Οι φετινές δικηγορικές εκλογές αποτελούν μια σημαντική πολιτική μάχη, η οποία συνδέεται άμεσα με την κεντρική κοινωνική και πολιτική σύγκρουση στην ελληνική κοινωνία. Η έκβασή τους θα αξιοποιηθεί σημαντικά-όπως πάντοτε, άλλωστε, συνέβαινε- στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του μνημονιακού ή του αντιμνημονιακού στρατοπέδου.
Από την άποψη αυτήν, το αποτέλεσμα θα επαγάγει σημαντικές πολιτικές συνέπειες, ιδίως καθώς θα εκδηλωθεί λίγο πριν από την διπλή ή ενδεχομένως και τριπλή εκλογική μάχη της άνοιξης. Θα διαβασθεί ως ένα σημαντικό επεισόδιο αυτού του παρατεταμένου αγώνα.
Όμως, για την Αριστερά, αυτό που πάντοτε προέχει είναι η ανάδυση των πραγματικών κοινωνικών αντιφάσεων και προβλημάτων σε κάθε κοινωνικό χώρο και η μέσα από αυτήν πολιτικοποίηση της σύγκρουσης. Παρά το ότι η ανελαστικότητα της τρέχουσας μνημονιακής κυβερνητικής πολιτικής μετατρέπει εκ των πραγμάτων κάθε καθημερινό οικονομικό ή κλαδικό αγώνα σε πολιτικό και καθιστά την παλιά διάκριση (π.χ. όπως περιγράφεται στο «Τι να κάνουμε») μεταξύ οικονομικών ή πολιτικών αγώνων σε έντονα τροποποιημένη σήμερα, όμως, αυτό δεν αναιρεί καθόλου την ανάγκη σοβαρών κινηματικών πρωτοβουλιών στον χώρο των δικηγόρων, οι οποίες θα μπορούσαν να επιβάλουν νίκες στην μνημονιακή κυβέρνηση και όχι απλώς να προετοιμάζουν το κοινωνικό έδαφος για την αριστερή διακυβέρνηση στην χώρα μας. Σε αντίθεση με μια άποψη που κυκλοφορεί στον χώρο μας, οι αγώνες (είτε κινηματικοί είτε εκλογικοί ) δεν δίνονται για την «τιμή των όπλων» ούτε απλώς για να «ανεβάσουν το θερμόμετρο» υπέρ μιας αριστερής κυβερνητικής διεξόδου και να προσφέρουν το «ώριμο φρούτο» στον «Νέο Πρίγκηπα» (Μακιαβέλι αλλά και Γκράμσι) . Αντιθέτως, καμία αριστερή κυβερνητική διέξοδος δεν θα καταστεί αποτελεσματική, αν δεν υπάρχουν σε όλους τους χώρους ισχυρά κοινωνικοπολιτικά ρεύματα που θα έχουν καταγάγει κλαδικές νίκες ή πάντως θα κρατάνε ισχυρές και συσπειρωμένες τις δυνάμεις τους για τις μεγάλες μάχες που θα δοθούν μετά την κοινοβουλευτική νίκη. Ο δρόμος για την συγκρότηση τέτοιων ρευμάτων είναι ο δρόμος του Ενιαίου Εργατικού Μετώπου. Όλες οι μεγάλες εμπειρίες από το γαλλικό ή το ισπανικό Λαϊκό Μέτωπο ως την Χιλή του 70-73 πείθουν με τις επιτυχίες και αποτυχίες τους για αυτήν την αναγκαία σχέση όχι απλώς μεταξύ κοινωνικού και πολιτικού ( σχηματική διάκριση) αλλά ιδίως μεταξύ του κινηματικού πολιτικού και του κοινοβουλευτικού/κυβερνητικού στενά πολιτικού. Χωρίς αυτήν την πρώτη διάσταση συσσωρευμένη και ισχυρή, όλες οι κυβερνητικές αλλαγές καθίστανται έωλες.
