(Τρίτο μέρος του αφιερώματος της Εργατικής Αριστεράς στην πρώτη έφοδο στον ουρανό)

Μετά την επανάσταση της 18ης Μαρτίου οι εργάτες/τριες της Κομμούνας προσπαθούσαν να χτίσουν ένα καινούργιο κόσμο ελευθερίας, δημοκρατίας και ισότητας, περικυκλωμένοι όμως από αδίσταχτους θιασώτες του παλιού συστήματος. Στην κοινωνία του μέλλοντος που οραματίζονταν δεν χωρούσε η βία, ο πόλεμος και ο αυταρχισμός. Οι εχθροί τους  δεν είχαν τέτοια διλήμματα, η Κομμούνα έπρεπε να πνιγεί στο αίμα και το επικίνδυνο μήνυμα της να σβηστεί για πάντα από τις σελίδες της ιστορίας. 

Η αντεπίθεση των Βερσαλλιών

Όταν ξεκίνησε η αντεπίθεση του Θιέρσου στις 31 Μαρτίου, η Εθνοφρουρά αρνήθηκε να ανοίξει πυρ εναντίον Γάλλων πιστεύοντας ακόμα πως θα ήταν δυνατή η συναδέλφωση με τον στρατό. Όταν λίγες μέρες μετά άρχισε εκ νέου ο βομβαρδισμός του Παρισιού, από την κυβέρνηση των Βερσαλλιών αυτή τη φορά, οποιαδήποτε ελπίδα υπήρχε για την αποφυγή ενός εμφυλίου εξανεμίστηκε. Η Κομμούνα έπρεπε να πολεμήσει για να υπάρξει και είχε να αναμετρηθεί με ανυπέρβλητα προβλήματα σε όλα τα μέτωπα. 

Αφενός, το Παρίσι ήταν ακόμα σε πολιορκία. Παρά την υπογραφή ανακωχής, ο Πρωσικός στρατός ήταν στρατοπεδευμένος γύρω από την πρωτεύουσα και οι μάχες για την κατάληψη των οχυρών μαίνονταν ακόμα. Ο Φαβρ, Υπουργός Εξωτερικών επίσπευσε την υπογραφή ειρήνης με τον Καγκελάριο Βίσμαρκ και απελευθερώθηκαν οι αιχμάλωτοι πολέμου με μόνο όρο να δράσει γρήγορα η κυβέρνηση εναντίον την Κομμούνας. Τόσο στη Γερμανία όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη είχε αρχίσει να παρατηρείται μια αναπτέρωση των σοσιαλιστικών και ανατρεπτικών στοιχείων, κάτι που τρόμαξε τους αστούς και τους μοναρχικούς αρκετά ώστε να προσφέρουν στην Γαλλική κυβέρνηση όποια βοήθεια χρειαζόταν για να αποτελειώσει αυτόν τον επικίνδυνο εχθρό. 

Ο Θιέρσος από τη μεριά του, απομάκρυνε από το στρατό όλα τα δημοκρατικά στοιχεία και τον οργάνωσε ξανά με φιλομοναρχικούς επαγγελματίες αξιωματικούς. Παράλληλα, φρόντισε να εντείνει την πολιτική και ηθική απομόνωση του Παρισιού. Οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες συκοφαντούσαν τη Κομμούνα και διέδιδαν φήμες για την ανομία της οχλοκρατίας ενώ απαγορευόταν η διακίνηση και το διάβασμα εφημερίδων και εντύπων της Κομμούνας. Όλα τα ξενοδοχεία και καταλύματα ελέγχονταν και αγωνιστές συλλαμβάνονταν και εκτελούνταν καθημερινά, συχνά χωρίς δίκη. 

