Από τους τοπικούς πολέμους, στον δεύτερο εμφύλιο και στα βαυαρικά κανόνια του Νέζερ στο Άργος

Το πρώτο μέρος εδώ

Ο εμ­φύ­λιος στη Δυ­τι­κή Στε­ρεά-Μαυ­ρο­κορ­δά­τος, Ρά­γκος και Κα­ραϊ­σκά­κης-και οι συ­νέ­πειές του.

Ο πλέον πο­λυ­κύ­μα­ντος και διαρ­κής εμ­φύ­λιος πό­λε­μος, με ψυχρά και θερμά επει­σό­δια υπήρ­ξε εκεί­νος στη Δυ­τι­κή Στε­ρεά. Εκεί, συ­γκρού­στη­καν οι αλη­πα­σα­λή­δες πρω­τερ­γά­τες του αγώνα με προ­ε­ξάρ­χο­ντα τον Βαρ­να­κιώ­τη, με τον φα­να­ριώ­τη Μαυ­ρο­κορ­δά­το και τον οπλαρ­χη­γό Ράγκο, ο οποί­ος θα έρθει σε ένο­πλη και νι­κη­φό­ρα για τον ίδιο αντι­πα­ρά­θε­ση με τον Κα­ραϊ­σκά­κη το κα­λο­καί­ρι του 1824. Ο πο­λι­τι­κός έλεγ­χος του αγώνα από τον Μαυ­ρο­κορ­δά­το και ο αρ­χι­κός προ­σε­ται­ρι­σμός των Σου­λιω­τών προ­σφύ­γων στο Με­σο­λόγ­γι, που μι­σού­σαν τους βε­τε­ρά­νους τζο­χα­ντα­ραί­ους του Τε­πε­λεν­λή, καθώς και η τα­κτι­κή των οπλαρ­χη­γών να κα­τα­φεύ­γουν στα δια­βό­η­τα «κα­πά­κια», τις συμ­φω­νί­ες ανα­κω­χής ανά­με­σα σε με­μο­νω­μέ­να τμή­μα­τα επα­να­στα­τη­μέ­νων ατά­κτων και τους τούρ­κους πα­σά­δες, όταν ήθε­λαν να απο­φύ­γουν τη μάχη, πρα­κτι­κή που έδωσε, με­τα­ξύ άλλων, την αφορ­μή στον Μαυ­ρο­κορ­δά­το να οδη­γή­σει σε δίκη τον Κα­ραϊ­σκά­κη, με την κα­τη­γο­ρία του προ­δό­τη, προ­κει­μέ­νου να τον εξου­δε­τε­ρώ­σει, υπήρ­ξαν οι θρυαλ­λί­δες του πο­λέ­μου.

Ως επι­στέ­γα­σμα ήρθε η ομο­λο­γη­μέ­νη διεκ­δί­κη­ση του αρ­μα­το­λι­κιού των Αγρά­φων από του­λά­χι­στον δυο πρώ­της γραμ­μής αρ­χη­γούς, όπως ο Κα­ραϊ­σκά­κης και ο Ρά­γκος, κα­τά­στα­ση που εξώ­θη­σε τα πράγ­μα­τα στα εμ­φυ­λιο­πο­λε­μι­κά άκρα. Ας ση­μειω­θεί ότι το αρ­μα­το­λί­κι των Αγρά­φων θε­ω­ρού­ταν το  κα­λύ­τε­ρο και συ­νά­μα πλου­σιό­τε­ρο της Ρού­με­λης, επει­δή ήταν το μόνο που δεν υπο­βαλ­λό­ταν σε οθω­μα­νι­κή διοί­κη­ση και σουλ­τα­νι­κό φόρο. Ο Κα­ραϊ­σκά­κης και οι πι­στοί σε αυτών Ηπει­ρώ­τες και Ρου­με­λιώ­τες θα ητ­τη­θούν σε μια σειρά από μάχες και θα κα­τα­φύ­γουν στο Κρα­νί­δι και τον Κω­λέτ­τη, ακρι­βώς την ώρα που αυτός προ­ε­τοι­μά­ζει την εξόρ­μη­ση των κυ­βερ­νη­τι­κών στρα­τευ­μά­των στην Πε­λο­πόν­νη­σο για να πάρει σκλη­ρή και άγρια μορφή, ο δεύ­τε­ρος εμ­φύ­λιος πό­λε­μος μετά τη Δεύ­τε­ρη, δι­χα­στι­κή, Εθνο­συ­νέ­λευ­ση στο Άστρος και τη διά­σπα­ση ανά­με­σα στην (κου­ντου­ριώ­τι­κη) κυ­βέρ­νη­ση στο Κρα­νί­δι και τη (μο­ρα­ΐ­τι­κη) κυ­βέρ­νη­ση στην Τρι­πο­λι­τσά.

