Το φιάσκο Γεωργούλη στις Βρυξέλλες είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικό για τις συνέπειες που οι λίστες των «λαμπερών προσώπων» (με στόχο την πολυσυλλεκτική αύξηση των ψήφων) έχουν επιφέρει στα πολιτικά κόμματα, συμπεριλαμβανομένων των κομμάτων που ορκίζονται στο όνομα μιας κάποιας «ριζοσπαστικής Αριστεράς».
Η εξαχρείωση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού διεθνώς, έχει οδηγήσει σε μια ραγδαία ανάπτυξη του πιο χυδαίου σεξισμού, του ρατσισμού και του σοβινισμού. Αλλά, παράλληλα, η σημαντική ανάπτυξη των αγώνων των γυναικών και των ομοφυλόφιλων έχει χαράξει το δρόμο για την αντιμετώπιση των φαινομένων σεξιστικής βίας, ακόμα και μέσα στα κόμματα και τις οργανώσεις της Αριστεράς και του κινήματος. Προφανώς, ο δρόμος αυτός πρέπει να ακολουθηθεί αυστηρά από τον ΣΥΡΙΖΑ στην προκλητική περίπτωση του Γεωργούλη.
Όμως αυτό το ιδιαίτερα σημαντικό ζήτημα δεν είναι το αντικείμενο αυτού του σημειώματος. Πέρα από αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα αντιμέτωπος με το ερώτημα του πώς και γιατί ένας άνθρωπος σαν τον Γεωργούλη επιλέχθηκε για να εκπροσωπήσει τον κόσμο της Αριστεράς μέσα από μια ιδιαίτερα προβεβλημένη (αλλά και ιδιαίτερα προσοδοφόρα) πολιτική θέση.
Ασφαλώς το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι περιπτώσεις της Εύας Καϊλή και της Μ. Σπυράκη είναι ενδεικτικές για την κατάσταση τόσο στο ΠΑΣΟΚ, όσο και στη ΝΔ. Επίσης, το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Πριν από κάμποσα χρόνια, όταν ο Θ. Πάγκαλος βρέθηκε αντιμέτωπος στο Δήμο της Αθήνας με τον Δημ. Αβραμόπουλο, είχε εκφράσει τη δυσκολία του να αντιμετωπίσει πολιτικά έναν κουστουμάτο «κύριο τίποτα». Όμως το πέρασμα του χρόνου έκανε τα πράγματα χειρότερα: ο Δημ. Αβραμόπουλος θα μπορούσε σήμερα να χαρακτηριστεί ως ένα αυθεντικό «πολιτικό ζώο», σε σύγκριση με τους απολίτικους σταρ που πλημμυρίζουν πλέον τις λίστες των πολιτικών κομμάτων. Οι ευθύνες των πολιτικών ηγεσιών σε αυτή την εξέλιξη είναι καθοριστικές.
Ο Αλέξης Τσίπρας επέλεξε ο ίδιος τον Αλ. Γεωργούλη και τον επέβαλε ως μια ακόμα «διεύρυνση» της ευρωομάδας του ΣΥΡΙΖΑ. Στη δήλωση-παρουσίαση της επιλογής του, υπάρχει η εκτίμηση ότι ο Γεωργούλης θα μετέφερε στις Βρυξέλλες τη «φωνή του πολιτισμού» στην Ελλάδα. Το τάχα και το δήθεν αυτής της εκτίμησης βγάζει μάτια. Δεν υπήρχε τίποτε στο βιογραφικό και στα πεπραγμένα του Γεωργούλη που να δείχνει μια κάποια σχέση του με τον «πολιτισμό» (ηθοποιός δεν σημαίνει, πάντα, φως…) και πολύ περισσότερο σχέση με έναν μαχόμενο «πολιτισμό», σχέση με τη σύγκρουση Αριστεράς-Δεξιάς μέσα στις πολιτιστικές δραστηριότητες. Ο ΣΥΡΙΖΑ σήμερα δεν έρχεται αντιμέτωπος με τις ευθύνες του Γεωργούλη, αλλά με τις ευθύνες του Τσίπρα που αποφάσισε, τότε, να τραβήξει έναν «άσσο» από το σωρό της γκλαμουριάς, με στόχο να πασπαλίσει με «λάμψη» την ευρωομάδα του κόμματός του. Θα μπορούσε να έχει τραβήξει και τον Φιλιππίδη…
Αυτές οι ηγετικές επιλογές δεν επιβλήθηκαν καθόλου, μα καθόλου, δημοκρατικά. Στις ευρωεκλογές του 2014, όταν ο Τσίπρας αποφάσισε για πρώτη τότε φορά, να ανοίξει το δρόμο στην πολυσυλλεκτική διεύρυνση, χρειάστηκε να θυμηθούν κάποια στελέχη της ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ τις χειρότερες σταλινικές παραδόσεις μέσα στην Αριστερά, για να κατορθώσουν να «περάσουν» τις προεδρικές επιλογές μέσα στη λίστα των υποψηφίων του ΣΥΡΙΖΑ. Η κάμψη των αντιστάσεων του κομματικού κορμού, η παραβίαση των «παραδοσιακών» κριτηρίων και του οργανωτικού ήθους που προέβλεπαν ότι τα κόμματα της Αριστεράς δεν μπορούν να λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο με τα αστικά κόμματα, δεν ήταν ένα δευτερεύον πρόβλημα. Σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ, ακόμα και η ΚΕ εκλέγεται (ουσιαστικά δια βοής) από ένα «λαό» χαλαρών μελών και όχι από το κομματικό συνέδριο. Και βέβαια ο Πρόεδρος είναι πιο «οχυρωμένος» από ποτέ…
Η θέση του/της εκπροσώπου Τύπου ήταν πάντα ένα κρίσιμο «πόστο» στα κόμματα της Αριστεράς. Την αναλάμβανε κάποιο στέλεχος εμπιστοσύνης με στόχο να διασφαλίζεται, κατά το δυνατόν, η ακριβής αποτύπωση της συλλογικής γραμμής και τακτικής. Σήμερα στον ΣΥΡΙΖΑ στη θέση αυτή βρίσκεται η κ. Πόπη Τσαπανίδου, με μακρά θητεία στην ιδιωτική τηλεόραση, θητεία στην οποία όμως απουσιάζει η έκθεση υπέρ της Αριστεράς «όταν έκαιγε η μπάλα», απουσιάζει ακόμα και η έκθεση υπέρ της συνδικαλιστικής αντίστασης όταν γύρω έπεφταν κορμιά και οι συνάδελφοι απολύονταν κατά εκατοντάδες. Θα μπορούσε να θυμίσει κανείς ότι κάποτε ήταν αυστηρότερα τα κριτήρια ακόμα και για τη συνδικαλιστική εκπροσώπηση, σε σχέση με τα σημερινά κριτήρια ανάδειξης στις πιο υπεύθυνες κομματικές θέσεις.
Τούτων δοθέντων, δεν θα έπρεπε να προκαλεί καμιά έκπληξη η παρουσία του πρώην πορτ-παρόλ του Καραμανλή στα ψηφοδέλτια του ΣΥΡΙΖΑ. Στο κάτω-κάτω, αποφεύχθηκε, τουλάχιστον για την ώρα, η «μεταγραφή» του Άρη Σπηλιωτόπουλου και της Κρινιώς Κανελλοπούλου. Και δεν θα έπρεπε να προκαλεί έκπληξη η επιλογή του Νίκου Παππά, ενός συμπαθούς καλαθοσφαιριστή, ως αντίπαλου δέους απέναντι στον Μπακογιάννη, στην κρίσιμη μάχη για να σταματήσει η νεοφιλελεύθερη λαίλαπα στην Αθήνα. Όπως έγραψε και η Εφ. Συν., να άλλο ένα «buzzer beater του Αλ. Τσίπρα».
Είναι αστείο, αλλά αυτή η φαρδυ-πλατιά «διεύρυνση» προβάλλεται ως η καλύτερη μέθοδος για να νικηθεί εκλογικά ο Κυρ. Μητσοτάκης, ένας σκληρός πολιτικός αντίπαλος που διακρίνεται για τη στρατηγική και τακτική προσήλωσή του σε μια ακραιφνή νεοφιλελεύθερη πολιτική στην υπηρεσία του κεφαλαίου. Λίγες εβδομάδες πριν τις εκλογές, αυτός ο ισχυρισμός δεν επιβεβαιώνεται, αφού ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί «να πάρει κεφάλι», δεν μπορεί να συγκροτήσει ένα σαφές κι ελπιδοφόρο εναλλακτικό πολιτικό ρεύμα, παρά τη φθορά του Μητσοτάκη μέσα από τη σύγκρουσή του με την πραγματικότητα.
Κάποια στελέχη της αριστερής πτέρυγας του ΣΥΡΙΖΑ διέκριναν πίσω από την προκλητική περίπτωση του Γεωργούλη ένα πρόβλημα «δημοκρατικής οργάνωσης των κομμάτων». Δυστυχώς δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτό. Η καταφυγή στη νομενκλατούρα των «λαμπερών προσώπων» προκειμένου να διασφαλιστεί το αυγάτισμα των ψήφων, είναι απόδειξη καθεστωτικής μετατόπισης των κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο του εργαζόμενου κόσμου. Τα (εκλογικά) μέσα ήταν και είναι πάντα άρρηκτα συνδεδεμένα με τους (μετεκλογικούς) σκοπούς. Αυτό δεν μειώνει τη σημασία της διαπίστωσης για την υποχώρηση της εσωκομματικής δημοκρατίας. Τα κόμματα-εκλογικά καρτέλ, είναι κόμματα κυριαρχικού ρόλου της ηγεσίας. Πίσω από τους χειρισμούς του Τσίπρα, για μια «εύκολη» πολιτική-εκλογική αναμέτρηση με τον Μητσοτάκη, στηριγμένη σχεδόν αποκλειστικά στο πεδίο της ψηφοθηρίας, κρύβεται ένας χυδαίος υπολογισμός: ότι στο ενδεχόμενο μιας (νέας) πολιτικής ήττας, δεν θα είναι εύκολο να τεθεί θέμα ηγεσίας στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ…