Τον Δεκέμβρη του 1977, ο Δημοκρατικός πρόεδρος των ΗΠΑ, ο Τζίμι Κάρτερ, σε πρόποσή του προς τον Ιρανό μονάρχη Σάχη Παχλεβί, αποκάλεσε τη «λαμπρή ηγεσία του» «ένα νησί σταθερότητας σε μια από τις πιο ταραχώδεις περιοχές του πλανήτη».
Στα τέλη του 1978, η CIA έκανε την εκτίμηση ότι ο Σάχης θα διατηρούσε την εξουσία τουλάχιστον για την επόμενη δεκαετία. Μερικούς μήνες μετά, στις 9-11 Φλεβάρη, του 1979, το καθεστώς κατέρρεε κάτω από το βάρος της μαζικής κινητοποίησης εκατομμυρίων ανθρώπων. Η ιρανική (και όχι ισλαμική) επανάσταση, που σημάδεψε ανεξίτηλα την περιοχή, για τις ΗΠΑ υπήρξε το Βιετνάμ της Μ. Ανατολής. Επρόκειτο για μια γνήσια επανάσταση, όπου τον καθοριστικό ρόλο έπαιξε η εργατική τάξη.
Προϊστορία
Η ιρανική επανάσταση δεν ήρθε από το πουθενά, αλλά είχε τις ρίζες της στη ριζοσπαστικοποίηση των μαζών που απλώθηκε σε όλο τον κόσμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το 1946, οι εργάτες στις πετρελαιοβιομηχανίες του Κουζεστάν (όπου ζει κυρίως αραβικός πληθυσμός) ηγήθηκαν αυτού που αργότερα ονομάστηκε η μεγαλύτερη βιομηχανική απεργία στην ιστορία της Μέσης Ανατολής και το Κεντρικό Συμβούλιο των ιρανικών συνδικάτων μετατράπηκε στη μεγαλύτερη εργατική ομοσπονδία. Το 1951, ένα λαϊκό κίνημα υπό την ηγεσία του ριζοσπαστικού εθνικιστικού «Εθνικού Μετώπου» του Μ. Μοσαντέκ ήρθε στην κυβέρνηση. Ο Μοσαντέκ εκδίωξε τους Βρετανούς από την πετρελαιοβιομηχανία και την εθνικοποίησε, ο δε φιλοδυτικός μονάρχης της χώρας, ο Σάχης Παχλεβί, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί το 1953. Ωστόσο με τη βοήθεια τον Δυτικών ο Σάχης επανήλθε και με πραξικόπημα ανέτρεψε τον Μοσαντέκ.
Εκείνη την περίοδο η Αριστερά δεν ήταν ανύπαρκτη στη χώρα. Τότε η βασική δύναμή της ήταν το Τουντέχ, δηλ. το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο αριθμούσε 100.000 μέλη. Ωστόσο η ηγεσία του κόμματος δεν έκανε τίποτα για να αποτρέψει το πραξικόπημα, ούτε για να αντισταθεί σε αυτό. Αντί γι’ αυτό, εγκατέλειψε τη χώρα και εγκαταστάθηκε στη Μόσχα. Ήταν αυτός ένας από τους λόγους που η πρώτη εξέγερση κατά του πραξικοπηματικού καθεστώτος του Σάχη, το 1963, δεν βρήκε κοσμική αριστερή ηγεσία. Οι μόνοι που επωφελήθηκαν και βρέθηκαν πάνω στο κύμα αυτής της εξέγερσης ήταν ένα μέρος του κλήρου. Τότε ήταν που αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί ο Αγιατολάχ Χομεϊνί, αποκτώντας ταυτόχρονα το δάφνινο στεφάνι του μεγάλου αντιστασιακού.
Ο Σάχης είχε σχέδιο για από τα πάνω εκσυγχρονισμό του ιρανικού καπιταλισμού, αλλά σε αγαστή συνεργασία με τον δυτικό ιμπεριαλισμό. Είχε διακηρυγμένο στόχο να κάνει το Ιράν την 5η οικονομική δύναμη στον κόσμο και να αναπτύξει την πυρηνική ενέργεια. Το 1963 ξεκίνησε τη «Λευκή Επανάσταση», που περιλάμβανε τη μαζική εκβιομηχάνιση της χώρας και την παράλληλη μεταμόρφωση της υπαίθρου. Χρησιμοποιώντας τα έσοδα από το πετρέλαιο εξαγόρασε τους γαιοκτήμονες, με στόχο να τους στρέψει στη βιομηχανία, μετατρέποντάς τους έτσι σε αστική τάξη. Βελτιώνοντας τεχνολογικά τις μεθόδους καλλιέργειας, εξανάγκασε 1,2 εκατομμύρια χωρικούς να εγκαταλείψουν τη γη και να κατακλύσουν τα αστικά κέντρα, όπου βρέθηκαν αντιμέτωποι με άθλιες συνθήκες ζωής και εργασίας.
Όπως κάθε δικτάτορας, ο Σάχης συνέτριψε όλες τις οργανωμένες πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στην αντιπολίτευση και απαγόρευσε το συνδικαλισμό. Το κοινοβούλιο λειτουργούσε τύποις καθώς και τα δύο μοναδικά κόμματα που υπήρχαν, τα είχε ιδρύσει ο… ίδιος ο Σάχης.
Εργατική τάξη
Ωστόσο η ιλιγγιώδης εκβιομηχάνιση δημιουργούσε μια εργατική τάξη που άρχιζε να νιώθει τη δύναμή της και να απαιτεί μερίδιο του πλούτου. Ειδικά όταν η πτώση των τιμών του πετρελαίου, επέφερε δυσμενή αποτελέσματα στην ιρανική οικονομία, η αυτοπεποίθηση των εργατών για διεκδικήσεις μετατράπηκε σε οργή. Στο Ιράν υπήρχαν 3,5 εκατομμύρια βιομηχανικοί εργάτες και από αυτούς οι 500.000 σε μεγάλα εργοστάσια και ορυχεία. Η ισχύς τους απέρρεε και από τη θέση τους στην παραγωγή: οι 30.000 εργάτες και υπάλληλοι της εταιρείας πετρελαίου μπορούσαν να κλείσουν την κάνουλα του «μαύρου χρυσού» στον οποίο στηρίζονταν ο Σάχης. Και αυτό έγινε στην πράξη.
Η επαναστατική κρίση ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1977, όταν το καθεστώς έστειλε μπουλντόζες να γκρεμίσουν μια τεράστια παραγκούπολη στα περίχωρα της Τεχεράνης. Οι κάτοικοί της αντιστάθηκαν. Η καταστολή ήταν άγρια και έπνιξε στο αίμα την εξέγερση 50.000 ανθρώπων. Λίγους μήνες όμως μετά, τον Γενάρη του 1978, η αστυνομία σκότωσε ένα φοιτητή θεολογίας στην ιερή πόλη Κομ, γεγονός στο οποίο οι εργαζόμενοι απάντησαν με γενική απεργία. Μέχρι τα μέσα του καλοκαιριού, η κατάσταση είχε κλιμακωθεί δραστικά. Στον χορό των απεργιών μπήκαν διαδοχικά οι εργαζόμενοι στα ταχυδρομεία, τα μηχανουργεία, την υγεία, την αυτοκινητοβιομηχανία, την παραγωγή χαρτιού και άλλους χώρους. Μεγάλες απεργίες έγιναν στην Τεχεράνη και στις επαρχίες Φαρς και Κουζεστάν και ιδιαίτερα στην πόλη Αβάζ.
Το καθεστώς απάντησε με επιβολή στρατιωτικού νόμου. Την πρώτη μέρα της ισχύος του, στις 8 Σεπτέμβρη του 1978 αιματοκυλίστηκε από τον στρατό η συγκέντρωση που πραγματοποιούνταν σε κεντρική πλατεία της Τεχεράνης. Το καθεστώς ανακοίνωσε «μόνο» 168 νεκρούς, ενώ στην πραγματικότητα δολοφονήθηκαν περίπου 2.000 άνθρωποι.
Όμως ο δρόμος είχε πια ανοίξει. Σταδιακά, τα αιτήματα επεκτάθηκαν από τους μισθούς και τις θέσεις εργασίας σε πολιτικό επίπεδο, στην απαίτηση για δημοκρατικά δικαιώματα. Ακούγονταν συνθήματα όπως «Θάνατος στο Σάχη» και «Εκδίκηση από τους Αμερικανούς ιμπεριαλιστές φίλους του». Κάποιοι ζητούσαν μια «σοσιαλιστική δημοκρατία με βάση το Ισλάμ». Ο Σάχης προσπάθησε να στείλει το στρατό, αλλά ο σιδηροδρομικοί δεν επέτρεπαν στους αξιωματικούς να επιβιβαστούν στα τρένα. Οι τελωνειακοί επέτρεπαν να εισαχθούν στη χώρα μόνο τα απαραίτητα αγαθά, όπως φάρμακα και βρεφικές τροφές. Η απεργία στην Κεντρική Τράπεζα σήμαινε ότι όλο το χρηματοπιστωτικό σύστημα «έκλεισε» και ο Σάχης κι οι καπιταλιστές δεν μπορούσαν να στείλουν τα κεφάλαιά τους σε «ασφαλείς τοποθετήσεις» στο εξωτερικό. Οι εργάτες ηλεκτρισμού έκλειναν κάθε απόγευμα για δυο ώρες τη παροχή του ρεύματος. Μ’ αυτόν τον τρόπο ακύρωναν τη προβολή του δελτίου ειδήσεων –της προπαγάνδας του Σάχη- από τα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.
Εργατικά συμβούλια
Σε αυτές τις συνθήκες οι εργάτες άρχισαν να παίρνουν τα πράγματα στα χέρια τους, καταλαμβάνοντας τους εργασιακούς τους χώρους και οργανώνοντας απεργιακές επιτροπές. Πριν από την κατάρρευση του καθεστώτος, μια απεργιακή επιτροπή από το Κουζεστάν απαιτούσε συμμετοχή των εργαζομένων στα πολιτικά πράγματα της χώρας, σαν το μοναδικό τρόπο για τη «γνήσια οικοδόμηση» μιας ιρανικής δημοκρατίας.
Δεν υπήρχε όμως πραγματικός συντονισμός σε πανεθνικό επίπεδο και ανάμεσα στα διαφορετικά εργατικά στρώματα. Μάλιστα, το Τουντέχ μιλούσε ενάντια ακόμη και στην ίδια την ύπαρξη των απεργιακών επιτροπών.
Στα φτωχά προάστια των πόλεων εμφανίστηκαν «Συμβούλια Γειτονιάς» (κομιτέχ), οργανώνοντας πρακτικά ζητήματα, όπως τη διανομή ψωμιού στους ηλικιωμένους και τους ασθενείς. Την άνοιξη του 1980, το 70% του Ισφαχάν διοικούνταν από τις τοπικές αυτές επιτροπές. Οι άστεγες οικογένειες και οι φτωχοί κατέλαβαν πολυτελή ξενοδοχεία και βίλες και δημιούργησαν τις δικές τους επιτροπές. Στις επαρχίες του Κουρδιστάν και του Γκολεστάν, μια περιοχή με τουρκμανικό πληθυσμό, οι αγρότες κατέλαβαν τη γη.
Ο Σάχης βρέθηκε σε αδιέξοδο. Ο στρατός κατέρρεε, πολλοί φαντάροι αρνιόνταν πια να πυροβολήσουν, άλλοι ενώνονταν με τους διαδηλωτές –κουβαλώντας τα όπλα τους. Ο Σάχης διόρισε έναν παλιό οπαδό του Μοσαντέκ πρωθυπουργό, τον Μπακτιάρ και ο ίδιος εγκατέλειψε για άλλη μια φορά τη χώρα –αυτή τη φορά οριστικά.
Ο ελιγμός δεν έπιασε. Η νέα κυβέρνηση δεν έλεγχε την κατάσταση και απέναντί της είχε την «προσωρινή επαναστατική κυβέρνηση» που είχε διορίσει ο Χομεϊνί. Ο τελευταίος είχε επιστρέψει στο Ιράν την 1η Φλεβάρη του 1979 και τον υποδέχθηκαν πέντε εκατομμύρια άνθρωποι. Ούτε όμως η προσωρινή κυβέρνηση δεν είχε σταθεροποιήσει τη δική της εξουσία: μυριάδες «επαναστατικές επιτροπές» (κομιτέχ) συμβούλια (σόρα) με τους πιο διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς κυριαρχούσαν στους δρόμους, τα πανεπιστήμια, τις γειτονιές και τους χώρους δουλειάς.
Οι μοναρχικοί αξιωματικοί έκαναν απελπισμένα σχέδια για πραξικόπημα, ζητώντας το «πράσινο φως» από την Ουάσιγκτον. Ο πρόεδρος Κάρτερ δίσταζε, οι αμερικάνικες υπηρεσίες είχαν αμφιβολίες για το πόσο θα υπάκουαν οι στρατιώτες, και έτσι κι αλλιώς είχαν αρχίσει επαφές με τον Χομεϊνί. Την τελική λύση την έδωσε και πάλι ο επαναστατημένος λαός.
Το τέλος
Στις 9 Φλεβάρη σε μια στρατιωτική βάση της Τεχεράνης οι σμηνίτες και οι υπαξιωματικοί της αεροπορίας πέταξαν έξω τους άνδρες της «Αυτοκρατορικής Φρουράς» -της ελίτ του στρατού που ήταν εξοπλισμένοι με τα πιο σύγχρονα όπλα. Οι «Αθάνατοι», όπως είχε βαφτίσει τους πραιτωριανούς του ο Σάχης, επέστρεψαν για να καταστείλουν την ανταρσία. Ξέσπασαν ένοπλες συγκρούσεις. Σπουδαίο ρόλο σε αυτές τις συγκρούσεις έπαιξαν δύο αριστερές οργανώσεις οι Φενταγίν και οι Μουτζαχεντίν. Οι Φενταγίν προέρχονταν από στρώματα της νεολαίας που υποστήριζαν το Τουντέχ και είχαν ως βασικό μέσο πάλης τον ένοπλο αγώνα και το αντάρτικο, ενώ οι «Μουτζαχεντίν του λαού του Ιράν», καλούσαν στη δημιουργία μιας ισλαμιστικής κοινωνίας χωρίς τον κλήρο.
Και οι δύο πρωτοστάτησαν στις ένοπλες συγκρούσεις και μαζί τους ενώθηκαν εκατοντάδες χιλιάδες διαδηλωτές, υψώνοντας οδοφράγματα, ρίχνοντας μολότοφ, αντιμετωπίζοντας με γυμνά χέρια τα τανκς των «Αθανάτων». Ολόκληρη η Τεχεράνη μετατράπηκε σε πεδίο μάχης, ενώ ολόκληρες μονάδες στρατού με ή χωρίς τους αξιωματικούς τους περνούσαν με τη μεριά των εξεγερμένων. Δυο μέρες μετά, οι στρατηγοί ύψωσαν «λευκή σημαία». Ήταν 11 Φλεβάρη ή 22 Μπαχμάν του 1357, σύμφωνα με το ιρανικό ημερολόγιο.
Τα πολιτικά, θεωρητικά και οργανωτικά προβλήματα της Αριστεράς, καθώς και η διπλή καταστολή –από τον Σάχη και αμέσως μετά από την κυβέρνηση Χομεϊνί– δεν της επέτρεψαν να καθορίσει τα γεγονότα που ακολούθησαν. Αυτό το θέμα όμως θα μας απασχολήσει στο β’ μέρος του άρθρου που θα ακολουθήσει.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά