Τα καθεστωτικά Μέσα Ενημέρωσης, και στις δύο όχθες του Αιγαίου, προαναγγέλλουν για φέτος το καλοκαίρι ως πιθανότατο ένα «θερμό επεισόδιο». Μια, μικρής χρονικής έκτασης και ελεγχόμενης έντασης, δοκιμή ένοπλης αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Πάσης φύσεως και (υπο)στάθμης απόστρατοι αξιωματικοί, συνταξιούχοι πράκτορες των μυστικών υπηρεσιών και καλολαδωμένοι δημοσιογράφοι έχουν εισβάλει στα δελτία ειδήσεων και προπαγανδίζουν αυτήν την προοπτική, παρουσιάζοντάς την ως αναπόφευκτη και μάλλον ως αναγκαία. Δυστυχώς, όμως, αυτή η «συζήτηση» δεν περιορίζεται στα λόγια: διεξάγεται με «υπερπτήσεις κι αναχαιτίσεις» οπλισμένων αεροσκαφών, επικινδυνότατους «ελιγμούς» πολεμικών πλοίων, και όλο και βαρύτερα εξοπλιστικά προγράμματα και των δύο χωρών. Η αναβάθμιση του μιλιταρισμού, ως μεθόδου άτυπης διαπραγμάτευσης, κάνει πιθανότερο το «θερμό» επεισόδιο (ακόμα και ως αποτέλεσμα «ατυχήματος» ή κακής στιγμιαίας αντίδρασης στρατιωτικών στελεχών…) και πιθανό το ενδεχόμενο, αν προκύψει το «θερμό» επεισόδιο, αυτό να αποδειχθεί η αρχή μιας ανεξέλεγκτης και καθόλου περιορισμένης καταστρεπτικής αναμέτρησης.
Στην παρούσα συγκυρία, η γενική γραμμή πλεύσης των δυτικών Μεγάλων Δυνάμεων, δεν είναι σε αυτή την κατεύθυνση. Μετά την εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, η επανασυγκρότηση της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ είναι προτεραιότητα της δυτικής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Το «βρείτε τα» που ειπώθηκε καθαρά και δυνατά από τις ΗΠΑ, την ΕΕ και την ηγεσία του ΝΑΤΟ, είναι η γενική πολιτική κατεύθυνση. Ενόψει της Συνόδου Κορυφής του ΝΑΤΟ στη Μαδρίτη, μεθοδεύτηκε ήδη η «χορογραφία» εξομάλυνσης (με τις συναντήσεις Παναγιωτόπουλου–Ακάρ, Δένδια–Τσαβούσογλου και, τελικά την εκτίμηση Μητσοτάκη από την Κύπρο, ότι «σύντομα θα φτάσουμε σε πιο ήρεμα νερά»…), με στόχο να μην μεταφερθεί μέσα στην κρίσιμη συζήτηση του ΝΑΤΟ το εκρηκτικό πρόβλημα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Όμως αυτή η διαδικασία είναι εμφανώς επιφανειακή: προαναγγελθείσες πολιτικές και στρατιωτικές κινήσεις δείχνουν ότι αμέσως μετά τη Σύνοδο της Μαδρίτης, η διαλεκτική της αναμέτρησης θα επανέλθει στο Αιγαίο και στην Αν.Μεσόγειο.
Η ιστορία μας έχει δώσει πολλά παραδείγματα που πείθουν ότι ο καπιταλισμός δεν είναι ένα ορθολογικό σύστημα. Οι ανταγωνισμοί σε διεθνές, περιφερειακό, αλλά και τοπικό επίπεδο, παραμένουν ως αποφασιστικό κριτήριο για τις επιλογές των (οργανωμένων σε εθνικά κράτη) αστικών τάξεων. Το ερώτημα σε ποιο νέο σημείο ισορροπίας δύναμης και επιρροής θα κληθούν τελικά να «τα βρουν» οι Έλληνες και οι Τούρκοι καπιταλιστές και οι κυβερνήσεις τους, είναι ένα ερώτημα που καθόλου δεν αποκλείει «τυχοδιωκτισμούς», ακόμα και όταν οι διεθνείς ηγεσίες θεωρούν ότι θα αποτελούσαν «ανευθυνότητες» μέσα στις παρούσες ιδιαίτερα επικίνδυνες συνθήκες.
Η δημόσια συζήτηση και στις δύο χώρες έχει μια συμμετρία, είναι σχεδόν αντικατοπτρική. Η τουρκική αφήγηση λέει ότι το ελληνικό κράτος, με την υποστήριξη των ΗΠΑ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, επιτίθεται στην Τουρκία, αναθεωρώντας μονομερώς τις Διεθνείς Συνθήκες και τις συμφωνίες ρύθμισης των ζητημάτων «κυριαρχίας» στην περιοχή, με στόχο το ναυτικό αποκλεισμό και την ενεργειακή περιθωριοποίηση της Τουρκίας. Αντίστοιχα, η ελληνική αφήγηση λέει ότι το τουρκικό κράτος, με την ανοχή των ΗΠΑ της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, αρνείται να αναγνωρίσει τα ελληνικά «κυριαρχικά δικαιώματα» που (τάχα) προκύπτουν αβίαστα από το λεγόμενο Διεθνές Δίκαιο.
Η πραγματικότητα είναι ότι τα τελευταία χρόνια, όταν βάθαιναν οι ρωγμές στις σχέσεις μεταξύ της Τουρκίας του Ερντογάν και της Δύσης, το ελληνικό κράτος προχώρησε σε αποφάσεις ποιοτικής αναβάθμισης των σχέσεών του με τον ευρωατλαντισμό. Στην «εποχή Παγιάτ» (που περιλαμβάνει τις κυβερνήσεις Σαμαρά, Τσίπρα και Μητσοτάκη…) οι αρμοδιότητες και οι ευθύνες της κεντρικής βάσης του ΝΑΤΟ στο Ιντσιρλίκ μεταφέρθηκαν στη Σούδα της Κρήτης, ενώ η Αλεξανδρούπολη έγινε η πύλη του «χερσαίου διαδρόμου» του ΝΑΤΟ προς τη Μαύρη Θάλασσα, παρακάμπτοντας τη «στρατηγική» υπεροχή της Τουρκίας που προκύπτει από τον έλεγχο των Στενών. Οι «άξονες» με το Κράτος του Ισραήλ, την Αίγυπτο του Σίσι και τα Εμιράτα, συγκροτούν μια ευρωατλαντική διπλωματικο-στρατιωτική «τανάλια» περίσφιξης όλης της περιοχής. Το ελληνογαλλικό πολεμικό Σύμφωνο (που προβλέπει αμοιβαία υποχρέωση εμπλοκής) εγκαθιστά τον γαλλικό ιμπεριαλισμό στην Ανατολική Μεσόγειο ως σημαντικό «παίκτη», με ρυθμιστικές αρμοδιότητες που αποτέλεσαν το αντίδωρο του Μπάιντεν προς τον Μακρόν, μετά το χαστούκι του AUKUS στις διεθνείς βλέψεις της Γαλλίας.
Αυτή η αναμφισβήτητη πλέον προτίμηση του ευρωατλαντισμού στις σχέσεις του με το ελληνικό κράτος, έχει όρια. Ο πόλεμος στην Ουκρανία επανέφερε βίαια στις συζητήσεις τα «σκληρά» γεωγραφικά και πληθυσμιακά δεδομένα της περιοχής, κάνοντας υποχρεωτική την αμερικανονατοϊκή τακτική να επαναφέρει την Τουρκία στο δυτικό μαντρί. Αυτή η είναι η υλική βάση του πολιτικού μηνύματος: «Βρείτε τα».
Όμως και στη δική μας δημόσια συζήτηση, οι εκτιμήσεις για τη σημασία της Τουρκίας στην προοπτική αποκατάστασης μιας δυτικής «σταθερότητας» στην περιοχή, πρέπει να τίθενται εντός κάποιων σαφών αντικειμενικών ορίων. Οι αναλύσεις περί «νέο-οθωμανισμού», περί «αυτοκρατορικών βλέψεων» του Ερντογάν, περί μετατροπής της Τουρκίας σε ηγεμονική περιφερειακή δύναμη, είναι κυριολεκτικά εκτός τόπου και χρόνου. Τα εκτεταμένα τουρκικά σύνορα, φέρνουν την Τουρκία σε επαφή με καυτά, επικίνδυνα και διχαστικά διλήμματα. Η πιθανότητα συγκρότησης ανεξάρτητου κουρδικού κρατικού μορφώματος, οι εχθρικές σχέσεις με το Ισραήλ, και οι περίπλοκα αντιφατικές σχέσεις με το Ιράν, υποχρέωσαν το τουρκικό κράτος (από το 2011…) να αλλάξει επισήμως το πολεμικό δόγμα του και να μεταφέρει το μεγάλο όγκο των αξιόμαχων ενόπλων δυνάμεών του στα νοτιοανατολικά σύνορα. Σήμερα η εκτεταμένη ρωσική παρουσία στη Μαύρη Θάλασσα θα βάλει αντίστοιχες πιέσεις στα βορειοανατολικά σύνορα. Όσοι διαβλέπουν μέσα στις εξελίξεις μόνο τις «ευκαιρίες» για τον Ερντογάν, υποτιμούν τις προκλήσεις και τους μεγάλους κινδύνους που συνοδεύουν αυτές τις «ευκαιρίες». Ο εγκλωβισμός μόνο στα γεωπολιτικά κριτήρια οδηγεί συνήθως σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Είναι αλήθεια ότι στην εποχή Ερντογάν υπήρξε οικονομική ανάπτυξη στην Τουρκία. Όμως σήμερα αυτή αποδεικνύεται υπονομευμένη, ασταθής και αντιμέτωπη με διαλυτικές (κυριολεκτικά!) προοπτικές. Και το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης έχει επαναφέρει πιεστικά στο εσωτερικό της Τουρκίας το ζήτημα της εξομάλυνσης των σχέσεων με τη Δύση. Όπως το έθεσε πρόσφατα μια ελληνική συστημική εφημερίδα: Δεν είναι οι κλειστές θάλασσες, αλλά οι κλειστές διεθνείς αγορές, που απειλούν το καθεστώς Ερντογάν.
Πού οδηγούν οι απόψεις που έχουν αποδεχθεί την θεματολογία του «θερμού» επεισοδίου ως θεμιτή, μέσα στο μπρα ντε φερ του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού; Ας σταχυολογήσουμε ορισμένες ενδεικτικά, παραμένοντας μέσα στο φάσμα των διανοουμένων και δημοσιολογούντων που διατήρησαν μιαν κάποια σχέση με τη «δημοκρατική παράταξη» και αποφεύγοντας τους ακροδεξιούς και τους επαγγελματίες της εθνικοφροσύνης (όπου τα πράγματα έχουν κυριολεκτικά ξεφύγει…).
Ο Στ. Λυγερός (με μακρά πορεία μέσα στην Αριστερά και την κεντροαριστερά) έγραψε: «η Αθήνα πρέπει, με τον πιο επίσημο τρόπο, να διακηρύξει την αποφασιστικότητα “να μπει στο φρενοκομείο”, αν ο Ερντογάν “ανοίξει την πόρτα”…» (Σ.Λ.: «Επιδιώκει ο Ερντογάν ελληνοτουρκικό πόλεμο;»).
Ο Κ. Γρίβας (που προσπάθησε παλιότερα να συνδεθεί με τον ΣΥΡΙΖΑ και αργότερα με τη ΛΑΕ…) δηλώνει: «ο ελληνικός πολεμικός σχεδιασμός θα πρέπει να στοχεύει σε επιβολή γρήγορου τέλους του πολέμου… Αυτό σημαίνει την καταστροφή των επιθετικών “κεντριών” της Τουρκίας στην αρχή της σύγκρουσης, ακόμα και με προληπτικό πλήγμα αν αυτό κριθεί βέλτιστη λύση…» (Κ. Γρ.: «Πόσο θα διαρκέσει ένας ελληνοτουρκικός πόλεμος;»).
Πιο «τσεκουράτα» τα λέει ο κ. Λάμπρος Τζούμης, αντιστράτηγος ε.α. και επί χρόνια αντιπρόσωπος της Ελλάδας στα ηγετικά όργανα του ΝΑΤΟ: «θα πρέπει η χώρα μας να βρει την αποφασιστικότητα να αιφνιδιάσει την Τουρκία με πρώτο πλήγμα… [χρειάζεται] πολιτική βούληση χωρίς αμφιταλαντεύσεις, για χρησιμοποίηση της στρατιωτικής ισχύος προκειμένου να προασπίσουμε την εθνική κυριαρχία…» (Λ. Τζ.: «Σε τροχιά σύγκρουσης με την Ελλάδα η Τουρκία»).
Ανάλογες απόψεις δεν περιορίζονται στα όρια του «εθνικοπατριωτικού» χώρου. Η εφημερίδα «Το Βήμα» (που το 1996 είχε στηρίξει αποφασιστικά την επιλογή των Πάγκαλου-Σημίτη να μην διαβούν την «πόρτα του τρελοκομείου» στα Ίμια) δηλώνει σήμερα –με την υπογραφή του διευθυντή της…– ότι «Η Ελλάς δεν αντέχει δεύτερα Ίμια». Και σε άλλες σελίδες, βρίσκει κανείς φρασεολογία πολεμικής εποχής, όπως το «στην Τουρκία πρέπει να αντιταχθεί τείχος πυρός και σιδήρου» (!!). Η εμφάνιση μιας τέτοιας φωνής στα mainstreamκαθεστωτικά έντυπα, αναδεικνύει την ουσιαστική αναβάθμιση της επιθετικής τακτικής μέσα στην ελληνική κυρίαρχη τάξη και τις κρατικές-στρατιωτικές γραφειοκρατίες της.
Οι απόψεις αυτές δείχνουν με καθαρότητα, δια της αντιστροφής, το τι γραμμή θα έπρεπε να διαλέξει η Αριστερά: Όχι, δεν υπάρχουν σαφή και ασφαλή όρια μεταξύ ενός «θερμού» επεισοδίου και ενός γενικευμένου καταστρεπτικού πολέμου. Όχι, δεν πρέπει να μπούμε στο τρελοκομείο, ακόμα κι αν ο Ερντογάν ανοίξει την πόρτα, αντίθετα θα πρέπει να απομονώσουμε ασφυκτικά αυτές τις πολεμοχαρείς απόψεις. Όχι, δεν πρέπει να αποδεχθούμε την πιθανότητα για «χρήση στρατιωτικής ισχύος» προκειμένου να διεκδικηθούν οι στόχοι της λεγόμενης «εθνικής κυριαρχίας» πάνω στα νερά ή τους κρυμμένους υδρογονάνθρακες στους βυθούς της Ανατολικής Μεσογείου.
Και όμως ανάλογες φωνές δεν ακούγονται, τουλάχιστον με την ένταση που απαιτεί η συγκυρία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλ. Τσίπρα έχει επιλέξει, σε μια επίδειξη ψηφοθηρικής δημαγωγίας, να μιζάρει σε εθνικοπατριωτική γραμμή, κατηγορώντας τον Μητσοτάκη για ψοφοδεή τακτική απέναντι στην Τουρκία. Η κριτική αυτή είναι απολύτως τζούφια: ο Μητσοτάκης, στην πράξη, συνέχισε τη γραμμή των κυβερνήσεων Σαμαρά και Τσίπρα, αλλά επαυξάνοντας την έμφαση στους εξοπλισμούς (Ραφάλ, Μπελχάρα, F-35, πυραυλικά συστήματα στα νησιά κ.ο.κ.). Η κριτική που είναι αναγκαία είναι ακριβώς η αντίστροφη: πρέπει να στοχεύει στην ανάδειξη των ευθυνών της «δικής μας» κυβέρνησης στην κατηφόρα προς το «θερμό» επεισόδιο, στο σπιράλ που φέρνει το «τρελοκομείο» ενός καταστρεπτικού (και για τις δυο πλευρές) ελληνοτουρκικού πολέμου μέσα στην επικαιρότητα.
