Βασικό αίτημα των συνδικάτων ήταν και εξακολουθεί να είναι η αύξηση του κατώτατου μισθού στα προ μνημονίων επίπεδα, δηλ. στα 751 ευρώ, καθώς επίσης η επαναφορά της θεσμικής διαμόρφωσης του κατώτατου μισθού στην Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας, μέσω συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Όμως, αν λάβουμε υπόψη ότι ακόμη και η επαναφορά στα 751 ευρώ δεν εξασφαλίζει αξιοπρεπείς συνθήκες διαβίωσης, και επιπλέον συνυπολογίσουμε ότι ένα μεγάλο ποσοστό μισθωτών επιβιώνει με τον ήδη διαμορφωμένο, από το 2019, κατώτατο μισθό των 550 ευρώ (ή 650 ευρώ μικτά, έναντι των 586 ευρώ μικτά που είχε μειωθεί τον Φεβρουάριο του 2012 από τα 751 ευρώ που ήταν πριν), τότε είναι δυνατό να καταλάβουμε ότι η πλειονότητα των μισθωτών, ιδιαίτερα οι νεότερες γενιές, βρίσκονται κάτω από το όριο της απόλυτης και της σχετικής φτώχειας.

Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ αντιπροτείνει ότι ο κατώτατος μισθός δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται απλά και μόνο ως ένας οικονομικός δείκτης, αλλά ως μέσο μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης, η οποία θα σέβεται τους ανθρώπους και τις πραγματικές ανάγκες τους. Και για να γίνει κάτι τέτοιο θεωρεί ότι θα πρέπει ο κατώτατος μισθός να ξεπεράσει τα προ μνημονίων επίπεδα, δηλ. τα 751 ευρώ.

Συγκεκριμένα,  η πρόταση του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, προκειμένου να εξασφαλισθεί ένα βασικό επίπεδο αξιοπρεπούς διαβίωσης για τους εργαζομένους και τις οικο­γένειές τους, είναι η εξής: για το 2021, να υπάρξει άμεση αύξηση του κατώτατου μισθού στο ύψος των 751 ευρώ μηνιαίως (ή 645 ευρώ καθαρά) και στη συνέχεια (βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ) να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού των εργαζομένων πλήρους απασχόλησης, ώστε να ανέλθει στα 809 ευρώ.

Η «διάμεσος» είναι αυτό ακριβώς που λέει η λέξη, δηλαδή ο αριθμός που βρίσκεται ακριβώς στη μέση (η μέση τιμή), όπου το 50% των ταξινομημένων αριθμών είναι πάνω από τη διάμεσο και το άλλο 50% κάτω από αυτή. Αυτό σημαίνει ότι η αντιστοίχιση με το 50% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού είναι ένδειξη απόλυτης φτώχειας, ενώ αν προσεγγιστεί ο κατώτατος μισθός στο 60%, που προτείνει το ΙΝΕ, τότε βρίσκεται  στα όρια μιας αξιοπρεπούς διαβίωσης. Άρα, παρά την αύξηση του κατώτατου μισθού, το 2019, κατά 11% (650 ευρώ μικτά), εντούτοις με βάση την ανάλυση του ΙΝΕ αντιστοιχεί στο 48% του διάμεσου μισθού και άρα είναι στα επίπεδα της απόλυτης φτώχειας. Επί της ουσίας, έχοντας ως βάση τον διάμεσο μισθό (50%), η πρόταση που κάνει το ΙΝΕ να ανέλθει ο κατώτατος μισθός στο όριο του 60% του διάμεσου ακαθάριστου μισθού, ισοδυναμεί με αύξηση 12 ποσοστιαίων μονάδων.

Η αύξηση του κατώτατου μισθού εκτιμάται ότι θα έχει πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα και άρα θετική επίδραση στην οικονομική δραστηριότητα, αφού θα ενισχύ­σει την εσωτερική ζήτηση, θα μειώσει την ανεργία και τη φτώχεια, θα αμβλύνει τις εισοδηματικές ανισότητες, θα συμβάλλει στη μείωση των διακρίσεων κατά των νέων και των γυναικών, και θα βγει η οικονομία από την ύφεση.  

Από εκεί και μετά έγκειται στα συνδικάτα να διεκδικήσουν, μέσω κλαδικών και επιχειρησιακών συμβάσεων, ακόμη μεγαλύτερες αυξήσεις στους μισθούς. Εννοείται ότι παράλληλα, διεκδικούν να μην περάσουν τα νέα σχέδια της κυβέρνησης για τα εργασιακά και να αναιρεθούν τα αρχικά, καθώς επίσης και όλο το μνημονιακό οπλοστάσιο, το οποίο εμποδίζει την εργατική δράση και διεκδίκηση. Αλλά, αυτό είναι άλλου τύπου συζήτηση, η οποία αφορά την κρίση της εργασίας, των συνδικάτων και την ανασυγκρότησή τους.

Ετικέτες