Τον σημερινό Φεβρουάριο του 2018 συμπληρώνονται πενήντα χρόνια από την ιστορική διάσπαση του ΚΚΕ τον Φεβρουάριο 1968 (χρονιά που σηματοδοτεί πολλές επετείους : τα πενηντάχρονα της Άνοιξης της Πράγας, της Εξέγερσης του Μάη, τα διακόσια χρόνια από την γέννηση του Κ. Μαρξ, για το οποία η Ουμανιτέ έχει ήδη προαναγγείλει ποικίλες εκδηλώσεις κλπ.), που οδήγησε στην οριστική διαμόρφωση των δύο ρευμάτων του ελληνικού κομμουνιστικού κινήματος.

Ενός γε­γο­νό­τος που αντι­στοι­χή­θη­κε με τις ευ­ρύ­τε­ρες τά­σεις του ευ­ρω­παϊ­κού κι­νή­μα­τος και την ανά­δει­ξη του ρεύ­μα­τος του ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμού και του αντί­στοι­χου «σο­βιε­τι­κού τύπου» κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος. Και σή­με­ρα κάθε μία από τις δύο πλευ­ρές θα φρο­ντί­σει επι­με­λώς να ευ­λο­γή­σει τα γένια της : Τα ιδε­ο­λο­γι­κά κέ­ντρα της ση­με­ρι­νής νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ θα κά­νουν λόγο για την «ανα­νέ­ω­ση» της Αρι­στε­ράς που οδή­γη­σε στο ση­με­ρι­νό εγ­χεί­ρη­μα της «κυ­βερ­νώ­σας» αρι­στε­ρής πα­ρά­τα­ξης, ενώ τα αντί­στοι­χα του ΚΚΕ θα συ­νε­χί­σουν την ανα­φο­ρά στην πρόσ­δε­ση στην «κομ­μου­νι­στι­κή ορ­θο­δο­ξία» και στην εμ­μο­νή στο κοι­νω­νι­κό πρό­τυ­πο του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού». Σκο­πός μας δεν είναι να υπει­σέλ­θου­με στην εκτί­μη­ση των τότε ιστο­ρι­κών γε­γο­νό­των και στις εξε­λί­ξεις που τα ακο­λού­θη­σαν, αλλά με αφορ­μή αυτά να εξε­τά­σου­με κρι­τι­κά την πο­ρεία αυτών των δύο με­γά­λων ρευ­μά­των σε ελ­λη­νι­κό και ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο, και κυ­ρί­ως τις απο­λή­ξεις τους στην σύγ­χρο­νη πραγ­μα­τι­κό­τη­τα της τε­λευ­ταί­ας δε­κα­ε­τί­ας της κα­πι­τα­λι­στι­κής κρί­σης και της μνη­μο­νια­κής πο­λι­τι­κής.

Το φαι­νό­με­νο του δυ­τι­κού ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμού

Το πρώτο ρεύμα που ανα­δεί­χθη­κε στο ευ­ρω­παϊ­κό επί­πε­δο, παίρ­νο­ντας τις κρι­τι­κές του απο­στά­σεις από το κα­θε­στώς των ανα­το­λι­κών κοι­νω­νιών, δεν ήταν άλλο από εκεί­νο του ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμού, που με­σου­ρά­νη­σε την δε­κα­ε­τία του 1970, για να πάρει από εκεί και πέρα την κα­τιού­σα, φτά­νο­ντας στις ση­με­ρι­νές του απο­λή­ξεις. Πρό­κει­ται για το κομ­μου­νι­στι­κό ρεύμα που συ­γκρο­τή­θη­κε με σχε­τι­κά δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­να επι­μέ­ρους εθνι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά (άλ­λω­στε γι’ αυτό ο σο­σια­λι­σμός θα είχε τα «χρώ­μα­τα της Γαλ­λί­ας», θα «μύ­ρι­ζε θυ­μά­ρι της ελ­λη­νι­κής γης»… κλπ.), από τα με­γά­λα Κομ­μου­νι­στι­κά Κόμ­μα­τα της Δύσης, ιτα­λι­κό, γαλ­λι­κό και ισπα­νι­κό, αλλά και μι­κρό­τε­ρης εμ­βέ­λειας (ΚΚΕ εσω­τε­ρι­κού, σου­η­δι­κό , βρε­τα­νι­κό). Τα κόμ­μα­τα αυτά που είχαν ισχυ­ρούς δε­σμούς με τις αντί­στοι­χες ευ­ρω­παϊ­κές ερ­γα­τι­κές τά­ξεις, κα­θό­ρι­σαν το κα­θέ­να τον δικό του «εθνι­κό δρόμο» για τον σο­σια­λι­σμό, τον ενέ­τα­ξαν ου­σια­στι­κά στο απο­κλει­στι­κό πλαί­σιο της αστι­κής κοι­νο­βου­λευ­τι­κής δη­μο­κρα­τί­ας, άσκη­σαν κρι­τι­κή στα ζη­τή­μα­τα της δη­μο­κρα­τί­ας που ανα­δει­κνύ­ο­νταν στο εποι­κο­δό­μη­μα του σο­βιε­τι­κού κοι­νω­νι­κού σχη­μα­τι­σμού, ενώ ταυ­τό­χρο­να χα­ρα­κτη­ρί­στη­καν από «αφω­νία» σ’ ό,τι αφορά την μαρ­ξι­στι­κή κρι­τι­κή του ίδιου του κοι­νω­νι­κού και οι­κο­νο­μι­κού κα­θε­στώ­τος του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού», πρό­βα­λαν τον «ει­ρη­νι­κό, κοι­νο­βου­λευ­τι­κό, εξε­λι­κτι­κό» δρόμο, ανα­πα­ρή­γαν την λο­γι­κή των συμ­μα­χιών με τα μι­κρο­με­σαία επι­χει­ρη­μα­τι­κά στρώ­μα­τα, βά­σι­σαν την πο­λι­τι­κή τους γραμ­μή στον οι­κο­νο­μι­σμό (προ­τε­ραιό­τη­τα ανά­πτυ­ξης των πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων ένα­ντι του με­τα­σχη­μα­τι­σμού των σχέ­σε­ων πα­ρα­γω­γής), μυ­θο­ποί­η­σαν την επι­στη­μο­νι­κό – τε­χνι­κή επα­νά­στα­ση, υπε­ρα­μύν­θη­καν της λο­γι­κής των αντι­μο­νο­πω­λια­κών συμ­μα­χιών, προ­ώ­θη­σαν τις αντι­λή­ψεις και πρα­κτι­κές για την «εθνι­κή συ­νεν­νό­η­ση» στο εσω­τε­ρι­κό των χωρών τους κλπ. [ Κρι­τι­κή από τον Φ. Κλω­ντίν τόσο στην «Κρίση του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος» όσο και «Ο ευ­ρω­κομ­μου­νι­σμός»].

