Ο Μητσοτάκης στριµωγµένος από τις συνέπειες της πολιτικής του

Με τις εξελίξεις του φετινού καλοκαιριού, είναι λες και η πραγµατικότητα έχει βαλθεί να εξηγήσει στον Μητσοτάκη γιατί τα «απρόσµενα» αποτελέσµατα των ευρωεκλογών θα έπρεπε να είναι αναµενόµενα για κάθε σοβαρό πολιτικό επιτελείο. Και κυρίως, να προειδοποιήσει ότι αυτά τα αποτελέσµατα µπορούν να αναπαραχθούν -και ακόµα χειρότερα…- στις εθνικές πολιτικές εκλογές, όποτε κι αν αυτές γίνουν. Και τότε, τι; Μετά την εξαέρωση του 41% της ΝΔ (µέσα σε µόλις 1 χρόνο) και τον περιορισµό της «κυβερνήσιµης» αντιπολίτευσης στα φτωχά όρια του ΠΑΣΟΚ και τα φθίνοντα όρια του κασσελακικού ΣΥΡΙΖΑ, µε ποιον πολιτικό «κορµό» θα µπορούσε να σχηµατιστεί κυβέρνηση ικανή να υπηρετήσει αξιόπιστα τους καπιταλιστές µέσα σε µια συγκυρία που γίνεται διεθνώς όλο και πιο πιεστική και επικίνδυνη;

Το ερώτηµα αυτό έρχεται κατά πάνω στις καθεστωτικές δυνάµεις και όπως δείχνουν οι σελίδες του «σοβαρού» συστηµικού Τύπου απασχολεί έντονα τα στελέχη της κυρίαρχης τάξης, πίσω και πάνω από τα κόµµατα.

Συνεχιζόµενη λιτότητα

Στη βάση του ερωτήµατος προφανώς είναι η οικονοµική πολιτική. Όλοι γνωρίζουν ότι η περίοδος της υπεραισιοδοξίας σχετικά µε την ανάπτυξη έχει τελειώσει. Η ΕΛΣΤΑΤ, οι τράπεζες και οι διεθνείς «θεσµοί» εκτιµούν ότι το ελληνικό ΑΕΠ θα «µεγεθυνθεί» στα όρια του 2%, κάτω από το 2,9% που προβλέπει ο προϋπολογισµός και κάτω από το 2,5% που απαιτεί το Πρόγραµµα Σταθερότητας, επιτάσσοντας από το 2024 και για µεγάλη περίοδο να διασφαλίζονται «πλεονάσµατα» της τάξης του 2,1% του ΑΕΠ για την εξυπηρέτηση του χρέους.

Αυτήν την πίεση η κυβέρνηση τη «διαχειρίζεται» µε την πάγια συνταγή της λιτότητας και της φοροληστείας. Στο πρώτο εξάµηνο του 2024 το µέσο εισόδηµα των λαϊκών νοικοκυριών µειώθηκε κατά 2%, παρά τα κυβερνητικά κοκορέµατα περί αυξήσεων στους µισθούς και στις συντάξεις. Στο ίδιο διάστηµα, τα έσοδα του κράτους από τους φόρους αυξήθηκαν κατά 11,27% ή 4 δισ. ευρώ, σε σύγκριση µε το ίδιο εξάµηνο του 2023, όπου είχε σηµειωθεί ρεκόρ αύξησης των εσόδων από τους φόρους επί των φυσικών προσώπων (δηλαδή κυρίως του εργαζόµενους) και τον ΦΠΑ και τους λοιπούς «ειδικούς» άµεσους φόρους. Σε µια τέτοια περίοδο όπου τα κρατικά έσοδα από την φοροληστεία σε βάρος των απλών ανθρώπων αυξάνουν από ρεκόρ σε ρεκόρ, οι κοινωνικές δαπάνες µειώνονται σταθερά, µε ρυθµό -500 εκατ. ευρώ ανά εξάµηνο (κατά τα επίσηµα στοιχεία, γιατί η πραγµατικότητα είναι χειρότερη). Με αυτή τη µέθοδο διασφαλίζονται, µέχρι τώρα, τα αιµατηρά «πλεονάσµατα».

