Έχουμε πάντα την τάση να ψυχογραφούμε ένα πρόσωπο ή μια προσωπικότητα, και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό.

Ωστόσο, χρειάζεται προσοχή όταν επιχειρούμε να κρίνουμε με τα δεδομένα μεταγενέστερων εποχών. Για παράδειγμα, δεν μπορούμε να αξιολογούμε τον Καραϊσκάκη, τον Κολοκοτρώνη και άλλους ηγέτες της ελληνικής Επανάστασης με βάση τα κριτήρια της εποχής μας. Διότι, αν το κάνουμε αυτό, τότε όχι μόνο δεν θα θέλαμε να τους κάνουμε παρέα, αλλά ούτε γείτονες δεν θα θέλαμε να τους έχουμε. Αυτό σημαίνει πως όλες τους οι πράξεις δικαιολογούνται; Όχι βέβαια! Απλώς προσπαθούμε να τις ερμηνεύσουμε. Και όσες από αυτές χρειάζεται να στιγματιστούν και να καταδικαστούν, τις καταδικάζουμε, ώστε να μην διαιωνίζονται οι πρακτικές και τα πάθη, ακόμη κι αν αυτό συνεπάγεται την απόρριψη συνολικά του προσώπου που εξετάζουμε. Όμως, για να φτάσουμε σε μια τεκμηριωμένη κρίση, χρειάζεται να λάβουμε υπόψη τι έλεγαν οι σύγχρονοί τους, να μελετήσουμε τα ντοκουμέντα της εποχής, τις πράξεις τους, αν οι αξίες που υποστήριζαν ήταν σύμφωνες με τα έργα τους, κ.λπ. Με βάση αυτά, εξετάζουμε την προσφορά στον τομέα που δραστηριοποιήθηκαν. Για παράδειγμα, συνέβαλαν στην πρόοδο στην τέχνη ή στην πολιτική ή στην επιστήμη, κ.λπ. ή αντίθετα συνέβαλαν στην οπισθοδρόμηση, γυρίζοντας πίσω τον τροχό της ιστορίας;

Κάπως έτσι χρειάζεται να κρίνουμε τον Καζαντζίδη με αφορμή την ταινία «Υπάρχω», η οποία, κατά πως φαίνεται, στηρίχτηκε, μεταξύ πολλών άλλων, στο ομώνυμο βιβλίο, που είναι η αυτοβιογραφία του, με τίτλο: Υπάρχω. Ο Στέλιος Καζαντζίδης μιλάει στον Βασίλη Βασιλικό (εκδόσεις Νέα Σύνορα – Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2000). 

Το έργο, κατά τη γνώμη μου, είναι μια καλή και ευπρεπής ταινία με στοιχεία μυθοπλασίας, όπως διευκρινίζεται. Εστιάζει κυρίως στα νεανικά χρόνια του Καζαντζίδη, την περίοδο που δημιουργήθηκε ο μύθος του, περιστρεφόμενη γύρω από κάποιους σημαντικούς σταθμούς της πορείας του. Είναι μια σφιχτή ταινία, που κινείται με γραμμικό τρόπο, επικεντρωμένη στα βιώματά του (είτε προσωπικά είτε καλλιτεχνικά), ενός ανθρώπου που πάλεψε με τον εαυτό του και τους δαίμονές του, όπως παρατηρεί ο Δ. Παναγόπουλος.(1) Γι’ αυτό μέσα του υπάρχει μια διαρκής μάχη μεταξύ του Καζαντζίδη και του Στέλιου, όπως λέει ο ίδιος στην ταινία. Έχει ελλείψεις η ταινία; Οπωσδήποτε! Πως αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, όταν μέσα σε δύο ώρες επιχειρείται να περιληφθεί μια πολυκύμαντη προσωπικότητα; Η ταινία είναι γεμάτη με τις μουσικές επιτυχίες του Καζαντζίδη, τις οποίες ο  Χρήστος Μάστορας αποδίδει με μεγάλη επιτυχία. Οι ηθοποιοί που ενσαρκώνουν τα αληθινά πρόσωπα της ζωής του, αποδίδουν με εξαιρετικό τρόπο τους ρόλους τους. Σημαντική είναι επίσης η παρουσία του ηθοποιού, που, ερμηνεύοντας τον δημοσιογράφο που παίρνει συνέντευξη, ενσαρκώνει τον Γιώργο Λιάνη. Πρόκειται για μια τίμια ταινία, με σεβασμό τόσο προς τον Καζαντζίδη όσο και προς τις δύο γυναίκες-καλλιτέχνιδες που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη ζωή του: την Καίτη Γκρέϋ και τη Μαρινέλλα. Στην ταινία, μάλιστα, διαφαίνεται ότι δεν επιχειρείται να δικαιολογηθούν οι συμπεριφορές του Καζαντζίδη απέναντί ​​τους.

Η ταινία αποφεύγει τόσο την αγιοποίηση όσο και τη δαιμονοποίηση του Καζαντζίδη, και παρουσιάζει μια ισορροπημένη εικόνα της προσωπικότητάς του. Δεν διστάζει να αναδείξει και τις αρνητικές πτυχές του χαρακτήρα του. Στα αρνητικά στοιχεία, θα μπορούσαν να καταγραφούν ότι ήταν δύστροπος και νάρκισσος, ένας άντρας παλιάς κοπής με αυστηρούς κώδικες συμπεριφοράς, καθώς και η τάση του να εμφανίζεται μονίμως ως θύμα. Έβλεπε παντού εχθρούς, πολλές φορές μέχρι σημείου εμμονής, και φαινόταν να μην ευχαριστιέται με τίποτα. Ήταν πικρόχολος και σπάνια έλεγε καλά λόγια για άλλους καλλιτέχνες. Επίσης, για μια περίοδο επτά χρόνων ήταν εξαρτημένος με το καζίνο και ανά διαστήματα είχε σχέση με ουσίες.(2) 

Υπάρχει, όμως, και η άλλη πλευρά, η οποία τελικά αυτή έμεινε. Ήταν ο γνήσιος μουσικός ερμηνευτής μιας γενιάς ηττημένης, που με τη φωνή και τα τραγούδια του έκφρασε τους καημούς μιας σημαντικής μερίδας της κοινωνίας, στην οποία κυριαρχούσαν η φτώχεια, η βιοπάλη, η εργασιακή ανασφάλεια, η ανεργία, η εργοδοτική τρομοκρατία, ο πόνος της ξενιτιάς, η απαξιωμένη θέση της γυναίκας, το κυνήγι του αστυνομικού, οι εξορίες των αριστερών, τα Πιστοποιητικά Κοινωνικών Φρονημάτων. Μια γενιά που  αναζητούσε στα τραγούδια του παρηγοριά, και τη βρήκε. Το μακρόσυρτο «ααααα», στα τραγούδια του, αλλά και τα ίδια τα τραγούδια του, αυτό ακριβώς εκφράζουν: τον πόνο (ερωτικό, κοινωνικό, πολιτικό), το πλήγωμα, τον θυμό, την απώλεια, την αναζήτηση της θεραπείας. Σάμπως, κάτι αντίστοιχο δεν γίνεται στα μοιρολόγια; Όπως γράφει ο Κ. Κατσάπης, μιλώντας για το βιβλίο του Λ. Οικονόμου, με τίτλο, Στέλιος Καζαντζίδης. Τραύμα και συμβολική θεραπεία στο λαϊκό τραγούδι, ο Καζαντζίδης λειτουργεί ως ένας ιδιότυπος θεραπευτής που αφουγκράζεται και με τη συγκλονιστική φωνή του «γιατρεύει» τα τραύματα, συλλογικά και κοινωνικά, των ανθρώπων της γενιάς του. Και αυτό μπορεί να συμβαίνει, διότι ο Καζαντζίδης είναι και ο ίδιος τραυματισμένος από οικογενειακά και κοινωνικά δράματα, όπως θα δούμε παρακάτω, και γι’ αυτό «ο πόνος του είναι συντονισμένος με τον πόνο εκατομμυρίων Ελλήνων. Τραγουδώντας τα βάσανα του λαού […] ανακουφίζει [και] τον δικό του πόνο».(3) 

