Πάει αρκετός καιρός από τότε που προβλήθηκε η ταινία Joker στους κινηματογράφους. Παρ’ όλα αυτά , τούτο το κείμενο γράφεται μετά από την έντονη συζήτηση που τη συνόδεψε, ακριβώς για να τη λάβει υπόψη. Καθώς οι μέρες περνούν και το σύννεφο της συζήτησης κατακάθεται, καταγράφω κάποιες σκέψεις:

Μια πρώτη σημείωση, είναι ότι μας επιβλήθηκε μια αναγκαστική συζήτηση για την ταινία, πριν τη δούμε , και έτσι όταν τελικά την είδαμε, κατά κάποιο τρόπο νιώθαμε ότι οφείλουμε να συγκλονιστούμε. Η αλήθεια είναι πως το Joker είναι από αυτές τις ταινίες που ήξεραν καλά οι παραγωγοί ότι έχουν όλα τα φόντα για να συμβολοποιηθούν. Ο Joker έγινε σύνθημα σε  πλακάτ, φωτογραφία προφίλ σε  κοινωνικά δίκτυα, μάσκα σε  διαδήλωση, επιχείρημα για τα χαρακτηριστικά των νέων εξεγερμένων. Αν συμφωνήσουμε ότι  το V for Ventetta ή το Hunger Games ή πρόσφατα το Casa del Papel, με διαφορετικό τρόπο, προσέφεραν υλικό που ενέπνευσε αναπαραστάσεις τους στο δρόμο,  μπορούμε ίσως να αναγνωρίσουμε την προσπάθεια της  παραγωγής να σκηνοθετήσει  το φαινόμενο Joker με την ελπίδα να γίνει κάτι αντίστοιχο.  

Εντοπίζουμε λοιπόν δύο σκηνοθεσίες. Τη σκηνοθεσία της ταινίας  από τον Τοντ Φίλιπς και  τη σκηνοθεσία της συζήτησης για την ταινία που αναπτύχθηκε πέρα  από τις κινηματογραφικές  αίθουσες.

Μια δεύτερη σημείωση που ίσως  αξίζει να διερευνηθεί περισσότερο,  είναι η ανάγκη  στρωμάτων της κοινωνίας να αναζητούν σύμβολα, ήρωες και αντι-ήρωες, εξοργισμένες ή τραγικές φιγούρες στον κινηματογράφο, οι οποίες εκφράζουν αυτό το «ούτε αριστερά, ούτε δεξιά». Η αναζήτηση τέτοιων συμβόλων  στη λογοτεχνία ή στον κινηματογράφο παρουσιάζεται με μεγαλύτερη ένταση, ταχύτητα και διάδοση στην εποχή των κοινωνικών δικτύων. Και αυτό είναι κάτι που συνέβη και με την περίπτωση Joker στην οποία αναζητήθηκε  το νέο εξεγερμένο υποκείμενο, τοποθετώντας για παράδειγμα τη φωτογραφία του δίπλα σε φωτογραφίες από τις διαδηλώσεις των τελευταίων ημερών σε πολλά μέρη του πλανήτη.  

Η πρόθεσή μας να παρουσιάσουμε την ταινία ως  αντισυστημική  είναι αδιαμφισβήτητα ένα καλό αντανακλαστικό. Πράγματι  η ταινία είναι «από την από δω μεριά». Ο φόβος για παράδειγμα μην εξεγερθούν  τα 15χρονα πιτσιρίκια που θα έβλεπαν την ταινία στο σινεμά και που οδήγησε σε αστυνομικές εφόδους στους ελληνικούς κινηματογράφους, είναι απόδειξη της αγωνιστικής της θέσης , αλλά και δείγμα της αγωνίας  των αρχόντων, που επίσης αναζητούν σύμβολα για να γκρεμίσουν. Θα πρέπει βέβαια να θυμίσουμε ότι  όταν υπήρξε  αιτία, στην Ελλάδα ,  οι νεαροί μαθητές και μαθήτριες   εξεγέρθηκαν, χωρίς να έχουν δει καμία τέτοια ταινία. Αν σήμερα βρισκόταν  και πάλι  μια αφορμή για  να εξεγερθούν , αυτή δε θα ήταν το περιεχόμενο μιας τέτοιας ταινίας αλλά  μάλλον η απαγόρευση της εισόδου τους στα σινεμά για να τη δουν . Γι’ αυτό άλλωστε και  ο Λοβέρδος προτίμησε να συνοδέψει τον ανήλικο γιο του προκειμένου  να δούνε το Joker μαζί, όπως δήλωσε . Έτσι για  να έχει το κεφάλι του ήσυχο…

Για την ίδια την ταινία , δηλωτική της προοδευτικής πρόθεσης και θέσης του σκηνοθέτη είναι η προσπάθεια να αναδειχθούν οι κοινωνικοί παράγοντες που ωθούν τον Joker στα εγκλήματα, πλαισιώνοντας κοινωνικά τη ψυχική του ασθένεια.  Το σύστημα εγκληματεί εγκαταλείποντας τον ήρωά μας και αυτός με τη σειρά του εγκληματεί για να εκδικηθεί. Οι διάλογοι με την κοινωνική λειτουργό είναι αποκαλυπτικοί: «Δεν δίνουν δεκάρα για μένα και για σένα», του θυμίζει εκείνη.  Ο Άρθουρ Φλεκ  θα ήθελε να προσπαθήσει να ενταχθεί στην κοινωνία, να γίνει λειτουργικός, αλλά ο νεοφιλελεύθερος χρόνος δεν του το επιτρέπει και έτσι απλώς μουντζουρώνει το τετράδιό του, γελώντας τη σωστή στιγμή για να αποκλειστεί από τους «κανονικούς» ανθρώπους. Στο τέλος της ημέρας, όχι χωρίς αντίσταση,  αποδέχεται το πιστόλι που του προσφέρεται και πατάει τη σκανδάλη.

 Ενδιαφέρον παρουσιάζει και ο συμβολικός πατέρας-δήμαρχος τον οποίο η μητέρα του Joker φαντασιώνεται ως σωτήρα που  θα φροντίσει αυτήν και το γιο της. Η απουσία του, όπως και η απουσία του κοινωνικού κράτους είναι απλώς μια παρεξήγηση. Η μητέρα είναι σίγουρη πως όταν ο δήμαρχος  κατανοήσει ότι η αυτή  και το παιδί τους είναι  βυθισμένοι στη φτώχεια,  θα προσφέρει γενναιόδωρα τη βοήθεια του. Το αίτημα της μητέρας να ακουστεί από τον πατέρα-δήμαρχο συναντάται με το αίτημα του Άρθουρ να γίνει αποδεκτός από έναν άλλο πατέρα, το διάσημο παρουσιαστή talk show που υποδύεται ο Ρόμπερτ Ντε Νίρο. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει απόρριψη. Όμως όσο εκτυλίσσεται  η ιστορία  νιώθουμε το αίτημα να ξεγλιστρά, αφού η ασθένεια μητέρας και γιου , μας προκαλεί να απαντήσουμε στο ερώτημα σε μια ακραία συνθήκη: Δικαιούνται τη στήριξη της κοινωνίας;

Η απάντηση βρίσκεται στις φαντασιώσεις-παραισθήσεις του Άρθουρ που σταδιακά μεταμορφώνεται σε  Joker. Το μόνο που επιζητά είναι λίγη αγάπη και αξιοπρέπεια. Προσπαθεί ξανά και ξανά, ανεβαίνοντας καθημερινά τις τεράστιες σκάλες , να επιβιώσει, να αντισταθεί στη ψυχική του ασθένεια, να ζήσει όπως όλοι οι υπόλοιποι,  χωρίς να ενοχλεί κανέναν. Δεν το κατορθώνει. Σταδιακά σκοτώνει όσους φαντάζεται ότι ευθύνονται για την εγκατάλειψή του, φτάνοντας μέχρι και  στην μητροκτονία.