Ο εμ­φύ­λιος της Δυ­τι­κής Στε­ρε­άς θα έχει από­νε­ρα. Την άνοι­ξη του 1826, και ενώ στο Με­σο­λόγ­γι επι­κρα­τεί το «λαλεί πουλί, παίρ­νει σπυρί και η μάνα το ζη­λεύ­ει» μέχρι τη στιγ­μή της απε­γνω­σμέ­νης Εξό­δου, ο Κα­ραϊ­σκά­κης θα έχει την αρ­χη­γία των στρα­τευ­μά­των που πα­ρε­νο­χλούν τις εφο­διο­πο­μπές και τα με­τό­πι­σθεν του Κιου­τα­χή και του Ιμπρα­ήμ. Όμως, το βράδυ της Εξό­δου και ενώ έχουν στα­λεί μη­νύ­μα­τα για να χτυ­πή­σει ο γιός της κα­λο­γριάς τους Τούρ­κους στα νώτα, προ­κει­μέ­νου να απο­προ­σα­να­το­λι­στούν οι τουρ­κο­αι­γύ­πτιοι πο­λιορ­κη­τές και να διευ­κο­λυν­θεί η Έξο­δος των απελ­πι­σμέ­νων πο­λιορ­κη­μέ­νων, εκεί­νος δεν θα το πρά­ξει, καθώς όσοι Σου­λιώ­τες και Με­σο­λογ­γί­τες θα κα­τορ­θώ­σουν να δια­σω­θούν, θα τον βρουν στη σκηνή του, κλι­νή­ρη και εμπύ­ρε­το, εξαι­τί­ας του χτι­κιού (φυ­μα­τί­ω­σης) που τον τα­λαι­πω­ρεί από τα παι­δι­κά­τα του. Το στίγ­μα και η βαριά σκιά των υπο­ψιών πως ο γύ­φτος είχε αδρα­νή­σει εσκεμ­μέ­να, θα ακο­λου­θούν τον σεϊ­τα­νό­μου­λο στρα­τη­λά­τη της Αρά­χω­βας και του Δι­στό­μου, έως τη δο­λο­φο­νία του στο Φά­λη­ρο, τον Απρί­λη του 1827, όταν η «φίλια» βολή, που θα τον στεί­λει μέρες μετά, στον τάφο, θα τον βρει ανά­με­σα στους ιπ­πείς του, ακρι­βώς στο ση­μείο που σή­με­ρα βρί­σκε­ται το έφιπ­πο άγαλ­μα του, έξω από το ομώ­νυ­μο γή­πε­δο, έδρα του ΟΣΦΠ.

Με τον Κα­ραϊ­σκά­κη νεκρό, Κό­χραν (ο... Σκό­μπυ της επα­νά­στα­σης!) και Μαυ­ρο­κορ­δά­τος εφαρ­μό­ζουν το αυ­το­κτο­νι­κό σχέ­διο από­βα­σης και εφόρ­μη­σης προς τη Ακρό­πο­λη, το οποίο οδη­γεί στην κα­τα­στρο­φή του Ανά­λα­του και τη σφαγή χι­λιά­δων επα­να­στα­τών που έτρε­χαν να ανέ­βουν στην Ακρό­πο­λη, δε­λε­α­σμέ­νοι από τις λίρες που είχε τάξει ο άγ­γλος τυ­χο­διώ­κτης, σε εκεί­νους που θα έσπα­γαν πρώ­τοι τον τουρ­κι­κό κλοιό της πο­λιορ­κί­ας και τε­λι­κά βρέ­θη­καν δια­λυ­μέ­νοι και απο­κε­φα­λι­σμέ­νοι από τους σπα­χή­δες του Κιου­τα­χή.

Ο δεύ­τε­ρος εμ­φύ­λιος πό­λε­μος και ο ου­σια­στι­κός εντα­φια­σμός της επα­νά­στα­σης.

