Την ώρα που το σκάνδαλο των υποκλοπών βρισκόταν σε αποκορύφωση, ένα άρθρο στο in.gr (ιδιοκτησίας του Β. Μαρινάκη) έθεσε στο στόχαστρο ένα από τα «διακεκριμένα θύματα» των παρακολουθήσεων της ΕΥΠ, τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ, στρατηγό Κ. Φλώρο.
Το άρθρο ισχυριζόταν ότι «κάτι –σοβαρό– τρέχει με τον Αρχηγό ΓΕΕΘΑ», κατηγορούσε τον στρατηγό Κ. Φλώρο ότι «έχει δημιουργήσει ομάδα από δικούς του πιστούς αξιωματικούς και δικά του media» και διαπίστωνε ότι οι άλλοι αρχηγοί όπλων και ο υπουργός Εθν. Άμυνας «είναι τουλάχιστον αμήχανοι απέναντί του, και δείχνουν αιφνιδιασμένοι κάθε φορά από την προσωπική του στρατηγική. Όπως και το Μαξίμου και το Υπ. Εξωτερικών ενίοτε».
Η Συριζαϊκή «ανάλυση» του γεγονότος εκτίμησε το άρθρο ως ανάδειξη της στροφής του Β. Μαρινάκη σε επαναπροσέγγιση με την κυβέρνηση, παρέχοντας στην κοινή γνώμη μια ερμηνεία για τους λόγους παρακολούθησης του Φλώρου από την ΕΥΠ. Αυτή η εκτίμηση έχει πραγματική βάση και αντιστοιχεί σε μερικές πλευρές της πραγματικότητας. Αλλά μόνο σε μερικές.
Αξίζει τον κόπο να δούμε και ορισμένες άλλες πλευρές.
Είναι γνωστό ότι οι μεγάλοι εξοπλισμοί είναι ένα πεδίο αντιπαράθεσης (με το αζημίωτο, αν θυμάται κανείς τις θηριώδεις μίζες των προηγουμένων εξοπλιστικών προγραμμάτων) μεταξύ πολυεθνικών εταιρειών, local partners, ομάδων αξιωματικών και στελεχών της πολιτικής ηγεσίας. Όταν κρινόταν το ερώτημα αν το Ναυτικό θα «αγοράσει» αμερικανικές ή γαλλικές φρεγάτες, είχε σημειωθεί μια μιντιακή «επίθεση» στον αρχηγό του Στόλου, αντιναύαρχο Λυμπέρη. Σήμερα, κάποια από τα φιλομιλιταριστικά sites του «εθνικού χώρου» συνιστούν «να συνυπολογιστεί ότι πολλοί χρέωσαν την επίθεση στον Στόλαρχο, στον στρατηγό Φλώρο».
Πέρα από την απαράδεκτη, αλλά δεδομένη, εμπλοκή (ομάδων) αξιωματικών στις αποφάσεις για τις εξοπλιστικές δαπάνες, έρχεται στην επιφάνεια κάτι που θα έπρεπε να είναι στο κέντρο της προσοχής της Αριστεράς. Κατά του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ διατυπώθηκε από το in.gr η κατηγορία ότι «έχει φαντασιωθεί τον εαυτό του σε στρατηλάτη και την χώρα σε πολεμική σύρραξη» και, προς στήριξη του ισχυρισμού, έγινε μια ακροθιγής αναφορά σε «ασκήσεις τις νύκτες με φουσκωτά και ΟΥΚάδες σε βραχονησίδες». Ασκήσεις-προσομοίωση στρατιωτικής κατάληψης αμφισβητούμενων βραχονησίδων είναι σοβαρότατες πράξεις «προβολής ισχύος» που μπορεί να έχουν ακόμα σοβαρότερες συνέπειες. Όποιος αμφιβάλει, ας θυμηθεί τα Ίμια. Μόνο που τότε την «πρωτοβουλία» είχαν πάρει μωροφιλόδοξοι δημοσιογράφοι ιδιωτικών τηλεοπτικών δικτύων, ενώ τώρα φαίνεται να εμπλέκεται ο ίδιος ο… Αρχηγός ΓΕΕΘΑ. Για τα σενάρια αυτά, σημειώνεται ότι η κυβέρνηση είχε άγνοια. Ο υπουργός Άμυνας και ο Δένδιας ενημερώθηκαν «από αλλού»: Κατά τη μία γραμμή ανάλυσης/«ενημέρωσης» από τις αμερικανονατοϊκές υπηρεσίες, κατά την άλλη από τους… Τούρκους ομολόγους τους!
Ο αστικός μύθος λέει ότι στις (αστικές) δημοκρατίες η στρατιωτική ηγεσία είναι υποταγμένη στις αποφάσεις της πολιτικής ηγεσίας και ότι οι αρμοδιότητες των αξιωματικών περιορίζονται στα καθήκοντα υλοποίησης των αποφάσεων που παίρνει (ή δεν παίρνει!) η εκλεγμένη από το λαό Βουλή και κυβέρνηση. Όμως σήμερα αποδεικνύεται ότι η πραγματικότητα είναι κατά πολύ πιο περίπλοκη.
Η ενίσχυση του μιλιταρισμού ποτέ δεν περιορίζεται στην απόκτηση περισσότερων όπλων. Η ιδεολογικοπολιτική «προετοιμασία» της κοινωνίας για μια πιθανή πολεμική αναμέτρηση, τα διαρκή εξοπλιστικά προγράμματα, οι συμμαχίες με χώρες-χασάπηδες κ.ο.κ. έχουν ως συνέπεια τη βαθμιαία ενίσχυση των φιλομιλιταριστικών δικτύων μέσα και έξω από το στρατό που, όπως αποδεικνύει η ιστορία, συνιστούν μια «αυτόνομη» απειλή για την ειρήνη και για τα δημοκρατικά πολιτικά δικαιώματα.
Δεν μας καίγεται καρφί για την τύχη του Κ. Φλώρου. Άλλωστε φαίνεται να περνά χωρίς απώλειες τις αποκαλύψεις για τον ρόλο του. Το δημοσίευμα του in.gr αποσύρθηκε από την κυκλοφορία, ο Κ. Φλώρος με τη μεγάλη του στολή και τα παράσημα παραβρέθηκε καταχειροκροτούμενος στη συγκέντρωση του Αντ. Σαμαρά, ενώ στη Βουλή ο Κυρ. Μητσοτάκης κάλυψε πλήρως τον μεγαλοκαραβανά που «τιμά το εθνόσημο».
Το ενδιαφέρον είναι ότι όλη αυτή η ιστορία έμεινε εκτός κάθε κριτικής αναφοράς από την Αριστερά.
Άλλωστε, τον Αλ. Τσίπρα απασχολεί αποκλειστικά το ζήτημα των ψήφων στις ερχόμενες εκλογές, θεωρώντας ότι έτσι ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως «ριζοσπαστική Αριστερά» μπορεί πραγματικά να αναλάβει την εξουσία. Προς τούτο, χειρίζεται το σκάνδαλο των υποκλοπών/παρακολουθήσεων της ΕΥΠ με απόλυτα «θεσμικό» τρόπο, υποβαθμίζοντας άλλες πτυχές αυτής της βρωμερής ιστορίας. Όμως αυτές οι πτυχές είναι αποκαλυπτικές, αλλά και διδακτικές, για το πώς εξελίσσεται σήμερα το καθεστώς που οι εργατικές/λαϊκές δυνάμεις έχουν να αντιμετωπίσουν στην πραγματικότητα.
Όσοι θεωρούν ότι «η ανάμιξη του στρατού στις πολιτικές εξελίξεις» ανήκει στο παρελθόν, ας αλλάξουν πλευρό. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές, στη Γερμανία γίνονται συλλήψεις ακροδεξιών στελεχών, με την κατηγορία περί προετοιμασίας πραξικοπήματος. Στη Γαλλία, μετά την «επιχείρηση Σεντινέλ» (την αντιμετώπιση, τάχα, μιας πλατιάς «επίθεσης τρομοκρατών» με βάση στους ισλαμιστές μετανάστες), ο στρατός έχει θεσμικά κατοχυρώσει τη δυνατότητα δράσης στο εσωτερικό της χώρας, κατά του «ισλαμο-αριστερισμού», κατά των απειλών «διάσπασης» του γαλλικού κράτους (σεπαρατισμός) και, τελικά, κατά διευρυμένων «ταραχών» στις πόλεις και ειδικά στα εργατικά-λαϊκά προάστια.
Όμως και εδώ, έχουμε μια «προειδοποίηση» από το πρόσφατο παρελθόν, που όμως ανήκει στον τρέχοντα πολιτικό «κύκλο». Την 1η Νοέμβρη του 2011, η καταρρέουσα τότε κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, με υπουργό Άμυνας τον Π. Μπεγλίτη, υποχρεώθηκε να καρατομήσει σε μια νύχτα όλη την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, προχωρώντας σε αυτό που ο Τύπος ονόμασε «τη μεγαλύτερη αποστράτευση αξιωματικών στην περίοδο της Μεταπολίτευσης». Είχε προηγηθεί η απόφαση του Αρχηγού ΓΕΣ, Φρ. Φραγκούλη, να οργανώσει εκτεταμένες ασκήσεις («σχέδιο Καλλίμαχος») καταδρομέων και άλλων ειδικών δυνάμεων του στρατού, με σενάριο δράσης την καταστολή ταραχών στις πόλεις, που περιλάμβανε την «είσοδο» στην Αθήνα (με στόχο, λέει, να αντιμετωπιστούν «οι συμμορίες με τα καλάσνικοφ»…). Οι ασκήσεις αυτές, όπως και μεταθέσεις «έμπιστων» αξιωματικών προς την Αθήνα, είχαν κρατηθεί μυστικές από την κυβέρνηση. Όταν η ΝΔ του Σαμαρά ξεσήκωσε θόρυβο για τις αποστρατεύσεις, ο Μπεγλίτης είχε δηλώσει ότι η υπόθεση ήταν «σοβαρή» και όποιος επιθυμούσε ας έφερνε το θέμα στη Βουλή για να πάρει εκεί τις αναλυτικές απαντήσεις τεκμηρίωσης της ανάγκης των αποστρατεύσεων. Όλες οι καθεστωτικές δυνάμεις τελικά προτίμησαν μια «σεμνή» τακτική σιωπής, και η υπόθεση μάλλον κουκουλώθηκε συναινετικά, παρά διερευνήθηκε.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο στρατηγός Κ. Φλώρος εντάσσεται στην «παράδοση» του Φρ. Φραγκούλη, που, όπως ο Χριστόδουλος στην Εκκλησία, επανέφερε σε λειτουργία τις αντιλήψεις για ενεργότερο ρόλο του σώματος των αξιωματικών στην πολιτική, με αιχμή ασφαλώς τον χειρισμό των λεγόμενων εθνικών θεμάτων.
Μέσα στην πολιτική της Αριστεράς υπάρχουν δύο διακριτές «σχολές» για την αντιμετώπιση ανάλογων προκλήσεων. Μια υποχωρητική και αυτοπεριοριστική τάση (με λαμπρότερο εκπρόσωπο, στη σύγχρονη εποχή, τον Λεωνίδα Κύρκο) που συνιστά στο κίνημα και στον κόσμο «να μην προκαλούν» την εμπλοκή και τελικά την παρέμβαση των κρατικών/στρατιωτικών γραφειοκρατιών. Και η αντίστροφη στρατηγική (που έρχεται από τις παλιότερες επαναστατικές παραδόσεις του εργατικού κινήματος) που απαιτεί να έρχονται όλα στο φως, να τίθενται στη γνώση των εργαζομένων και των κινημάτων, με στόχο τη συγκέντρωση των δυνάμεων για να αντιμετωπιστούν οι απειλές και όχι για να αποφευχθεί η «συνάντηση» μαζί τους.
Ο χειρισμός του σκανδάλου των υποκλοπών από «θεσμική σκοπιά», με την ενσωμάτωση της λογικής της «εθνικής ασφάλειας», έχει ως συνέπεια να μένει στο σκοτάδι ο ρόλος της ΕΥΠ, αλλά και ο ρόλος τμημάτων του κρατικού/στρατιωτικού μηχανισμού που, μέσα στην κρίση, κάνουν βήματα αυτονόμησης και απόκτησης δυνατοτήτων για πρωτοβουλίες που συνιστούν απειλή πρωτίστως για την ειρήνη, αλλά και ταυτόχρονα για τα δημοκρατικά δικαιώματα και τις ελευθερίες.