 Ο σκηνοθέτης μας δοκιμάζει συνεχώς αφήνοντάς μας  να αναρωτηθούμε για παράδειγμα,   αν η γειτόνισσα και μητέρα ενός παιδιού, όντως μπόρεσε να  ερωτευτεί τον Άρθουρ.  Η απάντηση αποκαλύπτεται σταδιακά. Ο Joker δεν μπορεί να αγαπηθεί, ούτε από τον πατέρα, ούτε από την μητέρα, ούτε από το  κράτος, ούτε από τους συναδέλφους του, ούτε από τη γυναίκα που ερωτεύεται, ούτε από κανέναν. Ο Άρθουρ, ο Joker,  είναι μόνος στον κόσμο. Ο μόνος που γλυτώνει από την οργή του είναι ένας ακόμα «μη κανονικός» για τα κυρίαρχα πρότυπα εμφάνισης , ένας νάνος, ο μοναδικός που του φέρθηκε καλά.

 Ίσως το πιο πετυχημένο ερμηνευτικό εύρημα είναι ο κλαυσίγελος του ήρωα , που επιτελείται πάντα σε μια ορθά λανθασμένη στιγμή. Αριστουργηματικά στημένη είναι και η   τελευταία σκηνή, όταν  ο Joker ως ένας άλλος εσταυρωμένος ή ροκ σταρ,  σηκώνεται από το εξεγερμένο πλήθος στον αέρα. Η σκηνή μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής και μας ανακουφίζει από τις αχρείαστες σπλάτερ σκηνές που βλέπουμε κατά τη διάρκεια της ταινίας. Συγκλονιστική  είναι και η ερμηνεία του Χοακίν Φοίνιξ, που χτίζει τον χαρακτήρα του, έκφραση την έκφραση, χειρονομία την χειρονομία, καρέ-καρέ.

Από εκεί και πέρα επιστρέφοντας στη συζήτηση για την ταινία: Διαφορετική γίνεται η κριτική  αν αποδεχτούμε ότι ο Joker είναι απλώς μια κόμικ αντι-ηρωική φανταστική ταινία που κρατάει κριτική στάση στον κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό των κατώτερων τάξεων καθώς και στον κοινωνικό ρατσισμό  και διαφορετική  η κριτική αν εξαρχής αποδεχτούμε ότι πρόθεση της σκηνοθεσίας είναι να δημιουργήσει μια ταινία-καταγγελία του νεοφιλελεύθερου , άγριου, χυδαίου καπιταλισμού και ταυτόχρονα ύμνο σε κάθε εξεγερμένο.

Αυτή η δεύτερη εκδοχή της είναι που αναδείχθηκε και από την σκηνοθεσία (ή έστω την άφησε να εννοηθεί στη διαφήμισή της)  αλλά κυρίως από τη συζήτηση που τη συνόδεψε. Αν λοιπόν την κρίνουμε ως τέτοια τότε νομιμοποιούμαστε να σημειώσουμε ότι αν και βλέπουμε όψεις αυτής της καπιταλιστικής χυδαιότητας, δεν εντοπίζουμε  πουθενά στην ταινία τη δημιουργικότητα και την χαρά της αντίστασης, ούτε την ποικιλομορφία των «από κάτω». Η αναπαράσταση της κοινωνικής εξέγερσης, είναι προβληματική. Είναι ο τρόπος που οι ελίτ  βλέπουν τις εξεγέρσεις: ως το  πλήθος μιας ασθενούς  πλέμπας που δεν έχει σωτηρία , ως την απόδειξη ότι δεν πρέπει να ξοδευτεί ούτε ένα σεντ για τη «θεραπεία» τους.  Η συγκεκριμένη κοινωνική αναπαράσταση  των εξεγερμένων, φέρει την ενοχή του «κάτι κακό κάναμε και εμείς». Δεν έχει καμία περηφάνια, καμία αξιοπρέπεια. Και για να μην πάμε στα εύκολα,  δεν μοιάζει ούτε με τις πιο άγριες των  πρόσφατων εξεγέρσεων (γαλλικά προάστια,  Δεκέμβρης του 2008).

Είναι προφανές ότι η ταινία δεν αποτελεί μια σύγχρονη εκδοχή των Αθλίων. Στην ταινία τοποθετείται ένας κόμικ ήρωας σε ένα εντελώς ρεαλιστικό και σύγχρονο (αλλά όχι δυστοπικό) περιβάλλον. Με αυτόν τον τρόπο αδικείται και ο ήρωας και το περιβάλλον. Είναι σαν να βλέπουμε δύο παράλληλα έργα που ενώθηκαν σε ένα.

Στο Joker  οι άνθρωποι που αντιστέκονται είναι ήδη ηττημένοι και βγαίνουν στο δρόμο όταν ήδη ο ήρωας  έχει δολοφονήσει τους λευκούς προνομιούχους κακούς άνδρες. Τίποτα από όλα αυτά δεν θα ήταν αναγκαίο  να σημειωθεί αν η ταινία δεν συνοδευόταν από μια συζήτηση που την συνέκρινε τόσο άμεσα και με το ζόρι  με τις σύγχρονες εξεγέρσεις. Αυτή η κυριολεκτική μετάφρασή της είναι που οδηγεί στην υπενθύμιση: Είναι απλώς μια  καλή ταινία.  

Η ατυχία για την ταινία είναι ότι λίγες βδομάδες αφότου κυκλοφόρησε στους κινηματογράφους, εκατομμύρια άνθρωποι βγήκαν όντως στο δρόμο, στη Χιλή, στο Λίβανο, στην Καταλονία, στην Αϊτή, στον Χονγκ Κονγκ , σε τελείως διαφορετικά πλαίσια στην κάθε περίπτωση. Εξεγέρθηκαν όμως με όλη τη δημιουργικότητα, τον πόνο και τη χαρά τους. Οι εξεγερμένοι, έπαιξαν μουσική, χόρεψαν , τραγούδησαν όπερα, έκαναν κατάληψη και απεργία, μπούκαραν σε κτίρια, δολοφονήθηκαν, φυλακίστηκαν, τυφλώθηκαν. Και μέσα σε αυτό το σκηνικό το σύμβολο  Joker αντί να αναδειχθεί , αποδυναμώθηκε , φάνηκε μικρό, ξαναέγινε δυσδιάστατο, κατέρρευσε.

Ατυχής και η  σύγκριση της ηθοποιού-καλλιτέχνιδας δρόμου La Μimo που δολοφονήθηκε στη Χιλή,  με τον Τζόκερ. Η σύγκριση αποτελεί  προσβολή στη μνήμη της. Ταυτόχρονα αδικεί την ταινία, γιατί προσπαθεί να στριμώξει  την πραγματικότητα σε αυτήν.

Στο τέλος της ημέρας θα ήθελα  να πάρω τον Joker μια αγκαλιά και να τον καθησυχάσω λέγοντάς του ότι αν και είναι δικός μας , στο δικό του κόμικ περιβάλλον θα είναι πιο ασφαλής από ότι στον δικό μας ελεεινό αλλά εντελώς απρόβλεπτο κόσμο.

 Ας κάνουμε χώρο στα σύμβολα και στις παραστάσεις που θα σκηνοθετήσουν στο πόδι,  οι εξεγέρσεις της εποχής μας. Και αν δεν μας αρέσουν, δεν πειράζει, θα είναι ωστόσο ολόδικά μας, τρισδιάστατα.  Μέχρι τότε ας αναζητήσουμε περισσότερες αλληγορίες και συμβολισμούς σε κινηματογράφο και λογοτεχνία  και λιγότερες ακριβείς αντιστοιχίες.  Και  ας παραδεχτούμε  επιτέλους ότι δεν μιλούσαμε για την ταινία, αλλά με αφορμή αυτήν. Θα γλυτώσουμε έτσι χρόνο  για να κάνουμε την άλλη συζήτηση απευθείας , που με τη σειρά της  θα μας επιτρέψει να μιλήσουμε για κινηματογράφο. Τώρα, είναι μια καλή στιγμή να επιστρέψουμε τον Τζόκερ στο κόσμο του.

Ετικέτες