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον διαμορφώνεται το μεταπολεμικό λαϊκό τραγούδι, το λεγόμενο και  ως «‘‘μαύρο τραγούδι’’ της δεκαετίας του ’50, με τους στίχους που αποπνέουν την αίσθηση της κοινωνικής αδικίας και της ατομικής απελπισίας», όπως λέει ο Γ. Αλεξάτος. Και συνεχίζει, επισημαίνοντας ότι ο Καζαντζίδης δεν ήταν στρατευμένος πολιτικός τραγουδιστής, όμως η δική του διαμαρτυρία ήταν άμεση και αυθόρμητη. Γι’ αυτό τα τραγούδια «που απορρίφτηκαν σαν ‘‘μοιρολατρικά’’ [από τη Αριστερά και την οργανική της διανόηση] εξέφραζαν την άρνηση του εργαζόμενου λαϊκού κόσμου να αποδεχτεί την εφιαλτική μετεμφυλιακή πραγματικότητα. Συνέβαλαν, παράλληλα, στη μορφοποίηση της αυθόρμητης εργατικής ιδεολογίας, [και] στην αναπαραγωγή της συνείδησης των ταξικών διαφορών».(4) Ή όπως λέει ο Γ. Πετρόπουλος, ο Καζαντζίδης έκανε πάνω  απ’ όλα τους απλούς, τους φτωχούς ανθρώπους υπερήφανους για την κοινωνική θέση τους.(5) Βέβαια, κανένας και καμία δεν αρνείται ότι αρκετά τραγούδια σπουδαίων στιχουργών που ερμήνευσε ο Καζαντζίδης, αποπνέουν μια αίσθηση μισογυνισμού και πατριαρχίας. Ωστόσο, και πολλά άλλα τραγούδια που ερμήνευσε έχουν στίχους που βγάζουν πόνο για τις δυσκολίες της ζωής, ενώ κάποια άλλα δίνουν προοπτική για μια άλλη καλύτερη κοινωνία. 

Ο Καζαντζίδης ήταν γόνος μιας πολύ φτωχής προσφυγικής οικογένειας από τη Νέα Ιωνία, με πατέρα οικοδόμο, που είχε κλονισμένη υγεία (είχε έλκος και ήταν φυματικός). Στη διάρκεια της Κατοχής μετακόμισαν σε συγγενικά σπίτια στην Μακεδονία, όπου ο πατέρας του εντάχθηκε στην Επιμελητεία του Αντάρτη, ενώ ο Στέλιος έκανε δουλειές για να τον βοηθήσει. Είδε τον πατέρα του, το 1945, όταν ο Στέλιος ήταν δεκατεσσάρων χρονών, να τον σακατεύουν στο ξύλο οι γερμανοτσολιάδες με ένα σιδερένιο μπαστούνι. Όπως λέει, «Του ρίξαν ένα ξύλο, που ταίρι του δεν πρέπει να υπάρχει στον κόσμο».(6) Πάλι σε εκείνα τα μετακατοχικά χρόνια, όταν άρχισαν οι διώξεις των αριστερών, αυτή τη φορά είναι ο ίδιος ο Στέλιος που έφαγε ξύλο από χωροφύλακες. Είναι δεκατεσσάρων χρονών και επί τρεις ημέρες τον χτυπούσαν, επειδή τον θεωρούσαν σύνδεσμο ενός ξαδέλφου του αριστερών πεποιθήσεων. «[…] με βάζουνε μπροστά και δέρνοντάς με από τα Μελίσσια με πήγανε στην Κηφισιά. Στον δρόμο με κάνανε τουλούμι στο ξύλο και με τα κοντάκια των όπλων με χτυπάγανε. Με κλείσανε σ’ ένα μπουντρούμι στη Χωροφυλακή Κηφισιάς». Εκεί, πάλι, ένας χωροφύλακας του έδωσε «Βάναυσο, πολύ ξύλο. Νταούλι μ’ έκανε, μπαλόνι στην κυριολεξία. Τρεις μέρες κράτησε αυτό το μαρτύριο. […] Δεν υπήρχαν πλέον άλλα σημεία να με χτυπήσουν. Μούγκριζα. Παρακάλεσα ένα χωροφύλακα να ειδοποιήσει τους γονείς μου».(7)

Έμεινε ορφανός από πατέρα σε ηλικία 16 ετών. Ο πατέρας του πέθανε το 1947: «Λίγο πριν πεθάνει τον ξαναπιάσανε, έφαγε πάλι ξύλο. Τους τέσσερις πέντε μήνες που επέζησε μετά τα βασανιστήρια δεν είχε κουράγιο για τίποτα. Όλο αιμοπτύσεις έκανε, είχαν σαπίσει οι πνεύμονές, είχε φθαρεί τελείως, δεν είχε κουράγιο ούτε να αναπνεύσει. Το κόμμα έστειλε κάποιο γιατρό. ‘‘Δεν έχει ζωή’’, μας λέει. Ο πατέρας μου έτρωγε σε πεπιεσμένα χαρτόνια για να μην τρώει απ’ το πιάτο που θα τρώγαμε κι εμείς, μη μας κολλήσει το μικρόβιο της φυματίωσης».(8)

