Αντιφάσεις, υποκρισία και ιστορίες πετυχημένων αθλητών...
Ο διάχυτος ρατσισμός είναι αντιφατικός. Ο Τσουκαλάς, που είπε πίθηκο τον Θανάση Αντετοκούμπο, αποθέωνε τον Λούα-Λούα, αποθεώνει τον Γιάγια Τουρέ, θα αποθέωνε και τον Θανάση αν φορούσε τη φανέλα του Ολυμπιακού. Ελάχιστοι είναι οι πεισμένοι φανατικοί φυλετιστές. Αυτό κάτι λέει για το πώς και από πού καλλιεργείται ο ρατσισμός: η υποκριτική αντίφαση είναι ακριβώς το σήμα που εκπέμπει το ίδιο το σύστημα: Καμαρωτός ο Σαμαράς όταν ο Αντετοκούμπο έπαιρνε την υπηκοότητα για να εκπροσωπεί την Εθνική Ελλάδος, την ώρα που ο Δένδιας έκανε το «βίο αβίωτο» στους πιο «αναλώσιμους» μετανάστες.
Μιλώντας για αντίφαση και υποκρισία: Ο ίδιος ο Τσουκαλάς μάλλον κατάλαβε πόσο προκλητικό για το ευρύ κοινό ήταν να θίξει έναν Αντετοκούμπο κι επιχείρησε ένα τόσο χυδαίο και γλοιώδες όσο κι αντιφατικό συμπλήρωμα: «Κάνεις ρεζίλι και τον αδερφό σου!». Τον καλό πετυχημένο μαύρο, που αγαπάνε όλοι αφού δεν παίζει σε αντίπαλη ομάδα και δοξάζει και τη χώρα, και δεν είναι «πίθηκος» σαν τον… αδερφό του, αλλά ίσως γίνει κι αυτός αύριο-μεθαύριο αν πχ «κρεμάσει» σε ένα κρίσιμο παιχνίδι την Εθνική Ελλάδος.
Κάπου εδώ ας θυμηθούμε τον Λουκάκου και το διάσημο πια «όταν έπαιζα καλά με έλεγαν Βέλγο, όταν δεν πήγαινα καλά με έλεγαν “κογκολέζικης καταγωγής”».
Ή την περήφανη για την πολυπολιτισμικότητά της Γαλλία: Όταν μαύρος κωμικός συνεχάρη «την Αφρική» για την κατάκτηση του τελευταίου Μουντιάλ, θίχτηκε ο… Γάλλος πρέσβης στις ΗΠΑ κι έστειλε οργισμένη επιστολή ενάντια στην «αμφισβήτηση της γαλλικότητας των παιχτών μας», ντυμένη με όμορφα λόγια για την πολυπολιτισμικότητα της Γαλλίας που δεν κοιτάει τα χρώματα ή την καταγωγή των πολιτών της κλπ κλπ. Αξίζει να δει κανείς το βίντεο με την απάντηση του κωμικού που ισοπεδώνει την υποκρισία. Εδώ σημειώνουμε απλά ότι ήταν ο πρέσβης της ίδιας χώρας, που 2-3 μουντιάλ πριν, όταν δεν έρχονταν τα καλά αποτελέσματα, συζητούσε στα σοβαρά να πάρει μέτρα «γαλλοποίησης» της Εθνικής ομάδας, με κριτήριο… το χρώμα και την καταγωγή των παιχτών.
Ο διάχυτος ρατσισμός είναι εν μέρει «ασυνείδητος». Τον Τσουκαλά τον ενόχλησε η «μαγκιά» που έβγαλε ο Θανάσης στο παρκέ και οι έξαλλοι πανηγυρισμοί του. Αν έμπαινε στον κόπο να απολογηθεί, σίγουρα κάτι τέτοιο θα έλεγε για τον χαρακτηρισμό «πίθηκος». Μόνο που κατά 99% δεν θα μιλούσε έτσι αν λευκός έλληνας παίκτης του Παναθηναϊκού έδειχνε την ίδια συμπεριφορά. «Νούμερο» μπορεί να τον έλεγε, «πίθηκο» όχι. Αυτό επίσης κάτι λέει για τον τρόπο που λειτουργεί η επί δεκαετίες προπαγάνδα κι αναπαραγωγή στερεοτύπων και η δύναμη που αποκτά.
Όλα αυτά, δεν αθωώνουν τον «χύμα» ρατσισμό. Αυτός αποτελεί την κοινωνική βάση που σε στιγμές κρίσης θα στοιχηθεί πίσω από τους πεισμένους φυλετιστές. Όλα αυτά υπογραμμίζουν με τι έχουμε να αναμετρηθούμε. Με την κυρίαρχη ιδεολογία, δηλαδή την ιδεολογία των κυρίαρχων τάξεων, που δεν είναι ο παλιός φυλετισμός, αλλά συμπυκνώνεται στις φράσεις «δεν είμαι ρατσιστής, αλλά…», «έχω και γνωστούς μετανάστες, αλλά…», «υπάρχουν και οικογενειάρχες, αλλά…». Η μόνη διαφορά στο γήπεδο, είναι ότι το μότο γίνεται «έχουμε και μεις μαύρους παίχτες που υποστηρίζω, αλλά…».
Υποκρισίας συνέχεια: Ο Αλέξης Τσίπρας φωτογραφήθηκε με φανέλα του Αντεκοτούμπο, της Εθνικής Ελλάδος, για να στείλει, λέει, μήνυμα ενάντια στο ρατσισμό. Ακόμα και ως συμβολισμός, ήταν σχετικά εύκολος και βολικός: Βλέπετε ο Θανάσης παίζει στην Εθνική, η φανέλα της απευθύνεται σε ευρύτατο κοινό, δεν κοστίζει ψήφους, ακόμα και εκείνων που «δεν είναι ρατσιστές, αλλά…». Αλλά το χειρότερο είναι τι επιχειρεί να κρύψει ο συμβολισμός. Θα μπορούσαν να γραφτούν πολλά, αλλά για να μην επαναλαμβάνω πράγματα που έχουμε πει και ξαναπεί σε τόσα άρθρα, θα αρκεστώ σε μία λέξη: Μόρια. Αν και οι λέξεις που καταλαμβάνει ο Τσίπρας στο άρθρο είναι δυσανάλογες με τις ευθύνες της κυβέρνησής του, πιστεύω ότι όποιος έχει συνείδηση μπορεί να αρκεστεί σε αυτή τη μία λέξη που έχει δύναμη που ισούται με χιλιάδες: Μόρια.
Κι ένα τελευταίο σημείο. Τα αδέρφια Αντετοκούμπο αγαπήθηκαν από πολλούς εξαιτίας της ιστορίας τους. Και παραμένουν αγαπητά γιατί σου δίνουν με τον τρόπο τους μια αίσθηση ότι δεν ξέχασαν την ιστορία τους. Αυτό είναι μια γενική αίσθηση, τουλάχιστον δική μου, που αύριο-μεθαύριο μπορεί να βγει και λάθος. Αλλά προς το παρόν, η παρέμβαση του Γιάννη επιβεβαιώνει αυτή την αίσθηση. Μου θύμισε μια σκέψη που είχα τις μέρες του Μουντιάλ, όταν οι «ιστορίες επιτυχίας» των μεταναστόπαιδων στα γήπεδα της Ρωσίας αρκούσαν για να αντιμετωπιστούν αυτοί οι παίχτες ως «σύμβολα».
Υπήρχε σε αυτές τις αντιδράσεις μια υπερβολή. Ο γιος του μετανάστη που πέρασε δύσκολα και τελικά έφτασε στην κορυφή έχει κάθε λόγο να χαίρεται. Είναι μια όμορφη ιστορία κι έχουμε λόγους να χαρούμε για αυτόν, όπως χαίρονται και τα παιδιά στα προάστια που πέτυχε «ένας δικός μας». Αλλά -τουλάχιστον όταν θες να μιλήσεις πολιτικά για ένα αθλητικό γεγονός- δεν είναι αυτομάτως και «σύμβολα» για το κίνημα. Αυτό το επιλέγουν οι ίδιοι οι παίκτες, και κρίνεται από τη συμπεριφορά των ίδιων των παικτών, αφού πετύχουν. Δεν είναι λίγοι αυτοί που πρόδωσαν την τάξη ή/και τη φυλή τους. Το πρόσφατο κύμα υποστήριξης στον Μπολσονάρο πχ από μαύρα παιδιά που μεγάλωσαν στις φαβέλες και τα κατάφεραν τελικά στο ποδόσφαιρο, είναι μια προειδοποίηση για τέτοιες ρομαντικές αντιμετωπίσεις.
Στις περιπτώσεις των πετυχημένων ατομικά μελών μειονοτήτων και καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων, το ζήτημα είναι πάντοτε αν θα ξεχάσουν από πού προήλθαν και θα διδάξουν «την ατομική ανέλιξη» ή αν θα θυμούνται από πού προήλθαν και θα αξιοποιήσουν τη φήμη τους για να μιλήσουν για εκείνους που παραμένουν στο βυθό της κοινωνίας και δεν έχουν την ευκαιρία να ανελιχθούν ατομικά.
Αυτό κάνει πολύτιμη την παρέμβαση του Γιάννη Αντεκοτούμπο. Το «είμαστε ελληνονιγηριανοί και σε όποιον αρέσει» είναι μια σχετικά εύκολη απάντηση όταν είσαι «ο Αντετοκούμπο». Αυτό που ξεχωρίζει είναι εκείνη η αποστροφή που απαντά σε όλα όσα καυτηριάστηκαν παραπάνω: «Αν αυτό μπορεί να συμβεί στον Θανάση ο οποίος εκπροσωπεί με περηφάνεια και με ένα συνεχές χαμόγελο την Εθνική Ελλάδας και τον Παναθηναϊκό, δεν μπορώ να φανταστώ τι περνάνε άλλοι έγχρωμοι στην Ελλάδα».
Δεν απαιτεί κανείς από ένα παιδί που παίζει μπάσκετ και ζει το όνειρό του κάτι περισσότερο. Αρκεί που ο νους του έτρεξε στο «να φανταστεί τι περνάνε άλλοι…» και να το γράψει στην παρέμβασή του. Γιατί (τουλάχιστον) μια αθλητική ραδιοφωνική εκπομπή ασχολήθηκε με την παρέμβασή του. Και μια αθλητική δημοσιογράφος, συζήτησε με τους συναδέλφους της με αφορμή αυτήν την εκπομπή. Και βρήκε το θάρρος/ενθαρρύνθηκε να γράψει κι αυτή ένα κείμενο. Και σήμερα-αύριο ίσως μπει κάποιος σε ένα αθλητικό σάιτ να διαβάσει τα νέα της ομάδας του και πέσει πάνω σε ένα άρθρο σε περίοπτη θέση με τίτλο «Γιάννη Αντετοκούμπο, δεν φαντάζεσαι τι περνάει ο Ανδρέας μου…», το 10χρονο παιδί που έχει με τον νιγηριανής καταγωγής σύζυγό της…