Σήμερα συγκεντρώνονται οι συνθήκες που καθιστούν άμεσο το καθήκον της επιθετικής αμφισβήτησης του νεοφιλελεύθερου ενεργειακού μοντέλου που προωθήθηκε, τουλάχιστον, από τον ν. 2773/1999 με τον οποίο έγινε το πρώτο αποφασιστικό βήμα για την απελευθέρωση της αγοράς ενέργειας.
Το προηγούμενο διάστημα σε σειρά άρθρων διατυπώθηκε η άποψη ότι επίκειται κίνδυνος «κατάρρευσης της αγοράς ενέργειας τύπου Καλιφόρνια», ανακυκλώνοντας επιχειρήματα περί ανορθολογικής και στρεβλής λειτουργίας της αγοράς, προβάλλοντας εμμέσως ή και ευθέως την ανάγκη εξορθολογισμού και πλήρους απελευθέρωσης. Η συγκεκριμένη εκτίμηση πόρρω απέχει από την πραγματικότητα, καθώς η αγορά ηλεκτρικής ενέργειας της Καλιφόρνια κατέρρευσε το 2001 ακριβώς λόγω της ιδιωτικοποίησης και της πλήρους απελευθέρωσής της, μέσω της επιχειρούμενης χειραγώγησης τιμών από το καρτέλ των τριών εταιριών που την έλεγχε.
Στην Ελλάδα, οι μακρόχρονοι σχεδιασμοί της απελευθέρωσης της αγοράς ενέργειας συναντούν σοβαρά εμπόδια που υπερκαθορίζονται από το εκρηκτικό τοπίο της κρίσης.
α) Ανατροπή προβλέψεων ζήτησης.Οι σχεδιασμοί ανέκαθεν στηρίχθηκαν σε προβολές διαρκούς αύξησης της ζήτησης. Το 2007 προβλεπόταν αύξηση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας 39-56% έως το 2020, με έτος βάσης το 2006. Σήμερα, οι προβολές αυτές έχουν πλήρως ανατραπεί έχοντας επιστρέψει στα επίπεδα του 20041, ενώ μόνο στο πρώτο τετράμηνο του 2013 η πτώση της συνολικής ζήτησης στο διασυνδεδεμένο σύστημα ανήλθε στο 7,12% σε σχέση με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, σύμφωνα με τα στοιχεία Απριλίου του ΑΔΜΗΕ2 (αφορούν στο διασυνδεδεμένο σύστημα, υψηλή τάση)*.
β) «Κατάρρευση»των υπαρχόντων μηχανισμών τιμολόγησης για την εξασφάλιση της κερδοφόρας αγοράς. Ο συνδυασμός της ακραίας μνημονιακής λιτότητας, με τη ραγδαία αύξηση τιμών που υπαγορεύει η «απελευθέρωση» και τις πολλαπλές επιδοτήσεις μέσω των μηχανισμών της αγοράς για την εξασφάλιση της κερδοφορίας, σωρεύει απλήρωτους λογαριασμούς, χρέη και ελλείμματα (ΔΕΗ, ΔΕΠΑ, ΛΑΓΗΕ-Λειτουργός Αγοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας), ενώ πρόσθετες μεγάλες αυξήσεις σχεδιάζονται από 1ης Ιουλίου με την πλήρη απελευθέρωση των τιμολογίων. Ο ενδοκλαδικός ανταγωνισμός μεταξύ των «παικτών» της «αγοράς» έχει φουντώσει, με την κυβέρνηση και τις ρυθμιστικές – ανεξάρτητες αρχές, να παίζουν το ρόλο του «διαμεσολαβητή» μεταξύ των αντικρουόμενων συμφερόντων. Το κόστος τελικά μετακυλύεται πολλαπλώς στη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία, αλλά και στο περιβάλλον.
γ) Ανάσχεση, του αστικού στόχου η «Ελλάδα ενεργειακός κόμβος».Ο στόχος αυτός που επαναλαμβανόταν σε κάθε έκθεση3 και συναρτούνταν πρωτίστως με την κατασκευή αγωγών φυσικού αερίου και τις διασυνοριακές διασυνδέσεις, ενώ συμπληρωνόταν από τις εξαγωγές ενέργειας (μεταξύ αυτών και φαραωνικών έργων ΑΠΕ), υπαγορευόταν από τους σχεδιασμούς της εγχώριας αστικής τάξης για ενίσχυση της θέσης της στο διεθνή ανταγωνισμό. Επιπλέον, στηρίζεται στην κυρίαρχη αστική αντίληψη περί συμπληρωματικής σχέσης κεφαλαίου-ενέργειας, δηλαδή της συσσώρευσης κεφαλαίου με την απρόσκοπτη και αυξανόμενη παροχή ενέργειας (έρευνες στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του ’80 – Berndtκαι Wood4). Σήμερα ο στρατηγικός αυτός σχεδιασμός, παρά την προπαγάνδα, και περί εξορυκτισμού, φαίνεται να ανακόπτεται λόγω της ραγδαίας αναδιάταξης του τοπίου που επιβάλλει η καπιταλιστική κρίση, της όξυνσης των ενδο-ιμπεριαλιστικών (γεωπολιτικών) ανταγωνισμών –διαρκείς ακυρώσεις / εξαγγελίες αγωγών, εξορύξεις υδρογονανθράκων, ΑΟΖ, κ.λπ.,– καθώς επίσης και της «αναδίπλωσης» για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας που παρατηρείται σε πλήθος χωρών.
Σκιαγράφηση των εξελίξεων στο «χώρο» της ηλεκτρικής ενέργειας
Η εγκατεστημένη ισχύς στο διασυνδεδεμένο σύστημα κυμαίνεται σήμερα για τους θερμοηλεκτρικούς σταθμούς στα 9500 MW, στα 3000 ΜW5για τα μεγάλα υδροηλεκτρικά και πάνω από 4200 ΜWγια ΑΠΕ6. Ταυτόχρονα, τους τελευταίους μήνες η ζήτηση στο σύστημα, υψηλή τάση, κυμαίνεται από το χαμηλό < 4000 MWέως την αιχμή των περίπου 7000 ΜW. Συνεπώς, κατά τη διάρκεια της ημέρας η κατά προτεραιότητα εισαγωγή των ΑΠΕ σε συνδυασμό με την εισαγωγή στο σύστημα των μεγάλων υδροηλεκτρικών, για την αποφυγή κινδύνου υπερχείλισης των ταμιευτήρων, εξαιτίας των υψηλότατων υδατικών αποθεμάτων, που αγγίζουν το όριο των 3000 GWh, προκαλεί “blackout” στο σύστημα της χονδρεμπορικής αγοράς. Ειδικότερα η οριακή τιμή συστήματος ΟΤΣ (στη διαμόρφωση της οποίας δεν συμμετέχουν οι ΑΠΕ) έχει συρρικνωθεί από το μέσο επίπεδο των 56,6 €/ΜWhτου 2012 στα περίπου 40€/ΜWh, ενώ για ορισμένες ώρες λαμβάνει ακόμα και μηδενικές τιμές. Βέβαια το συνολικό κόστος αγορών ενέργειας για τη ΔΕΗ ανήλθε στα 92,1€/MWhγια το 20127. Αποτέλεσμα της συγκεκριμένης κατάστασης είναι να τίθεται πλήθος μονάδων εκτός συστήματος και κατά προτεραιότητα της ΔΕΗ (και με διάφορα προσχήματα όπως συντήρηση), προκειμένου να «εξυπηρετηθούν» οι ιδιώτες παραγωγοί ηλεκτρικής ενέργειας φυσικού αερίου, που διαθέτουν «ευέλικτες» μονάδες και αμείφθηκαν με βάση το Μηχανισμό Ανάκτησης Μεταβλητού Κόστους με 101,5 €/MWhγια το 2012. Ταυτόχρονα η «εκκαθάριση» της αγοράς των ΑΠΕ συνεχίζεται με τρίτη παρέμβαση μέσα σε εννέα μήνες (πολυνομοσχέδιο), ενώ εν αναμονή είναι το νέο ν/σ. Παράλληλα, στο τελευταίο δελτίο (Απριλίου) του ΛΑΓΗΕ προαναγγέλλεται ότι, απουσία άλλων ρυθμίσεων για τον περιορισμό του ελλείμματος που συσσωρεύεται –1.474€ στο τέλος του 2014– επιβάλλεται νέα αύξηση του ΕΤΜΕΑΡ (Ειδικό Τέλος Μείωσης Εκπομπών Αερίων Ρύπων) από τα 9,32 στα 27 €/MWhαπό πρώτη Ιουλίου!
Το φως της δημοσιότητας είδαν δύο εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που αφορούν στα ενεργειακά: α) συμβολή της επιτροπής ενόψει του ευρωπαϊκού συμβουλίου της 22ας Μαΐου – «Ενεργειακές προκλήσεις και Πολιτική», β) έκθεση για την ενεργειακή κατάσταση και τις κατευθύνσεις για κάθε κράτος-μέλος.
Στο επίκεντρο της πρώτης τίθεται η ανταγωνιστικότητα των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων, πρωτίστως έναντι των ΗΠΑ, καθώς επίσης και ο ανταγωνισμός για ενεργειακές πηγές με τις: Κίνα, Ινδία, Ιαπωνία, Κορέα. Σε αυτό το πλαίσιο τίθενται και τα θέματα της ενεργειακής εξάρτησης και του σχιστολιθικού αερίου, ενώ τονίζεται ότι η κατανάλωση και οι εισαγωγές άνθρακα αυξάνονται, με πρωταθλήτριες τις: Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία, Αγγλία. Εμφατικά σημειώνεται ότι οι «σωστές» πολιτικές της απελευθέρωσης και της ενίσχυσης του ανταγωνισμού είναι παρούσες, αλλά η εφαρμογή τους καθυστερεί. Για το οξύτατο, βέβαια, πρόβλημα της ενεργειακής φτώχειας γίνεται μόνο μια έμμεση αναφορά με την επισήμανση ότι οι ενεργειακές δαπάνες των νοικοκυριών θα συνεχίσουν να αυξάνονται8.
Για την Ελλάδα, μεταξύ άλλων, γίνεται αναφορά στα χαμηλά τιμολόγια για τα νοικοκυριά –κάτω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο– με τις αυξήσεις να προδιαγράφονται, ενώ σημειώνεται ότι η ύφεση και η λιτότητα έχουν μετασχηματίσει το ενεργειακό τοπίο. Τα θέματα πολιτικής που τίθενται σε προτεραιότητα αφορούν την πλήρη απελευθέρωση της χονδρεμπορικής και λιανικής αγοράς, την εκκαθάριση και εξορθολογισμό της παραγωγής μέσω ΑΠΕ, με την επικράτηση και την είσοδο πιο «αποδοτικών» παραγωγών, την ιδιωτικοποίηση των ΔΕΠΑ, ΔΕΣΦΑ, αλλά κυρίως την ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ που χαρακτηρίζεται ως η μεγάλη τροχοπέδη για τον ανταγωνισμό και την είσοδο ιδιωτών9.
Ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ
Στη δημοσιότητα δόθηκε από το ΥΠΕΚΑ, το σχέδιο ιδιωτικοποίησης της ΔΕΗ σε τρεις άξονες.
Α) Ιδιωτικοποίηση και πλήρης απόσπαση του ΑΔΜΗΕ από τη ΔΕΗ σε δύο στάδια. Στο πρώτο, μέχρι 12-2013, ιδιοκτησιακός διαχωρισμός του ΑΔΜΗΕ μέσω αύξησης μετοχικού κεφαλαίου και είσοδο επενδυτή –49%– που θα έχει τη διοίκηση. Ενώ στο δεύτερο, μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2014, ολοκληρωτική απόσπαση του ΑΔΜΗΕ από τη ΔΕΗ, μέσω δεσμευτικής διαδικασίας από το πρώτο στάδιο, με διάθεση και του υπόλοιπου 51%.
Β) Σπάσιμο της ΔΕΗ και δημιουργία καθετοποιημένης «Μικρής ΔΕΗ» που θα περιλαμβάνει το 30% του παραγωγικού της δυναμικού, 1400 MWλιγνιτικών, 500 MWυδροηλεκτρικών και 500 MWμονάδων φυσικού αερίου με το αντίστοιχο ποσοστό εμπορίας, και πελατολογίου, με προσδιορισμό τους σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή μέχρι τέλος Ιουνίου. Η πώληση της «μικρής ΔΕΗ» θα έχει ολοκληρωθεί μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2015, φυσικά με τη «συνδρομή» του ΤΑΙΠΕΔ.
Γ) Ιδιωτικοποίηση της εναπομείνασας ΔΕΗ μέχρι το τέλος του 2015 ή το αργότερο το πρώτο τρίμηνο του 2016.
Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ αποτελεί σημείο καμπής για τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας, τη νεοφιλελεύθερη στρατηγική των ιδιωτικοποιήσεων, αλλά ενδεχομένως και την ευρύτερη πολιτική σύγκρουση, λόγω μεγέθους, αλλά και ρόλου στην κοινωνική παραγωγή και στην κάλυψη των κοινωνικών αναγκών.
Οι αναγκαίες προϋποθέσεις προκειμένου να δοθεί ο αγώνας για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης, στο συγκεκριμένο περιβάλλον της κρίσης και των μνημονιακών πολιτικών λιτότητας, παίρνουν αναπόδραστα ευρύτερα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά ρήξης με την αστική ατζέντα και με το σύνολο της εφαρμοζόμενης ενεργειακής πολιτικής.
Πολιτική πρωτοβουλία για μέτωπο ενάντια στην ιδιωτικοποίηση
Στις παρούσες συνθήκες, στις παρούσες συνθήκες, ο αγώνας ανατροπής της ιδιωτικοποίησης δεν μπορεί να δοθεί επιτυχημένα εάν δεν γενικεύεται πολιτικά, δεν συνδέεται με ένα ευρύ κοινωνικό μέτωπο και δεν στηρίζεται στην πολιτική πρωτοβουλία διατύπωσης μιας συνολικής, ριζικά διαφορετικής ενεργειακής πολιτικής.
Συνεπώς, απαιτείται εκτός από τη ρητή δήλωση της μη αναγνώρισης του ξεπουλήματος και της επανάκτησης – εθνικοποίησης και κοινωνικοποίησης – του στρατηγικού τομέα της ενέργειας και σαφής πολιτική πρωτοβουλία του ΣΥΡΙΖΑ:
α) πλατιά απεύθυνση στην κοινωνία μιας συνολικής πολιτικής κοινωνικού – οικολογικού μετασχηματισμού του ενεργειακού μοντέλου
β) καμπάνια συγκρότησης ενός ευρύτατου κοινωνικού μετώπου για την αποτροπή της ιδιωτικοποίησης, συναρτώμενη με την παραπάνω πρόταση.
Ειδικότερα, απέναντι στα κριτήρια της ανταγωνιστικότητας, του κέρδους, του ανοίγματος της αγοράς, της ενέργειας εμπόρευμα και του φυσικού περιβάλλοντος «εργοταξίου του κεφαλαίου», πρέπει να αντιπαρατεθούν τα κριτήρια της ενέργειας δημόσιο-κοινωνικό αγαθό, της ενεργειακής εξοικονόμησης, του αξιοβίωτου προσδιορισμού και κάλυψης των ενεργειακών αναγκών, της δημοκρατίας στο σχεδιασμό, στην παραγωγή και στη διανομή, της ανάσχεσης της κλιματικής αλλαγής και της προστασίας του περιβάλλοντος.
Απαιτείται η τόλμη μιας ρηξιακής πρότασης με στοιχεία οράματος από τη ριζοσπαστική αριστερά, πλήρους υπέρβασης των αστικών σχεδίων του παρελθόντος: α) της «μαύρης» ανάπτυξης, του παραγωγισμού και του εξορυκτισμού, για την επιτάχυνση της κεφαλαιακής συσσώρευσης, με την «εξωτερίκευση» τεράστιου κόστους στην κοινωνία και στο περιβάλλον και την αναπαραγωγή κοινωνικών και τεχνολογικών μορφών του μεγάλου κεφαλαίου, β) της «πράσινης ανάπτυξης – πράσινου εκσυγχρονισμού» της αγοράς, που εμπεριέχει και αναπαράγει αντίστοιχα χαρακτηριστικά – ιδιωτικές επενδύσεις fasttrack, έλεγχο της τεχνολογίας παραγωγής από μεγάλες εξαγωγικές εταιρίες με τυποποίηση ανταγωνιστικών μονάδων τεραστίου μεγέθους, διατάξεις βιομηχανικής κλίμακας με τα αντίστοιχα συνοδευτικά έργα, «χωροθέτηση από τους ιδιώτες» υπεράνω άλλων χωροταξικών ρυθμίσεων και χρήσεων γης, άρση της περιβαλλοντικής προστασίας ακόμα και σε αναδασωτέες περιοχές κ.λπ.
Ο αδιαπραγμάτευτος στόχος της σταδιακής απεξάρτησης από τα ορυκτά καύσιμα, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα και τις «επιταγές» της 4ης έκθεσης της Διακυβερνητικής επιτροπής του ΟΗΕ για την κλιματική αλλαγή και την ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ, δεν συνεπάγεται διείσδυση μέσω της αγοράς και εξασφάλιση αποδόσεων κεφαλαίου.
Αντίθετα, στις σημερινές συνθήκες εξαθλίωσης της μεγάλης κοινωνικής πλειοψηφίας και υποβάθμισης ζωτικών συνθηκών διαβίωσης δεν είναι δυνατόν οι εργαζόμενοι/ες και τα φτωχά λαϊκά στρώματα να πληρώνουν τις αποδόσεις κεφαλαίου των ιδιωτών στην ενέργεια, είτε μέσω της μετακύλησής τους στο δημόσιο, είτε απευθείας δια των τιμολογίων. Για τη ριζοσπαστική αριστερά τα χαρακτηριστικά διείσδυσης των ΑΠΕ, σχετίζονται με την αποκεντρωμένη παραγωγή, με τη μικρή κλίμακα και τη διαφοροποιημένη τεχνολογία με σεβασμό στα τοπικά οικοσυστήματα, αλλά και τη σύνδεση της παραγωγής με τον τόπο κατανάλωσης. Το κίνητρο του κέρδους πρέπει να δώσει τη θέση του στην ικανοποίηση των ενεργειακών αναγκών, είτε για κατανάλωση, είτε για παραγωγικές δραστηριότητες, με δημόσιες επενδύσεις, αλλά και επενδύσεις σε μορφές κοινωνικής οικονομίας με χρηματοδότηση μέσω τραπεζών ειδικού σκοπού. Σε αυτή μάλιστα την περίπτωση το πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα των επενδύσεων στο κοινωνικό-λαϊκό εισόδημα και στις θέσεις εργασίας μεγενθύνεται, ακριβώς λόγω της ευρείας διανομής του.
Ταυτόχρονα, ο δημόσιος τομέας δεν μπορεί να ταυτίζεται με τα ορυκτά καύσιμα, την ιδιωτικοοικονομική λειτουργία και συνολικά με τους σχεδιασμούς και τη διοίκηση των προηγούμενων δεκαετιών, που συστηματικά τον απαξίωναν. Στον αντίποδα, πρέπει να είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την εξυπηρέτηση των κοινωνικών αναγκών, την προώθηση των ΑΠΕ, τις δημόσιες επενδύσεις στην έρευνα, την ανάπτυξη και παραγωγή διαφοροποιημένης τεχνολογίας, διαδραματίζοντας πολλαπλώς ενεργό ρόλο στον ενεργειακό σχεδιασμό και στην προώθηση ενός συνολικού μετασχηματισμού του ενεργειακού μοντέλου με όρους εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, σε διαρκή σύνδεση με τις τοπικές κοινωνίες.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι δυνατόν να συγκροτηθεί ένα πλατύ μέτωπο ενάντια στην ιδιωτικοποίηση της ενέργειας μεταξύ:
α) των εργαζομένων στις προς ιδιωτικοποίηση δημόσιες επιχειρήσεις
β) πλατιών κοινωνικών στρωμάτων, με τοπικές επιτροπές πρωτοβουλίας και επίκεντρο την ενεργειακή φτώχεια και τη ραγδαία αύξηση των τιμολογίων
γ) και των πρωτοπόρων δυναμικών τοπικών – οικολογικών κινημάτων που δίνουν σκληρούς αγώνες για την προστασία του περιβάλλοντος και των τοπικών παραγωγικών δραστηριοτήτων.
Μέσα από μια τέτοια ζωντανή διαδικασία πραγματικής κίνησης, όσμωσης και συγκέντρωσης κοινωνικών δυνάμεων σε ένα ριζοσπαστικό μέτωπο μπορεί να κερδηθεί η μάχη ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και ταυτόχρονα να πάρει σάρκα και οστά, με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, η συνολική πρόταση ριζικού κοινωνικού-οικολογικού μετασχηματισμού του ενεργειακού μοντέλου.
* Παρεκβατικά είναι σκόπιμο να σημειώσουμε ότι μέρος της πτώσης της ζήτησης στην υψηλή τάση, όχι της ανακοπής αύξησής της, οφείλεται στη μαζική διασύνδεση φωτοβολταϊκών (φ/β) στη μέση (ΜΤ) και χαμηλή τάση (ΧΤ) τα τελευταία δύο χρόνια. Το στοιχείο αυτό καθαυτό δεν είναι αρνητικό, τουναντίον. Το πρόβλημα έγκειται στο ότι η διείσδυση αυτή έγινε στο πλαίσιο του ανοίγματος της αγοράς και της εμπορευματοποίησης της ενέργειας, με κίνητρο την εξασφάλιση τεράστιων αποδόσεων κεφαλαίου (κέρδη) στους ιδιώτες επενδυτές Α.Π.Ε μέσω των εγγυημένων τιμών (FeedinTariff). Συνεπώς δεν πρόκειται για το «μανιχαϊστικό» μη-δίλλημα ΑΠΕ: υπέρ ή κατά. Προφανώς απαιτείται ταχεία διείσδυση των ΑΠΕ. Η σύγκρουση ανάγεται στο εάν η διείσδυση διενεργείται με ν/φ όρους αγοράς και κέρδους ή αντίθετα με όρους κοινωνικών αναγκών και προστασίας του περιβάλλοντος και των αντίστοιχων οικονομικών, κοινωνικών και τεχνολογικών όρων και μορφών, στο πλαίσιο της ενέργειας δημόσιο – κοινωνικό αγαθό. Οι συνέπειες αυτής της πολιτικής επιλογής συνιστούν ταξικά και οικολογικά μια εκ διαμέτρου αντίθετη ενεργειακή πολιτική.
1. Υπουργείο Ανάπτυξης, 1η Έκθεση για τον Μακροχρόνιο Σχεδιασμό της Ελλάδας 2008-2020, Αύγουστος 2007, σελ. 70
2. http://www.admie.gr/fileadmin/groups/EDRETH/Monthly_Energy_Reports/energy_201304_GR.pdf
3. ΥΠΕΚΑ: Εθνικός Ενεργειακός Σχεδιασμός, Οδικός χάρτης για το 2050, Μάρτιος 2012, σελ. 8
4. Tietenberg. T., Οικονομική του Περιβάλλοντος και των Φυσικών Πόρων, Αθήνα, Gutenberg, 1998, τόμος Β’, σελ. 329
5. Κορωνίδης Α, ΑΔΜΗΕ, Εξελίξεις στο Ελληνικό Σύστημα Μεταφοράς Ηλεκτρικής Ενέργειας, συνάντηση Εργασίας ΤΕΕ, 4-2013
6. Μηνιαίο Δελτίο Ειδικού Λογαριασμού ΑΠΕ&ΣΗΘΥΑ, ΛΑΓΗΕ ΑΕ, Απρίλιος 2013, σελ. 12
7. ΔΕΗ ΑΕ, Οικονομικά αποτελέσματα Έτους 2012, 2 Απρίλιου 2013
8. European Commission, Energy Challenges and Policy, Commission contribution to the European Council of 22 May 2013, pg. 3
9. European Commission, European Economy, Member States’ Energy Dependence: An Indicator-Based Assessment, April 2013, pg. 117 -126