          Επρό­κει­το, από μια γε­νι­κή άποψη, για μια στα­δια­κή δια­δι­κα­σία με­τα­σχη­μα­τι­σμού «σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κο­ποί­η­σης» του κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος, η οποία όμως δεν στα­μά­τη­σε στο επί­πε­δο μιας με­ταρ­ρυθ­μι­στι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, αλλά προ­χώ­ρη­σε πα­ρα­πέ­ρα προς τα «δεξιά», κα­τα­λή­γο­ντας ακόμη και σε τε­ρα­το­γεν­νέ­σεις (όπως το ιτα­λι­κό Δη­μο­κρα­τι­κό Κόμμα των γιου­γκο­σλα­βι­κών βομ­βαρ­δι­σμών και ο ελ­λη­νι­κός μνη­μο­νια­κός κυ­βερ­νη­τι­κός ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ). Αυτή η πο­ρεία προ­σέ­λα­βε βέ­βαια δια­φο­ρο­ποι­η­μέ­νες μορ­φές, με εμ­βλη­μα­τι­κό­τε­ρες εκεί­νες της Ιτα­λί­ας, της Ελ­λά­δας και της Γαλ­λί­ας, κα­τα­λή­γο­ντας ωστό­σο στην ολο­σχε­ρή αναί­ρε­σή τους ως μορ­φών του αρι­στε­ρού κι­νή­μα­τος.

          Στην ιτα­λι­κή πε­ρί­πτω­ση που είναι και η ση­μα­ντι­κό­τε­ρη στη Δυ­τι­κή Ευ­ρώ­πη, πα­ρό­λη την ύπαρ­ξη ισχυ­ρό­τα­των ερ­γα­τι­κών συν­δι­κα­λι­στι­κών βά­σε­ων του ΚΚΙ, και πα­ρό­λο που η χώρα ήταν ένα τε­ρά­στιο ιδε­ο­λο­γι­κό ερ­γα­στή­ριο της Αρι­στε­ράς, και πα­ρό­λη την με­γά­λη εκλο­γι­κή επιρ­ροή στο ένα τρίτο του εκλο­γι­κού σώ­μα­τος, εντού­τοις η υιο­θέ­τη­ση της πο­λι­τι­κής του «ιστο­ρι­κού συμ­βι­βα­σμού» (ως μία μορφή απά­ντη­σης στην ήττα του σο­σια­λι­στι­κού εγ­χει­ρή­μα­τος της Χιλής), ση­μα­το­δό­τη­σε την απαρ­χή της μα­κράς πο­ρεί­ας με­τάλ­λα­ξης του ιτα­λι­κού κομ­μου­νι­σμού. Αυτή στο με­ταίχ­μιο του 1990 (κα­τάρ­ρευ­ση του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού») οδή­γη­σε στην δια­μόρ­φω­ση ενός αρι­στε­ρού δη­μο­κρα­τι­κού κόμ­μα­τος, το οποίο όμως γρή­γο­ρα με­τα­τρά­πη­κε στο κε­ντρο­α­ρι­στε­ρό Δη­μο­κρα­τι­κό Κόμμα. Βέ­βαια σ’ αυτή την πο­ρεία αντι­στά­θη­κε το κόμμα της Κομ­μου­νι­στι­κής Επα­νί­δρυ­σης που έφτα­σε το 10% της επιρ­ρο­ής, δια­τή­ρη­σε τα βα­σι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά της μαρ­ξι­στι­κής φυ­σιο­γνω­μί­ας και τις λαϊ­κές ερ­γα­τι­κές ανα­φο­ρές.

          Ωστό­σο η συμ­με­το­χή τόσο του Δη­μο­κρα­τι­κού Κόμ­μα­τος όσο και της Κομ­μου­νι­στι­κής Επα­νί­δρυ­σης στις φι­λο­ευ­ρω­παϊ­κές κε­ντρο­α­ρι­στε­ρές κυ­βερ­νή­σεις του Ρ. Πρό­ντι, με τον αρ­χό­με­νο νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμό που αυτή ανέ­δει­ξε και εφάρ­μο­σε, κα­τέ­λη­ξε να εκ­μη­δε­νί­σει πο­λι­τι­κά την Κομ­μου­νι­στι­κή Επα­νί­δρυ­ση, να με­ταλ­λά­ξει ακόμη πιο νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρα το Δη­μο­κρα­τι­κό Κόμμα και σε κάθε πε­ρί­πτω­ση να επι­φέ­ρει την εγκα­τά­στα­ση του Λαού της Ελευ­θε­ρί­ας (Φόρ­τσα Ιτά­λια) του μπερ­λου­σκο­νι­σμού στην δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας. Σή­με­ρα τα σχή­μα­τα της ιτα­λι­κής Αρι­στε­ράς μετά βίας μπο­ρούν να κα­τα­γρά­ψουν μιαν ορι­σμέ­νη υπό­στα­ση στο πο­λι­τι­κό σκη­νι­κό, το πα­νί­σχυ­ρο ερ­γα­τι­κό συν­δι­κα­λι­στι­κό κί­νη­μα έχει αδρα­νο­ποι­η­θεί, και το ίδιο το Δη­μο­κρα­τι­κό Κόμμα πε­ριέρ­χε­ται πλέον στην τρίτη πο­λι­τι­κή θέση, μετά την συ­ντη­ρη­τι­κή συμ­μα­χία και το Κί­νη­μα των πέντε αστέ­ρων.

          Και στην γει­το­νι­κή γαλ­λι­κή πε­ρί­πτω­ση τα πράγ­μα­τα εξε­λί­χθη­καν με μια εξαι­ρε­τι­κά κα­θο­δι­κή πο­ρεία, αν και με δια­φο­ρε­τι­κό σχε­τι­κά τρόπο από ό,τι στην προη­γού­με­νη πε­ρί­πτω­ση. Το κρα­ταιό γαλ­λι­κό ΚΚ της δε­κα­ε­τί­ας του 1970, με την ευ­ρύ­τα­τη ερ­γα­τι­κή πο­λι­τι­κή βάση αλλά και τον εγ­γε­νή σχε­δόν αντι-δια­νο­ου­με­νι­σμό του, από τα επί­πε­δα εκ­προ­σώ­πη­σης του 20% του εκλο­γι­κού σώ­μα­τος, μέσα από μια εξέ­λι­ξη σχε­δόν αλ­λο­πρό­σαλ­λη, κα­τόρ­θω­σε να φτά­σει στα ελά­χι­στα επί­πε­δα του 3% της επιρ­ρο­ής σε εθνι­κές και προ­ε­δρι­κές εκλο­γές. Ενώ στα τέλη της δε­κα­ε­τί­ας του 1970 ήταν αυτό που διέ­σπα­σε την Ενό­τη­τα της Αρι­στε­ράς (με το Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα και τους Ρι­ζο­σπά­στες), οδη­γώ­ντας στην μα­ταί­ω­ση της ανά­δει­ξης της αρι­στε­ρής συ­μπα­ρά­τα­ξης στην δια­κυ­βέρ­νη­ση της χώρας, από το 1980 και μέχρι την δε­κα­ε­τία του 2000, συμ­με­τεί­χε στις σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κές κυ­βερ­νή­σεις, από εντε­λώς δευ­τε­ρεύ­ου­σα θέση, ηγε­μο­νευό­με­νο από το Σο­σια­λι­στι­κό Κόμμα (με το οποίο στα 1970 βρί­σκο­νταν σε ισό­τι­μη θέση).

Έτσι ει­σέ­πρατ­τε όλη τη φθορά των σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κών κυ­βερ­νή­σε­ων, χωρίς ταυ­τό­χρο­να να μπο­ρεί να επη­ρε­ά­ζει απο­φα­σι­στι­κά τα πράγ­μα­τα στις κε­ντρι­κές κυ­βερ­νη­τι­κές απο­φά­σεις. Δεν είναι τυ­χαίο ότι στην ίδια αυτή πε­ρί­ο­δο που ο γαλ­λι­κός κομ­μου­νι­σμός κα­τρα­κυ­λού­σε στον πυθ­μέ­να των εκ­προ­σω­πή­σε­ων, ανα­δει­κνύ­ο­νταν πα­ράλ­λη­λα και απο­κτού­σε ισχύ το Εθνι­κό Μέ­τω­πο του Ζ. Μ. Λεπέν και στη συ­νέ­χεια της Μ. Λεπέν, το οποίο και έρ­χο­νταν να κα­λύ­ψει, με όρους ακρο­δε­ξιούς, το πο­λι­τι­κό κενό που άφηνε η πα­ρα­φθο­ρά του γαλ­λι­κού ΚΚ στην πο­λι­τι­κή και εκλο­γι­κή εκ­προ­σώ­πη­ση των πλη­βεια­κών και προ­λε­τα­ρια­κών στρω­μά­των (οι μι­κρο­α­στι­κές τά­ξεις στή­ρι­ζαν ου­σια­στι­κά τη ρε­που­μπλι­κα­νι­κή δεξιά των Ζ. Σιράκ, Ν. Σαρ­κο­ζί κλπ.). Χρειά­στη­κε η δη­μιουρ­γία του Αρι­στε­ρού Με­τώ­που και της Ανυ­πό­τα­κτης Γαλ­λί­ας υπό τον Ζ.Λ.Με­λαν­σόν, από κοι­νού δη­λα­δή γαλ­λι­κού ΚΚ και ρι­ζο­σπα­στών σο­σια­λι­στών, για να επι­τευ­χθεί μια ορι­σμέ­νη ανά­καμ­ψη της γαλ­λι­κής Αρι­στε­ράς στο 14% των τε­λευ­ταί­ων κοι­νο­βου­λευ­τι­κών εκλο­γών ( = ΚΚ Γαλ­λί­ας + Ανυ­πό­τα­κτη Γαλ­λία) και στο  20% των προ­ε­δρι­κών εκλο­γών του Απρι­λί­ου – Μαίου 2017. Μέσα σε όλη αυτή την πο­ρεία των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών, κύριο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό, πέραν των άλλων, που συ­νέ­τει­νε κα­θο­ρι­στι­κά στην απα­ξί­ω­ση των ευ­ρω­κομ­μου­νι­στι­κών κομ­μά­των ήταν η ανε­πάρ­κειά τους να αντι­με­τω­πί­σουν απο­τε­λε­σμα­τι­κά την κα­πι­τα­λι­στι­κή κρίση υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης και την εφαρ­μο­γή των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων πο­λι­τι­κών [ Σχε­τι­κά Χ. Λά­σκος «Από τον Κέυνς στη Θά­τσερ : Χωρίς επι­στρο­φή» ΚΨΜ 2011].

Η ελ­λη­νι­κή εκ­δο­χή της αρι­στε­ρής «ανα­νέ­ω­σης»

Εντε­λώς δια­φο­ρε­τι­κή, αν και βα­σι­σμέ­νη στις ίδιες συ­ντε­ταγ­μέ­νες, ήταν η πο­ρεία της ελ­λη­νι­κής «ανα­νε­ω­τι­κής» (ευ­ρω­κομ­μου­νι­στι­κής) Αρι­στε­ράς, η οποία με­τα­πο­λι­τευ­τι­κά εμ­φα­νί­στη­κε  να εγκα­τα­λεί­πει την «αγω­νι­στι­κή και ηρω­ι­κή» ιστο­ρι­κή πα­ρά­δο­ση του ΚΚΕ, επι­χεί­ρη­σε να κάνει ορι­σμέ­νους δει­λούς επα­να­προσ­διο­ρι­σμούς, αλλά τε­λι­κά βυ­θί­στη­κε στον σο­σια­λι­σμό «με δη­μο­κρα­τία και ελευ­θε­ρία» ( = κα­πι­τα­λι­στι­κές σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής με δη­μο­κρα­τι­κό εποι­κο­δό­μη­μα…) και κυ­ρί­ως στην πο­λι­τι­κή γραμ­μή συμ­βι­βα­σμού και εν­σω­μά­τω­σης με την ελ­λη­νι­κή αστι­κή τάξη, με την Εθνι­κή Αντι­δι­κτα­το­ρι­κή Δη­μο­κρα­τι­κή Ενό­τη­τα (ΕΑΔΕ). Γι’ αυτό το λόγο κα­τέ­γρα­ψε μια ελά­χι­στη προ­σέγ­γι­ση με την ελ­λη­νι­κή ερ­γα­τι­κή τάξη και τα ευ­ρύ­τε­ρα λαϊκά στρώ­μα­τα, και λει­τούρ­γη­σε σε πολύ πε­ριο­ρι­σμέ­να πλαί­σια, μέχρι το δεύ­τε­ρο μισό της δε­κα­ε­τί­ας του 1980. Επό­με­νο ήταν να συ­σπει­ρώ­σει απο­κλει­στι­κά σχε­δόν στρώ­μα­τα των νέων μι­κρο­α­στι­κών τά­ξε­ων της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας, που εμ­φο­ρού­νταν από έναν δη­μο­κρα­τι­σμό συγ­χω­νευό­με­νο με τον κλα­σι­κό αστι­κό εκ­συγ­χρο­νι­σμό, τα οποία «απω­θού­νταν» από την αντι­δρα­στι­κό­τη­τα της ελ­λη­νι­κής δε­ξιάς της εθνι­κο­φρο­σύ­νης, από την λαϊ­κό­τη­τα του ΠΑΣΟΚ και από την «μο­νο­λι­θι­κό­τη­τα» του ΚΚΕ, πρό­βα­λαν μιαν ανά­γνω­ση του μαρ­ξι­σμού προ­σαρ­μο­σμέ­νη στην οπτι­κή και στα τα­ξι­κά συμ­φέ­ρο­ντα της μι­κρο­α­στι­κής τάξης της δια­νοη­τι­κής ερ­γα­σί­ας (κυ­ρί­αρ­χος ρόλος της επι­στη­μο­νι­κό – τε­χνο­κρα­τι­κής δια­νό­η­σης εντός της κα­πι­τα­λι­στι­κής οι­κο­νο­μί­ας και του ιε­ραρ­χι­κού κα­τα­με­ρι­σμού ερ­γα­σί­ας), και σε τε­λι­κή ανά­λυ­ση ένα εκ­συγ­χρο­νι­στι­κό σχέ­διο του ελ­λη­νι­κού αστι­σμού, διαν­θι­σμέ­νου με πι­νε­λιές δη­μο­κρα­τι­σμού και δι­καιω­μα­τι­σμού.

Εντού­τοις από το δεύ­τε­ρο μισό της δε­κα­ε­τί­ας του 1980 το ευ­ρω­κομ­μου­νι­στι­κό ρεύμα στην Ελ­λά­δα ανα­βαθ­μί­στη­κε μέσα από τον με­τα­σχη­μα­τι­σμό του ΚΚΕ εσω­τε­ρι­κού σε Ελ­λη­νι­κή Αρι­στε­ρά (ΕΑΡ) και μέσα από την συμ­μα­χία του με το ΚΚΕ στα πλαί­σια του ενιαί­ου Συ­να­σπι­σμού της Αρι­στε­ράς, δρο­μο­λο­γώ­ντας την συμ­με­το­χή στις συ­γκυ­βερ­νή­σεις με τα αστι­κά πο­λι­τι­κά κόμ­μα­τα της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ, οι οποί­ες κα­τέ­λη­ξαν στην τε­λι­κή επι­κρά­τη­ση του με­τω­πι­κού νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμού της Δε­ξιάς στις αρχές της δε­κα­ε­τί­ας του 1990, που συ­νέ­πε­σε με την κα­τάρ­ρευ­ση των κα­θε­στώ­των του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού». [ Έγκαι­ρη κρι­τι­κή της πο­λι­τι­κής του ενιαί­ου ΣΥΝ Α. Ταρ­πά­γκος «Ανα­πτυ­ξια­κός εκ­συγ­χρο­νι­σμός και Αρι­στε­ρά», Θέ­σεις , τεύ­χος 21, Οκτώ­βριος – Δε­κέμ­βριος 1987].  Έκτο­τε η υπό­στα­ση της ανα­νε­ω­τι­κής Αρι­στε­ράς προ­σέ­λα­βε την μορφή του ΣΥΝ (συμ­μα­χία ΕΑΡ και τμη­μά­των που απο­χώ­ρη­σαν από το ΚΚΕ), που κι­νή­θη­κε σε μια τρο­χιά μι­κρο­α­στι­κού εκ­συγ­χρο­νι­σμού και δη­μο­κρα­τι­κού αντί-νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού. Η και­νού­ρια μορφή ανα­βάθ­μι­σης αυτού του ρεύ­μα­τος προ­έ­κυ­ψε στα μέσα της δε­κα­ε­τί­ας του 2000 με την πρω­το­βου­λία για την συ­γκρό­τη­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, από κοι­νού με άλλες μι­κρό­τε­ρες δυ­νά­μεις του αρι­στε­ρού ρι­ζο­σπα­στι­κού κι­νή­μα­τος.

Η κρίση κα­πι­τα­λι­στι­κής υπερ­συσ­σώ­ρευ­σης (2008) με τα κα­τα­στρε­πτι­κά της απο­τε­λέ­σμα­τα και η απαρ­χή εφαρ­μο­γής των μνη­μο­νια­κών πο­λι­τι­κών (2010), οδη­γώ­ντας στην τα­χεία κα­τα­βα­ρά­θρω­ση της επιρ­ρο­ής του ΠΑΣΟΚ, που απο­τέ­λε­σε την αιχμή του δό­ρα­τος του ακραί­ου νε­ο­φι­λε­λευ­θε­ρι­σμού, σε συν­δυα­σμό με μια πο­λι­τι­κή που ανα­δεί­κνυε το ζή­τη­μα της συμ­μα­χί­ας των αρι­στε­ρών δυ­νά­με­ων (από το ΚΚΕ μέχρι την ρι­ζο­σπα­στι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία) και έθετε επί τά­πη­τος την κυ­βερ­νη­τι­κή εναλ­λα­κτι­κή προ­ο­πτι­κή, έφερε τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ (στον οποίο ηγε­μό­νευαν πλέον τα στρώ­μα­τα του μι­κρο­α­στι­κού τε­χνο­κρα­τι­σμού και του εκ­συγ­χρο­νι­σμού), στην ράχη του κύ­μα­τος, με τε­λι­κή από­λη­ξη την κα­τά­κτη­ση της πο­λι­τι­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης (Ια­νουά­ριος 2015). Ήταν η ιστο­ρι­κή ευ­και­ρία για την ανα­νε­ω­τι­κή Αρι­στε­ρά να επι­τε­λέ­σει τον ρόλο για τον οποίο προ­ό­ρι­ζε τον εαυτό της επί δε­κα­ε­τί­ες, δη­λα­δή της προ­ώ­θη­σης μιας εξορ­θο­λο­γι­σμέ­νης υπη­ρέ­τη­σης της αστι­κής πο­λι­τι­κής και των επι­τα­γών της κα­πι­τα­λι­στι­κής ανά­καμ­ψης, σε συν­δυα­σμό με την προ­σαρ­μο­γή στις υπα­γο­ρεύ­σεις του ευ­ρω­παϊ­κού κε­φα­λαί­ου και των κοι­νο­τι­κών ορ­γά­νων της κα­πι­τα­λι­στι­κής διε­θνο­ποί­η­σης, πράγ­μα που σή­μα­νε το τέλος της υπό­στα­σης του ευ­ρω­κομ­μου­νι­στι­κού ρεύ­μα­τος ως μορ­φής και σχη­μα­τι­σμού πλέον της Αρι­στε­ράς (=με­τα­σχη­μα­τι­σμός σε νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη κε­ντρο­α­ρι­στε­ρά).

Το δί­πο­λο σε­χτα­ρι­σμού και και­ρο­σκο­πι­σμού [Ε. Μπι­τσά­κης]

Από την άλλη πλευ­ρά το κομ­μου­νι­στι­κό ρεύμα της σο­βιε­τι­κής ανα­φο­ράς συν­δέ­θη­κε ευθύς εξ αρχής και συ­νε­χώς μέχρι σή­με­ρα με το κοι­νω­νι­κό πρό­τυ­πο και την πο­λι­τι­κή του «υπαρ­κτού σο­σια­λι­σμού», σε συν­δυα­σμό με την οι­κειο­ποί­η­ση της ιστο­ρι­κής πο­ρεί­ας του ΚΚΕ (μιας πο­ρεί­ας αντι­φα­τι­κής σύ­ζευ­ξης ηρω­ι­κών ερ­γα­τι­κών και λαϊ­κών ανα­τά­σε­ων και ταυ­τό­χρο­να τρα­γι­κών ανε­παρ­κειών σε­χτα­ρι­σμού και και­ρο­σκο­πι­σμού). Αυτό είχε ως απο­τέ­λε­σμα να κα­τορ­θώ­σει να δια­σφα­λί­σει μιαν ορι­σμέ­νη, πε­ριο­ρι­σμέ­νη προ­φα­νώς, πο­λι­τι­κή επι­φά­νεια σε ορι­σμέ­να τμή­μα­τα της ερ­γα­τι­κής τάξης, της νε­ο­λαί­ας και των πα­ρα­δο­σια­κών μι­κρο­α­στι­κών στρω­μά­των, ενώ ταυ­τό­χρο­να έχανε μα­ζι­κά το λαϊκό και ερ­γα­τι­κό ακρο­α­τή­ριο που κέρ­δι­ζε αλ­μα­τω­δώς η ελ­λη­νι­κή σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία (από το 1977 που ανα­δεί­χθη­κε το ΠΑΣΟΚ σε αξιω­μα­τι­κή αντι­πο­λί­τευ­ση μέχρι τις τε­λευ­ταί­ες νι­κη­φό­ρες του βου­λευ­τι­κές εκλο­γές του 2009). Τα φυ­σιο­γνω­μι­κά χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά αυτού του κομ­μου­νι­στι­κού ρεύ­μα­τος επι­κα­θο­ρί­ζο­νταν από εκεί­να του ανα­το­λι­κού κοι­νω­νι­κού προ­τύ­που :  Θε­ω­ρία των στα­δί­ων με­τά­βα­σης στον σο­σια­λι­σμό, υπο­στή­ρι­ξη του ιε­ραρ­χι­κού κα­τα­με­ρι­σμού της ερ­γα­σί­ας, αντι­μο­νο­πω­λια­κή πο­λι­τι­κή και συ­σπεί­ρω­ση όλων των μη-μο­νο­πω­λια­κών δυ­νά­με­ων, εχθρι­κή στάση απέ­να­ντι στις αυ­θόρ­μη­τες και αυ­το­τε­λείς μορ­φές κοι­νω­νι­κής συ­γκρό­τη­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης (ερ­γο­στα­σια­κά σω­μα­τεία και συν­δι­κά­τα κοι­νής ωφέ­λειας), αντι­λή­ψεις για την «συ­μπα­ρά­τα­ξη των δη­μο­κρα­τι­κών δυ­νά­με­ων» (=μια άλλη εκ­δο­χή της ΕΑΔΕ), «αλ­λα­γής» δη­λα­δή του ΠΑΣΟΚ με συ­μπλη­ρω­μα­τι­κή δύ­να­μη το ΚΚΕ, ταύ­τι­ση του σο­σια­λι­σμού με τον δε­σπο­τι­κό κρα­τι­κό κα­πι­τα­λι­σμό της ΕΣΣΔ και των ανα­το­λι­κών χωρών κλπ. [Απο­δει­κτι­κά και ανα­λυ­τι­κά Σ. Μπε­τε­λέμ «Οι τα­ξι­κοί αγώ­νες στην ΕΣΣΔ», 3ος τόμος «Κυ­ριαρ­χού­με­νοι και κυ­ρί­αρ­χοι», 2017].

