(Τρίτο μέρος του αφιερώματος της Εργατικής Αριστεράς στην πρώτη έφοδο στον ουρανό)

Μετά την επα­νά­στα­ση της 18ης Μαρ­τί­ου οι ερ­γά­τες/τριες της Κομ­μού­νας προ­σπα­θού­σαν να χτί­σουν ένα και­νούρ­γιο κόσμο ελευ­θε­ρί­ας, δη­μο­κρα­τί­ας και ισό­τη­τας, πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νοι όμως από αδί­στα­χτους θια­σώ­τες του πα­λιού συ­στή­μα­τος. Στην κοι­νω­νία του μέλ­λο­ντος που ορα­μα­τί­ζο­νταν δεν χω­ρού­σε η βία, ο πό­λε­μος και ο αυ­ταρ­χι­σμός. Οι εχθροί τους  δεν είχαν τέ­τοια δι­λήμ­μα­τα, η Κομ­μού­να έπρε­πε να πνι­γεί στο αίμα και το επι­κίν­δυ­νο μή­νυ­μα της να σβη­στεί για πάντα από τις σε­λί­δες της ιστο­ρί­ας. 

Η αντε­πί­θε­ση των Βερ­σαλ­λιών

Όταν ξε­κί­νη­σε η αντε­πί­θε­ση του Θιέρ­σου στις 31 Μαρ­τί­ου, η Εθνο­φρου­ρά αρ­νή­θη­κε να ανοί­ξει πυρ ενα­ντί­ον Γάλ­λων πι­στεύ­ο­ντας ακόμα πως θα ήταν δυ­να­τή η συ­να­δέλ­φω­ση με τον στρα­τό. Όταν λίγες μέρες μετά άρ­χι­σε εκ νέου ο βομ­βαρ­δι­σμός του Πα­ρι­σιού, από την κυ­βέρ­νη­ση των Βερ­σαλ­λιών αυτή τη φορά, οποια­δή­πο­τε ελ­πί­δα υπήρ­χε για την απο­φυ­γή ενός εμ­φυ­λί­ου εξα­νε­μί­στη­κε. Η Κομ­μού­να έπρε­πε να πο­λε­μή­σει για να υπάρ­ξει και είχε να ανα­με­τρη­θεί με ανυ­πέρ­βλη­τα προ­βλή­μα­τα σε όλα τα μέ­τω­πα. 

Αφε­νός, το Πα­ρί­σι ήταν ακόμα σε πο­λιορ­κία. Παρά την υπο­γρα­φή ανα­κω­χής, ο Πρω­σι­κός στρα­τός ήταν στρα­το­πε­δευ­μέ­νος γύρω από την πρω­τεύ­ου­σα και οι μάχες για την κα­τά­λη­ψη των οχυ­ρών μαί­νο­νταν ακόμα. Ο Φαβρ, Υπουρ­γός Εξω­τε­ρι­κών επί­σπευ­σε την υπο­γρα­φή ει­ρή­νης με τον Κα­γκε­λά­ριο Βί­σμαρκ και απε­λευ­θε­ρώ­θη­καν οι αιχ­μά­λω­τοι πο­λέ­μου με μόνο όρο να δρά­σει γρή­γο­ρα η κυ­βέρ­νη­ση ενα­ντί­ον την Κομ­μού­νας. Τόσο στη Γερ­μα­νία όσο και στην υπό­λοι­πη Ευ­ρώ­πη είχε αρ­χί­σει να πα­ρα­τη­ρεί­ται μια ανα­πτέ­ρω­ση των σο­σια­λι­στι­κών και ανα­τρε­πτι­κών στοι­χεί­ων, κάτι που τρό­μα­ξε τους αστούς και τους μο­ναρ­χι­κούς αρ­κε­τά ώστε να προ­σφέ­ρουν στην Γαλ­λι­κή κυ­βέρ­νη­ση όποια βο­ή­θεια χρεια­ζό­ταν για να απο­τε­λειώ­σει αυτόν τον επι­κίν­δυ­νο εχθρό. 

Ο Θιέρ­σος από τη μεριά του, απο­μά­κρυ­νε από το στρα­τό όλα τα δη­μο­κρα­τι­κά στοι­χεία και τον ορ­γά­νω­σε ξανά με φι­λο­μο­ναρ­χι­κούς επαγ­γελ­μα­τί­ες αξιω­μα­τι­κούς. Πα­ράλ­λη­λα, φρό­ντι­σε να εντεί­νει την πο­λι­τι­κή και ηθική απο­μό­νω­ση του Πα­ρι­σιού. Οι φι­λο­κυ­βερ­νη­τι­κές εφη­με­ρί­δες συ­κο­φα­ντού­σαν τη Κομ­μού­να και διέ­δι­δαν φήμες για την ανο­μία της οχλο­κρα­τί­ας ενώ απα­γο­ρευό­ταν η δια­κί­νη­ση και το διά­βα­σμα εφη­με­ρί­δων και εντύ­πων της Κομ­μού­νας. Όλα τα ξε­νο­δο­χεία και κα­τα­λύ­μα­τα ελέγ­χο­νταν και αγω­νι­στές συλ­λαμ­βά­νο­νταν και εκτε­λού­νταν κα­θη­με­ρι­νά, συχνά χωρίς δίκη. 

Οι Κομ­μου­νά­ροι προ­σπά­θη­σαν να σπά­σουν τον απο­κλει­σμό. Γυ­ναί­κες άρ­χι­σαν να δια­φεύ­γουν προς τις γύρω επαρ­χί­ες μοι­ρά­ζο­ντας προ­κη­ρύ­ξεις με το πρό­γραμ­μα της Κομ­μού­νας ενώ αξιο­ποι­ή­θη­καν αε­ρό­στα­τα και τα­χυ­δρο­μι­κά πε­ρι­στέ­ρια όπως και το τα­χυ­δρο­μείο. Παρά τη λο­γο­κρι­σία και τις δυ­σκο­λί­ες, άρ­χι­σαν να σχη­μα­τί­ζο­νται Κομ­μού­νες και σε άλλες γαλ­λι­κές πό­λεις όπως η Μασ­σα­λία, η Λυών και η Του­λού­ζη. Δυ­στυ­χώς όμως αυτές οι προ­σπά­θειες δεν άντε­ξαν πολύ. Από τη μια, ο Θιέρ­σος κα­τα­λα­βαί­νο­ντας τη ση­μα­σία τους, βιά­στη­κε να τις κα­τα­στεί­λει πριν προ­λά­βουν να ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποι­η­θούν και από την άλλη, η δια­δι­κα­σία πο­λι­τι­κο­ποί­η­σης των ερ­γα­τών/τριων που είχε συ­ντε­λε­στεί στο Πα­ρί­σι κατά την διάρ­κεια του γαλ­λο­πρω­σι­κού πο­λέ­μου και της πο­λιορ­κί­ας δεν είχε ου­σια­στι­κά με­τα­φερ­θεί στην επαρ­χία. Παρά την ηρω­ι­κή αντί­στα­ση και τις αγω­νι­στι­κές προ­θέ­σεις τους, οι Κομ­μού­νες αυτές ήταν σε με­γά­λο βαθμό υπό την ηγε­σία μι­κρο­α­στών δη­μο­κρα­τών που εξέ­φρα­ζαν κυ­ρί­ως την αλ­λη­λεγ­γύη τους με τον Πα­ρί­σι και διεκ­δι­κού­σαν τη συμ­φι­λί­ω­ση του με τις Βερ­σαλ­λί­ες. 

Οι εσω­τε­ρι­κές αντι­φά­σεις

Τα πιο ση­μα­ντι­κά προ­βλή­μα­τα της Κομ­μού­νας όμως ήταν μέσα στο Πα­ρί­σι, ανά­με­σα στις τά­ξεις των Κομ­μου­νά­ρων. Έχου­με ανα­φέ­ρει σε προη­γού­με­νο άρθρο τα δια­φο­ρε­τι­κά ιδε­ο­λο­γι­κά ρεύ­μα­τα που δρά­σα­νε κατά τη διάρ­κεια της Κομ­μού­νας και οι δια­φο­ρές τους από­κτη­σαν βα­ρύ­νου­σα ση­μα­σία στο ζή­τη­μα της άμυ­νας και του πο­λέ­μου. Μα­κριά από εμάς οποια­δή­πο­τε αμ­φι­σβή­τη­ση ή υπο­τί­μη­ση της αυ­το­θυ­σί­ας και του ηρω­ι­σμού τους, δεν υπάρ­χει καμία αμ­φι­βο­λία πως οι αγω­νι­στές/στριες αυτοί/ες αφιέ­ρω­σαν τις ζωές τους για την επα­νά­στα­ση. Το να απο­φύ­γου­με όμως την κρι­τι­κή μπρο­στά στο δέος της γεν­ναιό­τη­τας τους θα ήταν προ­δο­σία ενά­ντια στις αρχές που οι ίδιοι διά­λε­ξαν και για τις οποί­ες πέ­θα­ναν. 

