Μπροστά σε μία νέα πολιτική και κοινωνική συγκυρία
Βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια νέα ιστορική φάση του αστισμού.
Όσα ζούμε μετά τις εκλογές του Σεπτέμβρη δεν είναι μια απλή συνέχεια των ήδη γνώριμων μνημονιακών πολιτικών από ένα νέο κυβερνητικό σχήμα, δεν είναι μια απλή εναλλαγή στην διακυβέρνηση, αλλά συνιστούν μια μεγάλη ποιοτική τομή στην προσπάθεια των δυνάμεων του κεφαλαίου στην Ελλάδα να εξέλθουν από την καπιταλιστική κρίση. Η νέα πολιτική συγκυρία, συνιστά μια εν πολλοίς νέα ιστορική φάση, κατά την οποία τροποποιούνται σημαντικές πλευρές της κοινωνικής διαπάλης και είναι κρίσιμο για το Σ.Κ. να την κατανοήσει σε βάθος, προκειμένου να αποφασίσει τις ιεραρχήσεις και τους στόχους του.
Οι ευθύνες της μνημονιακής πλέον συγκυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι δραματικές.
Στο πολιτικό πεδίο η υιοθέτηση και η ψήφιση του 3ου Μνημονίου από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ με την κοινοβουλευτική στήριξη από ΝΔ, ΠΟΤΑΜΙ και ΠΑΣΟΚ σηματοδοτούν μια ιστορική ήττα για την ελπίδα της «ανατροπής» και τροποποιούν άρδην το πολιτικό σκηνικό. Οι προσδοκίες για ανατροπή της λιτότητας και των μνημονίων, για την διαγραφή του απεχθούς χρέους διαψεύδονται και φαντάζουν πλέον ουτοπικές στα μάτια των πολλών. Οι δυνάμεις της εργασίας έχουν πλέον απέναντί τους ένα πολιτικό σύστημα που επαίρεται ότι έχει αποκαταστήσει την ικανότητά του όχι μόνο να επιβάλλεται με τον αυταρχισμό και τη βία αλλά και να αποσπά και την ανοχή ή ακόμη και τη συναίνεση των υποτελών τάξεων. Οι ευθύνες της κυβέρνησης είναι τεράστιες όσον αφορά και την ακύρωση και ενσωμάτωση της ριζοσπαστικής δυναμικής και την άποψη που διατυπώνει ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση.
Στο κοινωνικό έδαφος μετά τα εκλογικά αποτελέσματα στην μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία φαίνεται να επικρατεί η απογοήτευση, ο κυνισμός, ακυρώνεται η ιστορική διαχωριστική γραμμή δεξιά-αριστερά, αφού «όλοι ίδιοι είναι», οι πολίτες αποστρέφονται την συλλογική δράση και υιοθετούν μια στάση αποχής, ιδιώτευσης και απάρνησης του πολιτικού.
Το αντισυστημικό δυναμικό είναι υπαρκτό και αναζητεί έκφραση και διέξοδο.
Ταυτόχρονα μια απλή ανάγνωση των προαπαιτούμενων της νέας δανειακής σύμβασης μας πείθει για την κόλαση που προδιαγράφεται για τους εργαζόμενους και την κοινωνική πλειοψηφία. Παρά την προσπάθεια που καταβάλλει η κυβέρνηση και τα συστημικά ΜΜΕ να μας πείσουν για το αντίθετο, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για διαχείριση των μνημονίων «με ανθρώπινο πρόσωπο». Γι’ αυτό δεν πρέπει να διαφύγει από την ανάλυσή μας ότι η καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης θα εξακολουθήσει να γεννάει αυθόρμητες αντιστάσεις, κοινωνική-ταξική πόλωση και το αντισυστημικό δυναμικό της ανατροπής. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε εξάλλου με το συγκλονιστικό ΟΧΙ του ελληνικού λαού κατά το Δημοψήφισμα της 5ης του Ιούλη, ένα ΟΧΙ με ταξικό, αντισυστημικό χαρακτήρα. Η ένταξη όμως αυτού του δυναμικού στη συλλογική δράση υπό τις σημερινές μετεκλογικές συνθήκες αποδεικνύεται δύσκολη, απαιτεί νέες μορφές οργάνωσης και συλλογικά υποκείμενα, πρωτοτυπία και προπαντός ένα συνεκτικό σχέδιο, για να μετασχηματιστεί σε ρήξη με την κυβερνητική μνημονιακή πολιτική, το κεφάλαιο -εγχώριο και ξένο- και την ΕΕ. Χρειάζεται εξάλλου να επιδείξουμε την μέγιστη επαγρύπνηση, διότι δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο θυμός, ο κυνισμός αλλά και ο απολίτικος «αντισυστημισμός» διεκδικείται παράλληλα από τον φασισμό και το ναζισμό.
ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ
Το Σ.Κ. αντιμέτωπο με μια δυσεπίλυτη αντίφαση.
Οι αγώνες των εργαζομένων απέναντι στα μνημόνια ήδη από το 2010-’11 αναμετρήθηκαν με νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Αποδείχτηκε ότι οι αποσπασματικοί συνδικαλιστικοί αγώνες είναι καταδικασμένοι στην ήττα. Έτσι, ως κυρίαρχο στοιχείο τους αναδείχτηκε η πολιτικοποίηση των αιτημάτων του Σ.Κ. Από την άποψη αυτή βρισκόμαστε στο ίδιο σημείο και σήμερα. Καμία επιμέρους νίκη των εργαζομένων δεν είναι δυνατή στα κρίσιμα ταξικά διακυβεύματα (ασφαλιστικό, ΕΝΦΙΑ, νέο μισθολόγιο, αξιολόγηση και κινητικότητα στο δημόσιο, ανεργία, ιδιωτικοποιήσεις) χωρίς την ρήξη με την κυβέρνηση και το μνημονιακό σύστημα και πιο πέρα την ρήξη με την Ε.Ε. και το ιμπεριαλιστικό πλέγμα.
Ωστόσο το κλίμα ηττοπάθειας , η εμπέδωση ενός αισθήματος ότι ο αντίπαλος είναι παντοδύναμος και ότι τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει, η ανοχή, η παθητικότητα, η απελπισία, η απουσία άμεσης πολιτικής προοπτικής στην κατεύθυνση της ανατροπής ασκούν πιέσεις στο Σ.Κ. να υποχωρήσει από την γραμμή της ρήξης και της ανατροπής στο πεδίο της ηττοπάθειας, της διαχείρισης, του παραγοντισμού, των ελάχιστων αιτημάτων, δηλαδή ενός νέου κυβερνητικού συνδικαλισμού.
Αν όμως ο διαχειριστικός συνδικαλισμός επικράτησε στην προμνημονιακή ιστορική περίοδο ήταν γιατί ο ελληνικός καπιταλισμός στην αναπτυξιακή του φάση μπορούσε να ικανοποιεί κάποια επιμέρους αιτήματα των εργαζομένων. Σήμερα όμως δεν έχει τίποτα να μοιράσει κι αυτό συμβαίνει, διότι απλούστατα το κεφάλαιο στην προσπάθειά του να υπερβεί την κρίση του δεν διαπραγματεύεται στο παραμικρό τα μνημόνια, δηλαδή την στρατηγική της εσωτερικής υποτίμησης. Στο έδαφος αυτό τα περιθώρια για διαχειριστικό συνδικαλισμό είναι ανύπαρκτα κι αν διατηρούνται μετά τις εκλογές κάποιες αυταπάτες, σύντομα θα καταρρεύσουν μέσα στον ορυμαγδό των «προαπαιτούμενων» και του νέου μεσοπρόθεσμου προγράμματος.
Να υπερασπιστούμε ως κατάκτηση του Σ.Κ. την πολιτικοποίηση των αιτημάτων μας.
Από την απάντηση στην περιγραφόμενη αντίφαση εξαρτάται άμεσα η δυνατότητα του εργατικού κινήματος να συγκροτήσει ταξικές συμμαχίες με πλειοψηφικά κομμάτια της χειμαζόμενης κοινωνικής πλειοψηφίας και να διεξάγει αποτελεσματικούς αγώνες. Πολύ περισσότερο σήμερα που η πολιτική προοπτική της ανατροπής έχει απομακρυνθεί, το συλλογικό κίνημα των εργαζομένων πρέπει να γίνει η κιβωτός του απελευθερωτικού κοινωνικού προτάγματος. Έτσι λοιπόν κύρια αιχμή του Σ.Κ. παραμένει η «ανατροπή της κυβερνητικής πολιτικής» των μνημονίων και της απάνθρωπης λιτότητας. Μέγιστο καθήκον του Σ.Κ. μέσα στη νέα συγκυρία είναι η ανασύνθεσή του με βάση την ταξική διαχωριστική κεφάλαιο/εργασία, η καταγγελία των ξεπουλημένων ηγεσιών, η ανατροπή των μνημονίων, της κυβερνητικής πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης , η αποδέσμευση από ΕΕ και ΝΑΤΟ, η δημόσια ιδιοκτησία, ο κοινωνικός έλεγχος των τραπεζών, η διαγραφή του επαχθούς και επονείδιστου χρέους και η επιδίωξη της ενότητας των δυνάμεων που συμφωνούν στις παραπάνω διαπιστώσεις. Εκτιμώντας σωστά τις διαθέσεις των εργαζομένων, με τις κατάλληλες μορφές πάλης, χωρίς να αποξενωνόμαστε και να απεμπολούμε την ενωτική και μαζική συνδικαλιστική δράση, να εξακολουθήσουμε να παλεύουμε για τα μεγάλα, διότι μόνο σ’ αυτά δικαιώνεται η συλλογική διεκδίκηση.
Ο ταξικός αυτοπροσδιορισμός είναι όρος για την ανασύνταξη του Σ.Κ.
Αποτελεί πικρό ιστορικό δίδαγμα των τελευταίων χρόνων ότι ελλείψει μιας αλλαγής του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στις τάξεις, ελλείψει μιας ρήξης της οικονομικής και κοινωνικής ισορροπίας του συστήματος ως αποτέλεσμα του αγώνα των εργαζομένων θα επικρατεί η κοινοβουλευτική λογική της θεσμικής αντιπολίτευσης, η οποία μοιραία θα τείνει σε μια διαχείριση της κρίσης και στην ενσωμάτωση των εργαζομένων.
Και ας αναγνωρίσουμε ότι η ανατροπή των συσχετισμών και η ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, εκτός από οργανωτική και πολιτική, δεν παύει στο ελάχιστο να είναι και μια μεγάλη ιδεολογική διαπάλη στο χώρο των αξιών για την ταυτότητά του. Σήμερα, μετά την εκλογική τους νίκη, η επέλαση των βαρβάρων του μνημονίου επιχειρεί να αποσαρθρώσει στον πυρήνα του το εργατικό κίνημα, την ίδια την κοινωνική βάση πάνω στην οποία μπορεί να αναπτυχθεί μελλοντικά οποιαδήποτε απελευθερωτική προοπτική. Γιατί δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι χωρίς ένα ρωμαλέο εργατικό και λαϊκό κίνημα, χωρίς το οξυγόνο των ταξικών αγώνων η προοπτική του σοσιαλιστικού κοινωνικού μετασχηματισμού και της κοινωνικής απελευθέρωσης των εργαζομένων είναι καταδικασμένη σε δεινή ήττα.
Μόνο μέσα στις υψηλές θερμοκρασίες των ενωτικών κοινωνικών αγώνων αναζωπυρώνεται η ελπίδα.
Είναι αναγκαίος ο αγωνιστικός συντονισμός δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, πρωτοβάθμιων σωματείων, ομοσπονδιών και εργατικών κέντρων, ώστε να ξεπεραστούν στη δράση οι ιστορικές πληγές του εργατικού κινήματος. Και βέβαια, με δεδομένο τον προδοτικό ρόλο των συνδικαλιστικών ηγεσιών (ας μην ξεχνάμε τη στάση της ΓΣΕΕ στο δημοψήφισμα υπέρ του Ναι) , ο συντονισμός των αγώνων από ένα άλλο κέντρο πρέπει να γίνει κατανοητός ως η αναγκαία προϋπόθεση της ανασύνταξης του Σ.Κ. Το σχέδιο αυτό έχει δύο πλευρές, αφενός να συνενώσει τις οργανωμένες δυνάμεις του συνδικαλιστικού κινήματος και αφετέρου να συσπειρώσει τις πλατιές μάζες της κοινωνίας και τους άνεργους, που βρίσκονται σε κατάσταση αδράνειας ακόμα και κοινωνικού αυτοματισμού. Παράλληλα όμως η απαξίωση των συνδικαλιστικών ηγεσιών σε τίποτα δεν δικαιώνει λογικές ιδεολογικής καθαρότητας, κομματικών εξαρτήσεων και απομονωτισμού. Αυτού του είδους οι πρακτικές έχουν κριθεί ιστορικά κι έχουν αποτύχει να συνεισφέρουν στην ανασύνταξη του κινήματος, όντας πολύ περισσότερο οργανικό στοιχείο της κρίσης του. Ο ακηδεμόνευτος από κομματικές εξαρτήσεις, ενωτικός, ταξικός συνδικαλισμός πρέπει να νικήσει!
ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΖΟΥΔΗΣ, πρόεδρος της Β΄ ΕΛΜΕ Θες/νίκης