Συνέντευξη του Μάικλ Ρόμπερτς στον Άσλεϊ Σμιθ και το περιοδικό Spectre.

Ποια ήταν τα άμεσα αίτια της πρόσφατης σειράς τραπεζικών χρεοκοπιών;

Η άμεση αιτία των πρόσφατων τραπεζικών χρεοκοπιών ήταν -όπως πάντα- η απώλεια ρευστότητας. Τι εννοούμε με αυτό; Οι καταθέτες της Silicon Valley Bank (SVB) και της First Republic, καθώς και της τράπεζας κρυπτονομισμάτων Signature, άρχισαν να αποσύρουν τα μετρητά τους σε μεγάλες ποσότητες και οι τράπεζες αυτές δεν είχαν ρευστό για να ικανοποιήσουν τις απαιτήσεις των καταθετών.

Γιατί έγινε αυτό; Κυρίως για δύο λόγους. Πρώτον, μεγάλο μέρος των μετρητών που είχαν κατατεθεί σε αυτές τις τράπεζες είχε επανεπενδυθεί σε περιουσιακά στοιχεία που έχουν χάσει σημαντικά την αξία τους μέσα στον τελευταίο χρόνο. Δεύτερον, πολλοί από τους καταθέτες σε αυτές τις τράπεζες, κυρίως μικρές εταιρείες, είχαν διαπιστώσει ότι δεν έβγαζαν πλέον κέρδη ούτε έβρισκαν επιπλέον χρηματοδότηση από τους επενδυτές, αλλά εξακολουθούσαν να πρέπει να πληρώνουν τους λογαριασμούς και το προσωπικό τους. Έτσι, άρχισαν να αποσύρουν μετρητά από τις τράπεζες αντί να τα συσσωρεύουν.

Γιατί έχασαν την αξία τους τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών; Οφείλεται στη γενικευμένη αύξηση των επιτοκίων σε όλον το χρηματοπιστωτικό τομέα, η οποία προκλήθηκε από τις ενέργειες της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ  (Fed) να αυξήσει απότομα και άμεσα την βασική πολιτική επιτοκίων της, υποτίθεται για να ελέγξει τον πληθωρισμό. Πώς λειτουργεί αυτό;

Λοιπόν, ας υποθέσουμε ότι οι τράπεζες, για να συγκεντρώσουν καταθέσεις, προσφέρουν  επιτόκιο 2%  ετησίως επί των καταθέσεων. Αυτό το επιτόκιο πρέπει να το καλύψουν, είτε χορηγώντας δάνεια με υψηλότερο επιτόκιο σε πελάτες, είτε επενδύοντας τα μετρητά των καταθετών σε περιουσιακά στοιχεία που αποφέρουν υψηλότερο επιτόκιο. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσω της αγοράς στοιχείων που αποδίδουν παραπάνω ή που μπορούν να μεταπωληθούν με κέρδος (αλλά μπορεί να έχουν και μεγαλύτερο ρίσκο), όπως εταιρικά ή ενυπόθηκα ομόλογα ή μετοχές.

Οι τράπεζες μπορούν να αγοράσουν ομόλογα, τα οποία είναι ασφαλέστερα επειδή θα πάρουν τα λεφτά τους πίσω με την ωρίμανση του ομολόγου –ας πούμε σε 5 χρόνια. (ΣτΜ: ένα ομόλογο αποτελεί επί της ουσίας μια μορφή δανείου με προκαθορισμένο χρόνο επιστροφής των χρημάτων –την ωρίμανση/λήξη– και τα οποία προσφέρουν αποδόσεις στους αγοραστές, είτε ανά τακτά χρονικά διαστήματα, είτε ως τόκο στη λήξη). Και κάθε χρόνο η τράπεζα λαμβάνει υψηλότερο σταθερό επιτόκιο από το 2% που λαμβάνουν οι καταθέτες της. Παίρνει υψηλότερο επιτόκιο επειδή δεν μπορεί να πάρει τα χρήματά της πίσω αμέσως, αλλά πρέπει να περιμένει, ακόμη και για χρόνια.

Τα ασφαλέστερα ομόλογα που μπορεί κανείς να αγοράσει είναι τα κρατικά (ΣτΜ: αμερικανικά) ομόλογα, επειδή ο Θείος Σαμ δεν πρόκειται (πιθανότατα) να μην προχωρήσει σε επαναγορά του ομολόγου (αποπληρωμή του δανείου) μετά από πέντε χρόνια. Έτσι, οι μάνατζερ της SVB θεώρησαν ότι ήταν πολύ συνετοί αγοράζοντας κρατικά ομόλογα. Αλλά εδώ είναι το πρόβλημα: Αν αγοράσετε για 1.000 δολάρια ένα κρατικό ομόλογο που «λήγει» σε πέντε χρόνια (δηλαδή, θα πάρετε πίσω την επένδυσή σας στο ακέραιο σε πέντε χρόνια), το οποίο -ας πούμε- πληρώνει τόκο 4% ετησίως, ενώ οι πελάτες σας που έχουν καταθέσεις παίρνουν μόνο 2% ετησίως,  τότε βγάζετε χρήματα.

Αλλά αν η Fed αυξήσει το επιτόκιό της κατά 1%, οι τράπεζες πρέπει επίσης να αυξήσουν ανάλογα τα επιτόκια των καταθέσεών τους ή να χάσουν πελάτες. Το κέρδος της τράπεζας μειώνεται. Αλλά ακόμη χειρότερα, η τιμή του υπάρχοντος ομολόγου σας των 1.000 δολαρίων, στη δευτερογενή αγορά ομολόγων (η οποία είναι σαν την αγορά μεταχειρισμένων αυτοκινήτων) πέφτει. Γιατί; Επειδή, παρόλο που το κρατικό σας ομόλογο εξακολουθεί να πληρώνει 4% κάθε χρόνο, η διαφορά μεταξύ του επιτοκίου του ομολόγου σας και του τρέχοντος επιτοκίου για μετρητά ή άλλα βραχυπρόθεσμα περιουσιακά στοιχεία έχει μειωθεί.

Εάν χρειαστεί να πουλήσετε το ομόλογό σας στη δευτερογενή αγορά, κάθε πιθανός αγοραστής του ομολόγου σας δεν θα είναι διατεθειμένος να πληρώσει 1.000 δολάρια γι' αυτό, αλλά π.χ. μόνο 900 δολάρια. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο αγοραστής, πληρώνοντας μόνο 900 δολάρια και λαμβάνοντας το επιτόκιο του 4%, μπορεί τώρα να έχει απόδοση επιτοκίου 4/900 ή 4,4%, καθιστώντας την αγορά του πιο συμφέρουσα. Η SVB είχε ένα φορτίο ομολόγων που αγόρασε στην «ονομαστική τους αξία» ( τα 1.000 δολάρια) αλλά άξιζαν λιγότερο στη δευτερογενή αγορά (900 δολάρια). Είχε «μη πραγματοποιημένες ζημίες» στα βιβλία της. (ΣτΜ: οι μη πραγματοποιημένες ζημιές είναι οι ζημιές που προκύπτουν από την πτώση της αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου που παραμένει στην κατοχή των εταιρειών, σε σχέση το κόστος στο οποίο αποκτήθηκε).

Αλλά γιατί να έχει σημασία αυτό, αν δεν χρειάζεται να τα πουλήσει; Η SVB θα μπορούσε να περιμένει μέχρι να λήξουν τα ομόλογα και τότε θα έπαιρνε πίσω όλα τα χρήματα της επένδυσής της συν τους τόκους των πέντε χρόνων. Αλλά εδώ είναι το δεύτερο μέρος του προβλήματος για την SVB. Με την αύξηση των επιτοκίων από τη Fed και καθώς οι ρυθμοί ανάπτυξης έπεφταν και πλησίαζαν προς την ύφεση, ιδιαίτερα στον τομέα των τεχνολογικών startup στον οποίο ειδικεύεται η SVB, οι πελάτες της έχαναν κέρδη και έτσι αναγκάστηκαν να εξαντλήσουν τη ρευστότητα τους και να αποσύρουν τις καταθέσεις τους από την SVB.

Τελικά, η SVB δεν διέθετε αρκετά μετρητά για να καλύψει τις αναλήψεις. Αντίθετα, είχε πολλά ομόλογα που δεν είχαν λήξει. Όταν αυτό έγινε αντιληπτό από τους καταθέτες, όσοι δεν καλύπτονταν από την κρατική ασφάλιση καταθέσεων (οτιδήποτε πάνω από 250.000 δολάρια) πανικοβλήθηκαν και υπήρξε μαζικό κύμα αναλήψεων από την τράπεζα. Αυτό έγινε φανερό όταν η SVB ανακοίνωσε ότι θα έπρεπε να πουλήσει -με ζημιά- μεγάλο μέρος των ομολόγων που κατείχε για να ανταποκριθεί στις αναλήψεις. Οι απώλειες φάνηκε να είναι τόσο μεγάλες που κανείς δεν θα έβαζε νέα χρήματα στην τράπεζα και η SVB κήρυξε πτώχευση.

Έτσι, η έλλειψη ρευστότητας μετατράπηκε σε πτώχευση -όπως συμβαίνει πάντα. Πόσες μικρές επιχειρήσεις διαπιστώνουν ότι αν είχαν πάρει λίγο περισσότερα από την τράπεζά τους ή από κάποιον επενδυτή, θα μπορούσαν να ξεπεράσουν την έλλειψη ρευστότητας και να παραμείνουν σε λειτουργία; Αντίθετα, αν δεν λάβουν περαιτέρω βοήθεια, πρέπει να κλείσουν. Αυτό είναι ουσιαστικά αυτό που συνέβη στην SVB, και στην Signature, την τράπεζα καταθέσεων κρυπτονομισμάτων, και τώρα στην First Republic, μια τράπεζα για μεσαίες επιχειρήσεις και πλούσιους ανθρώπους στη Νέα Υόρκη.

Ποιες ενέργειες έχουν κάνει οι ΗΠΑ αλλά και άλλα κράτη για να σταματήσουν τη χρηματοοικονομική κρίση; Θα είναι αρκετές για να αποτρέψουν άλλες καταρρεύσεις και να καθησυχάσουν τα χρηματιστήρια;

Η κυβέρνηση των ΗΠΑ, η Ομοσπονδιακή Τράπεζα (Fed) και οι μεγάλες τράπεζες έχουν κάνει βασικά δύο πράγματα. Πρώτον, παρείχαν κεφάλαια προκειμένου να καλυφθεί η ζήτηση των καταθετών για μετρητά. Παρά το γεγονός ότι στις ΗΠΑ δεν προβλέπεται κρατική κάλυψη για τις καταθέσεις που ξεπερνούν τις 250.000 δολάρια, η κυβέρνηση κατάργησε αυτό το όριο και δήλωσε ότι θα καλύψει το σύνολο των καταθέσεων ως έκτακτο μέτρο. Δεύτερον, η Fed διαμόρφωσε ένα νέο χρηματοδοτικό μηχανισμό (Bank Term Funding Program) από τον οποίο οι τράπεζες μπορούν να δανείζονται για ένα έτος, χρησιμοποιώντας ως εγγύηση ομόλογα στην ονομαστική τους αξία για να πάρουν χρήματα και να καλύψουν τις αναλήψεις των καταθετών. Οπότε, δεν χρειάζεται να πουλήσουν τα ομόλογα που κατέχουν στις τρέχουσες, χαμηλότερες της ονομαστικής, τιμές τους. Αυτά τα μέτρα στοχεύουν στο να ανακόψουν τον τραπεζικό «πανικό» των μαζικών αναλήψεων. Φυσικά όμως, δεν επιλύουν τα υποκείμενα προβλήματα που οι τράπεζες αντιμετωπίζουν, λόγω της αύξησης των επιτοκίων και της μείωσης των κερδών των εταιρειών που χρησιμοποιούν τις τράπεζες.

Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι η Silicon Valley Bank (SVB) και οι άλλες τράπεζες είναι μικρά ψάρια και πολύ εξειδικευμένης δραστηριότητας, και, ως εκ τούτου, δεν αντανακλούν ευρύτερα συστημικά προβλήματα. Αυτό όμως είναι αμφισβητήσιμο. Πρώτα απ’ όλα, η SVB δεν ήταν μικρή τράπεζα, ακόμα κι αν ήταν εξειδικευμένη στον τομέα των εταιριών  τεχνολογίας. Ήταν η 16η σε μέγεθος τράπεζα στις ΗΠΑ και η κατάρρευση της ήταν η δεύτερη μεγαλύτερη στην ιστορία του χρηματοπιστωτικού τομέα των ΗΠΑ. Επιπλέον, μια πρόσφατη έκθεση του Ομοσπονδιακού Οργανισμού Ασφάλισης Καταθέσεων (Federal Deposit Insurance Corporation –FDIC) δείχνει ότι η SVB δεν είναι η μόνη που έχει υποστεί σημαντικές «μη πραγματοποιημένες ζημιές» στα βιβλία της. Το σύνολό τους ανέρχεται σήμερα σε 620 δισ. δολάρια, ή αλλιώς στο 2,7% του αμερικανικού ΑΕΠ. Αυτός είναι ο δυνητικός όγκος των απωλειών που οι τράπεζες θα υποστούν εφόσον πραγματοποιηθούν οι ζημιές. (ΣτΜ: δηλαδή, εφόσον πωληθούν τα περιουσιακά στοιχεία που έχουν χάσει την αξία τους)

Πράγματι, το 10% των τραπεζών έχουν μεγαλύτερες μη αναγνωρισμένες ζημίες από αυτές της SVB. Επίσης, η SVB δεν ήταν η χειρότερα κεφαλαιοποιημένη τράπεζα, καθώς το 10% των τραπεζών είχε χαμηλότερη κεφαλαιοποίηση από την SVB. Μια πρόσφατη μελέτη διαπίστωσε ότι η αγοραστική αξία των περιουσιακών στοιχείων του τραπεζικού συστήματος είναι κατά 2 τρισεκατομμύρια δολάρια χαμηλότερη από ό,τι υποδηλώνει η λογιστική αξία των περιουσιακών στοιχείων τους, λαμβάνοντας υπόψη τα χαρτοφυλάκια δανείων που διακρατούνται μέχρι την καθορισμένη ημερομηνία λήξης τους.

Υπολογιζόμενα στις τρέχουσες αξίες τους, τα περιουσιακά στοιχεία των τραπεζών έχουν χάσει συνολικά κατά μέσο όρο το 10% της αξίας τους, με το χαμηλότερο 5% να μετρά απώλειες της τάξης του 20%. Χειρότερα δε, αν η Fed συνεχίσει να αυξάνει τα επιτόκια, οι τιμές των ομολόγων θα μειωθούν περαιτέρω, οι μη πραγματοποιημένες ζημίες θα αυξηθούν και ακόμα περισσότερες τράπεζες θα αντιμετωπίσουν έλλειψη ρευστότητας.

Έτσι, τα μέτρα έκτακτης ανάγκης μπορούν να αποδειχτούν ανεπαρκή. Ο ισχυρισμός επί του παρόντος είναι ότι η πρόσθετη ρευστότητα που απαιτείται μπορεί να προκύψει μέσα από τις εξαγορές των αδύναμων τραπεζών από τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες, αποκαθιστώντας την χρηματοπιστωτική σταθερότητα χωρίς να υποστούν πλήγμα οι εργαζόμενοι.  Αυτή είναι η λύση της αγοράς, όπου τα μεγάλα όρνεα κανιβαλίζουν τα ψοφίμια –όπως πχ, το βρετανικό παράρτημα της SVB που αγοράστηκε από την HSBC για 1 λίρα. Στην περίπτωση της Credit Suisse, οι ελβετικές αρχές προσπαθούν να επιβάλουν την εξαγορά της από τη μεγαλύτερη τράπεζα UBS σε τιμή ενός πέμπτου της τρέχουσας αγοραίας αξίας της CS.

Ωστόσο, αν η παρούσα κρίση γίνει συστημική, όπως συνέβη το 2008, όλα αυτά δεν θα είναι αρκετά. Αντιθέτως, θα υπάρξει «κοινωνικοποίηση» των ζημιών που υπέστη η τραπεζική ελίτ μέσω κρατικών διασώσεων, οι οποίες θα αυξήσουν τα χρέη του δημόσιου τομέα (που ήδη βρίσκονται σε επίπεδα ρεκόρ) και τα οποία θα μας φορτωθούν, μέσω της αύξησης της φορολογίας και της ακόμη μεγαλύτερης λιτότητας στις δημόσιες κοινωνικές δαπάνες και υπηρεσίες.

Θα συνεχίσουν η Fed και οι άλλες κεντρικές τράπεζες να ανεβάζουν τα επιτόκια προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο πληθωρισμός ή θα κάνουν πίσω για να αποφύγουν νέες κρίσεις στις τράπεζες;

Το πιο πιθανό είναι πως οι κεντρικές τράπεζες θα συνεχίσουν να αυξάνουν τα επιτόκια στην μάταιη προσπάθειά τους να ελέγξουν τον πληθωρισμό. Θα σταματήσουν μόνο εφόσον υπάρξουν και περαιτέρω σειρές τραπεζικών καταρρεύσεων. Σε αυτή την περίπτωση ίσως και να αναγκαστούν να αντιστρέψουν τις συσταλτικές νομισματικές πολιτικές τους, προκειμένου να σώσουν τον τραπεζικό τομέα.

Αλλά για την ώρα παριστάνουν τις γενναίες και ισχυρίζονται ότι το τραπεζικό σύστημα είναι πολύ «ανθεκτικό» και σε πολύ καλύτερη κατάσταση απ’ ότι ήταν το 2008. Το να αντιστραφεί η νομισματική σύσφιξη θα ήταν καταστροφικό για την αξιοπιστία των κεντρικών τραπεζών, καθώς θα αποδεικνυόταν πως οι κεντρικές τράπεζες δεν ελέγχουν την ποσότητα του χρήματος ή το ύψος των επιτοκίων ή την τραπεζική δραστηριότητα – το αντίθετο μάλιστα.

Ποιες είναι οι βαθύτερες αιτίες του πληθωρισμού και της χρηματοοικονομικής αστάθειας σήμερα;

Ας ξεκινήσουμε από την αστάθεια. Ο καπιταλισμός είναι ένα εγχρήματο οικονομικό σύστημα. Η παραγωγή δεν γίνεται για την άμεση κατανάλωση επί τόπου. Η παραγωγή των εμπορευμάτων στοχεύει στην πώληση τους σε κάποια αγορά με χρήματα ως αντάλλαγμα. Και τα χρήματα είναι απαραίτητα για την αγορά εμπορευμάτων. Όμως τα χρήματα και τα εμπορεύματα δεν είναι το ίδιο πράγμα, οπότε η κυκλική κίνηση χρήματος και εμπορευμάτων είναι εγγενώς υποκείμενη σε αναταράξεις. Σε οποιαδήποτε στιγμή, όσοι κατέχουν χρήματα μπορούν να επιλέξουν να μην αγοράσουν εμπορεύματα στις ισχύουσες τιμές και αντιθέτως να τα αποθησαυρίσουν. Οπότε όσοι έχουν στην κατοχή τους εμπορεύματα πρέπει να ρίξουν τις τιμές ή μπορεί και να χρεοκοπήσουν. Πολλά πράγματα μπορούν να προκαλέσουν αυτή την αναταραχή στην ανταλλαγή χρήματος με εμπορεύματα ή χρήματος με χρηματοοικονομικά περιουσιακά στοιχεία όπως ομόλογα και μετοχές – πλασματικό κεφάλαιο, όπως το αποκαλούσε ο Μαρξ.  Και αυτή μπορεί να συμβεί άξαφνα.

Όμως η κύρια υποκείμενη αιτία είναι η υπερσυσσώρευση κεφαλαίου στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας ή, με άλλα λόγια, η πτώσης της κερδοφορίας των επενδύσεων και της παραγωγής. Οι εταιρείες τεχνολογίας που ήταν πελάτες της SVB είχαν αρχίσει να χάνουν κέρδη και υπέστησαν απώλεια χρηματοδότησης από τους λεγόμενους venture capitalists (επενδυτές σε νεοφυείς επιχειρήσεις), επειδή αυτοί οι επενδυτές έβλεπαν τα κέρδη να μειώνονται. Γι' αυτό, λοιπόν, οι τεχνολογικές εταιρείες υποχρεώθηκαν να αντλήσουν μαζικά από τις καταθέσεις τους σε μετρητά. Αυτό κατέστρεψε τη ρευστότητα της SVB και την ανάγκασε να ανακοινώσει το ξεπούλημα των ομολόγων που είχε στην κατοχή της.

Στο χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008, η κρίση ρευστότητας προκλήθηκε από την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων -όχι της τεχνολογίας, όπως τώρα. Άφησε πολλούς δανειστές με σοβαρές απώλειες σε ενυπόθηκα ομόλογα και τα παράγωγα αυτών των ομολόγων πολλαπλασίασαν τις επιπτώσεις σε ολόκληρο τον χρηματοπιστωτικό τομέα και διεθνώς. Όμως η ίδια η κατάρρευση της αγοράς ακινήτων οφειλόταν σε μια πτώση της κερδοφορίας των παραγωγικών τομέων της οικονομίας από το 2005-6 και μετά, η οποία τελικά προκάλεσε μια απόλυτη πτώση των συνολικών κερδών που περιλάμβανε και τον τομέα των ακινήτων.

Αυτή τη φορά η νομισματική αναστάτωση προκλήθηκε από την εκτίναξη του πληθωρισμού σε παγκόσμιο επίπεδο μετά το τέλος της πανδημίας COVID. Αυτή οφείλεται κυρίως στις τεράστιες αυξήσεις του κόστους της ενέργειας και των τροφίμων λόγω της κατάρρευσης των διεθνών εφοδιαστικών αλυσίδων κατά τη διάρκεια του COVID και της μη αποκατάστασης τους στη συνέχεια.

Οι εταιρείες που ξαναέβαζαν μπρος τη λειτουργία τους διαπίστωσαν ότι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στην ανάκαμψη της ζήτησης: Δεν μπορούσαν να επαναφέρουν τα πλοία, τα εμπορευματοκιβώτια, τα λιμάνια, τις πλατφόρμες εξόρυξης πετρελαίου σε κανονικούς ρυθμούς λειτουργίας. Τα αποθέματα τροφίμων και ενέργειας εξαντλήθηκαν και οι τιμές είχαν αυξηθεί, ακόμη και προτού ο πόλεμος Ρωσίας-Ουκρανίας εντείνει την κατάρρευση της αλυσίδας εφοδιασμού σε κρίσιμα εμπορεύματα. Πέρα από τα τρόφιμα και την ενέργεια, ο υποκείμενος πληθωρισμός επιταχύνθηκε λόγω της γενικά χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας στις μεγάλες οικονομίες: οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να βρουν αρκετό εξειδικευμένο προσωπικό μετά τον COVID και δεν είχαν επενδύσει σε νέες παραγωγικές δυνατότητες, οπότε η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας δεν ήταν επαρκής για να ανταποκριθεί στην ζήτηση που είχε ανακάμψει.

Αυτό που είναι σαφές είναι ότι ο καλπασμός του πληθωρισμού δεν προκλήθηκε από το υψηλότερο κόστος εργασίας (δηλαδή από την αύξηση των μισθών). Αντιθέτως, οι μισθοί των εργαζομένων ήταν (και είναι) πολύ πίσω από το πληθωριστικό σπιράλ και δεν το αντισταθμίζουν. Αντίθετα, η αύξηση του κόστους των πρώτων υλών και οι ελλείψεις επέτρεψαν στις εταιρείες με τιμολογιακή δύναμη, δηλαδή στις μεγάλες πολυεθνικές, να ανεβάσουν τις τιμές και να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους σε επίπεδα ρεκόρ, ιδίως για τις εταιρείες ενέργειας και τροφίμων. Ήταν ένα σπιράλ κερδών-τιμών.

Παρόλα αυτά, οι νομισματικές Αρχές παντού αγνόησαν ή αρνήθηκαν ότι ο καλπάζων  πληθωρισμός ήταν ένα πρόβλημα που προέκυψε από την πλευρά της προσφοράς (όπως συνήθως συμβαίνει στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής). Αντ' αυτού, ισχυρίστηκαν ότι οφειλόταν στην υπερβολική ζήτηση, η οποία προκαλούσε ένα ανοδικό σπιράλ μισθών -τιμών. Έτσι, η απάντησή τους ήταν να αυξήσουν τα επιτόκια, να αντιστρέψουν τις προηγούμενες πολιτικές ποσοτικής χαλάρωσης (QE) και να στραφούν στην ποσοτική σύσφιξη (QT) και να μειώσουν τη ρευστότητα (φθηνά μετρητά και πιστώσεις). Έτσι, το κόστος δανεισμού για επενδύσεις από την πλευρά των επιχειρήσεων ή αποπληρωμής στεγαστικών δανείων από την πλευρά των νοικοκυριών κ.ο.κ. αυξήθηκε απότομα και έχει πλέον προκαλέσει ρωγμές στο τραπεζικό σύστημα.

Η ειρωνεία είναι ότι η αύξηση των επιτοκίων θα συνεχίσει να έχει ελάχιστη άμεση επίδραση στα επίπεδα του πληθωρισμού. Αντίθετα, η πολιτική αυτή συμπιέζει τα κέρδη και τους μισθούς και έτσι επιταχύνει την επιβράδυνση των οικονομιών προς μια ύφεση -όπως ακριβώς συνέβη στα τέλη της δεκαετίας του 1970 και στις αρχές της δεκαετίας του 1980 υπό το καθεστώς του τότε προέδρου της Fed Βόλκερ, το οποίο οδήγησε σε πολύ βαθιά ύφεση την περίοδο 1980-2.

Σε τι διαφέρει αυτή η κρίση από την κρίση του 2008 και τη Μεγάλη Ύφεση; Τι αποκατέστησε την ανάπτυξη τότε; Είναι αυτά τα μέσα διαθέσιμα στους καπιταλιστές και τα κράτη τους σήμερα;

Η καπιταλιστική παραγωγή και οι επενδύσεις υποφέρουν από τακτικές και επαναλαμβανόμενες υφέσεις. Αυτές αποτελούν αναγκαίο διορθωτικό στοιχείο της τάσης της κερδοφορίας να πέφτει με την πάροδο του χρόνου. Οι υφέσεις απομακρύνουν ό,τι είναι «περιττό βάρος» και αφήνουν τους ισχυρότερους να καταλάβουν το χώρο των αδύναμων, μειώνοντας το κόστος εργασίας μέσω της υψηλότερης ανεργίας και θέτοντας έτσι τις βάσεις για υψηλότερη κερδοφορία και οικονομική ανάκαμψη. Αυτή η διαδικασία έχει ονομαστεί «δημιουργική καταστροφή».

Η Μεγάλη Ύφεση του 2008-9 το πέτυχε αυτό σε κάποιο βαθμό -αλλά μόνο σε κάποιο βαθμό. Η κερδοφορία του κεφαλαίου στις μεγάλες οικονομίες παρέμεινε κάτω από τα επίπεδα που παρατηρήθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Αυτό κράτησε αδύναμες τις επενδύσεις στους παραγωγικούς τομείς. Οι εταιρείες εξαρτήθηκαν από την φθηνή ή σχεδόν μηδενική πίστωση για να συνεχίσουν να λειτουργούν -το ποσοστό των «εταιρειών-ζόμπι» που επιβιώνουν απλά συσσωρεύοντας περισσότερο χρέος έχει φτάσει τώρα περίπου στο 20%. Η προκαλούμενη από την πανδημία ύφεση του 2020 έδειξε ότι o καπιταλισμός βρίσκεται μεταξύ ύφεσης και στασιμότητας και δεν έχει ανακάμψει -δεν συνέβη ακόμη η δημιουργική καταστροφή.

Ποιες λύσεις έχει να προσφέρει σήμερα ο καπιταλισμός; Θα έχουν αποτέλεσμα;

Η «ορθόδοξη» απάντηση στα τραπεζικά κραχ είναι πάντα η ίδια: καλύτεροι κανόνες ρύθμισης και εποπτείας. Ακόμα και οι πιο ριζοσπάστες συστημικοί οικονομολόγοι όπως ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, ή πολιτικοί όπως ο Μπέρνι Σάντερς και η Ελίζαμπεθ Γουόρεν, προωθούν αυτή τη λύση. Και όμως, η ρύθμιση ενός εγγενώς ασταθούς και κερδοσκοπικού χρηματοπιστωτικού τομέα απλώς δεν λειτουργεί.

Η ιστορία της ρύθμισης είναι μια ιστορία άγνοιας, εθελοτυφλίας και ψεύδους. Πάρτε για παράδειγμα την SVB: οι ρυθμιστικές αρχές απέτυχαν να αντιληφθούν τα ρίσκα που αναλάμβανε το διοικητικό συμβούλιο της SVB σε συνθήκες αύξησης των επιτοκίων, αγοράζοντας τόσα πολλά ομόλογα, παρά τις προειδοποιήσεις από διάφορες πηγές. Και ξανά και ξανά, έρχονται στην επιφάνεια τραπεζικά σκάνδαλα, τα οποία διέφυγαν της προσοχής των ρυθμιστικών Αρχών.

Αντί για ρύθμιση, αυτό που χρειάζεται είναι να περιέλθουν σε δημόσια ιδιοκτησία τα μεγάλα τραπεζικά και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τα οποία θα διοικούνται και θα ελέγχονται δημοκρατικά από τους εργαζόμενους σε αυτά τα ιδρύματα και στην ευρύτερη οικονομία. Πρέπει να κλείσουμε κερδοσκοπικές επενδυτικές τράπεζες όπως η Goldman Sachs ή επενδυτικά μεγαθήρια όπως η BlackRock. Πρέπει να τερματίσουμε τους εξωφρενικούς μισθούς και τα μπόνους των τραπεζικών στελεχών και των μεσαζόντων στην επενδυτική τραπεζική.

Οι τράπεζες θα έπρεπε να είναι μια δημόσια υπηρεσία, όπως η εκπαίδευση ή η αποκομιδή των σκουπιδιών, όχι ένα κέντρο τζογαρίσματος των χρημάτων μας στο χρηματοπιστωτικό καζίνο. «Α!» , λένε κάποιοι όμως, «ακόμη και αν οι κρατικές τράπεζες έπαιρναν μόνο καταθέσεις και στη συνέχεια δάνειζαν σε επιχειρήσεις για να επενδύσουν και σε νοικοκυριά για να αγοράσουν ακριβά είδη, θα μπορούσε να υπάρξει και πάλι πανικός και μαζικές αναλήψεις από τους καταθέτες».

Ναι, ίσως. Αλλά αυτό είναι μάλλον απίθανο αν οι καταθέτες γνωρίζουν ότι τα χρήματά τους είναι ασφαλή, επειδή το κράτος βρίσκεται πίσω από την τράπεζα και οι τράπεζες δεν κερδοσκοπούν πλέον και διοικούνται δημοκρατικά και με διαφάνεια. Αν τα επιτόκια αυξάνονταν και αυτό προκαλούσε απώλειες στις κρατικές τράπεζες από τα κρατικά ομόλογα που έχουν στην κατοχή τους, αυτές οι απώλειες θα μοιράζονταν ισότιμα σε όλη την κοινωνία και όχι αποκλειστικά στους εργαζόμενους για να σωθούν οι πλούσιοι καταθέτες και οι εταιρείες εις βάρος των υπολοίπων. Αλλά η δημόσια ιδιοκτησία των τραπεζών είναι ταμπού για όλα τα πολιτικά ρεύματα, ακόμα και για τα σοσιαλιστικά.

Ποια είναι η πιθανή πορεία που θα πάρει ο παγκόσμιος καπιταλισμός;

Οι δύο πρώτες δεκαετίες αυτού του αιώνα έδειξαν ότι ο καπιταλισμός έχει περάσει την ημερομηνία λήξης του. Η οικονομική ανάπτυξη έχει επιβραδυνθεί σε ρυθμούς σταγονόμετρου. Οι οικονομίες έχουν υποστεί δύο μεγάλες υφέσεις (2008-9 και 2020), συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης στην ιστορία. Οι επενδύσεις σε κλάδους που θα μπορούσαν να αυξήσουν τα εισοδήματα και να μειώσουν τις ώρες εργασίας δεν έχουν πραγματοποιηθεί.

Η υπερθέρμανση του πλανήτη και η κλιματική αλλαγή δεν έχουν αναχαιτιστεί και οδεύουμε προς μια υπαρξιακή καταστροφή. Η φτώχεια στον λεγόμενο Παγκόσμιο Νότο επιδεινώνεται και η ανισότητα των εισοδημάτων και του πλούτου αυξάνεται παντού. Ο καπιταλισμός έχει εγκλωβιστεί σε μια μακρά στασιμότητα ή ύφεση.

Αυτό θα ξεπεραστεί μόνο (και ακόμα και τότε μόνο προσωρινά), αν το κεφάλαιο καταστρέψει το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων σε τέτοιο βαθμό ώστε να αυξήσει την κερδοφορία και να αποκαταστήσει την αύξηση των επενδύσεων. Αλλά κάθε προσπάθεια να γίνει αυτό θα μπορούσε να προκαλέσει πρωτοφανή ταξική σύγκρουση. Έτσι, όσοι σχεδιάζουν τις στρατηγικές του κεφαλαίου έχουν επιλέξει μέχρι στιγμής να κάνουν πολύ αργά βήματα και να μην αγγίζουν την καυτή πατάτα της εκκαθάρισης και της δημιουργικής καταστροφής. Αλλά υπάρχουν δυνάμεις εκεί έξω που επιθυμούν όλο και περισσότερο να το κάνουν αυτό.

Ετικέτες