Ταρίχευση είναι η διαδικασία κατά την οποία το νεκρό σώμα αδειάζεται από τα εσωτερικά του όργανα και υφίσταται κατάλληλη επεξεργασία ώστε να καθυστερήσει η σήψη του.

«Μικρές ταριχεύσεις» είναι και ο τίτλος της ένατης ποιητικής συλλογής, της Βίκυ Δερμάνη (εκδόσεις ΑΩ, 2021). Ήδη, από το εξώφυλλο, με την εικόνα του γυμνού γυναικείου σώματος, από πίνακα του Max Brodel, με τις δυο μεγάλες χαρακιές στην περιοχή που έγινε αφαίρεση των εσωτερικών οργάνων, μας εισάγει στο περιεχόμενο των ποιημάτων.

Τι ακριβώς θέλει να ταριχεύσει η ποιήτρια; Ποια σήψη θέλει να καθυστερήσει και γιατί; Από τι πράγματα χρειάζεται να αδειάσουμε; Τι επεξεργασία χρειάζεται να γίνει; 

Με βαθιά ευαισθησία, μέσα από τα ολιγόστιχα ποιήματά της, καταπιάνεται με τα απλά και καθημερινά βιώματα (οικονομική κρίση, προσφυγικό, κ.λπ.), αλλά και με βαθύτερα υπαρξιακά ζητήματα των ανθρώπων, όπως είναι οι τραυματικές εμπειρίες, οι ματαιώσεις και οι απώλειες, που αφορούν τον έρωτα, τη μοναξιά και το θάνατο.

Με χειρουργική ακρίβεια ταριχεύει, με το νυστέρι των λέξεων, τα βιώματα, επιχειρώντας να τα επεξεργαστεί-διεργαστεί, αλλά ταυτόχρονα να διατηρήσει και τη μνήμη. Πραγματεύεται το σκοτεινό και το μαύρο (εξάλλου αυτό φαίνεται και από το εξώφυλλο του βιβλίου), το οποίο θεωρεί πως αν το αφήσουμε να απλωθεί θα εποικίσει μέσα μας (αλλά και έξω μας), σαν θάνατος και θα μας κατακλύσει: «[…] μα πιο πολύ σταυραδέλφια μου/ το μαύρο εαυτό μου/ φοβάμαι» (σελ. 16), ενώ μας θυμίζει πως «μαύρο στο μαύρο ήτανε/ μαύρο στο μαύρο είναι» (σελ. 19). Πρόκειται, για μια σκοτεινιά και μαυρίλα, που η τελική της κατάληξη είναι η μοναξιά: «Δίχως λόγια/ δίχως χάδια/ δίχως αίμα/ να μοιράζονται// μ’ ένα τίποτα/ μ’ ένα κανείς/ μ’ ένα πουθενά// σιγά-σιγά χτίζεται/ η μοναξιά» (σελ. 30). Κραυγάζοντας, «[…] χωρίς εσένα/ χωρίς εσένα/ χωρίς εσένα// τόσο ατελείωτη νύχτα» (σελ. 37).

Όμως, από τη σπειροειδή προς τα κάτω πορεία στο σκοτάδι, δηλαδή στη σήψη, βλέπει να προβάλλει το φως, μόνο μέσα από την Αγάπη και τον Έρωτα: «[…] παλμών γεννήτρια ο έρωτας/ τάσης υπερυψηλής» (σελ. 38), προτρέποντάς μας «Ν’ αγαπάμε σπάταλα// εκ των τεχνών της ζωής/ η υψίστη είναι» (σελ. 40).

Ίσως, η ποιήτρια θεωρεί ότι κάπως έτσι μπορεί να σταματήσει η σήψη: με την επεξεργασία και το άδειασμα, τα οποία δεν είναι τίποτε άλλο από τη διαχείριση των συναισθημάτων μας, η συνάντηση με τις ματαιώσεις και τα φαντάσματά μας, και η προσπάθεια συμφιλίωσης μαζί τους. Και η διαδικασία είναι, τελικά, η ανθρωποποίηση του ανθρώπου, η οποία μπορεί να γίνει, όπως είπαμε, μόνο μέσα από την Αγάπη, της οποίας στοιχεία είναι η έκφρασή της, η λεπτότητα, τα τρυφερά λόγια, όλα αυτά που την κάνουν να ανθήσει, και όχι από την έλλειψή της, όπως μας λέει και στο ομώνυμο ποίημά της (σελ. 44): «Η Αγάπη των άλλων/ λείπει// του εαυτού πρωτίστως// τα λεπτεπίλεπτα λείπουν/ κρινοειδή της άνθη/ τα κατοικούντα εν αυτή/ τα λαλούντα λόγια/ τρυφερά και παρήγορα// η Αγάπη λείπει// ζωή να γίνει η ζωή// ο άνθρωπος;/ Άνθρωπος να γίνει».

Ετικέτες