Επ’ αυτής της «µεθόδου», η κυβέρνηση δηλώνει ανυποχώρητη. Τα παπαγαλάκια διακινούν ήδη δηµοσιεύµατα ότι οι αυξήσεις στους µισθούς και στις συντάξεις υπήρξαν «υπερβολικές» και µεγαλύτερες των «πραγµατικών αντοχών της οικονοµίας». Ο Χατζηδάκης δηλώνει ότι δεν δέχεται ούτε προς συζήτηση προτάσεις για µεταφορά προϊόντων από τον υψηλό δείκτη ΦΠΑ του 24% (τον υψηλότερο στην ευρωζώνη…) προς τον χαµηλότερο δείκτη του 13%, αλλά και καµιά σκέψη για «χαλάρωση» των συντελεστών φορολόγησης των φυσικών προσώπων (που κυµαίνονται µεταξύ 9% στο ετήσιο εισόδηµα µέχρι 10.000 ευρώ και φτάνουν στο 44% στο ετήσιο εισόδηµα πάνω από 40.000 ευρώ), παρά τις τεράστιες µειώσεις φόρων που έχουν κατακτήσει τα «νοµικά πρόσωπα», δηλαδή οι Α.Ε. και λοιποί αναξιοπαθούντες όπως οι εφοπλιστές. Που µέσα στο 2023 είχαν τη «ρευστότητα» για να παραγγείλουν νεότευκτα πλοία αξίας µεγαλύτερης των 200 δισ. ευρώ, κατακτώντας την πρώτη θέση στη σχετική παγκόσµια κατάταξη. Με τούτα και άλλα, µεταξύ 2020 και 2024, δηλαδή στην περίοδο όπου η φορολόγηση καθορίζεται από την «πολιτική Μητσοτάκη», οι φόροι επί των φυσικών προσώπων (δηλαδή των εργαζοµένων, των αγροτών και των αυτοαπασχολούµενων) αυξήθηκαν πάνω από 41%... Αυτά δείχνουν την πραγµατική πρόθεση της κυβέρνησης…

Όµως πέρα από τη (δεδοµένη) πρόθεση, πλέον µετράει και η δυνατότητα µιας πολιτικής που είναι εγκλωβισµένη σε συγκεκριµένες κοινωνικές αναφορές. Η επιδείνωση των διεθνών οικονοµικών συνθηκών, θα κάνει την πολιτική Μητσοτάκη ακόµα πιο ανάλγητη και αδίστακτη. Γι’ αυτό παρότι η ΝΔ χρειάζεται επειγόντως ένα «σήµα» φιλολαϊκής στροφής, οι αναµενόµενες εξαγγελίες του Μητσοτάκη στη ΔΕΘ θα είναι περιορισµένης αξίας. Όλα δείχνουν ότι το «καλάθι» των ενισχύσεων που θα παρουσιαστούν θα είναι µικρό, µε συνολικό «κόστος» που δεν θα ξεπερνά τα 800 εκατ. ευρώ. Και αν αναλογιστεί κανείς ότι µέσα σε αυτό, το πιο «ακριβό» µέτρο είναι η µείωση των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών κατά ένα (πρόσθετο) 0,5%, τότε καταλαβαίνει ότι οι «ενισχύσεις» που θα αφορούν τον εργατικό-λαϊκό κόσµο θα είναι λιγότερες και από ψίχουλα.

Ανοιχτά µέτωπα

Αυτή η πολιτική συνεχίζει να «χτυπά» µια κοινωνία που έχει ρηµάξει µέσα από την πορεία στην έρηµο µιας υπερδεκαετούς κρίσης. Τα περιθώρια αντοχής έχουν εξαντληθεί. Γι’ αυτό σε όλες τις µετρήσεις, η ακρίβεια στα τρόφιµα, στην ενέργεια, στη στέγη κ.ο.κ. διαπιστώνεται ως το πρώτο κριτήριο στη διαµόρφωση της πολιτικής στάσης του κόσµου.

Σε αυτόν τον «ξερό κάµπο», ακόµα και τυχαίες «σπίθες» µπορούν να ανάψουν µεγάλες φωτιές. Και από «σπίθες» η κυβερνητική πολιτική παράγει περισσότερες απ’ όσες µπορεί να διαχειριστεί. Η φωτιά που ξεκίνησε από τον Βαρνάβα και σε ελάχιστες ώρες έκαιγε στα Βριλήσσια και στο Χαλάνδρι, δείχνει µε το δάχτυλο τις ευθύνες εκείνων που µετέτρεψαν την Πυροσβεστική σε ένα ανοργάνωτο ασκέρι, επανδρωµένο από ελαστικοποιηµένους και εποχικούς εργαζόµενους που θα πρέπει χωρίς εκπαίδευση και εξοπλισµό να παίξουν τη ζωή τους κορώνα-γράµµατα για να σώσουν ακόµα και γειτονιές της πρωτεύουσας της χώρας. Οι αθλιότητες του Γεωργιάδη που, στην ώρα της κατάρρευσης του ΕΣΥ, διαλέγει να επιτίθεται καθηµερινά στους γιατρούς και στις νοσοκόµες, λειτουργούν ως πρόκληση στο θυµό του κόσµου, που έχει πλέον αρκετές εµπειρίες από την κατάσταση στα δηµόσια νοσοκοµεία και ξέρει ποιοι-ποιες τα κρατούν µε κόπο ζωντανά. Ένα δυστύχηµα σε ένα τυχαίο λούνα-παρκ, µπορεί να λειτουργήσει ως ένα «µεγάλο γεγονός» όταν αναδεικνύει την υποχώρηση του δηµόσιου ελέγχου, τη διαφθορά, την επικράτηση των κριτηρίων της αρπαχτής κερδοφορίας, ακόµα και µε τον κίνδυνο να χαθούν ζωές.

Και στο βάθος, σε λίγες εβδοµάδες, η Κεραµέως οφείλει, λέει, να οργανώσει και να περάσει µια νέα άγρια αντιµεταρρύθµιση του ασφαλιστικού…

Όλα αυτά, και πολλά άλλα, λειτουργούν επιδεινώνοντας το συσχετισµό σε βάρος του Μητσοτάκη, αφαιρώντας πολιτική δύναµη από αυτήν που ανέδειξε στην κάλπη των ευρωεκλογών.

Ο παράγοντας αυτός, που έχει γίνει πλέον φανερός και δηµόσιος, θα έχει αυτόνοµη λειτουργία στο εσωτερικό της ΝΔ και της ίδιας της κυβέρνησης. Η επιλογή για τη θέση του/της Προέδρου της Δηµοκρατίας, είναι σήµερα για τον Μητσοτάκη µια «άσκηση» κατά πολύ πιο δύσκολη απ’ ό,τι ήταν λίγους µόνο µήνες πριν. Το ίδιο ισχύει και ως προς τον χειρισµό της «δεξιάς» πτέρυγας της ΝΔ, όπου η µείωση του κύρους του Μητσοτάκη πολλαπλασιάζει τους «πειρασµούς» για αυτονοµήσεις, ιδίως µέσα στις συνθήκες όπου από τις ΗΠΑ και την ΕΕ έρχεται µια εικόνα που δείχνει ότι η ακροδεξιά ρητορική κερδίζει ακροατήρια.

Στον µόνο τοµέα που ο Μητσοτάκης πάει καλά είναι η εξέλιξη της… αντιπολίτευσης.

Ο Κασσελάκης αποδεικνύεται αποτελεσµατικός στην κατεδάφιση, ακόµα και στη γελοιοποίηση, του ΣΥΡΙΖΑ. Στο τέλος αυτής της διαδροµής θα µάθουµε αν πρόκειται απλώς για φαρσοκωµωδία ανίκανων στελεχών, ή για πολιτικό σχέδιο δηµιουργίας ενός «νέο-ποταµίσιου» µορφώµατος, µε τις ευλογίες του Δηµοκρατικού Κόµµατος των ΗΠΑ, που θα είναι διαθέσιµο για κυβερνήσεις συνεργασίας µε τη ΝΔ, ή τα θραύσµατά της, σε περίπτωση ανεξέλεγκτης πολιτικής κρίσης.

Παρά την κρίση του ΣΥΡΙΖΑ, στο ΠΑΣΟΚ η ηγετική οµάδα Ανδρουλάκη δεν µπορεί να δηµιουργήσει «ορµή» ανάκαµψης. Η εναλλακτική του Δούκα, παρότι είναι «προτίµηση» αρκετών κοµµατιών του τσιπρικού ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει δοκιµαστεί σε στάδιο πιο απαιτητικό από εκείνο της τοπικής αυτοδιοίκησης. Παρόλα αυτά, δεν πρέπει να υποτιµηθεί η διαπίστωση ότι οι πολιτικές εξελίξεις φαίνεται να κουβαλούν νερό στο ξερασµένο αυλάκι της ντόπιας σοσιαλδηµοκρατίας.

Οι πολιτικές εξελίξεις δεν είναι µονοσήµαντες. Στην (όχι και τόσο) µακρινή Αργεντινή, ο θυµός του κόσµου µέσα σε µια παρατεταµένη κρίση εκφράστηκε µε την οργή του συνθήµατος «Να φύγουν όλοι!» που κατεδάφισε όλο το παλιό πολιτικό σκηνικό. Όµως η αδυναµία της Αριστεράς -όλων των αποχρώσεων- να δώσει κατεύθυνση και προσανατολισµό σε αυτόν το θυµό, άφησε ανοιχτό το δρόµο για το αντιδραστικό «πείραµα» Μιλέι.

Όλα αυτά µαζί, σηµαίνουν ότι για τη ριζοσπαστική Αριστερά αυξάνει η πίεση για εξωστρέφεια και για πολιτικές πρωτοβουλίες που θα αναφέρονται στις κοινωνικές αντιστάσεις και στις ανάγκες του κόσµου µας.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες