόκ­κι­νη Σφήνα, για «να θυ­μί­ζει την εκ­κρε­μό­τη­τα της έν­νοιας του δι­καί­ου/αδί­κου», όπως πάλι λέει ο Κα­τζου­ρά­κης. Είναι επιρ­ροή από τον γνω­στό πί­να­κα του Λι­σί­τσκι, «νι­κή­στε του λευ­κούς», που έγινε το σύμ­βο­λο της ερ­γα­το­α­γρο­τι­κής επα­νά­στα­σης στη Ρωσία (1917-21).  

Ταυ­τό­χρο­να, ο Κα­τζου­ρά­κης, μέσα από αυτή την έκ­θε­ση αφη­γεί­ται και τη ζωή του, προ­σπα­θώ­ντας να συν­δέ­σει «τις μι­κρές και ασή­μα­ντες στιγ­μές με τη με­γά­λη Ιστο­ρία». Να, με­ρι­κοί τί­τλοι από τα έργα του: «Σφαγή των αθώων», «Ακό­λου­θοι», «Ορ­φα­νο­τρο­φεί­ον η Γκου­έρ­νι­κα» κλπ. Ει­δι­κά, το τε­λευ­ταίο είναι ένα πολύ προ­σω­πι­κό έργο, το οποίο δεί­χνει τον ίδιο και την δί­δυ­μη αδελ­φή του, μαζί με άλλα παι­διά, στο ορ­φα­νο­τρο­φείο. Γε­νι­κά, «η γυ­ναι­κεία πα­ρου­σία ως μη­τέ­ρα ή σύ­ντρο­φος ερω­τι­κή είναι συ­νε­χής στον κόσμο του Κα­τζου­ρά­κη, η γυ­ναί­κα ως υπο­κεί­με­νο όχι ως αντι­κεί­με­νο», όπως επι­ση­μαί­νει ο Γ. Μα­νιά­της.

Ιδιαί­τε­ρο εν­δια­φέ­ρον, μου προ­κά­λε­σε ένα έργο του, με τίτλο: «Ο Πι­κά­σο στην Κρήτη». Σε αυτό, ο Κα­τζου­ρά­κης, με αφορ­μή τον μύθο του Λα­βύ­ριν­θου, μιλά για το σύγ­χρο­νο κοι­νω­νι­κό Λα­βύ­ριν­θο. Όμως, μπαί­νει και στον δικό του Λα­βύ­ριν­θο. Στο εν λόγω έργο, ο Μι­νώ­ταυ­ρος, όχι μόνο κα­ρα­δο­κεί, αλλά επί της ου­σί­ας είναι κα­τα­δι­κα­σμέ­νος να μην συμ­φι­λιω­θεί ποτέ με τη μορφή του, η οποία είναι φυ­λα­κι­σμέ­νη σε ένα αντρι­κό σώμα. Από την άλλη, μέσα στον Λα­βύ­ριν­θο υπάρ­χει και ο μίτος της Αριά­δνης, ο οποί­ος οδη­γεί στην έξοδο και την απε­λευ­θέ­ρω­ση. Κατά πως φαί­νε­ται, το έργο του Κα­τζου­ρά­κη, μας προ­τρέ­πει να μπού­με στον δικό μας, προ­σω­πι­κό Λα­βύ­ριν­θο, να τον διε­ρευ­νή­σου­με και να δο­κι­μα­στού­με, ενώ με τη βο­ή­θεια ενός ανά­λο­γου μίτου, να οδη­γη­θού­με προς την έξοδο, την απε­λευ­θέ­ρω­ση. 

Ετικέτες