Οξύμωρος ο παραπάνω τίτλος. Αφενός ο πατέρας (γένος αρσενικού), αφετέρου η Αθήνα (γένος θηλυκού). Δεν είναι τυχαίος ο συνδυασμός.
Διότι η θεατρική παράσταση της Μάνιας Παπαδημητρίου, η οποία θα παίζεται μέχρι τις αρχές Ιουλίου, στηρίχτηκε σε αφηγήσεις και μνήμες του πατέρα της για την Αθήνα μιας άλλης εποχής, των δεκαετιών 1950-60. Στηρίχτηκε επίσης στους συνεργάτες της και στις ιδέες τους, προκειμένου να υπάρξει το επιθυμητό αποτέλεσμα: την Αθηνά Xατζηαθανασίου (ηθοποιό και τραγουδίστρια), τον Τάσο Αντωνίου (ηθοποιό και μουσικό, παίζει κιθάρα), τη Μαρίνα Χρονοπούλου (συνθέτις, παίζει πιάνο), τον Θοδωρή Ζέη (παίζει μπουζούκι), τον Γιάννη Ζέρβα (στον φωτισμό), την Ίρις Κατσούλα (που φρόντισε για τις εικόνες και τα βίντεο), ενώ την Γραφιστική Επιμέλεια είχε η Εύα Λαμπάρα.
Η παράσταση συνταιριάζει την αφήγηση με τις μουσικές εκείνης της εποχής, όπως ρεμπέτικο, οπερέτα, έντεχνα και λαϊκά τραγούδια, ενώ οι συνεργάτες της ερμηνεύουν τόσο τα πρόσωπα που αναφέρονται στην αφήγηση όσο και τα τραγούδια. Όλα αυτά συντίθενται με εικόνες και βίντεο, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην κατανόηση αυτής της περιόδου. Έτσι, έχουμε μια συνεχή εναλλαγή αφήγησης, εικόνων και ερμηνειών, ακούγοντας ταυτόχρονα τραγούδια των Βαμβακάρη και Τσιτσάνη, Βέμπο και Μαρούδα, Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, Χιώτη και Ξαρχάκου, Ζαμπέτα και Μοσχολιού, και πολλών άλλων.
Η ιδέα της παράστασης προέκυψε κατά τη διάρκεια του εγκλεισμού, λόγω πανδημίας, τότε που η πόλη είχε ησυχάσει. Και παρότι στερηθήκαμε για μεγάλο διάστημα την κοινωνικότητα και τη συνεύρεση, βασικά στοιχεία της ανθρώπινης συνύπαρξης, εντούτοις η πόλη φανερώθηκε όπως πραγματικά ήταν: ήρεμη, χωρίς καυσαέρια και ηχορύπανση, με φυσικούς ήχους. Αυτό δεν ήταν κατ’ ανάγκη κακό. «Και ξαφνικά ένιωσα πως κάτι μου θυμίζει», λέει η Μάνια Παπαδημητρίου σε συνέντευξή της (in.gr, 6-5-2012). «Άρχισα να γράφω και κάποια στιγμή ανακάλυψα πως μου θυμίζει μιαν άλλη φάση της πόλης, όπου όλα ήταν πιο αργά και κάπως πιο ανθρώπινα». Και κάπως έτσι στήθηκε η όλη ιδέα.
Η παράσταση έχει νοσταλγικό χαρακτήρα, αφού μας μεταφέρει σε μια Αθήνα του τότε, η οποία μέσα από τις μεταλλάξεις της έγινε η Αθήνα που βιώνουμε σήμερα. Όπως λέει πάλι η αφηγήτρια, «Κάποια κομμάτια της πόλης έχουν αλλάξει τόσο που σχεδόν δεν ξέρεις, όταν περνάς από εκεί, πού βρίσκεσαι. Στόχος μοιάζει να είναι να αλλάξουν όλα και να χάσουμε το νήμα του παρελθόντος».
Όμως, ο απόηχος αυτών των χρόνων έχει αφήσει βαθιά τα ίχνη του (μουσικά, καλλιτεχνικά, πολιτιστικά, πολιτικά), τα οποία δεν είναι εύκολο να ξεριζωθούν.
Η Μάνια Παπαδημητρίου, μέσα από τα δικά της βιώματα, όπως και αυτά του πατέρα της, μας υπενθυμίζει με χιουμοριστικό τρόπο και μας μυεί σε μια άλλη εποχή: στον τρόπο ζωής των ανθρώπων, στο πώς ένιωθαν, πώς σκέφτονταν, πώς οργάνωναν τις σχέσεις τους, τι τραγούδια άκουγαν. Μας μεταφέρει στα κοινωνικά, πολιτισμικά και πολιτικά πλαίσια που ζούσαν και δρούσαν οι άνθρωποι, εξετάζοντας, όπως ένας ανθρωπολόγος, τους πολλούς και διαφορετικούς τρόπους ζωής σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, την Αθήνα. Με τις ταβέρνες και τα καπηλειά, τα καφενεία και τα κουρεία, τους ποιητές και τους λογοτέχνες, τους καλλιτέχνες και τους βιοπαλαιστές, τους κανταδόρους και τους λαϊκούς τραγουδιστές, τον ήλιο και τη θάλασσα. Όμως, μας μιλά και για την άλλη Αθήνα: των χαμαιτυπείων και των νταβατζήδων, των απατεώνων και των εργολάβων, των γραφειοκρατών και των πλουσίων, του τσιμέντου και της πληθυσμιακής συγκέντρωσης, των μπαζωμένων ρεμάτων και της πολυκατοικίας, των αυτοκινήτων και των μεγάλων έργων, των δικτατόρων και των μαυραγοριτών, της τηλεόρασης και των γηπέδων που η Ελλάδα ανα-στενάζει. Δηλαδή, όλα αυτά που κάνουν την Αθήνα της παρακμής. Αλλά είναι και η Αθήνα της ακμής: της τέχνης, του πολιτισμού, των αντιφασιστών, της Αντίστασης, των διαδηλώσεων, των συναυλιών διαμαρτυρίας... Από τη μια, ο κόσμος του προσκηνίου και από την άλλη του παρασκηνίου. Από τη μια, ο λαός και από την άλλη το Κολωνάκι, όπως λέει και το τραγούδι. Από τη μια «τα αλάνια που δεν τα τρομάζουν οι φουρτούνες» και από την άλλη οι βολεμένοι.
Η Αθήνα είναι μια προβληματική πόλη. Μια πόλη που μας πονά. Υπερσυγκεντρωτική, ανταγωνιστική, επιτηρούμενη, αυτοκινούμενη, αρχιτεκτονικά ρημαγμένη, που διαλύει τον κοινωνικό ιστό και κάθε δημόσιο χώρο. Είναι η πόλη της έντασης, της υπερ-έντασης και του μπουκώματος. «Είναι μεγάλος ο καημός»…
Όμως, είναι και η πόλη αυτών που «σαν μαγεμένοι το μυαλό τους φτερουγίζει», που την πονάνε, που αντιστέκονται, που την ονειρεύονται πιο ανθρώπινη. Είναι η πόλη της οργής και της λύπης, αλλά και της έκπληξης και της χαράς. Είναι η πόλη της χαρμολύπης, που μέσα και από τη μυστική φωνή της μουσικής (για τους έρωτες, τα πάθη, τη μοναξιά, τη φτώχια, τη βιοπάλη, την ξενιτιά, την περιπλάνηση, τις διώξεις, την αντίσταση), εξακολουθούμε να τη διεκδικούμε, προσδοκώντας να την «ξαναβρούμε στους μπαξέδες».
Και τι μπορούμε να κάνουμε μπροστά στην παράκρουση; Τι άλλο, εκτός από ομοιοπαθητική. Είναι ο μόνος τρόπος αν θέλουμε να εκφράσουμε τα συναισθήματά μας, δίνοντας πόνο στον πόνο, χαρά στη χαρά. Όμοιο πάθος! «Η πιο μεγάλη ώρα είναι τώρα»!
(*) Το εν λόγω κείμενο είναι αναδημοσίευση από την ηλεκτρονική σελίδα της Εφημερίδας των Συντακτών, 22-6-2022.