Οι ευθύνες αυτές είναι μεγάλες και αφορούν μακρό χρόνο. Ας μείνουμε σε ένα παράδειγμα που έχει γίνει κεντρικό στη συγκυρία. Είναι γνωστό ότι η Συνθήκη της Λοζάνης απαγορεύει τη στρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου, επιτρέποντας σε αυτά την εγκατάσταση μόνο «δυνάμεων τάξεως». Όσοι γυρίζανε στα νησιά παλιότερα, θα θυμούνται ότι σε αυτά υπήρχαν μόνο (ενισχυμένες) δυνάμεις της Χωροφυλακής. Είναι επίσης γνωστό ότι το ελληνικό κράτος προχώρησε μονομερώς στην αναθεώρηση του σχετικού άρθρου της Λοζάνης, στρατιωτικοποιώντας βαριά τα νησιά στα τέλη της δεκαετίας του ’70, γεγονός που έγινε τότε σιωπηρά αποδεκτό από την Τουρκία επί πολλά χρόνια. Γιατί σήμερα έχει απασφαλίσει ο Ερντογάν για τη στρατιωτικοποίηση των νησιών, ενώ η Τουρκία είχε παραμείνει σιωπηλή όταν στη Λήμνο φτιάχτηκε ένα από τα μεγαλύτερα στρατιωτικά αεροδρόμια των Βαλκανίων; Η απάντηση βρίσκεται στην εξέλιξη της πολεμικής τεχνολογίας, αλλά και της ελληνικής πολιτικής εξοπλισμού των νησιών. Στην Ουκρανία αποδεικνύεται σήμερα η επιστροφή του πυροβολικού και των πυραυλικών συστημάτων, στην πρώτη γραμμή της πολεμικής αξιολόγησης. Διανοούμενοι και δημοσιολογούντες, όπως αυτοί που προαναφέραμε, έχουν με πληθώρα άρθρων εδώ και καιρό, αναδείξει τη σημασία του «βληματοκεντρικού» πολέμου, έχουν υπογραμμίσει «υπερήφανα» ότι η εγκατάσταση πολλαπλών συστημάτων τέτοιων όπλων έχει μετατρέψει τα νησιά «από ελληνικό αμυντικό μειονέκτημα, σε επιθετικό πλεονέκτημα», που δίνει τη δυνατότητα ενός «προληπτικού χτυπήματος» σε μεγάλο βάθος και με μεγάλη ακρίβεια και καταστρεπτική ικανότητα. Αυτές οι πολεμοκάπηλες αναλύσεις ξεχνούν μια «λεπτομέρεια»: ότι και η απέναντι πλευρά έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει ανάλογα πυραυλικά συστήματα στις ακτές της Μικράς Ασίας και ταυτόχρονα αποκτά τη δυνατότητα να επικαλεστεί το… Διεθνές Δίκαιο, δηλώνοντας ευθέως ότι η επιμονή στην (επιθετική) στρατιωτικοποίηση οδηγεί σε έγερση ζητήματος εθνικής κυριαρχίας επί των νησιών, αφού παραβιάζεται η Συνθήκη της Λοζάνης. Έτσι λειτουργεί το ανοδικό σπιράλ της έντασης, προς την «πόρτα του τρελοκομείου».
Αυτή η επικίνδυνη εξέλιξη αναδεικνύει τον παραλογισμό που έχει επιβάλει η κυριαρχία των κριτηρίων των ανταγωνισμών μεταξύ των αστικών τάξεων, για την υπο-ιμπεριαλιστική ηγεμονία στην περιοχή. Αν οι δυο χώρες λειτουργούσαν με κριτήριο τις ανάγκες των απλών ανθρώπων που ζουν σε αυτές, είναι ολοφάνερο ότι θα όφειλαν να συνεννοηθούν, να συμφιλιωθούν, να συνεργαστούν. Μόνο έτσι θα μπορούσαν να απαντήσουν καλύτερα στις πολλαπλές κρίσεις που μαστίζουν τους δύο λαούς. Και μόνο έτσι θα μπορούσαν να αντισταθούν πιο αποτελεσματικά στις ιμπεριαλιστικές πιέσεις των Μεγάλων Δυνάμεων, στις πιέσεις απέναντι στις οποίες η καθεμιά χωριστά φάνηκε ιστορικά ανίκανη να αντισταθεί.
Στον 21ό αιώνα πυκνώνουν τα σύννεφα των πολεμικών συγκρούσεων και καταστροφών. Η επιστροφή της απλής λογικής στις διεθνείς σχέσεις, προϋποθέτει πλέον ξεκάθαρα μεγάλες κοινωνικές και πολιτικές ανατροπές. Στις αρχές του 20ού αιώνα, μέσα στις γραμμές του πρώιμου σοσιαλιστικού κινήματος στα Βαλκάνια, υπήρξε πολύ δημοφιλής η στρατηγική της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας. Η αποτυχία να προσεγγίσουμε αυτόν το στόχο μέσα στα μεγάλα γεγονότα του περασμένου αιώνα και –πολύ χειρότερα!– η υποχώρηση ενός μεγάλου τμήματος της Αριστεράς στις θέσεις υπεράσπισης της «εθνικής κυριαρχίας», δημιουργούν τις προϋποθέσεις για ένα μεγάλο κίνδυνο πολεμικής αναμέτρησης, που αν συμβεί θα είναι μια καταστροφική οπισθοδρόμηση για όλη την ευρύτερη περιοχή.