Πανεκπαιδευτικό μέτωπο για να ανατραπεί

Στη Βουλή κατατέθηκε το προσχέδιο νόμου του υπουργείου Παιδείας, που αφορά την τριτοβάθμια εκπαίδευση και έχει σαν κύριες αιχμές τη σύνδεση της χρηματοδότησης με την αξιολόγηση των ανώτατων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, καθώς και τη δυνατότητα διορισμού καθηγητών με την κατοχή τίτλων ιδιωτικών κολλεγίων. Επιπρόσθετα αντικαθίσταται η ΑΔΙΠ (Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας) στην Ανώτατη Εκπαίδευση από ένα νέο όργανο που θα αποφασίζει αυτό για το πώς θα κατανέμονται οι πόροι στα πανεπιστημιακά ιδρύματα και το πώς αυτά θα λειτουργούν.

Πιο συγκεκριμένα, το νέο νομοσχέδιο φέρνει ριζικές αλλαγές όσον αφορά τη χρηματοδότηση των ΑΕΙ, αφού από το 2022 το 20% του τακτικού προϋπολογισμού για τα ΑΕΙ θα δίνεται με βάση τις επιδόσεις των ιδρυμάτων πάνω σε κάποια  συγκεκριμένα κριτήρια, όπως η «ποιότητα και η αποτελεσματικότητα της εκπαιδευτικής διαδικασίας», η εκμετάλλευση της ερευνητικής διαδικασίας από τις επιχειρήσεις, ώστε να παράγουν κέρδος γι’ αυτές, ο αριθμός των αποφοίτων σε σχέση με τους εισερχόμενους στη σχολή, η εξωστρέφεια του πανεπιστημίου, το συγγραφικό έργο των καθηγητών, ο αριθμός των μελών του επιστημονικού προσωπικού που επιτυγχάνουν να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση από ευρωπαϊκά κονδύλια, ο αριθμός των αλλοδαπών φοιτητών.

Η σύνδεση της χρηματοδότησης με το κριτήριο του αριθμητικού συσχετισμού αποφοίτων και νεοεισερχόμενων φοιτητών ανοίγει διάπλατα την πόρτα για την εφαρμογή του ν+2 και τη διαγραφή των φοιτητών, αφού το πανεπιστήμιο,  προκειμένου να μπορέσει να λάβει τους απαιτούμενους πόρους για τη λειτουργία του, θα καταφύγει σε τέτοιες εύκολες και «ευέλικτες» κινήσεις και αυτό αποδεικνύει περίτρανα με ποιον τρόπο η κυβέρνηση χρησιμοποιεί αυτό το νομοσχέδιο για να εκβιάζει τις συγκλήτους των πανεπιστημίων, ώστε να εφαρμόζουν κάθε πτυχή της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης.

Με το νέο νόμο βλέπουμε να διαμορφώνεται ένας νέος τρόπο λειτουργίας των Ειδικών Λογαριασμών Κονδυλίων Έρευνας (ΕΛΚΕ) των πανεπιστημίων. Η πανεπιστημιακή έρευνα και επομένως και η χρηματοδότησή της σχετίζονται με την ανταποδοτικότητα που φέρνουν αυτά στην αγορά εργασίας, δηλαδή με τα κέρδη των επιχειρήσεων. Αυτό δημιουργεί πανεπιστήμια 2 ταχυτήτων, αφού οι πιο οικονομικίστικες και τεχνοκρατικές σχολές θα λαμβάνουν παραπάνω χρηματοδότηση από τις σχολές Κοινωνικών Επιστημών, εφόσον οι τελευταίες δεν έχουν άμεσα οφέλη για το κεφάλαιο στην αγορά εργασίας. Αυτό δείχνει και τη βασική κατεύθυνση και προτεραιότητα του κράτους, που δεν είναι οι κοινωνικές ανάγκες, αλλά τα συμφέροντα τους κεφαλαίου και της αγοράς.

Επίσης με το άρθρο 50, ο ΑΣΕΠ θα κάνει δεκτούς τους τίτλους σπουδών της αλλοδαπής για τον μόνιμο διορισμό εκπαιδευτικών σε πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση στα δημόσια σχολεία, ακόμη και αν οι υποψήφιοι δεν έχουν εξασφαλίσει την ακαδημαϊκή αναγνώριση των πτυχίων τους μέσω ΔΟΑΤΑΠ (Διεπιστημονικός Οργανισμός Αναγνώρισης Τίτλων Ακαδημαϊκών και Πληροφόρησης).Την ίδια στιγμή η κυβέρνηση εργάζεται να επιβάλει αυταρχικές και εξοντωτικές ποινές για όσους δασκάλους και καθηγητές διορίζονται και δεν αναλαμβάνουν υπηρεσία, αφού θα αποκλείονται για 2 χρόνια από τη δυνατότητα επαναδιορισμού, καθιστώντας τους με αυτό τον τρόπο δέσμιους των πράξεων της κυβέρνησης για το τι ανάγκες θα έχει να καλύψει την τελευταία στιγμή.

Παράλληλα με το νέο νόμο έρχεται η αναθεώρηση σχολικών αργιών όπως αυτή των τριών Ιεραρχών, αφού από επίσημη σχολική αργία μετατρέπεται πλέον σε υποχρεωτική ημέρα κατήχησης εντός των σχολείων, με μια σειρά από «θρησκευτικές δραστηριότητες».

Το νομοσχέδιο λοιπόν αυτό έρχεται να αλλοιώσει όχι μόνο τον δωρεάν και δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης, αλλά να το προσανατολίσει πλήρως στα επιχειρηματικά συμφέροντα, αφού το κυριότερο κριτήριο αξιολόγησης των προγραμμάτων σπουδών είναι η αναγνώρισή τους από την αγορά εργασίας και το κατά πόσον αυτά επιφέρουν κέρδη στις επιχειρήσεις και όχι ο επιστημονικός τους ρόλος για την πρόοδο και την ευημερία της κοινωνίας.

Ο μόνος τρόπος να ανατραπεί και να μην εφαρμοστεί αυτό το νομοσχέδιο είναι η πάλη των ίδιων των φοιτητών μέσα από μαζικές γενικές συνελεύσεις και η σύνδεση των αγώνων τους με αυτούς της υπόλοιπης εκπαιδευτικής κοινότητας, όπως οι εκπαιδευτικοί που πλήττονται ιδιαίτερα από το νέο νομοσχέδιο, σε μια προσπάθεια συγκρότησης πανεκπαιδευτικού μπλοκ αγώνα που είναι και το μόνο που μπορεί να δώσει λύσεις και νικηφόρους αγώνες.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες