Τον σημερινό Φεβρουάριο του 2018 συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από την ιστορική διάσπαση του ΚΚΕ τον Φεβρουάριο 1968 (χρονιά που σηματοδοτεί πολλές επετείους : τα πενηντάχρονα της Άνοιξης της Πράγας, της Εξέγερσης του Μάη, τα διακόσια χρόνια από την γέννηση του Κ. Μαρξ, για το οποία η Ουμανιτέ έχει ήδη προαναγγείλει ποικίλες εκδηλώσεις κλπ.), που οδήγησε στην οριστική διαμόρφωση των δύο ρευμάτων του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.

Ενός γεγονότος που αντιστοιχήθηκε με τις ευρύτερες τάσεις του ευρωπαϊκού κινήματος και την ανάδειξη του ρεύματος του ευρωκομμουνισμού και του αντίστοιχου «σοβιετικού τύπου» κομμουνιστικού κινήματος. Και σήμερα κάθε μία από τις δύο πλευρές θα φροντίσει επιμελώς να ευλογήσει τα γένια της : Τα ιδεολογικά κέντρα της σημερινής νεοφιλελεύθερης κεντροαριστεράς του ΣΥΡΙΖΑ θα κάνουν λόγο για την «ανανέωση» της Αριστεράς που οδήγησε στο σημερινό εγχείρημα της «κυβερνώσας» αριστερής παράταξης, ενώ τα αντίστοιχα του ΚΚΕ θα συνεχίσουν την αναφορά στην πρόσδεση στην «κομμουνιστική ορθοδοξία» και στην εμμονή στο κοινωνικό πρότυπο του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Σκοπός μας δεν είναι να υπεισέλθουμε στην εκτίμηση των τότε ιστορικών γεγονότων και στις εξελίξεις που τα ακολούθησαν, αλλά με αφορμή αυτά να εξετάσουμε κριτικά την πορεία αυτών των δύο μεγάλων ρευμάτων σε ελληνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, και κυρίως τις απολήξεις τους στην σύγχρονη πραγματικότητα της τελευταίας δεκαετίας της καπιταλιστικής κρίσης και της μνημονιακής πολιτικής.

Το φαινόμενο του δυτικού ευρωκομμουνισμού

Το πρώτο ρεύμα που αναδείχθηκε στο ευρωπαϊκό επίπεδο, παίρνοντας τις κριτικές του αποστάσεις από το καθεστώς των ανατολικών κοινωνιών, δεν ήταν άλλο από εκείνο του ευρωκομμουνισμού, που μεσουράνησε την δεκαετία του 1970, για να πάρει από εκεί και πέρα την κατιούσα, φτάνοντας στις σημερινές του απολήξεις. Πρόκειται για το κομμουνιστικό ρεύμα που συγκροτήθηκε με σχετικά διαφοροποιημένα επιμέρους εθνικά χαρακτηριστικά (άλλωστε γι’ αυτό ο σοσιαλισμός θα είχε τα «χρώματα της Γαλλίας», θα «μύριζε θυμάρι της ελληνικής γης»… κλπ.), από τα μεγάλα Κομμουνιστικά Κόμματα της Δύσης, ιταλικό, γαλλικό και ισπανικό, αλλά και μικρότερης εμβέλειας (ΚΚΕ εσωτερικού, σουηδικό , βρετανικό). Τα κόμματα αυτά που είχαν ισχυρούς δεσμούς με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές εργατικές τάξεις, καθόρισαν το καθένα τον δικό του «εθνικό δρόμο» για τον σοσιαλισμό, τον ενέταξαν ουσιαστικά στο αποκλειστικό πλαίσιο της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, άσκησαν κριτική στα ζητήματα της δημοκρατίας που αναδεικνύονταν στο εποικοδόμημα του σοβιετικού κοινωνικού σχηματισμού, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίστηκαν από «αφωνία» σ’ ό,τι αφορά την μαρξιστική κριτική του ίδιου του κοινωνικού και οικονομικού καθεστώτος του «υπαρκτού σοσιαλισμού», πρόβαλαν τον «ειρηνικό, κοινοβουλευτικό, εξελικτικό» δρόμο, αναπαρήγαν την λογική των συμμαχιών με τα μικρομεσαία επιχειρηματικά στρώματα, βάσισαν την πολιτική τους γραμμή στον οικονομισμό (προτεραιότητα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων έναντι του μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής), μυθοποίησαν την επιστημονικό – τεχνική επανάσταση, υπεραμύνθηκαν της λογικής των αντιμονοπωλιακών συμμαχιών, προώθησαν τις αντιλήψεις και πρακτικές για την «εθνική συνεννόηση» στο εσωτερικό των χωρών τους κλπ. [ Κριτική από τον Φ. Κλωντίν τόσο στην «Κρίση του κομμουνιστικού κινήματος» όσο και «Ο ευρωκομμουνισμός»].

          Επρόκειτο, από μια γενική άποψη, για μια σταδιακή διαδικασία μετασχηματισμού «σοσιαλδημοκρατικοποίησης» του κομμουνιστικού κινήματος, η οποία όμως δεν σταμάτησε στο επίπεδο μιας μεταρρυθμιστικής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά προχώρησε παραπέρα προς τα «δεξιά», καταλήγοντας ακόμη και σε τερατογεννέσεις (όπως το ιταλικό Δημοκρατικό Κόμμα των γιουγκοσλαβικών βομβαρδισμών και ο ελληνικός μνημονιακός κυβερνητικός ΣΥΡΙΖΑ). Αυτή η πορεία προσέλαβε βέβαια διαφοροποιημένες μορφές, με εμβληματικότερες εκείνες της Ιταλίας, της Ελλάδας και της Γαλλίας, καταλήγοντας ωστόσο στην ολοσχερή αναίρεσή τους ως μορφών του αριστερού κινήματος.

          Στην ιταλική περίπτωση που είναι και η σημαντικότερη στη Δυτική Ευρώπη, παρόλη την ύπαρξη ισχυρότατων εργατικών συνδικαλιστικών βάσεων του ΚΚΙ, και παρόλο που η χώρα ήταν ένα τεράστιο ιδεολογικό εργαστήριο της Αριστεράς, και παρόλη την μεγάλη εκλογική επιρροή στο ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, εντούτοις η υιοθέτηση της πολιτικής του «ιστορικού συμβιβασμού» (ως μία μορφή απάντησης στην ήττα του σοσιαλιστικού εγχειρήματος της Χιλής), σηματοδότησε την απαρχή της μακράς πορείας μετάλλαξης του ιταλικού κομμουνισμού. Αυτή στο μεταίχμιο του 1990 (κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού») οδήγησε στην διαμόρφωση ενός αριστερού δημοκρατικού κόμματος, το οποίο όμως γρήγορα μετατράπηκε στο κεντροαριστερό Δημοκρατικό Κόμμα. Βέβαια σ’ αυτή την πορεία αντιστάθηκε το κόμμα της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης που έφτασε το 10% της επιρροής, διατήρησε τα βασικά χαρακτηριστικά της μαρξιστικής φυσιογνωμίας και τις λαϊκές εργατικές αναφορές.

          Ωστόσο η συμμετοχή τόσο του Δημοκρατικού Κόμματος όσο και της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης στις φιλοευρωπαϊκές κεντροαριστερές κυβερνήσεις του Ρ. Πρόντι, με τον αρχόμενο νεοφιλελευθερισμό που αυτή ανέδειξε και εφάρμοσε, κατέληξε να εκμηδενίσει πολιτικά την Κομμουνιστική Επανίδρυση, να μεταλλάξει ακόμη πιο νεοφιλελεύθερα το Δημοκρατικό Κόμμα και σε κάθε περίπτωση να επιφέρει την εγκατάσταση του Λαού της Ελευθερίας (Φόρτσα Ιτάλια) του μπερλουσκονισμού στην διακυβέρνηση της χώρας. Σήμερα τα σχήματα της ιταλικής Αριστεράς μετά βίας μπορούν να καταγράψουν μιαν ορισμένη υπόσταση στο πολιτικό σκηνικό, το πανίσχυρο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα έχει αδρανοποιηθεί, και το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα περιέρχεται πλέον στην τρίτη πολιτική θέση, μετά την συντηρητική συμμαχία και το Κίνημα των πέντε αστέρων.

          Και στην γειτονική γαλλική περίπτωση τα πράγματα εξελίχθηκαν με μια εξαιρετικά καθοδική πορεία, αν και με διαφορετικό σχετικά τρόπο από ό,τι στην προηγούμενη περίπτωση. Το κραταιό γαλλικό ΚΚ της δεκαετίας του 1970, με την ευρύτατη εργατική πολιτική βάση αλλά και τον εγγενή σχεδόν αντι-διανοουμενισμό του, από τα επίπεδα εκπροσώπησης του 20% του εκλογικού σώματος, μέσα από μια εξέλιξη σχεδόν αλλοπρόσαλλη, κατόρθωσε να φτάσει στα ελάχιστα επίπεδα του 3% της επιρροής σε εθνικές και προεδρικές εκλογές. Ενώ στα τέλη της δεκαετίας του 1970 ήταν αυτό που διέσπασε την Ενότητα της Αριστεράς (με το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τους Ριζοσπάστες), οδηγώντας στην ματαίωση της ανάδειξης της αριστερής συμπαράταξης στην διακυβέρνηση της χώρας, από το 1980 και μέχρι την δεκαετία του 2000, συμμετείχε στις σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις, από εντελώς δευτερεύουσα θέση, ηγεμονευόμενο από το Σοσιαλιστικό Κόμμα (με το οποίο στα 1970 βρίσκονταν σε ισότιμη θέση).

Έτσι εισέπραττε όλη τη φθορά των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, χωρίς ταυτόχρονα να μπορεί να επηρεάζει αποφασιστικά τα πράγματα στις κεντρικές κυβερνητικές αποφάσεις. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ίδια αυτή περίοδο που ο γαλλικός κομμουνισμός κατρακυλούσε στον πυθμένα των εκπροσωπήσεων, αναδεικνύονταν παράλληλα και αποκτούσε ισχύ το Εθνικό Μέτωπο του Ζ. Μ. Λεπέν και στη συνέχεια της Μ. Λεπέν, το οποίο και έρχονταν να καλύψει, με όρους ακροδεξιούς, το πολιτικό κενό που άφηνε η παραφθορά του γαλλικού ΚΚ στην πολιτική και εκλογική εκπροσώπηση των πληβειακών και προλεταριακών στρωμάτων (οι μικροαστικές τάξεις στήριζαν ουσιαστικά τη ρεπουμπλικανική δεξιά των Ζ. Σιράκ, Ν. Σαρκοζί κλπ.). Χρειάστηκε η δημιουργία του Αριστερού Μετώπου και της Ανυπότακτης Γαλλίας υπό τον Ζ.Λ.Μελανσόν, από κοινού δηλαδή γαλλικού ΚΚ και ριζοσπαστών σοσιαλιστών, για να επιτευχθεί μια ορισμένη ανάκαμψη της γαλλικής Αριστεράς στο 14% των τελευταίων κοινοβουλευτικών εκλογών ( = ΚΚ Γαλλίας + Ανυπότακτη Γαλλία) και στο  20% των προεδρικών εκλογών του Απριλίου – Μαίου 2017. Μέσα σε όλη αυτή την πορεία των τελευταίων δεκαετιών, κύριο χαρακτηριστικό, πέραν των άλλων, που συνέτεινε καθοριστικά στην απαξίωση των ευρωκομμουνιστικών κομμάτων ήταν η ανεπάρκειά τους να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά την καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης και την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών [ Σχετικά Χ. Λάσκος «Από τον Κέυνς στη Θάτσερ : Χωρίς επιστροφή» ΚΨΜ 2011].

Η ελληνική εκδοχή της αριστερής «ανανέωσης»

Εντελώς διαφορετική, αν και βασισμένη στις ίδιες συντεταγμένες, ήταν η πορεία της ελληνικής «ανανεωτικής» (ευρωκομμουνιστικής) Αριστεράς, η οποία μεταπολιτευτικά εμφανίστηκε  να εγκαταλείπει την «αγωνιστική και ηρωική» ιστορική παράδοση του ΚΚΕ, επιχείρησε να κάνει ορισμένους δειλούς επαναπροσδιορισμούς, αλλά τελικά βυθίστηκε στον σοσιαλισμό «με δημοκρατία και ελευθερία» ( = καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής με δημοκρατικό εποικοδόμημα…) και κυρίως στην πολιτική γραμμή συμβιβασμού και ενσωμάτωσης με την ελληνική αστική τάξη, με την Εθνική Αντιδικτατορική Δημοκρατική Ενότητα (ΕΑΔΕ). Γι’ αυτό το λόγο κατέγραψε μια ελάχιστη προσέγγιση με την ελληνική εργατική τάξη και τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, και λειτούργησε σε πολύ περιορισμένα πλαίσια, μέχρι το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980. Επόμενο ήταν να συσπειρώσει αποκλειστικά σχεδόν στρώματα των νέων μικροαστικών τάξεων της διανοητικής εργασίας, που εμφορούνταν από έναν δημοκρατισμό συγχωνευόμενο με τον κλασικό αστικό εκσυγχρονισμό, τα οποία «απωθούνταν» από την αντιδραστικότητα της ελληνικής δεξιάς της εθνικοφροσύνης, από την λαϊκότητα του ΠΑΣΟΚ και από την «μονολιθικότητα» του ΚΚΕ, πρόβαλαν μιαν ανάγνωση του μαρξισμού προσαρμοσμένη στην οπτική και στα ταξικά συμφέροντα της μικροαστικής τάξης της διανοητικής εργασίας (κυρίαρχος ρόλος της επιστημονικό – τεχνοκρατικής διανόησης εντός της καπιταλιστικής οικονομίας και του ιεραρχικού καταμερισμού εργασίας), και σε τελική ανάλυση ένα εκσυγχρονιστικό σχέδιο του ελληνικού αστισμού, διανθισμένου με πινελιές δημοκρατισμού και δικαιωματισμού.

Εντούτοις από το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980 το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα στην Ελλάδα αναβαθμίστηκε μέσα από τον μετασχηματισμό του ΚΚΕ εσωτερικού σε Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ) και μέσα από την συμμαχία του με το ΚΚΕ στα πλαίσια του ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς, δρομολογώντας την συμμετοχή στις συγκυβερνήσεις με τα αστικά πολιτικά κόμματα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, οι οποίες κατέληξαν στην τελική επικράτηση του μετωπικού νεοσυντηρητισμού της Δεξιάς στις αρχές της δεκαετίας του 1990, που συνέπεσε με την κατάρρευση των καθεστώτων του «υπαρκτού σοσιαλισμού». [ Έγκαιρη κριτική της πολιτικής του ενιαίου ΣΥΝ Α. Ταρπάγκος «Αναπτυξιακός εκσυγχρονισμός και Αριστερά», Θέσεις , τεύχος 21, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 1987].  Έκτοτε η υπόσταση της ανανεωτικής Αριστεράς προσέλαβε την μορφή του ΣΥΝ (συμμαχία ΕΑΡ και τμημάτων που αποχώρησαν από το ΚΚΕ), που κινήθηκε σε μια τροχιά μικροαστικού εκσυγχρονισμού και δημοκρατικού αντί-νεοφιλελευθερισμού. Η καινούρια μορφή αναβάθμισης αυτού του ρεύματος προέκυψε στα μέσα της δεκαετίας του 2000 με την πρωτοβουλία για την συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ, από κοινού με άλλες μικρότερες δυνάμεις του αριστερού ριζοσπαστικού κινήματος.

Η κρίση καπιταλιστικής υπερσυσσώρευσης (2008) με τα καταστρεπτικά της αποτελέσματα και η απαρχή εφαρμογής των μνημονιακών πολιτικών (2010), οδηγώντας στην ταχεία καταβαράθρωση της επιρροής του ΠΑΣΟΚ, που αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος του ακραίου νεοφιλελευθερισμού, σε συνδυασμό με μια πολιτική που αναδείκνυε το ζήτημα της συμμαχίας των αριστερών δυνάμεων (από το ΚΚΕ μέχρι την ριζοσπαστική σοσιαλδημοκρατία) και έθετε επί τάπητος την κυβερνητική εναλλακτική προοπτική, έφερε τον ΣΥΡΙΖΑ (στον οποίο ηγεμόνευαν πλέον τα στρώματα του μικροαστικού τεχνοκρατισμού και του εκσυγχρονισμού), στην ράχη του κύματος, με τελική απόληξη την κατάκτηση της πολιτικής διακυβέρνησης (Ιανουάριος 2015). Ήταν η ιστορική ευκαιρία για την ανανεωτική Αριστερά να επιτελέσει τον ρόλο για τον οποίο προόριζε τον εαυτό της επί δεκαετίες, δηλαδή της προώθησης μιας εξορθολογισμένης υπηρέτησης της αστικής πολιτικής και των επιταγών της καπιταλιστικής ανάκαμψης, σε συνδυασμό με την προσαρμογή στις υπαγορεύσεις του ευρωπαϊκού κεφαλαίου και των κοινοτικών οργάνων της καπιταλιστικής διεθνοποίησης, πράγμα που σήμανε το τέλος της υπόστασης του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος ως μορφής και σχηματισμού πλέον της Αριστεράς (=μετασχηματισμός σε νεοφιλελεύθερη κεντροαριστερά).

Το δίπολο σεχταρισμού και καιροσκοπισμού [Ε. Μπιτσάκης]

Από την άλλη πλευρά το κομμουνιστικό ρεύμα της σοβιετικής αναφοράς συνδέθηκε ευθύς εξ αρχής και συνεχώς μέχρι σήμερα με το κοινωνικό πρότυπο και την πολιτική του «υπαρκτού σοσιαλισμού», σε συνδυασμό με την οικειοποίηση της ιστορικής πορείας του ΚΚΕ (μιας πορείας αντιφατικής σύζευξης ηρωικών εργατικών και λαϊκών ανατάσεων και ταυτόχρονα τραγικών ανεπαρκειών σεχταρισμού και καιροσκοπισμού). Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να κατορθώσει να διασφαλίσει μιαν ορισμένη, περιορισμένη προφανώς, πολιτική επιφάνεια σε ορισμένα τμήματα της εργατικής τάξης, της νεολαίας και των παραδοσιακών μικροαστικών στρωμάτων, ενώ ταυτόχρονα έχανε μαζικά το λαϊκό και εργατικό ακροατήριο που κέρδιζε αλματωδώς η ελληνική σοσιαλδημοκρατία (από το 1977 που αναδείχθηκε το ΠΑΣΟΚ σε αξιωματική αντιπολίτευση μέχρι τις τελευταίες νικηφόρες του βουλευτικές εκλογές του 2009). Τα φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά αυτού του κομμουνιστικού ρεύματος επικαθορίζονταν από εκείνα του ανατολικού κοινωνικού προτύπου :  Θεωρία των σταδίων μετάβασης στον σοσιαλισμό, υποστήριξη του ιεραρχικού καταμερισμού της εργασίας, αντιμονοπωλιακή πολιτική και συσπείρωση όλων των μη-μονοπωλιακών δυνάμεων, εχθρική στάση απέναντι στις αυθόρμητες και αυτοτελείς μορφές κοινωνικής συγκρότησης της εργατικής τάξης (εργοστασιακά σωματεία και συνδικάτα κοινής ωφέλειας), αντιλήψεις για την «συμπαράταξη των δημοκρατικών δυνάμεων» (=μια άλλη εκδοχή της ΕΑΔΕ), «αλλαγής» δηλαδή του ΠΑΣΟΚ με συμπληρωματική δύναμη το ΚΚΕ, ταύτιση του σοσιαλισμού με τον δεσποτικό κρατικό καπιταλισμό της ΕΣΣΔ και των ανατολικών χωρών κλπ. [Αποδεικτικά και αναλυτικά Σ. Μπετελέμ «Οι ταξικοί αγώνες στην ΕΣΣΔ», 3ος τόμος «Κυριαρχούμενοι και κυρίαρχοι», 2017].

Στο ΚΚΕ δόθηκαν δύο ιστορικές ευκαιρίες πολυσήμαντης ανόδου και διαδραμάτισης αποφασιστικού ρόλου στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της χώρας, μία στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980, και μία στην περίοδο 2012 – 15, όπου και στις δύο περιπτώσεις αστόχησε, δεν ανταποκρίθηκε στον ρόλο που το ίδιο έθετε στον εαυτό του (αυτόκλητος φορέας εκπροσώπησης της εργατικής τάξης και διεκδικητής κατάκτησης της λαϊκής εξουσίας), με αποτέλεσμα να χάσει εν πολλοίς την λαϊκή αξία χρήσης του:

Στην πρώτη περίπτωση είχε αναδειχθεί στην τότε συγκυρία το εργατικό ταξικό μέτωπο των δυνάμεων της ΕΣΑΚ, της ΣΣΕΚ (διαγραμμένοι της ΠΑΣΚΕ) και του ΑΕΜ που πραγματοποίησε ισχυρές απεργιακές κινητοποιήσεις απέναντι στον αρχόμενο μονεταρισμό της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, με εξαιρετικά ελπιδοφόρες προοπτικές. Απεναντίας, το ΚΚΕ από κοινού με την ΕΑΡ ξεκίνησαν να βάζουν πλώρη για τον κυβερνητισμό, με ένα Κοινό Πόρισμα έμπλεο κατευθύνσεων εκσυγχρονισμού και αναπτυξιολογίας, θεωρώντας πώς είχε έρθει η ώρα να γευτεί και η Αριστερά τα «κεφτεδάκια της κυρίας Μαρίκας», πράγμα που σηματοδοτούσε την εγκατάλειψη του πεδίου των ταξικών κοινωνικών κινητοποιήσεων και την απόκτηση υπουργικών χαρτοφυλακίων. Και παράλληλα, και τα δύο ρεύματα του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος ξεκίνησαν να χορεύουν από κοινού στους ρυθμούς του βαλς της «περεστρόικα» και του τανγκό της «γκλάσνοστ» της ηγεσίας του ΚΚΣΕ, με ατελεύτητα υμνολόγια, χωρίς να αντιλαμβάνονται την διαπάλη ανάμεσα στις συνιστώσες της κυρίαρχης κρατικής αστικής τάξης της σοβιετικής κοινωνίας (κορυφές της κομματικής γραφειοκρατίας και των κρατικών διοικητικών μηχανισμών κόντρα στα διευθυντικά επιτελεία των κρατικών επιχειρήσεων, με την τελική επικράτηση των τελευταίων). Και ως «υπεύθυνη» δύναμη η ενωμένη Αριστερά προχώρησε και στην συμμετοχή και στην οικουμενική διακυβέρνηση για τον «εξορθολογισμό και την εξομάλυνση» της πολιτικής ζωής του τόπου, αντί της ταξικής διαπάλης απέναντι στην οικονομική πολιτική του μονεταρισμού του ΠΑΣΟΚ και στην απειλητική ΝΔ του σαρωτικού νεοσυντηρητισμού. Έτσι συνέβαλε στην διάνοιξη του δρόμου για την κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας από τη ΝΔ, και στον «εξαγνισμό» της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας, σταθεροποιώντας το κλονισμένο σύστημα της αστικής πολιτικής διαχείρισης.

Στην δεύτερη περίπτωση, ενώ εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων στρέφονταν «προς τα αριστερά»(2010 -12), το ΚΚΕ όρθωσε ανάχωμα και τοίχο, για να αποτρέψει την «μόλυνσή» του από τον λαϊκό εργαζόμενο κόσμο, αποποιήθηκε την ευθύνη της θέσης του ζητήματος της πολιτικής εξουσίας, υιοθέτησε αυστηρά το «σύνδρομο του σκαντζόχοιρου» και τελικά έμεινε «εκτός νυμφώνος», εφόσον ολόκληρη τη λαϊκή δυσαρέσκεια και οργή εισέπραξε εκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ, και το ίδιο υπέστη έναν καραμπινάτο υποδιπλασιασμό των εκλογικών του επιδόσεων. Όταν η αστική μνημονιακή εξουσία απονομιμοποιείται, τότε προφανώς και είναι η ώρα να θέσεις το ζήτημα της λαϊκής διακυβέρνησης και της ριζοσπαστικής πολιτικής, και να το επιβάλεις με την δύναμη του κινήματος και της ψήφου στην τεχνοκρατική και μικροαστική πλειονότητα του ΣΥΡΙΖΑ, και όχι να «αφήνεις τον γάμο για να πηγαίνεις για πουρνάρια». Η επανάσταση δεν έρχεται με βάση τους υποκειμενικούς σου σχεδιασμούς για ένα απώτατο μέλλον, αλλά όταν οι λαϊκές τάξεις έρχονται να σε ωθήσουν προς την κατεύθυνσή της. Κι’ ακόμη χειρότερα στη συνέχεια, τρία χρόνια μετά τον Ιούνιο 2012, τον κρίσιμο Ιούλιο 2015, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ εξαναγκάστηκε να οδηγηθεί στην προκήρυξη του Δημοψηφίσματος για τα μνημόνια, εσύ να διακηρύσσεις την αποχή (δεν έφτανε εκείνη του 1946;), να μην αντιλαμβάνεσαι την τεράστια ταξική πόλωση και να μην τίθεσαι πολιτικά και κοινωνικά επικεφαλής του 62% της ετυμηγορίας των λαϊκών τάξεων, προκειμένου να ανατρέψεις άρδην τους ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς.

Ετικέτες