Στα 1824, το βαθύ πο­λι­τι­κό ρήγμα ανά­με­σα στην κυ­βερ­νη­τι­κή πλευ­ρά και τους Μο­ρα­ΐ­τες που έχουν τεθεί εκτός των πο­λι­τι­κών και στρα­τιω­τι­κών σχη­μά­των εξου­σί­ας παίρ­νει πο­λε­μι­κές και αι­μα­τη­ρές δια­στά­σεις. Η «συ­να­στρία» Μαυ­ρο­κορ­δά­του, Κου­ντου­ριώ­τη­δων και Κω­λέτ­τη εξα­πο­λύ­ει τα ρου­με­λιώ­τι­κα τάγ­μα­τα ενα­ντί­ον των Πε­λο­πον­νή­σιων, στρα­τός που κα­θο­δη­γεί­ται πο­λι­τι­κά από τον αλη­πα­σα­λή Κω­λέτ­τη και στρα­τιω­τι­κά από τον Γκού­ρα, τον Μα­κρυ­γιάν­νη και τον Κα­ραϊ­σκά­κη. Οκτώ χι­λιά­δες Ρου­με­λιώ­τες, νη­σιώ­τες, Θεσ­σα­λοί και Μα­κε­δό­νες κυ­βερ­νη­τι­κοί ένο­πλοι, ο με­γα­λύ­τε­ρος στρα­τιω­τι­κός σχη­μα­τι­σμός που έχει συ­γκε­ντρω­θεί έως εκεί­νη τη στιγ­μή, όχι για να αντι­με­τω­πί­σει τους Τούρ­κους, αλλά τους Πε­λο­πον­νή­σιους, στο σύ­νο­λό τους.

Αυτό που συ­ντε­λεί­ται στην Πε­λο­πόν­νη­σο από το κα­λο­καί­ρι του 1824 έως τον Φλε­βά­ρη του 1825, όταν κατά τα άλλα απο­βι­βά­ζε­ται και ο Ιμπρα­ήμ στη Με­θώ­νη, δεν έχει προη­γού­με­νο ούτε επό­με­νο.

Ο σύγ­χρο­νος των γε­γο­νό­των Κα­σο­μού­λης γρά­φει... απο­σιω­πώ­ντας : «Ο κά­λα­μος του ιστο­ρι­κού ας μη γρά­ψει τα περί του πο­λέ­μου τού­του συμ­βε­βη­κό­τα και ας πα­ρα­δο­θεί εις την λήθιν η ανα­μέ­τρη­σις αύτη».

Το αίμα, όμως βοά.

Η Βο­στί­τσα, έδρα του Λό­ντου, ισο­πε­δώ­νε­ται. Η Κερ­πι­νή, έδρα του Ζαΐμη, πα­ρα­δί­δε­ται στις φλό­γες. Η Γα­στού­νη, έδρα του Σι­σί­νη, ξε­θε­με­λιώ­νε­ται στην κυ­ριο­λε­ξία. Οι Ρου­με­λιώ­τες δεν αφή­νουν πέτρα πάνω στην πέτρα. Τα «σκου­τιά και τα τζι­βα­ε­ρι­κά της Ζα­ΐ­μαι­νας» κα­τα­λή­γουν θη­σαυ­ρός της Γκού­ραι­νας στην Ακρό­πο­λη, όπου λί­γους μήνες μετά θα εκτε­λε­στεί και ο Αν­δρού­τσος από το παλιό του πρω­το­πα­λί­κα­ρο που έχει γίνει πρό­σκαι­ρα ο αγα­πη­μέ­νος οπλαρ­χη­γός του Μαυ­ρο­κορ­δά­του.

Στη Γα­στού­νη, οι πι­στοί στον Σι­σί­νη χω­ρι­κοί δέρ­νο­νται ανη­λε­ώς έως ότου φα­νε­ρώ­σουν το... χα­βιά­ρι και τις... αη­δο­νό­γλωσ­σες που υπο­τί­θε­ται ότι τρώνε οι πλού­σιοι Μο­ρα­ΐ­τες ανε­ξαρ­τή­τως κοι­νω­νι­κής τάξης. Εκεί επί­σης θα απο­κα­λυ­φθεί και η βα­σι­κή πηγή πλού­του του ηλεί­ου προ­ε­στού - ένα πα­ρα­χα­ρα­κτή­ριο ευ­ρω­παϊ­κών νο­μι­σμά­των, κρυμ­μέ­νο στο ιπ­πο­φορ­βείο που δια­τη­ρού­σε.

Οι νε­κροί και οι τραυ­μα­τί­ες από τη ρου­με­λιώ­τι­κη λαί­λα­πα ξε­περ­νούν τους 15.000 και άλλοι τόσοι είναι οι αιχ­μά­λω­τοι και οι κρα­τού­με­νοι, ενώ υπερ­δι­πλά­σιοι είναι οι κα­τα­διω­κό­με­νοι σε έναν Μοριά που προ­ε­πα­να­στα­τι­κά είχε πε­ρί­που 400.000 χρι­στια­νι­κό πλη­θυ­σμό.

Ο Μα­κρυ­γιάν­νης δια­σχί­ζει την Ηλεία με 3.000 κυ­βερ­νη­τι­κούς και πο­λιορ­κεί και κα­τα­λαμ­βά­νει δια­δο­χι­κά τη Ζούρ­τσα (Φι­γα­λεία) και την Αρ­κα­διά (Κυ­πα­ρισ­σία). Εκεί και ενώ το στρά­τευ­μα ξε­κου­ρά­ζε­ται λε­η­λα­τώ­ντας το βιός των κα­τοί­κων της Τρι­φυλ­λί­ας, θα κα­τα­φθά­σουν τα πρώτα μα­ντά­τα πως ένας συ­να­σπι­σμέ­νος τουρ­κο­αι­γυ­πτια­κός στό­λος επι­χει­ρεί να κάνει το μέχρι τότε αδια­νό­η­το : Να απο­βι­βά­σει μέσα σε έντο­νη θα­λασ­σο­τα­ρα­χή στρα­τό στη Με­θώ­νη, κά­στρο που ελέγ­χουν ακόμη οι Οθω­μα­νοί. Ο Μα­κρυ­γιάν­νης θα αγνο­ή­σει επι­δει­κτι­κά τις εκ­κλή­σεις των Μεσ­σή­νιων και της φρου­ράς στο Νιό­κα­στρο, υπο­στη­ρί­ζο­ντας ότι σε δυο μέρες θα έρι­χνε στη θά­λασ­σα τους «στρα­βα­ρά­πη­δες». Όταν όμως οι... στρα­βα­ρά­πη­δες απέ­κτη­σαν προ­γε­φύ­ρω­μα και ο Ιμπρα­ήμ διέ­τα­ξε τη γοργή προ­έ­λα­σή τους προς το Νιό­κα­στρο και τη Σφα­κτη­ρία, ο Μα­κρυ­γιάν­νης θα χάσει τα αβγά και τα κα­λά­θια μπρο­στά στις ξι­φο­λόγ­χες του τα­κτι­κού στρα­τού των Αι­γυ­πτί­ων που έχει εκ­παι­δευ­τεί και κα­θο­δη­γεί­ται από Γάλ­λους, Ιτα­λούς και Πο­λω­νούς εξω­μό­τες αξιω­μα­τι­κούς, βε­τε­ρά­νους των να­πο­λε­ό­ντειων πο­λέ­μων. Θα ακο­λου­θή­σουν οι σφα­γές, οι διώ­ξεις και οι δια­δο­χι­κές και συ­ντρι­πτι­κές ήττες στο Νιό­κα­στρο, το Κρεμ­μύ­δι και το Μα­νιά­κι, όπου ο Πα­πα­φλέσ­σας θα κα­θα­γιά­σει το όνομά του, αν και κατά τα άλλα υπήρ­ξε ο γραμ­μα­τέ­ας (υπουρ­γός) Εσω­τε­ρι­κών του Κου­ντου­ριώ­τη και ο δε­σμο­φύ­λα­κας του Κο­λο­κο­τρώ­νη, του Πλα­πού­τα και του Δε­λη­γιάν­νη.

Στο πλαί­σιο του δεύ­τε­ρου, γε­νι­κευ­μέ­νου εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου εντάσ­σε­ται και η δο­λο­φο­νία του Πάνου Κο­λο­κο­τρώ­νη, μια τρα­γω­δία που συ­νέ­τρι­ψε ψυ­χο­λο­γι­κά τον Γέρο, ο οποί­ος στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα δεν συ­νήλ­θε ποτέ από αυτό το χτύ­πη­μα των αντι­πά­λων του. Ένας από τους συ­νω­μό­τες της, ο Θο­δω­ρά­κης Γρί­βας θα ανα­λά­βει όχι μόνο φρού­ραρ­χος στο Ανά­πλι αλλά θα πάρει γυ­ναί­κα του τη χήρα του Πάνου και θα βάλει χέρι και στην προί­κα της Μπου­μπου­λί­νας, πρω­τα­γω­νι­στώ­ντας από αυτή την κομ­βι­κή πο­λι­τι­κο­στρα­τιω­τι­κή θέση σε έναν το­πι­κό εμ­φύ­λιο που θα ακο­λου­θή­σει στα 1826.

Ο δεύ­τε­ρος εμ­φύ­λιος πό­λε­μος σε συν­δυα­σμό με την πλήρη στρα­τιω­τι­κή αδυ­να­μία πρώτα των κυ­βερ­νη­τι­κών και έπει­τα των Πε­λο­πον­νη­σί­ων να αντι­με­τω­πί­σουν το τα­κτι­κό και... γαλ­λο­κί­νη­το στρά­τευ­μα του Ιμπρα­ήμ οδη­γεί στον ου­σια­στι­κό εντα­φια­σμό της επα­νά­στα­σης, στην κα­τά­πτυ­στη Πράξη Υπο­τέ­λειας του Ιου­λί­ου του 1825 που θέτει τον αγώνα «υπό την προ­στα­σί­αν της με­γά­λης δυ­νά­με­ως της Με­γά­λης Βρε­τα­νί­ας» και στη συ­να­κό­λου­θη (με ση­μα­ντι­κή και ου­σιώ­δη χρο­νο­κα­θυ­στέ­ρη­ση) νε­κρα­νά­στα­ση της επα­νά­στα­σης με τα κα­νό­νια του Κό­δριγ­κτον, του Δε­ρι­γνύ και του Χέ­υ­δεν στο Ναυα­ρί­νο, τον Οκτώ­βρη του 1827.

Ο κο­ριν­θια­κός πό­λε­μος της στα­φί­δας. 

Το κα­λο­καί­ρι του 1826 το Με­σο­λόγ­γι έχει πέσει, η επα­νά­στα­ση καρ­κι­νο­βα­τεί και ο Ιμπρα­ήμ λε­η­λα­τεί και κα­τα­στρέ­φει τη Δυ­τι­κή και Νότια Πε­λο­πόν­νη­σο σχε­δόν ανε­νό­χλη­τος. Τότε, ξεσπά ο πλέον απί­θα­νος εμ­φύ­λιος ο οποί­ος χω­ρί­ζει στα δύο την Κο­ριν­θία και την οι­κο­γέ­νεια Νο­τα­ρά, τους πλέον προ­βε­βλη­μέ­νους κο­τζα­μπά­ση­δες της πε­ριο­χής. Αφορ­μή στέ­κε­ται η κα­τα­πά­τη­ση και η δια­νο­μή της πε­ριου­σί­ας του Κια­μήλ­μπεη της Ακρο­κο­ρίν­θου,τα αμπέ­λια, τις ελιές και τη στα­φί­δα, που κατά τα άλλα έχουν χα­ρα­κτη­ρι­στεί εθνι­κές γαίες και έχουν υπο­θη­κευ­τεί ένα­ντι των αγ­γλι­κών δα­νεί­ων, εξού και ο ολι­γό­μη­νος αυτός πό­λε­μος θα μεί­νει στην ιστο­ρία ως στα­φι­δο­πό­λε­μος. Ο πα­τριάρ­χης της οι­κο­γέ­νειας, Πα­νού­τσος στρέ­φε­ται ενά­ντια στους γιους του, Γιάν­νη και Πα­να­γιώ­τη και εκεί­νοι με τη σειρά τους στρέ­φο­νται ο ένας ενα­ντί­ον του άλλου. Μάχες διε­ξά­γο­νται σε όλη σχε­δόν την Κο­ριν­θία και κυ­ρί­ως έξω από το κά­στρο της Ακρο­κο­ρίν­θου, μάχες στις οποί­ες παίρ­νει μέρος με τους δι­κούς τους στρα­τιώ­τες και ο Θο­δω­ρά­κης Γρί­βας από το Ανά­πλι, στέλ­νο­ντας μα­χη­τές πότε στον έναν Νο­τα­ρά και πότε στον άλλο, υπο­δαυ­λί­ζο­ντας το μίσος και παίρ­νο­ντας ως αντάλ­λαγ­μα διά­φο­ρα κτή­μα­τα. Δεν χρειά­ζε­ται ίσως να πούμε ότι στο τέλος του πο­λέ­μου, ο Γρί­βας βρέ­θη­κε με ση­μα­ντι­κή, ακί­νη­τη πε­ριου­σία στην Κο­ριν­θία, απο­σπώ­ντας τη με­ρί­δα του λέ­ο­ντος και από τα...εθνι­κά κτή­μα­τα του Κια­μήλ­μπεη.

«Συ­νταγ­μα­τι­κοί» ενα­ντί­ον «Δη­μο­κρα­τι­κών» πάνω από τη σορό του Κα­πο­δί­στρια.

Η νε­κρα­νά­στα­ση της επα­νά­στα­σης στο Ναυα­ρί­νο και η έλευ­ση του Κα­πο­δί­στρια δεν τερ­μα­τί­ζουν την εμ­φύ­λια σύρ­ρα­ξη. Η πυρ­πό­λη­ση του επα­να­στα­τι­κού στό­λου από τον Μια­ού­λη επει­δή ο Κα­πο­δί­στριας δεν τον ανα­κή­ρυ­ξε ναύ­αρ­χο και η δο­λο­φο­νία του ίδιου του κυ­βερ­νή­τη από τους Μαυ­ρο­μι­χα­λαί­ους είναι τα κο­ρυ­φαία επει­σό­δια της σκλη­ρής αντι­πα­ρά­θε­σης για την εξου­σία που διε­ξά­γε­ται πάνω στο φλέ­γον ζή­τη­μα της λε­γό­με­νης «απο­κα­τα­στά­σε­ως»-δη­λα­δή της συ­γκρό­τη­σης και κυ­ρί­ως της έντα­ξης σε εθνι­κό, τα­κτι­κό στρά­τευ­μα των επα­να­στα­τη­μέ­νων ατά­κτων. Το καυτό ερώ­τη­μα είναι πόσοι και κυ­ρί­ως ποιοί θα απο­κτή­σουν το... προ­νό­μιο της στρα­τιω­τι­κής «απο­κα­τα­στά­σε­ως» κάτω από τη βαριά σκιά των τριών Προ­στά­τι­δων Δυ­νά­με­ων που επεμ­βαί­νουν πα­ρα­σκη­νια­κά για το ζή­τη­μα, με πρώτη τη Γαλ­λία των Βουρ­βό­νων που έχει στεί­λει αξιω­μα­τι­κούς εκ­παι­δευ­τές για την ίδρυ­ση του εθνι­κού, τα­κτι­κού στρα­τού, έπει­τα και από τη σχε­τι­κή πρό­σκλη­ση του Κα­πο­δί­στρια.

Ας ση­μειω­θεί ότι όταν έφτα­σε ο κυ­βερ­νή­της στο Ναύ­πλιο, βρήκε 12.124 αξιω­μα­τι­κούς με βαθμό του­λά­χι­στον εκα­τό­νταρ­χου (ανά­με­σά τους, 367 στρα­τη­γούς!) και μόνο 11.560 απλούς στρα­τιώ­τες! Φυ­σι­κά, τα πε­ρισ­σό­τε­ρα δι­πλώ­μα­τα είχαν χο­ρη­γη­θεί στη διάρ­κεια του δεύ­τε­ρου, εμ­φυ­λί­ου πο­λέ­μου στην προ­σπά­θεια του Κω­λέτ­τη και του Κου­ντου­ριώ­τη να προ­σε­ται­ρι­στούν όσους πε­ρισ­σό­τε­ρους οπλαρ­χη­γούς μπο­ρού­σαν.

Μετά τη δο­λο­φο­νία του Κα­πο­δί­στρια, και προ­τού πα­γώ­σει το πτώμα του, η δια­μά­χη απο­κτά ένο­πλη και αι­μα­το­βαμ­μέ­νη μορφή. Ο Κω­λέτ­της που κατά τα άλλα είχε δια­τε­λέ­σει σύμ­βου­λος του κυ­βερ­νή­τη, απο­σπά το με­γα­λύ­τε­ρο μέρος των απλών στρα­τιω­τών και κα­τα­λαμ­βά­νει το Άργος ση­κώ­νο­ντας πο­λε­μι­κή ση­μαία με τη λέξη Σύ­νταγ­μα-εξού και οι μα­χη­τές του, απο­κα­λού­νται Συ­νταγ­μα­τι­κοί. Στο Ναύ­πλιο τα αδέρ­φια του Κα­πο­δί­στρια, Βιάρ­ρος και Αυ­γου­στί­νος, δύο υπο­ψή­φιοι τυ­ραν­νί­σκοι που δεν έχουν τη μόρ­φω­ση, το εκτό­πι­σμα και το κύρος του αδερ­φού τους, ηγού­νται του τα­κτι­κού στρα­τού που ση­κώ­νει ση­μαία με τη λέξη Δη­μο­κρα­τία, με απο­τέ­λε­σμα να ονο­μα­στούν Δη­μο­κρα­τι­κοί-το πόση σχέση είχαν οι μεν και οι δε με το... σύ­νταγ­μα και τη... δη­μο­κρα­τία δεν χρειά­ζε­ται να το ανα­λύ­σου­με.

Για πε­ρί­που δυο μήνες, ο αρ­γο­λι­κός κά­μπος γί­νε­ται θέ­α­τρο επι­δρο­μών και πο­λε­μι­κών επι­χει­ρή­σε­ων με εκα­το­ντά­δες θύ­μα­τα ακόμη και ανά­με­σα στους αμά­χους, που υπο­χρε­ώ­νο­νται διά της βίας, να σι­τί­ζουν πότε το ένα και πότε το άλλο στρά­τευ­μα. Αυτός ο εμ­φύ­λιος πό­λε­μος ορι­στι­κο­ποιεί την επι­βο­λή ξένης μο­ναρ­χί­ας στο υπό σύ­στα­ση νε­ο­ελ­λη­νι­κό κρά­τος, η οποία, παρά τις επί­ση­μες, ιστο­ριο­γρα­φι­κές μπουρ­δες, δεν ήταν έργο και επι­λο­γή απο­κλει­στι­κά των τριών Προ­στά­τι­δων Δυ­νά­με­ων-και οι διά­φο­ρες «ηγε­σί­ες» του αγώνα είχαν κου­ρα­στεί από τις με­τα­ξύ τους δια­μά­χες και είχαν προ­σα­να­το­λι­στεί σε μια επι­λο­γή ξε­νό­φερ­του ανώ­τα­του άρ­χο­ντα, ως διέ­ξο­δο πρό­σκαι­ρης ομό­νοιας και ει­ρή­νευ­σης.

Η ανταρ­σία των ατά­κτων μπρο­στά στα βαυα­ρι­κά κα­νό­νια και η έναρ­ξη της λε­γό­με­νης «λη­στο­κρα­τί­ας».

Όταν κα­τα­φτά­νει ο Όθω­νας, τον χει­μώ­να του 1833, το θέμα της «απο­κα­τα­στά­σε­ως» απο­κτά εκ νέου εκρη­κτι­κές δια­στά­σεις, καθώς η Αντι­βα­σι­λεία (Άρ­μαν­σμπεργκ, Μά­ου­ρερ, Χάι­ντεκ) επι­διώ­κει έναν αμι­γώς βαυα­ρι­κό τα­κτι­κό στρα­τό με ελά­χι­στα, γη­γε­νή σώ­μα­τα. Στις 15 του Μάρτη του 1833 ξεσπά ανταρ­σία στους στρα­τώ­νες του Ναυ­πλί­ου και πε­ρί­που εννιά χι­λιά­δες βε­τε­ρά­νοι της επα­νά­στα­σης και των εμ­φυ­λί­ων πο­λέ­μων παίρ­νουν πεζή τον δρόμο για το Άργος, όπου οχυ­ρώ­νο­νται μαζί με τις οι­κο­γέ­νειές τους, σκο­τώ­νο­ντας όσους Βαυα­ρούς χω­ρο­φύ­λα­κες και στρα­τιώ­τες συ­να­ντούν στον δρόμο τους. Δεν υπάρ­χει «ηγε­σία» αν και οι πε­ρισ­σό­τε­ροι στοι­χί­ζο­νται πίσω από τον ρου­με­λιώ­τη κλέ­φτη και πο­λε­μι­στή, Λουκά Δα­διώ­τη, που θα εκτε­λε­στεί αρ­γό­τε­ρα από τους Βαυα­ρούς στη γκι­λο­τί­να. Ο Άρ­μαν­σμπεργκ δια­τά­ζει τον βαυα­ρό συ­νταγ­μα­τάρ­χη του ιπ­πι­κού Νέζερ (προ­πάπ­πους του με­γά­λου ηθο­ποιού) να πα­τά­ξει την ανταρ­σία και εκεί­νος βγά­ζει το σύ­νο­λο των βαυα­ρών λογ­χο­φό­ρων ιπ­πέ­ων, το ενα­πο­μεί­ναν τα­κτι­κό στρά­τευ­μα και όλο το πε­δι­νό πυ­ρο­βο­λι­κό, σύ­νο­λο κοντά 12.000 στρα­τό, που πο­λιορ­κεί το Άργος και φο­νεύ­ει αδια­κρί­τως όσους βρί­σκο­νται έξω από τα τείχη της πόλης.