Οι Κομμουνάροι προσπάθησαν να σπάσουν τον αποκλεισμό. Γυναίκες άρχισαν να διαφεύγουν προς τις γύρω επαρχίες μοιράζοντας προκηρύξεις με το πρόγραμμα της Κομμούνας ενώ αξιοποιήθηκαν αερόστατα και ταχυδρομικά περιστέρια όπως και το ταχυδρομείο. Παρά τη λογοκρισία και τις δυσκολίες, άρχισαν να σχηματίζονται Κομμούνες και σε άλλες γαλλικές πόλεις όπως η Μασσαλία, η Λυών και η Τουλούζη. Δυστυχώς όμως αυτές οι προσπάθειες δεν άντεξαν πολύ. Από τη μια, ο Θιέρσος καταλαβαίνοντας τη σημασία τους, βιάστηκε να τις καταστείλει πριν προλάβουν να ριζοσπαστικοποιηθούν και από την άλλη, η διαδικασία πολιτικοποίησης των εργατών/τριων που είχε συντελεστεί στο Παρίσι κατά την διάρκεια του γαλλοπρωσικού πολέμου και της πολιορκίας δεν είχε ουσιαστικά μεταφερθεί στην επαρχία. Παρά την ηρωική αντίσταση και τις αγωνιστικές προθέσεις τους, οι Κομμούνες αυτές ήταν σε μεγάλο βαθμό υπό την ηγεσία μικροαστών δημοκρατών που εξέφραζαν κυρίως την αλληλεγγύη τους με τον Παρίσι και διεκδικούσαν τη συμφιλίωση του με τις Βερσαλλίες. 

Οι εσωτερικές αντιφάσεις

Τα πιο σημαντικά προβλήματα της Κομμούνας όμως ήταν μέσα στο Παρίσι, ανάμεσα στις τάξεις των Κομμουνάρων. Έχουμε αναφέρει σε προηγούμενο άρθρο τα διαφορετικά ιδεολογικά ρεύματα που δράσανε κατά τη διάρκεια της Κομμούνας και οι διαφορές τους απόκτησαν βαρύνουσα σημασία στο ζήτημα της άμυνας και του πολέμου. Μακριά από εμάς οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή υποτίμηση της αυτοθυσίας και του ηρωισμού τους, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία πως οι αγωνιστές/στριες αυτοί/ες αφιέρωσαν τις ζωές τους για την επανάσταση. Το να αποφύγουμε όμως την κριτική μπροστά στο δέος της γενναιότητας τους θα ήταν προδοσία ενάντια στις αρχές που οι ίδιοι διάλεξαν και για τις οποίες πέθαναν. 

Για τη διεξαγωγή του εμφυλίου συγκρούονταν πρακτικά δύο αντίθετες θεωρίες και ιδεολογίες. Από τη μια υπήρχε η άποψη των προυντονικών (που ήταν στην πλειοψηφία τους μέλη της Διεθνούς), οι οποίοι επιχειρηματολογούσαν πως η Κομμούνα δεν έπρεπε σε καμία περίπτωση να εμπλακεί σε έναν εμφύλιο με την κυβέρνηση αλλά αντίθετα να προχωρήσει σε κοινωνικά μέτρα και με την εδραίωση μιας αυτόνομης διοίκησης να δώσει το παράδειγμα και να συμπαρασύρει και την υπόλοιπη χώρα. Από την άλλη, τόσο οι νεογιακωβίνοι όσο και οι μπλανκιστές έκριναν ότι έπρεπε να άμεσα να οργανωθεί η Κομμούνα στρατιωτικά και να κινηθεί εναντίον των Βερσαλλιών, ο κοινωνικός μετασχηματισμός θα έπρεπε να περιμένει μέχρι να κερδηθεί ο πόλεμος. Οι δυο απόψεις είχαν τα πλεονεκτήματα τους, τα κοινωνικά μέτρα της Κομμούνας ήταν αυτά που είχαν εμπνεύσει την αυτενέργεια και την εμπλοκή της εργατικής τάξης και η ύπαρξη ενός εργατικού στρατιωτικού σώματος όπως η Εθνοφρουρά ήταν αυτή που είχε επιτρέψει την επανάσταση εξ αρχής. Υπήρχαν αγωνιστές/στριες που το καταλάβαιναν αυτό και προσπαθούσαν να συνθέσουν τις δύο απόψεις. Η απειρία τους και η έλλειψη μιας αποφασιστικής ηγεσίας τους στέρησε πολύτιμο χρόνο. 