Στο χώρο των δικηγόρων εδώ και χρόνια κυριαρχεί η κοινωνική και επαγγελματική εξάρθρωση, μαζική επιβολή εξόδου από το επάγγελμα και όξυνση της ταξικής διαστρωμάτωσης εντός του κοινωνικού σώματος. Στην πραγματικότητα-και αυτό το ξέρουμε από πολύ παλιά- οι δικηγόροι ποτέ δεν αποτελούσαν μια ενιαία κοινωνική και ταξική κατηγορία. Όμως, αυτό που είναι καινούριο είναι η επιλογή του ντόπιου και του διεθνοποιημένου κεφαλαίου καθώς και των μηχανισμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης να διαλύσουν την μικρομεσαία μαχόμενη δικηγορία (όπως και την μικρομεσαία ιδιοκτησία κατ’ αναλογίαν μέσα από την φορολόγηση) αλλά και να απορρυθμίσουν πλήρως το καθεστώς των εμμίσθων δικηγόρων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα καθώς και το καθεστώς των εμμίσθων συνεργατών (δικηγόρων μισθωτών σε άλλους δικηγόρους). Η αποκατάσταση της νεοφιλελεύθερης τάξης του «αυθόρμητου ανταγωνισμού» (κατά τον Φουκώ ) είναι η άρση κάθε προστατευτικής ρύθμισης και κανόνα, ο οποίος διασφάλιζε δικαιώματα είτε των μισθωτών είτε ενδιάμεσων κατηγοριών, οι οποίες ως έναν βαθμό συνδέονταν με την προάσπιση δικαιωμάτων των μισθωτών και τα διαμεσολαβούσαν στα πλαίσια του παλαιού κοινωνικού συμβολαίου. Η διάλυση της μικρομεσαίας δικηγορίας είναι μια κοινωνική διαδικασία, η οποία περιορίζει την πρόσβαση στην δικαστική προστασία μόνο στα μεγάλα ή μεγαλομεσαία ταξικά και κοινωνικά στρώματα και οδηγεί στην απολύτως μονοπωλιακή συγκέντρωση και συγκεντροποίηση το δικηγορικό επάγγελμα επιβάλλοντας αποδοχές και τιμές αμοιβών που διαλύουν και υποτάσσουν και το μισθωτό κομμάτι αλλά και το ελευθεροεπαγγελματικό μέσα στους δικηγόρους. Ταυτόχρονα, το φορολογικό και το ασφαλιστικό καθεστώς και ιδίως η διαδικασία «αναγκαστικής απαλλοτρίωσης» μέσω του ΚΕΑΟ και ποινικών διώξεων κατά των δικηγόρων για εισφορές προς τα ασφαλιστικά ταμεία ωθούν και στην εντονότερη εγκατάλειψη του επαγγέλματος αλλά και στην πλήρη πειθαρχική επιβολή του κράτους και του κεφαλαίου στον δικηγορικό κόσμο και την «στρατιωτικοποίησή» του έναντι των αναγκών του κεφαλαίου. Οπωσδήποτε, η διάλυση όλων των πληττόμενων δικηγορικών στρωμάτων συνεπάγεται τη μαζική στέρηση δικονομικών αλλά και πολιτικών τελικά δικαιωμάτων για όσους χειμάζονται κοινωνικά αλλά και για όσους αγωνίζονται καθημερινά στον δρόμο κατά των μνημονιακών και φιλοκαπιταλιστικών ρυθμίσεων. Χωρίς ριζοσπαστικούς δικηγόρους που να μπορούν να σταθούν στα πόδια τους κοινωνικά, η κατασταλτική λειτουργία της Δικαιοσύνης ως κρατικού μηχανισμού σε αντιλαϊκή κατεύθυνση θα διογκώνεται όλο και περισσότερο. Και, βεβαίως, αυτό αφορά πρώτα απ’όλα την εργατική τάξη αλλά επεκτείνεται και σε όλες τις αδύναμες ή άνισα μεταχειριζόμενες κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, κοινωνικά αποκλεισμένους, άνεργους, άτομα που ανήκουν σε κοινωνικές ή πολιτιστικές μειονότητες κλπ). Μια συστηματική συνδικαλιστική παρέμβαση στον Δ.Σ.Α. περιλαμβάνει όχι μόνο την απάντηση στα άμεσα κλαδικά και επαγγελματικά προβλήματα της ταξικής πλειοψηφίας των δικηγόρων (όπως η κατάργηση του Φ.Π.Α. στους δικηγόρους, η μείωση και ρύθμιση των ασφαλιστικών εισφορών, η καθιέρωση πραγματικών κατώτατων αμοιβών για τους επαγγελματίες και εμμίσθους δικηγόρους, η ενίσχυση της δημοκρατίας και της συμμετοχής στον Σύλλογο κ.α. ) αλλά και την συνδρομή της Αριστεράς των δικηγόρων κατά της παραβίασης των κοινωνικών και πολιτικών συνταγματικών δικαιωμάτων και υπέρ των αγωνιζόμενων ταξικών κοινωνικών κατηγοριών και υπέρ της δημοκρατίας στην χώρα μας ως συστήματος κοινωνικών και πολιτικών κατακτήσεων, το οποίο καταλύεται από τις μορφές του « νέου παρασυντάγματος» και του κράτους έκτακτης ανάγκης. Η σημερινή διοίκηση του Συλλόγου υπό τον πρόεδρο Γ. Αδαμόπουλο αλλά και άλλες μνημονιακές δυνάμεις έχουν καταδικάσει στην αδράνεια και παραλυσία τον Δ.Σ.Α. και πρέπει να αποδυναμωθούν καίρια και ο Σύλλογος να περάσει στις δυνάμεις της Αριστεράς ως πρώτο βήμα για μια κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στις λαϊκές τάξεις και την ταξική πλειοψηφία του δικηγορικού σώματος. Πρέπει να επιβεβαιωθεί ξανά ο παλαιότερος ρόλος των δικηγόρων ως «πρακτικών διανοουμένων» και ως σώματος με πολιτική υπευθυνότητα, το οποίο προασπίζει τα πολιτικά δικαιώματα και τη δημοκρατία στην χώρα μας.
Από αυτήν την σκοπιά, θα ήταν απολύτως επιθυμητό και αναγκαίο στις εκλογές του ΔΣΑ να έχει υπάρξει ένα μέτωπο των συνδικαλιστικών δυνάμεων της Αριστεράς, το οποίο θα αντιστοιχούσε σε γενικές γραμμές στις δυνάμεις που διεκδίκησαν την σύγκληση Γενικών Συνελεύσεων από το 2012 και εξής και την κινητοποίηση του κλάδου. Η Ριζοσπαστική Αριστερή Κίνηση, η παράταξη του χώρου του ΣΥΡΙΖΑ στον Δ.Σ.Α., πήρε έγκαιρα την πρωτοβουλία και πρότεινε στις άλλες αριστερές δυνάμεις στον Σύλλογο και ιδίως στην παράταξη της «Εναλλακτικής Παρέμβασης Δικηγόρων Αθήνας» (η οποία επί χρόνια εκπροσώπησε ένα σημαντικότατο τμήμα της ριζοσπαστικής Αριστεράς στους δικηγόρους) αλλά και σε άλλες δυνάμεις όπως η παράταξη του Κ.Κ.Ε. ή η Δικηγορική Συνδικαλιστική Αλλαγή. Εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις –όπως η θετική ανταπόκριση των «Δικηγόρων σε Κίνηση» - οι βασικές δυνάμεις της Αριστεράς και του αντιμνημονιακού χώρου πέραν της Ρ.Α.Κ. δυστυχώς δεν ανταποκρίθηκαν σε μια πρόταση, η οποία συνδύαζε ένα σημαντικό κοινό ριζοσπαστικό προγραμματικό υπόβαθρο χωρίς να θέτει αναγκαίες προϋποθέσεις στο πρόσωπο του υποψηφίου προέδρου. Η κατάσταση αυτή μας λέει ορισμένα πράγματα και για μια συνολικότερη προγραμματική ανωριμότητα στις δυνάμεις της Αριστεράς στην ελληνική κοινωνία αλλά και για το (αρνητικό) γεγονός ότι η εξ αριστερών πίεση στον ΣΥΡΙΖΑ ως αυριανή κυβερνητική δύναμη ασκείται πολύ περισσότερο από το εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ –και ιδίως τις δυνάμεις της «Αριστερής Πλατφόρμας» - παρά από τις άλλες αριστερές δυνάμεις, οι οποίες ορισμένες φορές επαναπαύονται στις «δάφνες τους». Επίσης, η άρνηση στην πρόταση της Ρ.Α. Κ. – η οποία , πάντως, είχε συναντήσει αντιδράσεις και εντός της Ρ.Α. Κ.- απέδειξε ότι το πρόβλημα των γραφειοκρατικών μηχανισμών δεν αφορά αποκλειστικά τις μεγαλύτερες δυνάμεις της Αριστεράς που τείνουν προς την κυβέρνηση της Αριστεράς (όπως ιδίως ο ΣΥΡΙΖΑ) αλλά με άλλους τρόπους και μορφές και τις πιο μικρές συνιστώσες και οργανώσεις της.
Η παράταξη της Ρ.Α.Κ. με επικεφαλής υποψήφιο Πρόεδρο τον σ. Βασίλη Παπαστεργίου, έναν ικανό και αξιόλογο σύντροφο με σημαντική παρέμβαση όχι μόνο στα συνδικαλιστικά θέματα αλλά και στα ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, συγκεντρώνει σημαντικές συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ευρύτερης Αριστεράς και φιλοδοξεί να συμβάλει καθοριστικά στην ανατροπή των συσχετισμών στον Δ.Σ.Α. Αυτό το ψηφοδέλτιο, το οποίο πλαισιώνεται από σημαντικούς συντρόφους και συντρόφισσες στα πλαίσια της συνδικαλιστικής Αριστεράς στον Δ.Σ.Α.- μπορεί και πρέπει να υποστηριχθεί από όλους και όλες μας και να έχει την καλύτερη δυνατή τύχη. Το πρόγραμμα της Ρ.Α.Κ.-παρά τις όποιες ατέλειές του- περιλαμβάνει σημαντικές όψεις των αναγκών και των αιτημάτων του δικηγορικού κόσμου. Όμως, η πάλη για την αλλαγή των πολιτικών συσχετισμών μέσα στους δικηγόρους θα συνεχιστεί και την επαύριο των εκλογών και μάλιστα ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά τους. Σε αυτήν την διαδικασία, θα είναι σημαντικό οι όποιες προεκλογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στις δυνάμεις της Αριστεράς να μην δημιουργήσουν «κλειστές πόρτες» αλλά απλώς να δώσουν το έναυσμα για μια ουσιαστικότερη ενοποίηση και κοινή δράση κατά των πολιτικών του κεφαλαίου και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
*δικηγόρος μέλος της Κ.Ε. του ΣΥΡΙΖΑ