Έκτοτε, ο Στέλιος έγινε ο προστάτης της οικογένειας, δουλεύοντας  σκληρά για να ζήσει τη μάνα του και τον μικρό του αδελφό. Πουλούσε κηπευτικά και σάμαλι, δούλεψε σε μια οικοτεχνία που έφτιαχνε φυτίλια για γκαζιέρες, πούλαγε τσιγάρα, έκανε θελήματα, έκανε το επάγγελμα του νερουλά και του καστανά, μπήκε στο εργοστάσιο «Λατανέξ», που έβγαζε κασμήρια, και κατόπιν σε ένα υφαντουργείο της Ν. Ιωνίας, τον «Έσπερο». Τέλος, δούλεψε στην οικοδομή, όπου από εκεί μεταπήδησε στο τραγούδι. Στην αρχή μιμούταν τον Πρόδρομο Τσαουσάκη μέχρι να βρει τον δικό του ρυθμό. Κατόπιν, πήγε φαντάρος και ύστερα από μια πλεκτάνη που του έστησαν ότι δήθεν διακινούσε χασίς, τον έστειλαν για τρεις μήνες στη Μακρόνησο. Βέβαια, σε αυτό συνέβαλε και το πολιτικό παρελθόν του πατέρα του. Γενικά, τον ακολουθούσε συνέχεια ένας φάκελος πολιτικών φρονημάτων.(9) Στον στρατό είχε κι ένα σοβαρό ατύχημα που του άφησε κάποια αναπηρία, όπως λέει.(10)

Μετά την απόλυσή του συνέχισε το τραγούδι και μεσουράνησε (δίσκοι, περιοδείες ανά την Ελλάδα και το εξωτερικό, συνεργασία με σπουδαίους συνθέτες και στιχουργούς, κ.λπ.). Βέβαια, τα πράγματα δεν ήταν πάντα ρόδινα. Εκτός από την εκμετάλλευση των εταιρειών δίσκων, είχε (στα νυχτερινά κέντρα που τραγουδούσε) και τις απειλές από τους μπράβους της νύχτας, συν τους καυγάδες και τα σπασίματα πιάτων που γινόντουσαν πολύ συχνά.(11) Περιγράφει με μελανά χρώματα αυτή την κατάσταση, και ιδιαίτερα τα μπραβιλίκια, σε σημείο που προκαλεί ανατριχίλα.(12)  Ήταν ο πάτος ενός σπασμένου μπουκαλιού, το βράδυ της Καθαρής Δευτέρας του 1965, που εκτοξεύτηκε και πέρασε ξυστά από το μάγουλό του, που πήρε την απόφαση και σταμάτησε δια παντός τα τραγούδια στα κέντρα. Λέει ο ίδιος: «Έπαθα μεγάλο σοκ! […] Είχα πάρει την αμετάκλητη απόφασή μου. Στέλιο είπα πρέπει να φύγεις απ’ αυτήν τη δουλειά αρτιμελής. […] Βέβαια εκείνη τη νύχτα αυτή ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Είχαν μαζευτεί μέσα μου πολλά, πάρα πολλά».(13) Βέβαια, όταν αποσύρεται ο Καζαντζίδης, έχουν πλέον αρχίσει να συντελούνται σοβαρές αλλαγές στον χώρο του λαϊκού τραγουδιού, όπως επισημαίνει ο Αλεξάτος. Είναι «Όταν τα ‘‘μπουζούκια’’ γίνονται χώρος ψυχαγωγίας ‘‘αυτών που ήθελαν να κάνουν επιδείξεις’’, που σκορπούσαν το χρήμα γιατί το είχαν βγάλει χωρίς κόπο, όπως ο ίδιος [ο Καζαντζίδης] διαπίστωνε. Των νεόπλουτων, των βολεμένων».(14)

Επιπρόσθετα, ο Στέλιος Καζαντζίδης ήταν ο πρώτος που διεκδίκησε εργασιακά δικαιώματα για όλους τους καλλιτέχνες και κατήγγειλε τις εκμεταλλευτικές συμβάσεις των εταιριών δίσκων. Είναι ο πρώτος που στα 34 χρόνια του και ενώ μεσουρανούσε, τα παράτησε όλα και έφυγε από τις εμφανίσεις στα νυχτερινά κέντρα λόγω των σπασιμάτων, των καυγάδων, το νταηλίκι των αφεντικών, τα μπραβιλίκια, τις απειλές, τους εκβιασμούς και άλλα τέτοια, και αποσύρθηκε στο αγρόκτημά του, ζώντας μια απλή ζωή, αρνούμενος οικονομικές προτάσεις ιλιγγιώδεις για την εποχή που του έγιναν. Μπορεί να μην αρέσουν τα τραγούδια του ή η λεγόμενη «μοιρολατρία» που εκπέμπουν, όμως η φωνή του είναι αξεπέραστη, που, όπως κάπου διάβασα, μπορούσε να πιάνει από τις πιο χαμηλές μέχρι τις πιο ψηλές νότες. Πρόκειται για φαινόμενο που δεν έχει όμοιό του, μέχρι τώρα. Τραγουδούσε όπως μιλούσε, αβίαστα! 

Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, μπορούμε να συμπεράνουμε ότι τα βιώματα του Καζαντζίδη ήταν εκείνα που διαμόρφωσαν την προσωπικότητά του, με όλα τα θετικά και αρνητικά της στοιχεία. Αναμφίβολα, ορισμένες αρνητικές πτυχές του χαρακτήρα του είναι καταδικαστέες. Ωστόσο, αυτές δεν μειώνουν την αξία της προσφοράς του. Συνεπώς, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες περιπτώσεις, ας εξετάσουμε την καλλιτεχνική του συνεισφορά ανεξάρτητα από τον χαρακτήρα του, καθώς τα δύο αυτά δεν ταυτίζονται πάντα. Άλλωστε, η αξία του έργου του έχει ήδη αποδειχθεί στην πράξη.

Το όνειρο του Καζαντζίδη ήταν να γυριστεί μια ταινία για τη ζωή του. Τελικά, αυτό πραγματοποιήθηκε, αν και δυστυχώς, χωρίς να μπορεί να τη δει. Όπως έλεγε: «Πάντως εγώ, αν δεν κάνω ένα φιλμ με τη ζωή μου, θα πάω με ανοιχτά μάτια στον τάφο. Δεν θα μπορώ να ησυχάσω».(15) Τώρα, μπορεί να ησυχάσει. Μια ταινία αντάξιά του γυρίστηκε!

Υποσημειώσεις:

(1) Βλ. Δ. Παναγόπουλος, «Η διαρκής μάχη του Καζαντζίδη, με τον Στέλιο», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 14-15/12/2024, σελ. 28-29.

(2) Αναφέρεται στο βιβλίο, Υπάρχω. Ο Στέλιος Καζαντζίδης μιλάει στον Βασίλη Βασιλικό, εκδόσεις Νέα Σύνορα–Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα 2000, σελ. 176-179 και 37 αντίστοιχα.

(3) Κ. Κατσάπης, «Λεωνίδας Οικονόμου. Απόψε είσαι για φιλί», εφημερίδα Τα Νέα (ένθετο «Βιβλιοδρόμιο»), 11-12/1/2024, σελ. 4-5.

(4) Για περισσότερα σχετικά με τη διαλεκτική σχέση μεταξύ ταξικής θέσης και ταξικής συνείδησης, δηλαδή την σχέση μεταξύ εποικοδομήματος και βάσης και πως αυτό συνδέεται με την περίοδο ανόδου του λαϊκού τραγουδιού και τον Καζαντζίδη, βλ. Γ. Αλεξάτος «Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η ελληνική μεταπολεμική πραγματικότητα», δημοσιεύτηκε το 2005 στο περιοδικό Λαϊκό Τραγούδι και στο βιβλίο, Στέλιος Καζαντζίδης. Αφιέρωμα, επιμέλεια: Θωμάς Κοροβίνης, εκδόσεις Οδός Πανός.

(5) Γ. Πετρόπουλος, «Το φαινόμενο Καζαντζίδης», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 14-15/12/2024, σελ. 20.

(6) Υπάρχω, ό.π., σελ. 16.

(7) Υπάρχω, ό.π., σελ. 21-22.

(8) Υπάρχω, ό.π., σελ. 27-28.

(9) Για περισσότερα βλ. το ένθετο-αφιέρωμα, «Φάκελοι καλλιτεχνών. Στέλιος Καζαντζίδης. Άπονες εξουσίες. Ο απόρρητος φάκελός του στην ασφάλεια», Η Εφημερίδα των Συντακτών, 11-1-2025.

(10) Υπάρχω, ό.π., σελ. 48-49.

(11) Υπάρχω, ό.π., σελ. 173.

(12) Υπάρχω, ό.π., σελ. 66-69 και 83-90.

(13) Στέλιος Καζαντζίδης. «Εγώ είμαι ένας τραγουδιστής», επιμέλεια: Β. Λουμπρίνης, ειδική έκδοση της εφημερίδας Τα Νέα, Αθήνα, χ.χ.έ., σελ. 50-52. Βλ και στο Υπάρχω, ό.π., σελ. 172 και 174.

(14) Γ. Αλεξάτος «Ο Στέλιος Καζαντζίδης και η ελληνική μεταπολεμική πραγματικότητα», ό.π.

(15) Αναφέρεται στο βιβλίο, Στέλιος Καζαντζίδης. «Εγώ είμαι ένας τραγουδιστής», ό.π., σελ. 71.



 

Ετικέτες