Στο ΚΚΕ δό­θη­καν δύο ιστο­ρι­κές ευ­και­ρί­ες πο­λυ­σή­μα­ντης ανό­δου και δια­δρα­μά­τι­σης απο­φα­σι­στι­κού ρόλου στα πο­λι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά πράγ­μα­τα της χώρας, μία στο δεύ­τε­ρο μισό της δε­κα­ε­τί­ας του 1980, και μία στην πε­ρί­ο­δο 2012 – 15, όπου και στις δύο πε­ρι­πτώ­σεις αστό­χη­σε, δεν αντα­πο­κρί­θη­κε στον ρόλο που το ίδιο έθετε στον εαυτό του (αυ­τό­κλη­τος φο­ρέ­ας εκ­προ­σώ­πη­σης της ερ­γα­τι­κής τάξης και διεκ­δι­κη­τής κα­τά­κτη­σης της λαϊ­κής εξου­σί­ας), με απο­τέ­λε­σμα να χάσει εν πολ­λοίς την λαϊκή αξία χρή­σης του:

Στην πρώτη πε­ρί­πτω­ση είχε ανα­δει­χθεί στην τότε συ­γκυ­ρία το ερ­γα­τι­κό τα­ξι­κό μέ­τω­πο των δυ­νά­με­ων της ΕΣΑΚ, της ΣΣΕΚ (δια­γραμ­μέ­νοι της ΠΑΣΚΕ) και του ΑΕΜ που πραγ­μα­το­ποί­η­σε ισχυ­ρές απερ­για­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις απέ­να­ντι στον αρ­χό­με­νο μο­νε­τα­ρι­σμό της κυ­βέρ­νη­σης του ΠΑΣΟΚ, με εξαι­ρε­τι­κά ελ­πι­δο­φό­ρες προ­ο­πτι­κές. Απε­να­ντί­ας, το ΚΚΕ από κοι­νού με την ΕΑΡ ξε­κί­νη­σαν να βά­ζουν πλώρη για τον κυ­βερ­νη­τι­σμό, με ένα Κοινό Πό­ρι­σμα έμπλεο κα­τευ­θύν­σε­ων εκ­συγ­χρο­νι­σμού και ανα­πτυ­ξιο­λο­γί­ας, θε­ω­ρώ­ντας πώς είχε έρθει η ώρα να γευ­τεί και η Αρι­στε­ρά τα «κε­φτε­δά­κια της κυ­ρί­ας Μα­ρί­κας», πράγ­μα που ση­μα­το­δο­τού­σε την εγκα­τά­λει­ψη του πε­δί­ου των τα­ξι­κών κοι­νω­νι­κών κι­νη­το­ποι­ή­σε­ων και την από­κτη­ση υπουρ­γι­κών χαρ­το­φυ­λα­κί­ων. Και πα­ράλ­λη­λα, και τα δύο ρεύ­μα­τα του πα­ρα­δο­σια­κού κομ­μου­νι­στι­κού κι­νή­μα­τος ξε­κί­νη­σαν να χο­ρεύ­ουν από κοι­νού στους ρυθ­μούς του βαλς της «πε­ρε­στρόι­κα» και του ταν­γκό της «γκλάσ­νοστ» της ηγε­σί­ας του ΚΚΣΕ, με ατε­λεύ­τη­τα υμνο­λό­για, χωρίς να αντι­λαμ­βά­νο­νται την δια­πά­λη ανά­με­σα στις συ­νι­στώ­σες της κυ­ρί­αρ­χης κρα­τι­κής αστι­κής τάξης της σο­βιε­τι­κής κοι­νω­νί­ας (κο­ρυ­φές της κομ­μα­τι­κής γρα­φειο­κρα­τί­ας και των κρα­τι­κών διοι­κη­τι­κών μη­χα­νι­σμών κό­ντρα στα διευ­θυ­ντι­κά επι­τε­λεία των κρα­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων, με την τε­λι­κή επι­κρά­τη­ση των τε­λευ­ταί­ων). Και ως «υπεύ­θυ­νη» δύ­να­μη η ενω­μέ­νη Αρι­στε­ρά προ­χώ­ρη­σε και στην συμ­με­το­χή και στην οι­κου­με­νι­κή δια­κυ­βέρ­νη­ση για τον «εξορ­θο­λο­γι­σμό και την εξο­μά­λυν­ση» της πο­λι­τι­κής ζωής του τόπου, αντί της τα­ξι­κής δια­πά­λης απέ­να­ντι στην οι­κο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή του μο­νε­τα­ρι­σμού του ΠΑΣΟΚ και στην απει­λη­τι­κή ΝΔ του σα­ρω­τι­κού νε­ο­συ­ντη­ρη­τι­σμού. Έτσι συ­νέ­βα­λε στην διά­νοι­ξη του δρό­μου για την κα­τά­κτη­ση της κυ­βερ­νη­τι­κής εξου­σί­ας από τη ΝΔ, και στον «εξα­γνι­σμό» της ελ­λη­νι­κής σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τί­ας, στα­θε­ρο­ποιώ­ντας το κλο­νι­σμέ­νο σύ­στη­μα της αστι­κής πο­λι­τι­κής δια­χεί­ρι­σης.

Στην δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση, ενώ εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες ερ­γα­ζο­μέ­νων και λαϊ­κών στρω­μά­των στρέ­φο­νταν «προς τα αρι­στε­ρά»(2010 -12), το ΚΚΕ όρ­θω­σε ανά­χω­μα και τοίχο, για να απο­τρέ­ψει την «μό­λυν­σή» του από τον λαϊκό ερ­γα­ζό­με­νο κόσμο, απο­ποι­ή­θη­κε την ευ­θύ­νη της θέσης του ζη­τή­μα­τος της πο­λι­τι­κής εξου­σί­ας, υιο­θέ­τη­σε αυ­στη­ρά το «σύν­δρο­μο του σκαν­τζό­χοι­ρου» και τε­λι­κά έμει­νε «εκτός νυμ­φώ­νος», εφό­σον ολό­κλη­ρη τη λαϊκή δυ­σα­ρέ­σκεια και οργή ει­σέ­πρα­ξε εκλο­γι­κά ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και το ίδιο υπέ­στη έναν κα­ρα­μπι­νά­το υπο­δι­πλα­σια­σμό των εκλο­γι­κών του επι­δό­σε­ων. Όταν η αστι­κή μνη­μο­νια­κή εξου­σία απο­νο­μι­μο­ποιεί­ται, τότε προ­φα­νώς και είναι η ώρα να θέ­σεις το ζή­τη­μα της λαϊ­κής δια­κυ­βέρ­νη­σης και της ρι­ζο­σπα­στι­κής πο­λι­τι­κής, και να το επι­βά­λεις με την δύ­να­μη του κι­νή­μα­τος και της ψήφου στην τε­χνο­κρα­τι­κή και μι­κρο­α­στι­κή πλειο­νό­τη­τα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, και όχι να «αφή­νεις τον γάμο για να πη­γαί­νεις για πουρ­νά­ρια». Η επα­νά­στα­ση δεν έρ­χε­ται με βάση τους υπο­κει­με­νι­κούς σου σχε­δια­σμούς για ένα απώ­τα­το μέλ­λον, αλλά όταν οι λαϊ­κές τά­ξεις έρ­χο­νται να σε ωθή­σουν προς την κα­τεύ­θυν­σή της. Κι’ ακόμη χει­ρό­τε­ρα στη συ­νέ­χεια, τρία χρό­νια μετά τον Ιού­νιο 2012, τον κρί­σι­μο Ιού­λιο 2015, όταν ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ εξα­να­γκά­στη­κε να οδη­γη­θεί στην προ­κή­ρυ­ξη του Δη­μο­ψη­φί­σμα­τος για τα μνη­μό­νια, εσύ να δια­κη­ρύσ­σεις την αποχή (δεν έφτα­νε εκεί­νη του 1946;), να μην αντι­λαμ­βά­νε­σαι την τε­ρά­στια τα­ξι­κή πό­λω­ση και να μην τί­θε­σαι πο­λι­τι­κά και κοι­νω­νι­κά επι­κε­φα­λής του 62% της ετυ­μη­γο­ρί­ας των λαϊ­κών τά­ξε­ων, προ­κει­μέ­νου να ανα­τρέ­ψεις άρδην τους τα­ξι­κούς και πο­λι­τι­κούς συ­σχε­τι­σμούς.

Ετικέτες