Οι έγκλει­στοι επα­να­στά­τες συ­νει­δη­το­ποιούν ότι έχουν ελά­χι­στα εφό­δια και κιν­δυ­νεύ­ουν από την πείνα και τη δίψα σε μια εν­δε­χό­με­νη, πα­ρα­τε­τα­μέ­νη πο­λιορ­κία, ενώ βομ­βαρ­δί­ζο­νται συ­νε­χώς από το βαυα­ρι­κό πυ­ρο­βο­λι­κό. Στις 26 Μαρ­τί­ου, πε­ρί­που 3.000 προ­σπα­θούν να δια­φύ­γουν προς τον Ισθμό και τη Στε­ρεά, κα­τα­διω­κό­με­νοι από το βαυα­ρι­κό ιπ­πι­κό που σκο­τώ­νει όσους βρί­σκει μπό­σι­κους. Πε­ρί­που 1.500 θα είναι εκεί­νοι, οι οποί­οι θα κα­τα­φύ­γουν στον Δο­μο­κό και θα ενω­θούν με τους ενό­πλους του αλ­βα­νού κλέ­φτη, Ταφίλ Μπού­ζη, εγκαι­νιά­ζο­ντας τη λε­γό­με­νη «πε­ρί­ο­δο της λη­στο­κρα­τί­ας». Λίγες μέρες μετά, στις 29 Μαρ­τί­ου, οι υπό­λοι­ποι πα­ρα­δί­δο­νται στους Βαυα­ρούς που με συ­νο­πτι­κές δια­δι­κα­σί­ες εκτε­λούν όσους θε­ω­ρούν πρω­τερ­γά­τες της ανταρ­σί­ας και εξα­να­γκά­ζουν όσους απο­μέ­νουν να πα­ρα­δώ­σουν τα όπλα τους. Λίγες μέρες μετά, ο Χάι­ντεκ θα δια­λύ­σει και το τα­κτι­κό στρά­τευ­μα με τον φόβο μιας νέας ανταρ­σί­ας.

Στα απο­μνη­μο­νεύ­μα­τά του, ο Νέζερ πε­ρι­γρά­φει τις σκη­νές που δια­δρα­μα­τί­στη­καν στο Άργος κατά την πα­ρά­δο­ση των επα­να­στα­τι­κών όπλων στους Βαυα­ρούς (λες και βγή­καν από την πα­ρά­δο­ση των όπλων του ΕΛΑΣ): «Ο αφο­πλι­σμός έγινε. Συ­νε­κε­ντρώ­θη­σαν δέκα χι­λιά­δες πο­λε­μι­στές. Η πα­ρά­δο­σις των όπλων τους επό­τι­σεν πι­κρί­αν διότι εχω­ρί­ζο­ντο από τας αγα­πη­τάς των πα­νο­πλί­ας με τας οποί­ας είχαν πο­λε­μή­σει υπέρ της εθνι­κής τους ανε­ξαρ­τη­σί­ας εν τού­τοις δεν έγι­νεν καμία ατα­ξί­αν κατά την πα­ρά­δο­σιν. Μόνο συ­γκι­νη­τι­καί σκη­ναί ετά­ρα­ξαν την καρ­δί­αν μας. Εί­δο­μεν ηλι­κιω­μέ­νους άν­δρας και σχε­δόν με λευ­κάς τρί­χας που είχαν αρει­μά­νιον ήθος να κλαί­νε ως παι­διά και να χύ­νουν δά­κρυα διά των ηλιο­κα­ών πα­ρειών. Η πα­ρά­δο­σις των όπλων έφερε εις άλ­λους απελ­πι­σί­αν και μη θέ­λο­ντας να πα­ρα­δώ­σουν εις ξένας χεί­ρας τον πο­λύ­τι­μον θη­σαυ­ρόν των, έρ­ρι­ψαν εις τους κρη­μνούς τα ξίφη των και τα άλλα των όπλα».

Ετικέτες