Για τη διε­ξα­γω­γή του εμ­φυ­λί­ου συ­γκρού­ο­νταν πρα­κτι­κά δύο αντί­θε­τες θε­ω­ρί­ες και ιδε­ο­λο­γί­ες. Από τη μια υπήρ­χε η άποψη των πρου­ντο­νι­κών (που ήταν στην πλειο­ψη­φία τους μέλη της Διε­θνούς), οι οποί­οι επι­χει­ρη­μα­το­λο­γού­σαν πως η Κομ­μού­να δεν έπρε­πε σε καμία πε­ρί­πτω­ση να εμπλα­κεί σε έναν εμ­φύ­λιο με την κυ­βέρ­νη­ση αλλά αντί­θε­τα να προ­χω­ρή­σει σε κοι­νω­νι­κά μέτρα και με την εδραί­ω­ση μιας αυ­τό­νο­μης διοί­κη­σης να δώσει το πα­ρά­δειγ­μα και να συ­μπα­ρα­σύ­ρει και την υπό­λοι­πη χώρα. Από την άλλη, τόσο οι νε­ο­για­κω­βί­νοι όσο και οι μπλαν­κι­στές έκρι­ναν ότι έπρε­πε να άμεσα να ορ­γα­νω­θεί η Κομ­μού­να στρα­τιω­τι­κά και να κι­νη­θεί ενα­ντί­ον των Βερ­σαλ­λιών, ο κοι­νω­νι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός θα έπρε­πε να πε­ρι­μέ­νει μέχρι να κερ­δη­θεί ο πό­λε­μος. Οι δυο από­ψεις είχαν τα πλε­ο­νε­κτή­μα­τα τους, τα κοι­νω­νι­κά μέτρα της Κομ­μού­νας ήταν αυτά που είχαν εμπνεύ­σει την αυ­τε­νέρ­γεια και την εμπλο­κή της ερ­γα­τι­κής τάξης και η ύπαρ­ξη ενός ερ­γα­τι­κού στρα­τιω­τι­κού σώ­μα­τος όπως η Εθνο­φρου­ρά ήταν αυτή που είχε επι­τρέ­ψει την επα­νά­στα­ση εξ αρχής. Υπήρ­χαν αγω­νι­στές/στριες που το κα­τα­λά­βαι­ναν αυτό και προ­σπα­θού­σαν να συν­θέ­σουν τις δύο από­ψεις. Η απει­ρία τους και η έλ­λει­ψη μιας απο­φα­σι­στι­κής ηγε­σί­ας τους στέ­ρη­σε πο­λύ­τι­μο χρόνο. 

Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι ιστο­ρι­κοί συμ­φω­νούν πως αν η Κομ­μού­να είχε κι­νη­θεί ενα­ντί­ον του Θιέρ­σου αμέ­σως μετά τις 18 Μαρ­τί­ου η ιστο­ρία θα είχε εξε­λι­χθεί δια­φο­ρε­τι­κά. Ο γαλ­λι­κός στρα­τός πλή­ρως αιφ­νι­δια­σμέ­νος από την εξέ­γερ­ση είχε απο­διορ­γα­νω­θεί τε­λεί­ως. Ο ίδιος ο Θιέρ­σος πα­ρα­δε­χό­ταν πως δεν θα μπο­ρού­σε να βρει ούτε 50 άντρες που να είναι πι­στοί στην κυ­βέρ­νη­ση. Μια επί­θε­ση εκεί­νες τις πρώ­τες μέρες θα απέ­τρε­πε οποια­δή­πο­τε συμ­μα­χία και συ­νεν­νό­η­ση με­τα­ξύ των εχθρών της Κομ­μού­νας και ταυ­τό­χρο­να θα ενέ­πνεε την ερ­γα­τι­κή τάξη όχι μόνο στην Γαλ­λία αλλά και σε όλο τον κόσμο με μια πρω­τό­γνω­ρη αυ­το­πε­ποί­θη­ση. Δυ­στυ­χώς όμως, εκεί­νες τις πρώ­τες μέρες, οι με­γα­λό­ψυ­χοι, όπως τους χα­ρα­κτή­ρι­σε ο Μαρξ, Κομ­μου­νά­ροι όχι μόνο δεν τσά­κι­σαν τον αντί­πα­λο στρα­τό αλλά τον άφη­σαν να δια­φύ­γει από το Πα­ρί­σι με όλα σχε­δόν τα πο­λε­μο­φό­διά τους. Δεν πάρ­θη­καν μέτρα για την σύλ­λη­ψη των κα­τα­σκό­πων ούτε απα­γο­ρεύ­τη­καν οι φι­λο­κυ­βερ­νη­τι­κές εφη­με­ρί­δες εντός της πόλης. Ακόμα και το διά­ταγ­μα για την σύλ­λη­ψη και την εκτέ­λε­ση ομή­ρων, που σκοπό είχε να απο­τρέ­ψει τις μα­ζι­κές εκτε­λέ­σεις αγω­νι­στών στις Βερ­σαλ­λί­ες, πρα­κτι­κά δεν εφαρ­μό­στη­κε παρά μόνο μετά τις 23 Μαΐου, ως απά­ντη­ση στην απί­στευ­τη βία του κα­θε­στώ­τος. 

Ένα άλλο ση­μείο στο οποίο οφεί­λου­με να ασκή­σου­με κρι­τι­κή είναι το ζή­τη­μα της Τρά­πε­ζας της Γαλ­λί­ας, την οποία αρ­νή­θη­κε να αγ­γί­ξει η Κομ­μού­να. Πα­ρό­λο που η Κομ­μού­να δεν είχε δι­στά­σει να απαλ­λο­τριώ­σει άλλες επι­χει­ρή­σεις και κρα­τι­κές υπη­ρε­σί­ες προ­κει­μέ­νου να βρει κε­φά­λαια και εξο­πλι­σμό για το πρό­γραμ­μα της, στά­θη­κε με δέος μπρο­στά στον τε­ρά­στιο πλού­το της Τρά­πε­ζας. Οι μεν πρου­ντο­νι­κοί πί­στευαν πως έπρε­πε να σε­βα­στούν την κο­ρω­νί­δα της ελεύ­θε­ρης αγο­ράς, οι δε μπλαν­κι­στές προ­σπά­θη­σαν να την κα­τα­λά­βουν με πρα­ξι­κο­πη­μα­τι­κό και συ­νω­μο­τι­κό τρόπο. Η με­τα­ξύ τους δια­μά­χη και οι πρα­κτι­κές και των μεν και των δε στοί­χι­σαν στην Κομ­μού­να όχι μόνο χρόνο αλλά και χρήμα και πό­ρους που θα μπο­ρού­σαν να αξιο­ποι­η­θούν και για την υλο­ποί­η­ση των φι­λό­δο­ξων κοι­νω­νι­κών μέ­τρων αλλά και για την πο­λε­μι­κή προ­ε­τοι­μα­σία. Εν τέλει, η Κομ­μού­να κα­τά­φε­ρε να απο­σπά­σει μόνο 9 εκα­τομ­μύ­ρια φρά­γκα την ίδια ώρα που η Τρά­πε­ζα έδωσε πάνω από 250 εκα­τομ­μύ­ρια στο Θιέρ­σο για να χρη­μα­το­δο­τή­σει την αντε­πί­θε­σή του. 

