Καμιά εκτίμηση για τις προοπτικές και τα πολιτικά καθήκοντα σχετικά με τις επερχόμενες εκλογές δεν μπορεί να γίνει στα σοβαρά, αν δεν ξεκινά κανείς από τη διαπίστωση της πρωτοφανούς κρίσης που δείχνει τα δόντια της και ήδη έχει μια μεγάλη δυναμική κλιμάκωσης.

Στο διεθνή Τύπο έχει γίνει της μόδας η πρόβλεψη για μια «τέλεια καταιγίδα» και ο όρος «πολύ-κρίση», που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τη σύμπτωση της οικονομικής κρίσης, της κρίσης των ανεξέλεγκτων ανταγωνισμών, την απειλή της κλιματικής καταστροφής, την πολιτική κρίση σε κομβικές χώρες του διεθνούς καπιταλισμού κ.ο.κ.

Ρωγμές

Ο παράγοντας αυτός έχει υποσκάψει το έδαφος κάτω από τα πόδια του Μητσοτάκη. Η διάβρωση των πολιτικών προοπτικών του εκδηλώνεται με «κλασσικό» τρόπο, μέσα από μια διαδικασία όπου σταδιακά αλλάζει η στάση απέναντι στην κυβέρνηση, τόσο των από κάτω, όσο και των από πάνω. 

Η αύξηση της μαζικότητας στις εργατικές και λαϊκές κινητοποιήσεις (γενική απεργία 9/11, Πολυτεχνείο κ.ά.) είναι καμπάνα συναγερμού για την κυβέρνηση. Ο Μητσοτάκης ξέρει ότι «ο κάμπος είναι ξερός», ότι η κυβερνητική πολιτική έχει κάνει τη ζωή αφόρητη για πλατιά κοινωνικά στρώματα, και αυτό στην Ελλάδα σημαίνει ότι ένα ξέσπασμα εργατικής/λαϊκής αγωνιστικότητας είναι επίκαιρο και πιθανό. Πολύ περισσότερο όταν αυτή την κατεύθυνση «συνιστούν» αξιοσημείωτες εργατικές κινητοποιήσεις στην Ευρώπη (Βρετανία, Γαλλία, Βέλγιο και αλλού) που μοιάζει να ενοποιούνται γύρω από τα καθήκοντα αντιμετώπισης της προκλητικής ακρίβειας και του πληθωρισμού. Η σύγχρονη πολιτική ιστορία έχει πολλά παραδείγματα που δείχνουν ότι το εργατικό/λαϊκό κίνημα εδώ, ανταποκρίθηκε συχνά και πρόθυμα σε τέτοια διεθνή «καλέσματα» κλιμάκωσης της αγωνιστικότητας και του διεκδικητισμού. 

Οι ρωγμές από τα πάνω, που προϋπήρχαν αλλά ήρθαν στο φως με την υπόθεση των υποκλοπών, είναι μια πιο σύνθετη διαδικασία. Οι καπιταλιστές θα επιθυμούσαν την παράταση του «καθεστώτος» Μητσοτάκη. Όμως, ως κυρίαρχη τάξη οφείλουν να είναι πρακτικοί και συγκεκριμένοι: όταν μια πολιτική δύναμη παύει να μπορεί να τους (εξ)υπηρετεί με αποτελεσματικότητα και ασφάλεια, παύει να έχει την εμπιστοσύνη τους και κατά συνέπεια την υποστήριξή τους χωρίς δεύτερες σκέψεις για εναλλακτικές λύσεις. Αυτός ο παράγοντας εκδηλώνεται με την αύξηση του «ενδιαφέροντος» για κυβερνήσεις «ευρύτερων συναινέσεων» («μεγάλου συνασπισμού»; «ειδικού σκοπού»; «έκτακτης ανάγκης»;) που εύκολα διαπιστώνει κανείς ανάμεσα στις γραμμές του καθεστωτικού Τύπου. 

Ο συγχρονισμός αυτών των δύο παραγόντων –της ενεργοποίησης της αγανάκτησης από τα κάτω και του περιορισμού της εμπιστοσύνης από τα πάνω– συνιστά μια σεισμική προοπτική για τον Μητσοτάκη, μια εξέλιξη που μπορεί να περιγραφεί ως η πιθανή αρχή του τέλους του. Η συνειδητοποίηση αυτής της επικινδυνότητας των πολιτικών εξελίξεων από τη μεριά της ηγεσίας της ΝΔ αποτυπώνεται στο παιχνίδι με τον χρόνο των εκλογών. Ο Μητσοτάκης που ένα χρόνο πριν κράδαινε τις εκλογές με απειλητικό τρόπο –πετώντας στα μούτρα του Τσίπρα την προοπτική της «γαλοπούλας στα Χριστούγεννα», σήμερα αναζητά παράθυρο ευκαιρίας για εκλογές όπου η αυτοδυναμία της ΝΔ δεν θα είναι μια εκ προοιμίου καταδικασμένη υπόθεση. 

Το τέλος του Μητσοτάκη δεν θα είναι μια εύκολη υπόθεση, ούτε η έκβασή της πρέπει να θεωρηθεί προδιαγεγραμμένη. Αυτή η κυβέρνηση λειτούργησε ως πολεμική μηχανή στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Η δραστική συμπίεση των εργαζομένων και η απόλυτη «ελευθερία» στις αγορές, δηλαδή η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης, οδήγησε –παρά τις δυσμενείς διεθνείς συνθήκες– τις ελληνικές εταιρίες σε κερδοφορία ρεκόρ στους πρώτους 9 μήνες του 2022. Αυτή η κραυγαλέα ταξική μονομέρεια ενέχει πολιτική σκοπιμότητα και εκλογικό σχέδιο, που διεκδικεί την αμέριστη υποστήριξη της κυρίαρχης τάξης και την εκλογική επιρροή μέσα στις κοινωνικές συμμαχίες των καπιταλιστών. Για παράδειγμα, η εγκληματική πολιτική ιδιωτικοποίησης του ΕΣΥ απευθύνεται σε ένα ολόκληρο δίκτυο επιρροής των ασφαλιστικών εταιρειών, της ιδιωτικής επιχειρηματικότητας στην περίθαλψη, των μεγαλογιατρών του ιδιωτικού τομέα κ.ο.κ. Γι’ αυτό ο Μητσοτάκης βαδίζει προς τις εκλογές χωρίς να χαλαρώνει ούτε στιγμή την οικονομική/κοινωνική πολιτική του, πέρα από τα κούφια δημαγωγικά τερτίπια του Γεωργιάδη και του Σταϊκούρα. Γι’ αυτό, επίσης, οι χιλιοτραγουδισμένες αντιδράσεις στο εσωτερικό της ΝΔ για τις υποκλοπές υπήρξαν χειρότερες από υποτονικές, παρότι έχει γίνει πλέον φανερό ότι το Μαξίμου παρακολουθούσε τόσο τη σαμαρική όσο και την καραμανλική πτέρυγα της Δεξιάς. 

Μέσα σε αυτό το σχέδιο, ο Μητσοτάκης διακήρυξε προς το εσωτερικό της χώρας –αλλά και το εξωτερικό…– ότι ταυτίζει το πολιτικό του μέλλον με τη διεκδίκηση της αυτοδυναμίας, χαρακτηρίζοντας τις κυβερνήσεις συνεργασίας ως «ακατάλληλες» για τις συνθήκες που θα έχει να αντιμετωπίσει ο ελληνικός καπιταλισμός. Αυτό του δίνει το πλεονέκτημα μιας μεγαλύτερης σαφήνειας σε σύγκριση με όλους τους ανταγωνιστές του στο πολιτικό παιχνίδι. Όμως ταυτόχρονα, του δίνει «ημερομηνία λήξης» αν η προοπτική της αυτοδυναμίας δεν επιβεβαιωθεί στο εκλογικό αποτέλεσμα, ή αν η πλειοψηφία της κυρίαρχης τάξης μετακινηθεί προς την κατεύθυνση των «ευρύτερων συναινέσεων», μέσα από τις δικές της εκτιμήσεις για το βάθος της επερχόμενης κρίσης, ή ακόμα για τους πολιτικούς κινδύνους κάποιων υποχρεωτικών επιλογών (πχ στο ενδεχόμενο αμερικανονατοϊκής απόφασης για μια «τακτοποίηση» των σχέσεων με την Τουρκία). 

Συνοψίζοντας, στις σημερινές συνθήκες το πολιτικό καθήκον της ανατροπής της αντιδραστικής κυβέρνησης Μητσοτάκη πέρα από απολύτως αναγκαίο, θα έπρεπε να είναι αντικειμενικά και ρεαλιστικό εφικτό. Όμως για να ανατραπεί η κυβέρνηση, κάποιος θα πρέπει να επιχειρήσει στα σοβαρά να την ανατρέψει. Η γραμμή του «προοδευτισμού» -κυρίως στον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και στο ΠΑΣΟΚ- που επιδιώκει μια «απαλλαγή» από τον Μητσοτάκη χωρίς ουσιαστικές δεσμεύσεις απέναντι στον κόσμο της εργασίας, χωρίς απειλές ακόμα και μετριοπαθών κατακτήσεων απέναντι στην καθεστωτική οικονομική/κοινωνική πολιτική των τελευταίων χρόνων, καταλήγει να αποτελεί την τελευταία ευκαιρία αντεπίθεσης και αναπαραγωγής της κυριαρχίας του Μητσοτάκη. Σε συνθήκες όπου η πτώση της κυβέρνησης θα έπρεπε να είναι απολύτως πιθανή και η αυτοδυναμία της Δεξιάς άπιαστο όνειρο για την ηγεσία της, το κενό της αντιπολίτευσης αφήνει όλα τα σενάρια ακόμα ανοιχτά. 

ΣΥΡΙΖΑ: Από πού πάνε στο μέτωπο;

Ίσως το πιο εντυπωσιακό χαρακτηριστικό των πολιτικών εξελίξεων είναι η αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να συγκροτήσει ένα αποτελεσματικό πολιτικό ρεύμα «αλλαγής» που, έστω με το μετριοπαθές πρόγραμμα που επέλεξε η ηγεσία του, να μπορεί να οδηγήσει με αξιοπιστία στην πτώση του Μητσοτάκη. 

Η απόφαση της ηγετικής ομάδας γύρω από τον Αλ. Τσίπρα να εναποθέσει όλα της τα αυγά στο καλάθι της αναμονής των εκλογών και να συρρικνώσει όλες τις πολιτικές μάχες της περιόδου μέσα στα όρια των κοκορομαχιών στη Βουλή, είναι μια μεγάλη πολιτική υποχώρηση. Στη βάση της πολιτικής (και κατά συνέπεια εκλογικής) στασιμότητας του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται μια κρίση αξιοπιστίας με την πιο πλατιά και πλήρη έννοια. Κρίση αξιοπιστίας, γιατί η στροφή του Τσίπρα προς τον σοσιαλφιλελευθερισμό έγινε σε μια ιστορική περίοδο απόλυτου εκφυλισμού του σοσιαλδημοκρατικού ρεύματος, με αποτελέσματα ορατά για τον κόσμο (στη Γαλλία, στην Ιταλία, στη Σουηδία κ.ο.κ.). Κρίση αξιοπιστίας, γιατί το κάλεσμα του ΣΥΡΙΖΑ για «απαλλαγή» από τον Μητσοτάκη δεν εντάσσεται πλέον σε καμιά μεγάλη «αφήγηση» που θα προσπαθούσε να πείσει έναν κόσμο ότι χρειάζεται κάτι παραπάνω από την ψήφο του. Κρίση αξιοπιστίας γιατί ο Τσίπρας σήμερα ζητώντας την εξουσιοδότηση για να κυβερνήσει, δεν αναλαμβάνει καμιά σημαντική δέσμευση απέναντι στον κόσμο της εργασίας (η άτακτη υποχώρηση από την υπόσχεση για ΑΤΑ στους μισθούς και στις συντάξεις, μέσα σε μια εβδομάδα μετά την εξαγγελία της στη ΔΕΘ, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα). Κρίση αξιοπιστίας, γιατί η πολιτική τραγωδία του 2015 έμεινε χωρίς πειστική ερμηνεία και ειλικρινή αυτοκριτική (και όποιος εξακολουθεί να υποτιμά αυτόν τον παράγοντα, θα τιμωρηθεί με τη διαπίστωση της υψηλής αποχής σε κρίσιμους για την Αριστερά κοινωνικούς χώρους). 

Απέναντι σε αυτά, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ αναζητά γιατρικό στην φαρδυ-πλατύτερη προγραμματική και στελεχική «διεύρυνση» του κόμματός της. Ένα κόμμα που έχει φτάσει να συζητάει σοβαρά την υποψηφιότητα του… Απόστολου Γκλέτσου σε κεντρική περιφέρεια της χώρας, στέλνει καθαρό μήνυμα ότι απέχει πλέον πολύ από το κόμμα σοβαρής πολιτικής μάχης που έχει ανάγκη ο κόσμος ακόμα και για να υπερασπίσει τις στοιχειώδεις κατακτήσεις του. 

Στην αρχή της περιόδου φθοράς του Μητσοτάκη, ο Αλ. Τσίπρας είχε θέσει το στόχο της «2ης φοράς Αριστερά», υπαινισσόμενος ότι τάχα προτίθεται να ξαναπιάσει το νήμα που κόπηκε βίαια το 2015, συμπληρώνοντας μάλιστα ότι «η 2η φορά θα είναι αλλιώς…». Αυτοί οι λεονταρισμοί σύντομα εγκαταλείφθηκαν. Στη θέση τους ήρθε η γραμμή για την «προοδευτική κυβέρνηση», δηλαδή η εξάρτηση της όποιας επιδιωκόμενης «αλλαγής» από τις πιθανότητες μιας κυβερνητικής συμμαχίας με το ΠΑΣΟΚ του Ν. Ανδρουλάκη. Επρόκειτο για μια βιαστική πολιτική προσαρμογή στα δημοσκοπικά ευρήματα που επέμεναν ότι δεν είναι πιθανό να αναδειχθεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως πρώτο κόμμα. Η προσαρμογή όμως είχε συνέχεια: Δεν πρέπει να υποτιμηθεί η δήλωση του Τσίπρα ότι δεν προτίθεται να επιχειρήσει συγκρότηση «κυβέρνησης των ηττημένων». Σε προεκλογική περίοδο, μπροστά σε εκλογές απλής αναλογικής, ο επικεφαλής ενός κόμματος που αυτοπροσδιορίζεται ως ριζοσπαστική Αριστερά, αισθάνθηκε υποχρεωμένος να δηλώσει ότι ο σχηματισμός κυβέρνησης θα αφορά υποχρεωτικά και… το πρώτο κόμμα! Αν συνυπολογίσει κανείς τις δημοσκοπικές προβλέψεις, αλλά και τους πολιτικούς προβληματισμούς στον καθεστωτικό Τύπο, το νόημα αυτής της μη-ορθολογικής πολιτικής δέσμευσης γίνεται σαφέστερο: Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υπό την ηγεσία του Αλ. Τσίπρα θα είναι «διαθέσιμος» για τα σενάρια των «ευρύτερων κυβερνήσεων» αν αυτά προκριθούν από τις καθεστωτικές δυνάμεις, παρά τις σχετικές διαψεύσεις ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ. 

Έτσι, η πραγματική αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ είναι συντηρητικότερη από τη γνωστή τακτική παθητικής αναμονής να πέσει η κυβέρνηση ως «ώριμο φρούτο». Συνδυάζει την παθητικότητα των αντιπολιτεύσεων «ώριμου φρούτου», με την καλλιέργεια ελάχιστων προσδοκιών μέσα στον κόσμο για το κοινωνικό περιεχόμενο μιας κυβερνητικής «αλλαγής», αλλά και τα διαδοχικά μηνύματα προς την κυρίαρχη τάξη (και τους διεθνείς συμμάχους της) ότι η αντιπολίτευση δεν προτίθεται να δώσει στην ενδεχόμενη πτώση της κυβέρνησης Μητσοτάκη χαρακτηριστικά καθεστωτικής δοκιμασίας, με την αμφισβήτηση καθοριστικών επιλογών στην οικονομική/κοινωνική πολιτική, στην εξωτερική/διεθνή πολιτική, στους εξοπλισμούς και στα πολεμικά σύμφωνα κ.ο.κ. 

Αυτή η πολιτική είναι βούτυρο στο ψωμί του Μητσοτάκη και ο βασικός παράγοντας που αφήνει ακόμα ανοιχτό το ενδεχόμενο μιας πολιτικής επιβίωσής του, μέσα από μια τελική επικράτησή του στο γύρο των διαδοχικών εκλογικών αναμετρήσεων, ένα ενδεχόμενο που υπό κανονικές πολιτικές συνθήκες θα έπρεπε ήδη να έχει αποκλειστεί. 

Αυτή η πολιτική είναι, επίσης, βούτυρο στο ψωμί του Ν. Ανδρουλάκη που παρότι επιμένει στην απόλυτη κοινωνική και πολιτική απροσδιορισία, προσπαθεί να αναδείξει το ΠΑΣΟΚ στο ρόλο της «πολύφερνης νύφης» στα σενάρια των κυβερνητικών συμμαχιών στη μετεκλογική περίοδο. Η ολοκλήρωση της σοσιαλφιλελεύθερης μετάλλαξης του ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τις ευκαιρίες που έδωσε και δίνει στη Δεξιά, σήμερα δίνει ευκαιρίες επανόδου στο κέντρο της πολιτικής σκηνής στο κόμμα που άνοιξε το δρόμο στη μνημονιακή διαχείριση της κρίσης του 2008. 

Όλα αυτά σημαίνουν ότι στις επερχόμενες εκλογές το αυτονόητο καθήκον να μαυρίσουμε τη ΝΔ του Μητσοτάκη οφείλει να συνδυαστεί με μια ξεκάθαρη επιλογή που δεν θα δίνει καμιά εμπιστοσύνη στον ΣΥΡΙΖΑ. Μέσα στις συγκεκριμένες συνθήκες η ψήφος έχει ένα «εκπαιδευτικό»-πολιτικό περιεχόμενο: Προαναγγέλει τις προθέσεις για τις διεκδικήσεις στη μετεκλογική περίοδο. Ο Αλ. Τσίπρας δεν αφήνει πλέον κανένα περιθώριο παρερμηνείας για το πώς θα χειριστεί πολιτικά την «εντολή» που θα του δίνει κάθε ψήφος προς το κόμμα του. 

Για τον κόσμο της Αριστεράς και των κινημάτων η ανατροπή της αντιδραστικής κυβέρνησης Μητσοτάκη θα πρέπει να συνδυαστεί με ουσιαστικές και συγκεκριμένες διεκδικήσεις, κυρίως στο κοινωνικό ζήτημα (μισθοί, συντάξεις, κοινωνικές δαπάνες κ.ο.κ.) αλλά όχι μόνο (ρατσισμός, εθνικισμός, μιλιταρισμός, σεξισμός…). Η ψήφος στον ΣΥΡΙΖΑ είναι πλέον αναμφισβήτητα ένα ακατάλληλο «εργαλείο» σε σχέση με αυτό τον στόχο. 

Και η διαπίστωση αυτή δημιουργεί ιδιαίτερα καθήκοντα πάνω στην πέρα του ΣΥΡΙΖΑ ριζοσπαστική/αντικαπιταλιστική Αριστερά.    

Το ΚΚΕ, το ΜΕΡΑ25 και η ριζοσπαστική Αριστερά

Η πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά –το ΚΚΕ, το ΜΕΡΑ25, οι εκτός Βουλής δυνάμεις της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς– δεν έχει κατορθώσει, μέχρι στιγμής, να δώσει συντονισμένες απαντήσεις σε κοινές πιέσεις και προκλήσεις. 

Την επόμενη ημέρα των εκλογών, σε όλα τα πιθανά κυβερνητικά σενάρια που προαναγγέλουν οι μετρήσεις, οι δυνάμεις που θα μπορεί να αντιπαρατάξει όλος αυτός ο «χώρος» θα είναι μια σημαντική παράμετρος για τις δυνατότητες αντίστασης στις επιθέσεις που θα υποστεί ο κόσμος μας. Λέμε λοιπόν εξαρχής ότι θα θεωρήσουμε θετικό πολιτικά γεγονός τη μέγιστη εκλογική ενίσχυση αυτών των δυνάμεων. 

Το ΚΚΕ είναι ένα από τα ελάχιστα ΚΚ διεθνώς, που επιβίωσε από την κατάρρευση του σταλινισμού και κατόρθωσε να συγκρατήσει σοβαρές οργανωμένες δυνάμεις μέσα στους εργατικούς χώρους. Και μόνο η ύπαρξή του σηματοδοτεί μια διαφορά από πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπου η οργανωμένη πολιτική Αριστερά μέσα στην εργατική τάξη έχει πέσει στο ιστορικό ναδίρ, αφήνοντας το χώρο για να ξετυλίγονται τα διαλυτικά φαινόμενα που περιγράφονται με τον όρο «ιταλοποίηση». Στην  πιο πρόσφατη πολιτική περίοδο, γύρω από το τελευταίο συνέδριό του, έγινε φανερό ότι το ΚΚΕ στράφηκε (δοκιμαστικά;) σε κάποια «ανοίγματα». Σε συγκεκριμένους εργατικούς χώρους δοκίμασε πιο ενεργητικές μορφές ενότητας στη δράση προκειμένου να υπάρξουν πιο προωθημένες απεργιακές αντιστάσεις, έδειξε να σκέφτεται και να πειραματίζεται πάνω στο ενδεχόμενο για κάποιες μακράς διάρκειας κοινές αγωνιστικές καμπάνιες απέναντι σε καθοριστικές αντεργατικές απειλές και μπήκε στιγμιαία στα καθήκοντα διαμόρφωσης κοινής απάντησης σε περιπτώσεις απειλητικής καταστολής.

Όμως σύντομα έγινε εξίσου καθαρό ότι αυτοί οι πειραματισμοί τερματίστηκαν, ότι τα «ανοίγματα» έκλεισαν και μάλιστα με εμφατικό τρόπο. Το ΚΚΕ γύρισε στην παραδοσιακή τακτική του, όπου βλέπει τις δυνατότητες των κινηματικών αντιστάσεων να καθορίζονται από τις δικές του οργανωμένες δυνάμεις, και αναστέλλει την όποια πιθανότητα κλιμάκωσης για όποτε (και εάν…) οι δικές του δυνάμεις γίνουν αρκετές και ικανές για να την πραγματοποιήσουν. Αν αυτή η τακτική είναι προβληματική στο συνδικαλιστικό αγώνα, γίνεται πολλαπλάσια προβληματική στον πολιτικό αγώνα. Σε αυτή τη βάση, πολλοί κατηγορούν το ΚΚΕ για «σεχταρισμό». Δεν είναι ακριβές. Το ΚΚΕ δεν κάνει «αριστερό» λάθος. Το μεγάλο πρόβλημα στη γραμμή και στην τακτική του είναι αντίστροφο, είναι η παθητικότητα στην αντιμετώπιση των εξελίξεων, είναι η άρνηση να αναλάβει τις κινηματικές και πολιτικές πρωτοβουλίες που αντιστοιχούν στις οργανωμένες δυνάμεις του.

Όσο αυτή η τακτική παραμένει ως η κυρίαρχη επιλογή μέσα στις γραμμές του ΚΚΕ, τότε φυσιολογικά τα όποια «ανοίγματα» στην κατεύθυνση μιας ευρύτερης ενότητας στη δράση θα θεωρούνται άχρηστοι (ή και επικίνδυνοι…) τακτικισμοί, ενώ η όποια απόπειρα «διεύρυνσης» θα εκφυλίζεται σε ατομικές λίστες προεκλογικών μεταγραφών. Το αντίτιμο είναι ότι το ΚΚΕ περιορίζεται σε μια πολιτική/εκλογική επιρροή δυσανάλογα μικρότερη απ’ ό,τι αντιστοιχεί στον όγκο των οργανωμένων δυνάμεών του. Οι επερχόμενες εκλογές θα έχουν δύο (και ίσως τρεις;) διαδοχικές αναμετρήσεις, όπου τα διλήμματα θα γίνουν ξανά εξαιρετικά πολωτικά. Η ανθεκτικότητα στις δεξιόστροφες καθεστωτικές πιέσεις, σε πλατιά κλίμακα δεν μπορεί να οικοδομηθεί μόνο με την (αναγκαία) προπαγάνδα, χρειάζεται απαραίτητα πολιτικές κινήσεις και πρωτοβουλίες που θα έπρεπε εδώ και καιρό να ήταν τρέχουσες και ενεργές. 

Το ΜΕΡΑ25 αντιδρά στην απειλή κατά της κοινοβουλευτικής αναπαραγωγής του, ριζοσπαστικοποιώντας την πολιτική και τη φυσιογνωμία του, και διεκδικώντας έναν κόσμο που κινήθηκε και κινείται στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Τα αποτελέσματα είναι ορατά στις θέσεις για τους εξοπλισμούς, τον εθνικισμό και τον εξορυκτισμό στην Ανατολική Μεσόγειο, στις θέσεις για τον ρατσισμό απέναντι στους πρόσφυγες και τους μετανάστες, για το σεξισμό, τον αυταρχισμό και την καταστολή κ.ο.κ. Ο Γ. Βαρουφάκης ριζοσπαστικοποιεί την (αυτο)κριτική του ανάλυση για το 2015, ενισχύει τους αντισυστημικούς τόνους στις ομιλίες του, βάζει «μειοψηφικές» αντιιμπεριαλιστικές αιχμές (Παλαιστίνη), ενώ στο διεθνές πεδίο διευρύνει τους «συνομιλητές» του προς την κατεύθυνση ριζοσπαστικών τμημάτων. Παρόλα αυτά, η «στροφή» είναι περιορισμένη και αντιφατική: για παράδειγμα δεν μπορεί να υποστηρίζει κανείς στα σοβαρά τη ρήξη με την Ευρωζώνη και ταυτόχρονα να επιδιώκει την παραμονή στην ΕΕ. Το βασικό πρόβλημα είναι η αντιμετώπιση του «προοδευτισμού». Τακτικά, ο Γ. Βαρουφάκης απάντησε σωστά στην έκκληση του Τσίπρα για συγκρότηση «προοδευτικής κυβέρνησης» μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, απαιτώντας προγραμματική συμφωνία πριν τις εκλογές και δίνοντας ο ίδιος τα «7+1» σημεία δέσμευσης που το ΜΕΡΑ25 θεωρεί ως προϋποθέσεις για μια κυβερνητική συμμαχία. Όμως αυτή η τακτική «εξυπνάδα», αν δεν συνοδεύεται με στρατηγική καθαρότητα απόρριψης του σεναρίου μιας σοσιαλφιλελεύθερης κυβέρνησης, μπορεί να αποδειχθεί αυτοπαγίδευση. Γιατί το ζήτημα του «προοδευτισμού» θα επανέλθει με έμφαση μεταξύ 1ου και 2ου γύρου των εκλογών και τότε δεν θα υπάρχουν οι διαδικαστικές απαντήσεις. Δυστυχώς, η οργανωτική συγκρότηση του ΜΕΡΑ25 επιτείνει αυτό το πρόβλημα εμπιστοσύνης: τις κρίσιμες αποφάσεις θα πάρει ένας στενός κύκλος ανθρώπων γύρω από τον Γ. Βαρουφάκη. 

Γνωρίζουμε ότι προς το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25 θα προσανατολιστεί η μεγάλη πλειοψηφία των ψήφων της πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστεράς. Στις παρούσες συνθήκες δεν βλέπουμε κανένα λόγο για να «τσακωθούμε» με ανθρώπους που σκέφτονται να ψηφίσουν ΚΚΕ ή ΜΕΡΑ25. Αντίθετα, υπογραμμίσαμε ότι θα θεωρήσουμε την εκλογική ενίσχυσή τους ως θετικό πολιτικό γεγονός για την επόμενη ημέρα. 

Όμως δεν είναι σωστό να υποτιμήσει κανείς, με βάση τις προβλέψεις για την εκλογική αποτελεσματικότητα, το χώρο που αυτοπροσδιορίζεται ως ριζοσπαστική/αντικαπιταλιστική Αριστερά. Στους αγώνες και στις πολιτικές ιδέες έχει αποδείξει συχνά ότι αναλαμβάνει ευθύνες μεγαλύτερες απ’ ό,τι αντιστοιχούν στα οργανωτικά μεγέθη του. 

Είναι υποχρεωτικό να ξεκινά κανείς από μια έντιμη διάγνωση για την κατάσταση αυτού του χώρου. Και η διάγνωση δεν μπορεί να είναι άλλη από τη διαπίστωση μιας κρίσης που εκδηλώνεται με το αδιέξοδο σχεδόν όλων των επιλογών συμμαχιών και μετωπικών συγκροτήσεων της προηγούμενης περιόδου. 

Η ΛΑΕ βγήκε τραυματισμένη από την εκλογική ήττα του 2019, όπου η ηγετική της κορυφή (υπό τον Π. Λαφαζάνη) στράφηκε προς άλλες κατευθύνσεις, ενώ αποχώρησαν η ΔΕΑ, η ΑΡΑΝ και η ΑΠΟ. Η προσπάθεια ανασύνταξης μέσω της Αριστερής Πρωτοβουλίας Διαλόγου και Κοινής Δράσης δεν βρήκε ιδιαίτερη δυναμική, ενώ δοκιμάστηκε και από τις αποκλίνουσες θέσεις για τον πόλεμο στην Ουκρανία. 

Η εξέλιξη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα για όσους/ες ισχυριζόμαστε ότι μια αυτοανακηρυγμένη «προγραμματική καθαρότητα» δεν είναι αρκετή για να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά η σύνθετη και απαιτητική σημερινή πολιτική συγκυρία. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ διασπάστηκε στις προηγούμενες αυτοδιοικητικές εκλογές και η όποια «μετωπική» λειτουργία της στη βάση έχει ατονήσει. Η πολιτική απόσταση ανάμεσα στις βασικές συνιστώσες της έχει μεγεθυνθεί, και σήμερα το ΝΑΡ και το ΣΕΚ ακολουθούν διαφορετικούς δρόμους, συμπεριλαμβανομένων των βασικών επιλογών για την αντιμετώπιση των επερχόμενων εκλογών, που πλέον τίθενται σε δημόσια συζήτηση σε διαφορετικές διαδικασίες, με διαφορετικές πολιτικές συνθέσεις. 

Προϋποθέσεις

Ξεκινώντας από αυτό το τοπίο, γίνεται σαφές ότι η πιθανότητα μιας κοινής εκλογικής παρέμβασης έχει σημαντικές προϋποθέσεις. Σε αυτή τη συζήτηση η ΔΕΑ έχει υποστηρίξει τα εξής: 

α) Θα θεωρούσαμε θετική μια κοινή εκλογική παρέμβαση, όχι γιατί πιστεύουμε ότι θα έχει εκλογική αποτελεσματικότητα, αλλά γιατί θα ενίσχυε τις δυνατότητες μιας «μετωπικής» αντιμετώπισης της επόμενης ημέρας των εκλογών, όπου εκτιμούμε ότι θα αντιμετωπίσουμε ιδιαίτερες κινηματικές και πολιτικές δοκιμασίες. 

β) Προς τούτο, θεωρούμε σημαντική τη συγκέντρωση όλου του «φάσματος», από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως την ΛΑΕ και άλλες ριζοσπαστικές/αντικαπιταλιστικές δυνάμεις. Το κριτήριο δεν είναι μόνο «ποσοτικό», παρόλο που και αυτό δεν μπορεί να υποτιμηθεί μπροστά σε μια δύσκολη εκλογική μάχη. Είναι και πολιτικό: Η ύπαρξη διαφορετικών ψηφοδελτίων που διεκδικούν το ίδιο «ακροατήριο» μπορεί να κάνει αφόρητη την ήδη δύσκολη εκλογική μάχη. 

γ) Ο πολιτικός χρόνος είναι σημαντικός. Καθαρές πολιτικές επιλογές θα έπρεπε να έχουν ήδη εκδηλωθεί… χθες. Δεν πιστεύουμε ότι στο παρά πέντε των εκλογών, μια βιαστική εκλογική συγκόλληση θα έχει θετικές και δημιουργικές προοπτικές. Είναι επίσης σημαντικό να θυμόμαστε ότι η ενότητα στη δράση δεν οικοδομείται σοβαρά, αν αρχίζει κανείς από τα κεραμίδια. Η κοινή δράση στα σωματεία, η κοινή τακτική στις διαδηλώσεις, ο κοινός σχεδιασμός για κάποιες σοβαρές πολιτικές πρωτοβουλίες κ.ο.κ. είναι αναντικατάστατα βήματα, όπου δοκιμάζεται η ειλικρίνεια στις προθέσεις και οικοδομείται η αναγκαία πολιτική εμπιστοσύνη. 

δ) Η προγραμματική συζήτηση είναι σημαντική. Μια «μεταβατική» αποτύπωση των εργατικών/λαϊκών διεκδικήσεων, των αιτημάτων που αποτελούν ή θα αποτελέσουν βασικές αιχμές μαζικών αγώνων, είναι εφικτή και η σημασία της δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Είναι γνωστό ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές στην αντιμετώπιση του πολέμου, τόσο ως προς την αντιμετώπιση της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, όσο και σχετικά με τον ελληνοτουρκικό ανταγωνισμό. Θεωρούμε ότι αυτές οι διαφορές δεν πρέπει να θεωρηθούν διαχωριστική γραμμή, αλλά πεδίο περαιτέρω συζήτησης και διεργασίας. Υπό την προϋπόθεση της σαφούς απόρριψης των εξοπλισμών και των πολεμικών συμφώνων του ελληνικού κράτους, όπως και της σαφούς αντίθεσης στην αναβάθμιση των αμερικανονατοϊκών δραστηριοτήτων στο εσωτερικό της χώρας (βάσεις κλπ). Γιατί αυτές οι επιλογές είναι υποχρεωτικές για να αντιμετωπιστεί στα σοβαρά το κοινωνικό/πολιτικό ζήτημα που είχαμε και θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε «στην ίδια μας τη χώρα». Είναι φανερό ότι μια προγραμματική αποτύπωση συμφωνίας, θα πρέπει να συνοδεύεται με τη δέσμευση για κοινές πολιτικές συζητήσεις και επεξεργασίες που θα επιτρέψουν την «όσμωση» στα θέματα όπου υπάρχουν διαφωνίες. 

Είναι γνωστό ότι τα συγκεκριμένη ζητήματα συνδυάζονται με ένα υφέρπον, γενικότερο. Είναι εφικτή και πολιτικά λειτουργική μια «έκκληση» για γενικότερη κοινή εκλογική παρέμβαση, συμπεριλαμβάνοντας το ΚΚΕ και το ΜΕΡΑ25; Η απόφαση της Συνδιάσκεψης της ΛΑΕ βάζει ευθέως αυτό το ζήτημα. Γενικά, ως ευχή, αυτή η κατεύθυνση θα ήταν θετική. Αν όμως συνυπολογίσει κανείς τις πραγματικές τοποθετήσεις των κομμάτων (ιδιαίτερα του ΚΚΕ), αλλά και το πραγματικό επίπεδο συγκρότησης της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, γίνεται φανερό ότι η πρόταση αυτή δεν μπορεί να ξεπεράσει το επίπεδο μιας δήλωσης προθέσεων. Πολιτικά δεν είναι, ούτε μπορεί να γίνει, ενεργή. Ο κίνδυνος μπορεί να εμφανιστεί μέσω της «μερικής» εφαρμογής της. Πχ μια «προνομιακή» επιλογή συνεργασίας με το ΜΕΡΑ25 θα μπορούσε να καταλήξει να κουβαλάει νερό σε άλλους, ανεξέλεγκτους, μύλους…

Αυτά τα ζητήματα, που πρέπει να απαντηθούν γρήγορα και πειστικά, είναι για εμάς προϋποθέσεις για μια κοινή εκλογική παρέμβαση της ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς. Αν δεν καλυφθούν, θα είναι μια αποτυχία. Που θα αφήνει ως μόνη δυνατότητα την αντιμετώπιση των εκλογών με μια έκκληση για ψήφο στην πέραν του ΣΥΡΙΖΑ Αριστερά, και την επιμονή σε μια ενωτική και πολιτικά ριζοσπαστική τακτική στην επόμενη των εκλογών περίοδο. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες