Το βασικό αιτούμενο του νόμου Χατζηδάκη για τα εργασιακά, επί της ουσίας αυτό που επιδιώκει είναι η κατάργηση του Νόμου 1264 του 1982 και συνεπώς η απαξίωση των εργατικών συνδικάτων.

Αυτό φαίνεται από την  υπόσκαψη των Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας, την κατάργηση του 8ωρου, μέσω της αύξησης των απλήρωτων υπερωριών, την ενίσχυση των ατομικών συμφωνιών μεταξύ εργαζόμενου και εργοδότη, όπου δεν θα μπορεί ο εργαζόμενος να αρνηθεί την οποιαδήποτε πρόταση του εργοδότη λόγω της δομικής ανισότητας μεταξύ τους, τον περιορισμό της ελεύθερης συνδικαλιστικής δράσης, την ενίσχυση της απεργοσπασίας, την ποινικοποίηση των απεργιών και των κινητοποιήσεων, την απειλή για διώξεις των συνδικαλιστών και των συμμετεχόντων κ.λπ.

Βασικός σκοπός των κρατούντων είναι η ιστορική ρεβάνς μέσα από τον εκφοβισμό και την αδρανοποίηση. Ας θυμηθούμε γιατί. Επειδή, ένας από τους βασικούς σταθμούς στην ιστορία των εργατικών αγώνων στην Ελλάδα ήταν ακριβώς η υιοθέτηση του Νόμου 1264, ο οποίος αναδιοργάνωσε εκ βάθρων το συνδικαλιστικό κίνημα, συμπεριέλαβε αρκετά μέτρα εκδημοκρατισμού του και θεσμοθέτησε μεταρρυθμίσεις προς όφελος των εργαζομένων. Όμως, με τον εν λόγω νόμο ανατράπηκε ο νόμος 330 του 1976, ο οποίος είχε επιβάλει μια πολιτική οργανωτικού ελέγχου των συνδικάτων μέσα από θεσμικές παρεμβάσεις, όπου ρυθμίζονταν κάθε διαδικασία του συνδικαλιστικού κινήματος, ενώ είχαν νομιμοποιηθεί οι απεργοσπαστικοί μηχανισμοί με το πρόσχημα της προστασίας της ελευθερίας στην εργασία. Το αποτέλεσμα ήταν οι περισσότερες απεργίες να κηρύσσονται παράνομες με τη δικαιολογία ότι δεν τηρούνται οι τυπικές πλευρές του νόμου. Κάτι σαν αυτά, κι ακόμη χειρότερα, που περνάει ο νόμος Χατζηδάκη.

Οι κυβερνώντες, εκμεταλλευόμενοι τις αδυναμίες και παθογένειες των συνδικάτων και κυρίως των εκπροσώπων τους, επιβάλλουν εδώ και χρόνια ανατροπές που αλλάζουν τον χάρτη της εργασίας και του συνδικαλισμού.

Όμως, γιατί θέλουν οι κρατούντες να αλλάξουν τον Ν.1264; Γιατί επιδιώκουν τη επιστροφή σε ένα νέο και χειρότερο νόμο από αυτόν του 330;

Είναι γεγονός ότι στα χρόνια των Μνημονίων, αλλά και με αφορμή την πανδημία, αναιρέθηκαν όλες οι κατακτήσεις του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, επιστρέφοντας μάλιστα την εργατική νομοθεσία στην προ του 1910 εποχή. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την απαξίωση, από το κράτος και τους εργοδότες, του συνδικαλισμού της λογικής των «κοινωνικών εταίρων» και της διαμεσολάβησης, επειδή δεν υπάρχουν, πλέον, οι υλικές προϋποθέσεις πάνω στις οποίες στηρίχτηκαν οι σχέσεις μεταξύ κράτους-εργοδοτών και συνδικάτων. Είναι αυτοί ακριβώς οι λόγοι που, οι κρατούντες, θέλουν να διαρρήξουν εντελώς τις σχέσεις εκπροσώπησης που είχαν διαμορφωθεί πριν τα Μνημόνια, με τμήματα της μισθωτής εργασίας.

Όλα αυτά, συνεπικουρούμενα από την κατάργηση, ουσιαστικά, των συλλογικών συμβάσεων εργασίας και την κατάργηση της Εργατικής Εστίας, που έκαναν οι κυβερνήσεις της Νέας Δημοκρατίας-ΠΑΣΟΚ, μειώνοντας σημαντικά τους πόρους συντήρησης των συνδικάτων, τελειώνουν τον ρόλο τους ως μεσολαβητή. Γι’ αυτό θέλουν να τους δώσουν και την χαριστική βολή,  χτυπώντας τα και στον βασικό τους πυρήνα με την αλλαγή επί το συντηρητικότερο του συνδικαλιστικού νόμου 1264.

Κατά συνέπεια, ο συνδικαλισμός όπως τον ξέραμε μέχρι τώρα δεν υπάρχει. Έχει δεχτεί ήττα, γι’ αυτό εξακολουθούν να υπάρχουν όλοι οι βασικοί παράγοντες της μη κινητοποίησης.

Η ανασυγκρότηση του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος, καθώς επίσης η αναβάθμιση του περιεχομένου της συνδικαλιστικής παρέμβασης και διεκδίκησης επιδέχεται, πλέον, και νέες μορφές οργάνωσης του κόσμου της εργασίας.

Υπό αυτή την έννοια, είναι αναγκαίο να ανοίξουν τη συζήτηση τα συνδικάτα και οι φορείς πολιτικής εκπροσώπησης του κόσμου της εργασίας, μεταρρυθμίζοντας την ατζέντα και τις θεσμικές τους πρακτικές, με τους δικούς τους όρους, ώστε να μην τους επιβάλλει το κράτος, κάθε φορά, την δική του ατζέντα συζήτησης. Διότι, η ίδια η πραγματικότητα, μας αναγκάζει να παρατηρήσουμε τις διεργασίας που συντελούνται στη βάση της μισθωτής εργασίας και να προσπαθήσουμε να ξεπεράσουμε τις αγκυλώσεις, να πειραματιστούμε, να ανοίξουμε νέους δρόμους, να δώσουμε απαντήσεις και να αξιοποιήσουμε όλες τις μορφές και εμπειρίες τόσο του παρελθόντος όσο και των σύγχρονων. Ως τέτοιες μπορούμε να αναφέρουμε κάποιες, «από τα κάτω», πρωτοβουλίες, από διάφορες συλλογικότητες, οι οποίες προωθούν τη δημιουργία νέων πρωτοβάθμιων σωματείων ή την ανασυγκρότηση των ανενεργών. Άλλε πρωτοβουλίες είναι η δημιουργία επιτροπών αγώνα, δομών βοήθειας και αλληλεγγύης, συνεταιριστικών εγχειρημάτων, δικτύων χωρίς μεσάζοντες, εργατικών λεσχών σε επίπεδο γειτονιάς, επιτροπών ανέργων, επιτροπών αυτοάμυνας, καταλήψεις χώρων εργασίας και προσπάθεια λειτουργίας των επιχειρήσεων με μορφές εργατικού ελέγχου και αυτοδιαχείρισης (π.χ. ΒΙΟΜΕ) κ.λπ. Όλα αυτά και άλλα ακόμη, βοηθούν στην περαιτέρω ωρίμανση της συνείδησης των εργαζομένων, ούτως ώστε να δημιουργήσουν τις δικές τους δομές αντι-εξουσίας.

Με λίγα λόγια, το ζητούμενο είναι μέσα από τέτοιες πρωτοβουλίες και δράσεις να βρεθούν οι τρόποι για την ανασυγκρότηση των δυνάμεων της εργασίας και των συνδικάτων και να μείνουν ενεργοί οι άνθρωποι. Αυτό με τη σειρά του προϋποθέτει τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού συνδικαλιστικού προγράμματος που θα ενοποιεί τους εργαζόμενους/-ες στην αδήλωτη εργασία, τους άνεργους και τους μετανάστες με τους εργαζόμενους/-ες που ακόμη έχουν εργασία, και που θα βασίζεται στην εργατική αλληλεγγύη, την εργατική δημοκρατία και την ενεργό συμμετοχή στις αποφάσεις.

Τέλος, να πούμε ότι αν και τα συνδικάτα έχουν πολλές αδυναμίες, αν και καταλογίζονται πολλά σε κάποιους από τους συνδικαλιστικούς τους εκπροσώπους, παρ’ όλα αυτά είναι απαραίτητη η ύπαρξή τους. Διότι, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι κοινωνικές κατακτήσεις και η υπεράσπιση της δημοκρατίας συντελέστηκαν πάντα μέσω αυτών. Και, το κυριότερο, αποτελούν επίτευγμα της εργατικής τάξης, διότι είναι το εργαλείο μέσω του οποίου οι εργαζόμενοι οργανώνουν την συλλογική προώθηση των συμφερόντων τους. Μπορούμε, λοιπόν, να φανταστούμε μια κοινωνία χωρίς συνδικάτα; Τι κοινωνία θα ήταν αυτή;

(*) Το εν λόγω άρθρο είναι αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών, 25-6-2021. Ο Δ. Κατσορίδας είναι μέλος του Δ.Σ., του Σωματείου Εργαζομένων ΙΝΕ-ΓΣΕΕ.

Ετικέτες