Μαρ­ξι­στές και αναρ­χι­κοί

Η με­γά­λη δια­φω­νία που οδή­γη­σε σε αυτά τα προ­βλή­μα­τα ήταν η ανα­γκαιό­τη­τα ή μη ύπαρ­ξης κε­ντρι­κής εξου­σί­ας και σχε­δια­σμού. Οι μεν δια­τεί­νο­νταν πως η αυ­το­ορ­γά­νω­ση της τάξης σε αυ­τό­νο­μες δομές και ομο­σπον­δί­ες θα μπο­ρού­σε να υπο­κα­τα­στή­σει τον αυ­ταρ­χι­κό και απο­λυ­ταρ­χι­κό κρα­τι­κό μη­χα­νι­σμό. Μετά την Κομ­μού­να πολ­λοί πρου­ντο­νι­κοί, με­τα­ξύ των οποί­ων και ο Μπα­κού­νιν, προ­χώ­ρη­σαν ακόμα πε­ρισ­σό­τε­ρο αυτή την επι­χει­ρη­μα­το­λο­γία απορ­ρί­πτο­ντας τε­λεί­ως σε αρ­κε­τές πε­ρι­πτώ­σεις την ανά­γκη κε­ντρι­κής συ­νεν­νό­η­σης και σχε­δια­σμού τόσο στην επα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σία όσο και στην εγκα­θί­δρυ­ση ενός ερ­γα­τι­κού κρά­τους. Μια από­φα­ση που οδή­γη­σε σε σύ­γκρου­ση με τους Μαρ­ξι­στές και εντέ­λει στην διά­σπα­ση της Πρώ­της Διε­θνούς. Από την άλλη, άλλοι αγω­νι­στές/στριες με­λε­τώ­ντας την Κομ­μού­να αντι­λή­φθη­καν την αξία της ορ­γά­νω­σης και της προ­ε­τοι­μα­σί­ας πο­λι­τι­κών χώρων της ερ­γα­τι­κής τάξης ώστε να υπάρ­ξει στο επό­με­νο επα­να­στα­τι­κό ξέ­σπα­σμα η ηγε­σία που έλει­ψε από την Κομ­μού­να. Ο Μαρξ και ο Έν­γκελς αφιέ­ρω­σαν το υπό­λοι­πο του έργου τους σε αυτή τη με­λέ­τη όπως επί­σης αρ­γό­τε­ρα, η Ρόζα Λού­ξεν­μπουργκ, ο Λένιν και ο Τρό­τσκι, οι τε­λευ­ταί­οι μά­λι­στα αξιο­ποί­η­σαν τα δι­δάγ­μα­τα της Κομ­μού­νας  μετά για να οδη­γή­σουν την Οκτω­βρια­νή Επα­νά­στα­ση του 1917 σε νίκη του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος.

Η Μα­τω­μέ­νη Βδο­μά­δα

Δεν θα μπο­ρού­σα­με όμως να κλεί­σου­με αυτό το αφιέ­ρω­μα για την Κομ­μού­να χωρίς να ανα­φερ­θού­με στην Μα­τω­μέ­νη Εβδο­μά­δα, αυτή την τρα­γι­κή κα­τά­λη­ξη σε αυτή την με­γα­λειώ­δη γιορ­τή των κα­τα­πιε­σμέ­νων και της ερ­γα­τι­κής τάξης. 

Ηρω­ι­κή αντί­στα­ση

Στις 21 Μαΐου, ο γαλ­λι­κός στρα­τός 200.000 στρα­τιω­τών με την βο­ή­θεια με τον Πρώ­σων ει­σέ­βαλ­λε στο Πα­ρί­σι. Οι εντο­λές τους ήταν σα­φείς, κα­νέ­νας οί­κτος στον εχθρό, πρέ­πει να εξο­ντω­θεί με κάθε μέσο και κό­στος αυτός ο σο­σια­λι­στι­κός κίν­δυ­νος, αυτά τα δη­μο­κρα­τι­κά πα­ρά­σι­τα. Με οβί­δες και κα­νό­νια, με πο­λυ­βό­λα και με εμπρη­σμούς διέ­λυ­σαν το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος της πόλης, γει­το­νιά γει­το­νιά, οδό­φραγ­μα οδό­φραγ­μα. Παρά την αριθ­μη­τι­κή υπε­ρο­χή, την κα­λύ­τε­ρη ορ­γά­νω­ση και τον ανώ­τε­ρο εξο­πλι­σμό χρειά­στη­καν 8 μέρες για να κάμ­ψουν την ηρω­ι­κή αντί­στα­ση των Κομ­μου­νά­ρων. 

Έχουν γρα­φτεί αρ­κε­τοί τόμοι για την θρυ­λι­κή γεν­ναιό­τη­τα των εξε­γερ­μέ­νων, οι πο­λί­τες και πο­λί­τισ­σες του Πα­ρι­σιού που είχαν ζήσει έστω και για λίγο στην ομορ­φιά μιας δί­και­ης κοι­νω­νί­ας ήταν δια­τε­θει­μέ­νοι να πε­θά­νουν για αυτό το όραμα. Ακόμα και οι εχθροί τους δεν μπο­ρού­σαν παρά να θαυ­μά­σουν αυτή την «άσκο­πη» αντί­στα­ση. Ο Π.Ο. Λι­σα­γκα­ρέ ανα­φέ­ρει με­τα­ξύ άλλων, 120 γυ­ναί­κες που πο­λε­μού­σαν στην πλα­τεία Μπλανς και όταν έπεσε συ­νέ­χι­σαν τη μάχη στην πλα­τεία Πι­γκάλ μέχρι που τους τέ­λειω­σαν τα πο­λε­μο­φό­δια. Αντί­στοι­χες είναι οι πε­ρι­γρα­φές για τις μάχες στην Μπελ­βίλ, στο Δη­μαρ­χείο, σε κάθε οδό­φραγ­μα. Τραυ­μα­τί­ες που με την τε­λευ­ταία τους πνοή φώ­να­ζαν Vive la Commune και ανέ­μι­ζαν την Κόκ­κι­νη Ση­μαία. Παι­διά και γέροι που πή­γαι­ναν στο εκτε­λε­στι­κό από­σπα­σμα χα­μο­γε­λα­στοί, γυ­ναί­κες που χλεύ­α­ζαν τους δή­μιους τους. Δεν θα μά­θου­με ποτέ τον ακρι­βή αριθ­μό των νε­κρών της Μα­τω­μέ­νης Εβδο­μά­δας αλλά οι εκτι­μή­σεις τους το­πο­θε­τούν στους 30,000 ενώ πε­ρί­που 50.000 με 80.000 φυ­λα­κί­στη­καν ή εξο­ρί­στη­καν. Τα βα­σα­νι­στή­ρια και η κα­κο­με­τα­χεί­ρι­ση δεν στα­μά­τη­σαν, ει­δι­κά οι γυ­ναί­κες που είχαν “ξε­χά­σει τη θέση τους” έπρε­πε να τι­μω­ρη­θούν διπλά για την αυ­θά­δειά τους. Όλες οι φτω­χές γυ­ναί­κες κα­τη­γο­ρή­θη­καν για τους εμπρη­σμούς (πα­ρό­λο που στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις ήταν ο στρα­τός που πυρ­πο­λού­σε αδιά­κρι­τα) φτιά­χνο­ντας τον υπο­τι­μη­τι­κό μύθο των πυρ­πο­λη­τριών (Petroleuse). Οι δε­ξιές εφη­με­ρί­δες της επο­χής που ζη­τού­σαν τη θα­να­τι­κή ποινή για όλους ανε­ξαι­ρέ­τως είχαν φρί­ξει από τις ει­κό­νες του αι­μα­το­βαμ­μέ­νου και δια­λυ­μέ­νου Πα­ρι­σιού. 

Η άσβε­στη φλόγα της Κομ­μού­νας

Η φυ­σι­κή εξό­ντω­ση όμως δεν έφτα­νε. Η Κομ­μού­να έπρε­πε να σβη­στεί από τις σε­λί­δες της ιστο­ρί­ας για να μην επα­να­λη­φθεί. Η προ­πα­γάν­δα για την ανο­μία και τη βαρ­βα­ρό­τη­τα των εγκλη­μα­τιών συ­νε­χί­στη­κε για πολλά χρό­νια και έγινε μια συ­στη­μα­τι­κή προ­σπά­θεια της κυ­βέρ­νη­σης να δια­στρε­βλώ­σει όσα έκανε και όσα σχε­δί­α­ζε να κάνει η Κομ­μού­να. Λίγα χρό­νια μετά, στον ηρω­ι­κό λόφο της Μον­μάρ­της χτί­στη­κε η Βα­σι­λι­κή της Ιερής Καρ­διάς (Basilique du Sacré Cœur) για να εξα­γνι­στεί το Πα­ρί­σι και οι ψυχές των σα­τα­νι­στών Κομ­μου­νά­ρων. Του­λά­χι­στον μία εφη­με­ρί­δα, η Le Gaulois, έγρα­φε πως δεν είχαν σκο­τω­θεί αρ­κε­τοί Κομ­μου­νά­ροι και πως “64.000 εγκλη­μα­τί­ες έχουν δια­φύ­γει της δι­καιο­σύ­νης” και πως “είναι έτοι­μοι να ξε­ση­κω­θούν ξανά μόλις υπάρ­ξει κά­λε­σμα για εξέ­γερ­ση, για πλιά­τσι­κο και δο­λο­φο­νί­ες. Αυτοί οι 64.000 θα με­γα­λώ­σουν τα παι­διά τους στη θρη­σκεία του μί­σους, του φθό­νου και των ελ­πί­δων τους. Θα προ­ε­τοι­μά­σουν μια νέα γενιά με την μό­νι­μη σκέψη της εκ­δί­κη­σης...” και κα­λού­σαν τις αρχές να σκο­τώ­σουν τις γυ­ναί­κες μαζί με τα παι­διά τους χωρίς δεύ­τε­ρη σκέψη. 

Δεν είχαν τε­λεί­ως άδικο. Όσοι βί­ω­σαν την Κομ­μού­να δεν την ξέ­χα­σαν ποτέ. Είτε σε εξο­ρί­ες είτε σε φυ­λα­κές είτε όσοι γύ­ρι­σαν στο Πα­ρί­σι μετά την αμνη­στία, οι Κομ­μου­νά­ροι/άριες δεν στα­μά­τη­σαν ποτέ να με­τα­φέ­ρουν το μή­νυ­μα της Κομ­μού­νας. Πολ­λοί κα­τέ­φυ­γαν στο εξω­τε­ρι­κό όπου δού­λε­ψαν με άλ­λους αγω­νι­στές/στριες για να κα­τα­γρά­ψουν και να με­λε­τή­σουν την ιστο­ρία της Κομ­μού­νας και συ­νέ­χι­σαν να ορ­γα­νώ­νουν αγώ­νες ενά­ντια στο σύ­στη­μα της εκ­με­τάλ­λευ­σης. Πράγ­μα­τι με­γά­λω­σαν και γα­λού­χη­σαν μια νέα γενιά αγω­νι­στών όχι με το μίσος της εκ­δί­κη­σης αλλά με την ελ­πί­δα και την προσ­δο­κία της δι­καιο­σύ­νης, της ισό­τη­τας και της πα­γκό­σμιας δη­μο­κρα­τί­ας. Όσο κι αν επι­χεί­ρη­σαν να συ­κο­φα­ντή­σουν, να δια­γρά­ψουν και πρό­σφα­τα να εν­σω­μα­τώ­σουν την Κομ­μού­να στο αφή­γη­μα μιας ακίν­δυ­νης αστι­κής δη­μο­κρα­τί­ας, η Κομ­μού­να ήταν πάντα και θα πα­ρα­μεί­νει η πρώτη επα­νά­στα­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης, το πρώτο εγ­χεί­ρη­μα για ένα κόσμο δι­καιο­σύ­νης, ισό­τη­τας, χωρίς εκ­με­τάλ­λευ­ση αν­θρώ­που από άν­θρω­πο. Τις τε­λευ­ταί­ες μέρες της Κομ­μού­νας γρά­φτη­κε από τον ποι­η­τή-ερ­γά­τη Εζέν Ποτιέ η Διε­θνής, που μέχρι σή­με­ρα απο­τε­λεί τον ύμνο της Αρι­στε­ράς σε όλο τον κόσμο, ενώ κάθε χρόνο στον Τοίχο των Κομ­μου­νά­ρων στο Πα­ρί­σι τρα­γου­διέ­ται ο “Και­ρός των Κε­ρα­σιών” στη μνήμη των γεν­ναί­ων αγω­νι­στών/στριων. Η φλόγα που άναψε η Κομ­μού­να καίει ακόμα σε όλους τους ερ­γα­τι­κούς και κοι­νω­νι­κούς αγώ­νες και στις καρ­διές χι­λιά­δων αγω­νι­στών και αγω­νι­στριών. 

*Ανα­δη­μο­σί­ευ­ση από την Ερ­γα­τι­κή Αρι­στε­ρά

Ετικέτες