Οι περισσότεροι ιστορικοί συμφωνούν πως αν η Κομμούνα είχε κινηθεί εναντίον του Θιέρσου αμέσως μετά τις 18 Μαρτίου η ιστορία θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά. Ο γαλλικός στρατός πλήρως αιφνιδιασμένος από την εξέγερση είχε αποδιοργανωθεί τελείως. Ο ίδιος ο Θιέρσος παραδεχόταν πως δεν θα μπορούσε να βρει ούτε 50 άντρες που να είναι πιστοί στην κυβέρνηση. Μια επίθεση εκείνες τις πρώτες μέρες θα απέτρεπε οποιαδήποτε συμμαχία και συνεννόηση μεταξύ των εχθρών της Κομμούνας και ταυτόχρονα θα ενέπνεε την εργατική τάξη όχι μόνο στην Γαλλία αλλά και σε όλο τον κόσμο με μια πρωτόγνωρη αυτοπεποίθηση. Δυστυχώς όμως, εκείνες τις πρώτες μέρες, οι μεγαλόψυχοι, όπως τους χαρακτήρισε ο Μαρξ, Κομμουνάροι όχι μόνο δεν τσάκισαν τον αντίπαλο στρατό αλλά τον άφησαν να διαφύγει από το Παρίσι με όλα σχεδόν τα πολεμοφόδιά τους. Δεν πάρθηκαν μέτρα για την σύλληψη των κατασκόπων ούτε απαγορεύτηκαν οι φιλοκυβερνητικές εφημερίδες εντός της πόλης. Ακόμα και το διάταγμα για την σύλληψη και την εκτέλεση ομήρων, που σκοπό είχε να αποτρέψει τις μαζικές εκτελέσεις αγωνιστών στις Βερσαλλίες, πρακτικά δεν εφαρμόστηκε παρά μόνο μετά τις 23 Μαΐου, ως απάντηση στην απίστευτη βία του καθεστώτος. 

Ένα άλλο σημείο στο οποίο οφείλουμε να ασκήσουμε κριτική είναι το ζήτημα της Τράπεζας της Γαλλίας, την οποία αρνήθηκε να αγγίξει η Κομμούνα. Παρόλο που η Κομμούνα δεν είχε διστάσει να απαλλοτριώσει άλλες επιχειρήσεις και κρατικές υπηρεσίες προκειμένου να βρει κεφάλαια και εξοπλισμό για το πρόγραμμα της, στάθηκε με δέος μπροστά στον τεράστιο πλούτο της Τράπεζας. Οι μεν προυντονικοί πίστευαν πως έπρεπε να σεβαστούν την κορωνίδα της ελεύθερης αγοράς, οι δε μπλανκιστές προσπάθησαν να την καταλάβουν με πραξικοπηματικό και συνωμοτικό τρόπο. Η μεταξύ τους διαμάχη και οι πρακτικές και των μεν και των δε στοίχισαν στην Κομμούνα όχι μόνο χρόνο αλλά και χρήμα και πόρους που θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν και για την υλοποίηση των φιλόδοξων κοινωνικών μέτρων αλλά και για την πολεμική προετοιμασία. Εν τέλει, η Κομμούνα κατάφερε να αποσπάσει μόνο 9 εκατομμύρια φράγκα την ίδια ώρα που η Τράπεζα έδωσε πάνω από 250 εκατομμύρια στο Θιέρσο για να χρηματοδοτήσει την αντεπίθεσή του. 

Μαρξιστές και αναρχικοί

Η μεγάλη διαφωνία που οδήγησε σε αυτά τα προβλήματα ήταν η αναγκαιότητα ή μη ύπαρξης κεντρικής εξουσίας και σχεδιασμού. Οι μεν διατείνονταν πως η αυτοοργάνωση της τάξης σε αυτόνομες δομές και ομοσπονδίες θα μπορούσε να υποκαταστήσει τον αυταρχικό και απολυταρχικό κρατικό μηχανισμό. Μετά την Κομμούνα πολλοί προυντονικοί, μεταξύ των οποίων και ο Μπακούνιν, προχώρησαν ακόμα περισσότερο αυτή την επιχειρηματολογία απορρίπτοντας τελείως σε αρκετές περιπτώσεις την ανάγκη κεντρικής συνεννόησης και σχεδιασμού τόσο στην επαναστατική διαδικασία όσο και στην εγκαθίδρυση ενός εργατικού κράτους. Μια απόφαση που οδήγησε σε σύγκρουση με τους Μαρξιστές και εντέλει στην διάσπαση της Πρώτης Διεθνούς. Από την άλλη, άλλοι αγωνιστές/στριες μελετώντας την Κομμούνα αντιλήφθηκαν την αξία της οργάνωσης και της προετοιμασίας πολιτικών χώρων της εργατικής τάξης ώστε να υπάρξει στο επόμενο επαναστατικό ξέσπασμα η ηγεσία που έλειψε από την Κομμούνα. Ο Μαρξ και ο Ένγκελς αφιέρωσαν το υπόλοιπο του έργου τους σε αυτή τη μελέτη όπως επίσης αργότερα, η Ρόζα Λούξενμπουργκ, ο Λένιν και ο Τρότσκι, οι τελευταίοι μάλιστα αξιοποίησαν τα διδάγματα της Κομμούνας  μετά για να οδηγήσουν την Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 σε νίκη του εργατικού κινήματος.

Η Ματωμένη Βδομάδα

Δεν θα μπορούσαμε όμως να κλείσουμε αυτό το αφιέρωμα για την Κομμούνα χωρίς να αναφερθούμε στην Ματωμένη Εβδομάδα, αυτή την τραγική κατάληξη σε αυτή την μεγαλειώδη γιορτή των καταπιεσμένων και της εργατικής τάξης. 

Ηρωική αντίσταση

Στις 21 Μαΐου, ο γαλλικός στρατός 200.000 στρατιωτών με την βοήθεια με τον Πρώσων εισέβαλλε στο Παρίσι. Οι εντολές τους ήταν σαφείς, κανένας οίκτος στον εχθρό, πρέπει να εξοντωθεί με κάθε μέσο και κόστος αυτός ο σοσιαλιστικός κίνδυνος, αυτά τα δημοκρατικά παράσιτα. Με οβίδες και κανόνια, με πολυβόλα και με εμπρησμούς διέλυσαν το μεγαλύτερο μέρος της πόλης, γειτονιά γειτονιά, οδόφραγμα οδόφραγμα. Παρά την αριθμητική υπεροχή, την καλύτερη οργάνωση και τον ανώτερο εξοπλισμό χρειάστηκαν 8 μέρες για να κάμψουν την ηρωική αντίσταση των Κομμουνάρων. 

Έχουν γραφτεί αρκετοί τόμοι για την θρυλική γενναιότητα των εξεγερμένων, οι πολίτες και πολίτισσες του Παρισιού που είχαν ζήσει έστω και για λίγο στην ομορφιά μιας δίκαιης κοινωνίας ήταν διατεθειμένοι να πεθάνουν για αυτό το όραμα. Ακόμα και οι εχθροί τους δεν μπορούσαν παρά να θαυμάσουν αυτή την «άσκοπη» αντίσταση. Ο Π.Ο. Λισαγκαρέ αναφέρει μεταξύ άλλων, 120 γυναίκες που πολεμούσαν στην πλατεία Μπλανς και όταν έπεσε συνέχισαν τη μάχη στην πλατεία Πιγκάλ μέχρι που τους τέλειωσαν τα πολεμοφόδια. Αντίστοιχες είναι οι περιγραφές για τις μάχες στην Μπελβίλ, στο Δημαρχείο, σε κάθε οδόφραγμα. Τραυματίες που με την τελευταία τους πνοή φώναζαν Vive la Commune και ανέμιζαν την Κόκκινη Σημαία. Παιδιά και γέροι που πήγαιναν στο εκτελεστικό απόσπασμα χαμογελαστοί, γυναίκες που χλεύαζαν τους δήμιους τους. Δεν θα μάθουμε ποτέ τον ακριβή αριθμό των νεκρών της Ματωμένης Εβδομάδας αλλά οι εκτιμήσεις τους τοποθετούν στους 30,000 ενώ περίπου 50.000 με 80.000 φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Τα βασανιστήρια και η κακομεταχείριση δεν σταμάτησαν, ειδικά οι γυναίκες που είχαν “ξεχάσει τη θέση τους” έπρεπε να τιμωρηθούν διπλά για την αυθάδειά τους. Όλες οι φτωχές γυναίκες κατηγορήθηκαν για τους εμπρησμούς (παρόλο που στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν ο στρατός που πυρπολούσε αδιάκριτα) φτιάχνοντας τον υποτιμητικό μύθο των πυρπολητριών (Petroleuse). Οι δεξιές εφημερίδες της εποχής που ζητούσαν τη θανατική ποινή για όλους ανεξαιρέτως είχαν φρίξει από τις εικόνες του αιματοβαμμένου και διαλυμένου Παρισιού. 

Η άσβεστη φλόγα της Κομμούνας

Η φυσική εξόντωση όμως δεν έφτανε. Η Κομμούνα έπρεπε να σβηστεί από τις σελίδες της ιστορίας για να μην επαναληφθεί. Η προπαγάνδα για την ανομία και τη βαρβαρότητα των εγκληματιών συνεχίστηκε για πολλά χρόνια και έγινε μια συστηματική προσπάθεια της κυβέρνησης να διαστρεβλώσει όσα έκανε και όσα σχεδίαζε να κάνει η Κομμούνα. Λίγα χρόνια μετά, στον ηρωικό λόφο της Μονμάρτης χτίστηκε η Βασιλική της Ιερής Καρδιάς (Basilique du Sacré Cœur) για να εξαγνιστεί το Παρίσι και οι ψυχές των σατανιστών Κομμουνάρων. Τουλάχιστον μία εφημερίδα, η Le Gaulois, έγραφε πως δεν είχαν σκοτωθεί αρκετοί Κομμουνάροι και πως “64.000 εγκληματίες έχουν διαφύγει της δικαιοσύνης” και πως “είναι έτοιμοι να ξεσηκωθούν ξανά μόλις υπάρξει κάλεσμα για εξέγερση, για πλιάτσικο και δολοφονίες. Αυτοί οι 64.000 θα μεγαλώσουν τα παιδιά τους στη θρησκεία του μίσους, του φθόνου και των ελπίδων τους. Θα προετοιμάσουν μια νέα γενιά με την μόνιμη σκέψη της εκδίκησης...” και καλούσαν τις αρχές να σκοτώσουν τις γυναίκες μαζί με τα παιδιά τους χωρίς δεύτερη σκέψη. 

Δεν είχαν τελείως άδικο. Όσοι βίωσαν την Κομμούνα δεν την ξέχασαν ποτέ. Είτε σε εξορίες είτε σε φυλακές είτε όσοι γύρισαν στο Παρίσι μετά την αμνηστία, οι Κομμουνάροι/άριες δεν σταμάτησαν ποτέ να μεταφέρουν το μήνυμα της Κομμούνας. Πολλοί κατέφυγαν στο εξωτερικό όπου δούλεψαν με άλλους αγωνιστές/στριες για να καταγράψουν και να μελετήσουν την ιστορία της Κομμούνας και συνέχισαν να οργανώνουν αγώνες ενάντια στο σύστημα της εκμετάλλευσης. Πράγματι μεγάλωσαν και γαλούχησαν μια νέα γενιά αγωνιστών όχι με το μίσος της εκδίκησης αλλά με την ελπίδα και την προσδοκία της δικαιοσύνης, της ισότητας και της παγκόσμιας δημοκρατίας. Όσο κι αν επιχείρησαν να συκοφαντήσουν, να διαγράψουν και πρόσφατα να ενσωματώσουν την Κομμούνα στο αφήγημα μιας ακίνδυνης αστικής δημοκρατίας, η Κομμούνα ήταν πάντα και θα παραμείνει η πρώτη επανάσταση της εργατικής τάξης, το πρώτο εγχείρημα για ένα κόσμο δικαιοσύνης, ισότητας, χωρίς εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Τις τελευταίες μέρες της Κομμούνας γράφτηκε από τον ποιητή-εργάτη Εζέν Ποτιέ η Διεθνής, που μέχρι σήμερα αποτελεί τον ύμνο της Αριστεράς σε όλο τον κόσμο, ενώ κάθε χρόνο στον Τοίχο των Κομμουνάρων στο Παρίσι τραγουδιέται ο “Καιρός των Κερασιών” στη μνήμη των γενναίων αγωνιστών/στριων. Η φλόγα που άναψε η Κομμούνα καίει ακόμα σε όλους τους εργατικούς και κοινωνικούς αγώνες και στις καρδιές χιλιάδων αγωνιστών και αγωνιστριών. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες