Η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι θύμα της κατάργησης της δημοκρατίας στην Ελλάδα των μνημονίων. Τόσο θεσμικά, όσο και οικονομικά, η Αυτοδιοίκηση στραγγαλίζεται από όλες τις κυβερνήσεις διαδοχικά.
Χθες με τον Καλλικράτη, σήμερα με τον Κλεισθένη, οι Δήμοι μετατρέπονται σε φορομπηχτικοί μηχανισμοί που από τη μια είναι το μακρύ χέρι της κεντρικής εξουσίας και από την άλλη διαχειρίζονται τη φτώχεια και τη μιζέρια.
Δήμοι χωρίς χρηματοδότηση, δημότες που πληρώνουνΜε τον Κλεισθένη εμπεδώνεται η λειτουργία του Δήμου ως επιχείρηση, με βασικό πυλώνα την ανταποδοτικότητα. Ο πολίτης πρέπει να πληρώνει για ό,τι απολαμβάνει, καθώς η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε ότι τα έσοδα των ΟΤΑ θα προέρχονται κατά βάση από τα ανταποδοτικά τέλη (κατά το 70%), ενισχύοντας τις προβλέψεις του Καλλικράτη και συνεχίζοντας τις πολιτικές των προηγούμενων κυβερνήσεων.
Ο σχεδιασμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ προβλέπει ότι τα ανταποδοτικά τέλη που μαζεύουν οι δήμοι θα φτάσουν το 2019 στα 2,7 δισ ευρώ, αυξημένα κατά 200 εκατομμύρια. Μέχρι το 2021 προβλέπεται αύξηση στα 3 δισ. Ταυτόχρονα, οι Κεντρικοί Αυτοτελείς Πόροι που οφείλει το κράτος να αποδώσει στην Αυτοδιοίκηση πέφτουν από 2,4 δισ σε 1,7 δισ ευρώ.
Με τον τρόπο αυτό, το κράτος αποσύρεται από την χρηματοδότηση της Αυτοδιοίκησης, ενώ διαχρονικά, οι πόροι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης που παρανόμως παρακρατεί η κεντρική εξουσία υπολογίζονται σε περισσότερα από 12 δισ.
Αποκορύφωμα της μετατροπής των Δήμων σε φορομπηχτικούς μηχανισμούς είναι οι προτάσεις για είσπραξη του ΕΝΦΙΑ από την αυτοδιοίκηση. Ο ΕΝΦΙΑ ήταν και παραμένει άδικος φόρος που δεν πρέπει να εισπράττεται, ενώ τυχόν πέρασμά του στους Δήμους θα αποτελέσει την τελευταία πράξη για την οριστική κατάργηση της κρατικής χρηματοδότησης και την κατηγοριοποίηση των δήμων σε πλούσιους και φτωχούς ανάλογα με τις αντικειμενικές αξίες και τα ποσά που εισπράττονται.
Η ίδια η ΚΕΔΕ παραδέχεται ότι την τελευταία δεκαετία τα έσοδα των Δήμων έχουν μειωθεί κατά 70%. Αυτουργοί αυτού του οικονομικού στραγγαλισμού της Αυτοδιοίκησης είναι και η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ και ο ΣΥΡΙΖΑ. Από κοινού έθεσαν σε πρώτη προτεραιότητα το ξεζούμισμα της χώρας σε όφελος των δανειστών. Από κοινού πετσόκοψαν τις δαπάνες σε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικά δικαιώματα, αυτοδιοίκηση για να καταγράφουν τα ματωμένα υπερπλεονάσματα και να εκτελούν τις μνημονιακές επιταγές.
Παρόλα αυτά, οι τοπικοί τους εκπρόσωποι, οι παρατάξεις που στηρίζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ, τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ, μπορούν να μιλούν χωρίς ντροπή για την οικονομική ασφυξία των Δήμων και τη θηλιά στο λαιμό της Αυτοδιοίκησης. Μπορούν να βγάζουν ανέξοδα ψηφίσματα και δεκάρικους λόγους για τον οικονομικό πνιγμό των Δήμων. Μόνο που τη θηλιά στο λαιμό, την πέρασαν και τη σφίγγουν τα ίδια τα κόμματά τους, οι κολλητοί τους, οι υποστηρικτές τους, οι καθοδηγητές τους.
Η οικονομική ασφυξία των Δήμων συνοδεύεται από το βάθεμα της εξάρτησης και της επιτροπείας από τους δανειστές και την κεντρική εξουσία. Θεωρητικά, η Τοπική Αυτοδιοίκηση εκφράζει τη δημοκρατικά εκφρασμένη βούληση των πολιτών σε τοπικό επίπεδο. Στην πράξη, μετατρέπεται σε λογιστικό γραφείο γκρίζας και άχρωμης διαχείρισης, ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, αυστηρά ελεγχόμενων από τους θεσμούς.
Με το Παρατηρητήριο Οικονομικής Αυτοτέλειας, η κεντρική εξουσία θα παρακολουθεί τα οικονομικά των Δήμων, υποχρεώνοντάς τους σε αυστηρούς προϋπολογισμούς που δεν θα παρεκκλίνουν από τις απαιτήσεις των δανειστών.
Η μετατροπή της Αυτοδιοίκησης σε λογιστικό μηχανισμό φορομπηχτικής διεκπεραίωσης είναι ο στόχος της κολοβής και διαστρεβλωμένης «απλής αναλογικής» (που αφορά μόνο την εκλογή των δημοτικών συμβούλων και όχι την εκλογή των δημάρχων). Κατά ένα μεγάλο πλέον μέρος τα Δημοτικά Συμβούλια θα μετατραπούν σε γραφεία διαδικαστικής έγκρισης προαποφασισμένων πολιτικών.
Ικανοί και ανίκανοι διαχειριστές, στο ίδιο έργο κομπάρσοι και θεατέςΘηλιά στο λαιμό της Αυτοδιοίκησης και της δυνατότητας των πολιτών να αποφασίζουν οι ίδιοι τις προτεραιότητες της πόλης και της γειτονιάς τους, αποτελεί η χρηματοδότηση τόσο των τεχνικών έργων, όσο και της κοινωνικής πολιτικής, από τα ευρωπαϊκά προγράμματα. Αυτό σημαίνει ότι μόνο συγκεκριμένα έργα με συγκεκριμένους κωδικούς, και άρα συγκεκριμένου χαρακτήρα και προσανατολισμού, μπορούν να υπάρξουν.
Αντί να ορίζουν οι ανάγκες της πόλης τα έργα και τους προϋπολογισμούς, αυτά ορίζονται από τα άκαμπτα χρηματοδοτικά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και επειδή κουμάντο κάνει αυτός που χρηματοδοτεί, σε τελική ανάλυση αυτός που καθοδηγεί τη φιλοσοφία και την κατεύθυνση των τεχνικών έργων Δήμων και Περιφερειών είναι οι Βρυξέλλες.
Τα κόμματα του ευρωατλαντικού πλαισίου εμφανίζουν την εικόνα ότι λεφτά και προγράμματα υπάρχουν και απλώς χρειάζεται ικανός διαχειριστής να αντλήσει τα κονδύλια για έργα. Ο Νάσος Ηλιόπουλος δηλώνει για παράδειγμα ότι «στον Δήμο Αθήνας δεν λείπουν τα χρήματα αλλά η αποτελεσματικότητα». Ο Κώστας Μπακογιάννης, υποψήφιος στον ίδιο Δήμο και στο ίδιο μήκος κύματος, υπερακοντίζει: «Ως Περιφερειάρχης Στερεάς είχα τη μεγαλύτερη απορροφητικότητα σε χρηματοδοτικά προγράμματα».
Έχει αποδείξει λοιπόν ότι κάνει για δήμαρχος;
Η εικόνα αυτή είναι πλαστή. Οι διαχειριστές μπορεί να είναι λιγότερο ή περισσότερο ικανοί, λιγότεροι ή περισσότερο δικτυωμένοι με το κράτος και τα υπουργεία, λιγότερο ή περισσότερο έτοιμοι να καταθέτουν προτάσεις για έργα.
Όμως οι διαχειριστές αυτοί δεν μπορούν και δεν θέλουν να ανατρέψουν την κατεύθυνση των χρηματοδοτικών ροών. Δεν μπορούν και δεν θέλουν να καταρτίσουν τεχνικά προγράμματα και προϋπολογισμούς που να υπηρετούν τους δημότες και τις ανάγκες τους. Έτσι εξηγείται η προτεραιότητα για παράδειγμα των έργων ανάπλασης έναντι των αντιπλημμυρικών ή των έργων βιτρίνας έναντι των έργων κοινωνικής προστασίας. Δεν είναι ζήτημα ικανού ή ανίκανου διαχειριστή, είναι ζήτημα του πλαισίου χρηματοδότησης συνολικά. Όποιος έχει το καρπούζι έχει και το μαχαίρι και το μαχαίρι δεν κινείται με βάση τις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Τα ευρωπαϊκά προγράμματα επιπλέον, έχουν ημερομηνία λήξης καθιστώντας όλα τα έργα και τις δομές που σήμερα καλύπτονται από την ΕΕ, επισφαλείς και εφήμερες.
Ακόμα χειρότερα, τα περισσότερα προγράμματα που αφορούν δομές κοινωνικής πολιτικής υποχρεώνουν την είσοδο ιδιωτών και κυρίως ΜΚΟ στη διαχείρισή τους. Ανοίγει έτσι νέο πεδίο ημετέρων και αετονύχηδων, καθώς οι ίδιοι, που παλιότερα φαλίρισαν το κράτος και έκλεψαν τα ταμεία, σήμερα κάνουν πάρτυ με τέτοια κονδύλια, δραστηριοποιούμενοι στη χρυσοφόρα και αδρά επιδοτούμενη «κοινωνία των πολιτών».
Η αποχώρηση του κράτους από τη χρηματοδότηση της Αυτοδιοίκησης, η επιβίωση των Δήμων από τα ανταποδοτικά τέλη, η συνεχιζόμενη παρακράτηση των πόρων της Αυτοδιοίκησης από την κεντρική εξουσία, αλλά και η χρηματοδότηση όλων σχεδόν των έργων από κωδικούς του ΕΣΠΑ, καθιστούν την Αυτοδιοίκηση κενό γράμμα. Ο δημότης δεν «διοικεί εαυτόν», αλλά «ετεροδιοικείται» από την κεντρική εξουσία, τα ευρωπαϊκά προγράμματα, τις επιταγές των δανειστών.
Ο αγώνας για την επιβίωση της Αυτοδιοίκησης και την αξιοπρέπεια των πολιτών και σε τοπικό επίπεδο, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τη σύγκρουση και τελικά ρήξη τόσο με την αντιλαϊκή κεντρική εξουσία όσο και με την Ευρωπαϊκή Ένωση και το ασφυκτικό οικονομικό και θεσμικό της πλαίσιο.
Υπάρχει λοιπόν περιθώριο για άσκηση άλλης πολιτικής;
Αν μείνουμε σε αυτό το πλαίσιο, είναι προφανές πως όχι.
Ένας Δήμος που έχει τη βούληση να συγκρουστεί με την αντιλαϊκή πολιτική της κεντρικής εξουσίας και θέλει να μπει στην υπηρεσία των πραγματικών αναγκών του λαού, δεν θα διστάσει να έρθει σε ρήξη με ολόκληρο το πλαίσιο, οικονομικό και νομοθετικό, συνδυάζοντας:
-
Την αξιοποίηση των όποιων χρηματοδοτικών προγραμμάτων που είναι προς όφελος των πολιτών και σύμφωνα με τις προτεραιότητες και τις ανάγκες των δημοτών.
-
Την προετοιμασία για μια άλλη οργάνωση του δημοτικού έργου, πετώντας έξω ΜΚΟ και επιτήδειους φορείς που αποτελούν το άλλο πρόσωπο του παλιού κομματικού – πελατειακού κράτους, ενδεδυμένο την προβιά της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
-
Και το βασικότερο όλων: Με λαϊκή συμμετοχή και ενεργό κοινωνική στήριξη, με καίρια και σωστή επιλογή των μαχών που πρέπει να δοθούν μέχρι το τέλος, ένας Δήμος στην υπηρεσία των δημοτών, πρέπει να φτάσει μακριά, μακρύτερα από όσο επιτρέπει η κεντρική εξουσία και η ΕΕ.
Με απειθαρχία, ανυπακοή, τυπική και ουσιαστική παράβαση των όρων που επιβάλει η κεντρική εξουσία, μπορούν και πρέπει να δοθούν μάχες που δεν θα είναι αναίμακτες, δεν θα είναι χωρίς απώλειες, δεν θα είναι χωρίς κόστος.
Αυτό όμως σημαίνει να έχεις δημοτική αρχή δίπλα και πλάι στον δημότη και όχι δήμαρχο που βγάζει ψηφίσματα, αλλά σε τελική ανάλυση κάνει τα ίδια με τους άλλους.
Δήμος διεκδικητικός και όχι υποτακτικός!Οι περισσότεροι υποψήφιοι δήμαρχοι, αποδέχονται τον στραγγαλισμό της Αυτοδιοίκησης και περιορίζονται στο να παριστάνουν τους λιγότερο ή περισσότερο ικανούς διαχειριστές. Συνήθως, κάθε Δημοτική Αρχή, σε κάθε δίκαιη απαίτηση, σε κάθε διεκδίκηση, αντιπαραθέτει τα όρια που έχουν θέσει τα μνημόνια, οι δανειστές, η κυβερνητική εξουσία. Ακόμα και εκεί που αυτά είναι παράλογα, άδικα, αντιλαϊκά.
Σημαία όμως της αγωνιστικής και ασυμβίβαστης αυτοδιοίκησης δεν είναι η υποταγή στην εξουσία, αλλά η υποταγή στο δίκαιο των δημοτών. Ο Δήμος που χρειαζόμαστε, οφείλει να είναι διεκδικητικός προς τη κεντρική εξουσία, ασεβής στις προτεραιότητες που ορίζουν τα μνημόνια και τα ματωμένα πρωτογενή πλεονάσματα, με άπειρο όμως σεβασμό στους πολίτες και στις ανάγκες του.
Για εμάς, η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι η οργάνωση της βούλησης και της εξουσίας των τοπικών κοινωνιών. Γνωρίζουμε φυσικά ότι τα περιθώρια μιας φιλολαϊκής διαχείρισης μέσα στη σημερινή ασφυκτική κατάσταση είναι πολύ περιορισμένα. Με το σημερινό αντιδημοκρατικό και αντιλαϊκό πλαίσιο, μια τέτοια προσπάθεια, θα έρθει αντικειμενικά, σε σύγκρουση με την κεντρική εξουσία που σκορπά λιτότητα, διαιωνίζει τα μνημόνια, φαλκιδεύει τη δημοκρατία.
Μια τέτοια σύγκρουση, αναμφισβήτητα έχει κόστος. Το κόστος όμως είναι αναπόφευκτο αν θέλουμε δημοτική αρχή και δήμαρχο αγωνιστή. Η εύκολη λύση είναι δήμαρχος διαχειριστής που θα διαπιστώνει τα προβλήματα και θα επικαλείται ότι «δεν μπορεί να γίνει τίποτα». Η δύσκολη λύση είναι δημοτική αρχή που στην εξέλιξη των πραγμάτων και μέσα από μάχες και αντιπαραθέσεις δεν θα διστάσει να συρθεί σε δίκες και διώξεις, ενώ θα ξέρει ότι θα συκοφαντηθεί από τους «ρεαλιστές» και θα βρεθεί στο στόχαστρο επιχειρηματικών συμφερόντων και αντιλαϊκών κυβερνήσεων.
Όμως το ερώτημα είναι: Θέλουμε δημάρχους και δημοτικές αρχές που θα στρογγυλοκάθονται στις πολυθρόνες της τοπικής εξουσίας και θα φωτογραφίζονται σε γιορτές και εγκαίνια; Ή θέλουμε εκπροσώπους της τοπικής κοινωνίας, που μαζί με το λαό, θα δίνουν τη μάχη για τα συμφέροντα και τις ανάγκες των δημοτών, χωρίς να λογαριάζουν το κόστος;
Με την ενεργό και μαζική συμμετοχή των πολιτών, μπορεί ένας Δήμος να γίνει κοινωνικό εργαστήρι διεκδίκησης και υπέρβασης της αντιλαϊκής και αντιδημοκρατικής «νομιμότητας».
Απαιτείται όμως η συγκρότηση ενός πανελλαδικού – παλλαϊκού συντονισμού αγώνα για να αποκατασταθεί η πραγματική ουσία της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Για έναν τέτοιο συντονισμό πρώτο βήμα είναι το μέτωπο διεκδίκησης των παράνομα και αντισυνταγματικά κλεμμένων πόρων της Αυτοδιοίκησης. Δεν έχουν θέση σε ένα τέτοιο μέτωπο όσοι φωνάζουν για τους παρακρατηθέντες πόρους όταν το κόμμα τους είναι στην αντιπολίτευση, και κάνουν την πάπια όταν το κόμμα τους κυβερνά. Σε ένα τέτοιο συντονισμό χρειάζεται να οργανωθεί η συστηματική και συντονισμένη ανυπακοή Δήμων και Περιφερειών στις άδικες αποφάσεις της κεντρικής εξουσίας.
Συνοψίζοντας: Ένας Δήμος που θέλει να υπηρετήσει την Αυτοδιοίκηση και το λαό, αναγκαστικά, κάποια στιγμή, θα υπερβεί τα τυπικά όρια της αστικής και μνημονιακής νομιμότητας. Αυτό μπορεί να γίνει είτε πηγαίνοντας ως πρόβατο για σφαγή, μην κερδίζοντας τίποτα πέρα από μια έντιμη ήττα, είτε με συνδυασμό κινήσεων, συντονισμό δυνάμεων, ενότητα των διεκδικητικών δημοτικών αρχών και πάνω από όλα προσφυγή στο λαό και στο μαζικό κίνημα, ώστε πέρα από τον Δήμο, να ματώσει και η κεντρική εξουσία. Μια τέτοια μάχη, παρά τις επιμέρους αψιμαχίες, δεν δόθηκε στο σύνολό της, από καμιά δύναμη που θέλει να λογαριάζεται στο πλάι του λαού. Αυτή είναι η κριτική που μπορεί και πρέπει να γίνει στις δημοτικές αρχές που εκλέχτηκαν με τη σημαία της ανυπακοής στον νεοφιλελευθερισμό, στο κεφάλαιο, στην ΕΕ.
Αυτή η πρόκληση παραμένει για τις δυνάμεις που εμφανίζονται και είναι απέναντι στη διαχείριση της φτώχειας, της λιτότητας, του νεοφιλελευθερισμού.
Με τον Καλλικράτη και τον Κλεισθένη ή με τη Δημοκρατία;Το μνημόνιο και το έκτακτο μνημονιακό καθεστώς τυπικά έφυγε, αλλά ουσιαστικά δεσμεύει και τη χώρα και την Αυτοδιοίκηση για τις επόμενες δεκαετίες. Κληρονομιά των μνημονίων, είναι και το αντιδημοκρατικό πλαίσιο του Κλεισθένη που μετατρέπει τους δήμους σε γρανάζι της κεντρικής εξουσίας.
Το νέο πλαίσιο για την Αυτοδιοίκηση, ενώ επικαλείται τη δημοκρατία και τη συμμετοχή των πολιτών, πετσοκόβει τη δημοκρατία. Τα τοπικά δημοψηφίσματα που προβλέπονται τίθενται υπό αίρεση, όταν αμφισβητείται το πλαίσιο που θέτουν οι δανειστές, η κυβέρνηση και η δημοσιονομική πειθαρχία. Για ζητήματα ουσιώδη, που έχουν να κάνουν με την κοινωνική επιβίωση, το τοπικό δημοψήφισμα έχει γνωμοδοτικό χαρακτήρα.
Μια δημοτική αρχή στην υπηρεσία των δημοτών θα εφαρμόζει όπου μπορεί τις αρχές της άμεσης δημοκρατίας, με τη δημιουργία λαϊκών θεσμών, επιτροπών ανά συνοικία και γειτονιά. Θα δίνει το λόγο στους πολίτες, φέρνοντας τη λήψη των αποφάσεων στις τοπικές λαϊκές συνελεύσεις. Θα καταρτίζει προϋπολογισμό και τεχνικό πρόγραμμα με βάση τις ανάγκες των πολιτών, υπό την έγκριση των δημοτών. Θα οργανώνει τοπικά δημοψηφίσματα για τα ουσιώδη ζητήματα με δεσμευτικό και όχι γνωμοδοτικό χαρακτήρα. Θα δημιουργεί τέλος μια άλλη καθημερινότητα στις γειτονιές μας, αυτή της αλληλεγγύης και της αδιάκοπης πάλης.
Η έλλειψη αρμοδιοτήτων και πόρων δεν μπορεί να οδηγεί στην έλλειψη δημοκρατίας. Ένας δήμος που θέλει να είναι στο πλάι του λαού θα είναι μπροστάρης στους αγώνες του, θα είναι καθοδηγητής και οργανωτής των αντιστάσεων και των κινημάτων του, θα μετατρέπει το Δήμο από ιμάντα μεταβίβασης της αντιλαϊκής νεοφιλελεύθερης πολιτικής σε μετερίζι του αγώνα για μια άλλη κοινωνική οργάνωση. Καθήκον σύνθετο και δύσκολο αλλά ίσως περισσότερο από ποτέ, σήμερα, αναγκαίο.
Όλα τα παραπάνω δεν είναι από μόνα τους ικανή συνθήκη συγκρότησης παρατάξεων και παρέμβασης στις αυτοδιοικητικές εκλογές. Είναι όμως αναγκαία προϋπόθεση για τη διαμόρφωση όχι τόσο των «θέσεων» και του «προγράμματος» αλλά της λογικής και της γενικής αντίληψης που πρέπει να έχει μια αριστερή, λαϊκή, αγωνιστική και ασυμβίβαστη αυτοδιοικητική κίνηση σήμερα.
Πάνος ΚουτσιανάςΟ Πάνος Κουτσιανάς είναι δημοτικός σύμβουλος Ιλίου, υποψήφιος δήμαρχος με τη δημοτική κίνηση “Ασυμβίβαστο ΙΛΙΟΝ”