Πριν από 75 χρόνια, τον Μάιο του 1945, τέλειωσε τυπικά ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος (σε αντίθεση με την ευρωκεντρική αντίληψη της ιστορίας, ο πόλεμος δεν ξεκίνησε το 1939 αλλά το 1937 με την εισβολή της Ιαπωνίας στην Κίνα και τέλειωσε τον Σεπτέμβριο του 1945 με την παράδοση της Ιαπωνίας στις ΗΠΑ).

Στην πραγματικότητα ήταν ο πρώτος πραγματικά παγκόσμιος πόλεμος, αφού -σε αντίθεση με τον Α' Παγκόσμιο που ήταν μόνον ευρωπαϊκός- αγκάλιασε με τα φονικά φτερά του σχεδόν όλον τον πλανήτη (πρακτικά μόνον η Λατινική Αμερική έμεινε εκτός).

Οι απόψεις σχετικά με τα αίτια και τη φύση του πολέμου αποκλίνουν ανάλογα με την ταξική και πολιτική τοποθέτηση στο καθενός.

Η κληρονομιά

Ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος στόχευε στα ξαναμοίρασμα εδαφών, αγορών, αποικιών κ.λπ. μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ήταν ένας εντελώς άδικος πόλεμος εκατέρωθεν. Όμως οι νικητές, κυρίως η Γαλλία και η Αγγλία, επέβαλαν στους ηττημένους  πρωτόγνωρα επαχθείς και τιμωρητικούς όρους. Ειδικά όσον αφορά τη Γερμανία η Συνθήκη των Βερσαλλιών την ανάγκασε  να παραχωρήσει εδάφη στο Βέλγιο, στην Τσεχοσλοβακία και στην Πολωνία, ενώ η Αλσατία και η Λωρραίνη, οι οποίες είχαν προσαρτηθεί το 1871 μετά τον Γαλλοπρωσικό πόλεμο, επεστράφησαν στη Γαλλία. Όλες οι γερμανικές υπερπόντιες αποικίες περιήλθαν υπό την επικυριαρχία της Κοινωνίας των Εθνών. Η συνθήκη όριζε την αποστρατικοποίηση και κατοχή της Ρηνανίας και ειδικό καθεστώς για το Σάαρλαντ υπό γαλλικό έλεγχο. 

Ίσως το πιο ταπεινωτικό σημείο της συνθήκης για την ηττημένη Γερμανία ήταν το άρθρο 231, γνωστό ως «Άρθρο της Πολεμικής Ενοχής», το οποίο ανάγκαζε τη Γερμανία να αναλάβει την αποκλειστική ευθύνη για την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Ως εκ τούτου, η χώρα θεωρούνταν υπεύθυνη για όλες τις υλικές ζημιές και ο πρωθυπουργός της Γαλλίας Ζ. Κλεμανσό επέμεινε ιδιαιτέρως στην επιβολή υπέρογκων πολεμικών αποζημιώσεων, αν και γνώριζε ότι η Γερμανία δεν θα ήταν σε θέση να πληρώσει τέτοιο υπέρογκο χρέος. Φυσικά τις συνέπειες (όπως γνωρίζουμε και από τα μνημόνια) τις πλήρωνε η μεγάλη μάζα του γερμανικού πληθυσμού. 

Ήταν σε αυτό το έδαφος -δηλ. πάνω στη λαϊκή οργή για τους επαχθείς και ταπεινωτικούς όρους- όπου αναπτύχθηκαν σε όλες τις ηττημένες χώρες, αλλά ειδικά στη Γερμανία, οι ακροδεξιές εθνικιστικές πολιτικές δυνάμεις, κεντρική εκδοχή των οποίων αποτέλεσαν οι ναζί. Η τελική κυριαρχία του Χίτλερ, μπορεί να οφειλόταν σε λάθη της γερμανικής Αριστεράς (Σοσιαλδημοκρατών και Κομμουνιστών), ωστόσο οι ρίζες του κινήματός του ήταν στη Συνθήκη των Βερσαλιών.

Άρα, αφενός, τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο τον πυροδότησε η συνθήκη με την οποία τελείωσε ο προηγούμενος. Αφετέρου τον πυροδότησαν οικονομικοί λόγοι: 

Οι αντίπαλοι της Γερμανίας (οι μετέπειτα Σύμμαχοι) είχαν τις ίδιες ακριβώς βλέψεις με τη Γερμανία: να ξαναμοιράσουν τον κόσμο η καθεμία για τον εαυτό της φυσικά. Π.χ. η Αγγλία ήθελε να διατηρήσει και να επεκτείνει τις αποικίες της, οι ΗΠΑ ήθελαν ακριβώς το αντίθετο, δηλ. την κατάρρευση του βρετανικού μοντέλου αποικιοκρατίας, προκειμένου να επιβάλλουν αυτές τον οικονομικοστρατιωτικό ιμπεριαλισμό τους. ΗΠΑ, Γαλλία και Βρετανία είχαν αρχίσει να καταφεύγουν σε προστατευτικές πολιτικές για να στηρίξουν το εθνικό τους κεφάλαιο. Η Σοβιετική Ένωση το είχε ήδη κάνει αναγκαστικά αυτό. Για τη γερμανική οικονομία, η οποία εξαρτιόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, ο προστατευτισμός των άλλων ήταν καταστροφικός. Όπως γράφει ο Βρετανός σοσιαλιστής C. Bambery, «ακόμη και πριν από την άνοδο του Χίτλερ, πολλά τμήματα της γερμανικής άρχουσας τάξης είχαν αρχίσει να υποστηρίζουν ότι το διττό πρόβλημα της χώρας, δηλ. οι εξαγωγές και η έλλειψη πρώτων υλών, μπορούσε να λυθεί μόνο με την κυριάρχηση στην ανατολική και τη νότια Ευρώπη».

Ποιος αντιφασισμός;

Η άποψη περί αντιφασιστικού πολέμου είναι εντελώς αστήρικτη όχι μόνον εξαιτίας των παραπάνω αλλά για μια σειρά άλλους πολύ συγκεκριμένους λόγους:

Όλες μαζί οι δημοκρατικές κυβερνήσεις μαζί με τον Χίτλερ, τον Μουσολίνι και τους δικτάτορες της Ιαπωνίας, ήθελαν τη συντριβή της Σοβιετικής Ένωσης. Παρότι η σταλινική αντεπανάσταση είχε καταστρέψει κάθε τι που είχε να κάνει με εργατικό κράτος, η ΕΣΣΔ φαινόταν σαν φάρος στα μάτια της εργατικής τάξης όλου του πλανήτη -κι αυτό ήταν ένας πολύ καλός λόγος οι αστικές κυβερνήσεις να θέλουν τη συντριβή της. Αλλά κι αν δεν ήταν κάτι τέτοιο, το μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης της ΕΣΣΔ με κέντρο το κράτος είχε τεράστιες οικονομικές επιτυχίες για να την αγνοεί κανείς ως οικονομικό και τελικά στρατιωτικό ανταγωνιστή για τα εδάφη της Α. Ευρώπης και της Άπω Ανατολής (το τέλος του πολέμου επιβεβαίωσε αυτούς τους φόβους των Δυτικών συμμάχων). 

Αλλά δεν είναι μόνον η δηλωμένη εχθρότητά τους προς τη λεγόμενη Σοβιετική Ένωση. Οι δημοκρατικές κυβερνήσεις (οι μετέπειτα Σύμμαχοι) δεν ενδιαφέρονταν, έτσι κι αλλιώς, να διεξάγουν έναν αντιφασιστικό, αντιναζιστικό αγώνα, ακόμη κι αν δεν υπήρχε η Σοβιετική Ένωση. Και αυτό όχι επειδή δεν ήξεραν τι σημαίνουν αυτά τα καθεστώτα. Ο φασισμός δεν ήταν καινούργιο «φρούτο», καθώς ο Μουσολίνι είχε επικρατήσει στην Ιταλία από τη δεκαετία του '20. Και μάλιστα είχε προβεί σε ιμπεριαλιστικό κατακτητικό πόλεμο ενάντια στην Αιθιοπία, χρησιμοποιώντας απαγορευμένα χημικά όπλα. 

Το απαίσιο πρόσωπο του φασισμού είχε ήδη επίσης ξεδιπλωθεί στην Ισπανία. Η κατάλυση της δημοκρατίας, η επέλαση των φασιστικών ορδών του Φράνκο, τα εγκλήματα τύπου Γκερνίκα δεν θορύβησαν καθόλου τους μετέπειτα Συμμάχους. Την ώρα που ο Μουσολίνι και ο Χίτλερ έστελναν στον Φράνκο κάθε είδους στρατιωτική βοήθεια, οι Σύμμαχοι -δήθεν υποστηρικτές της δημοκρατίας- ένιπταν τας χείρας των. Προτιμούσαν να επικρατήσει ο Φράνκο, παρά να υπάρξει κάποιου είδους επανάσταση που θα αμφισβητούσε τον ισπανικό καπιταλισμό.

Μάλιστα πολλές κυβερνήσεις και άρχουσες τάξεις φλέρταραν οι ίδιες με την ιδέα του φασισμού και του ναζισμού, ως μοντέλο διακυβέρνησης (π.χ. στην Ελλάδα υπήρχε ήδη η φασιστική δικτατορία του Μεταξά). Όπως λέει ο C. Bambery, τα αποφασιστικά γεγονότα στην πορεία για το ξέσπασμα του πολέμου στην Ευρώπη  αποδεικνύουν το πόσο διαβρωτική ήταν στο εσωτερικό της βρετανικής άρχουσας τάξης η πολιτική κατευνασμού των ναζί. Τυφλωμένη από τη συμπάθειά της προς τον γερμανικό και  ιταλικό φασισμό η ελίτ του Γουέστιμινστερ αρνιόταν να δει τον Χίτλερ ως κύριο εχθρό της Βρετανίας. Μέχρι το τέλος προσπαθούσαν να έρθουν σε συμβιβασμό μαζί του. Μάλιστα μόλις ένα χρόνο πριν από την επίθεση της Γερμανίας, ο  δεξιός πρωθυπουργός της Βρετανίας Ν. Τσάμπερλεν είχε καταλήξει σε συμφωνία με τον φίρερ -υποσχόμενος ότι στην «εποχή μας θα υπάρξει ειρήνη». Μάλιστα επέτρεψε στον Χίτλερ να προσαρτήσει στη Γερμανία, τη Ρηνανία, την Αυστρία και την Τσεχοσλοβακία -προφανώς με την ελπίδα ότι οι ναζί θα στρέφονταν προς τη Ρωσία.

Φόβος

Εκτός από τα παραπάνω, η αγγλική άρχουσα τάξη και οι κυβερνήσεις τους φοβούνταν πολύ περισσσότερο από τον Χίτλερ μήπως γίνει κομμουνιστική επανάσταση στη μεγάλη αποικία τους, την Ινδία, μήπως χάσουν τις άλλες αποικίες τους, αλλά και μήπως υπάρξει εξέγερση στην ίδια τη Βρετανία. Ο Τσόρτσιλ που αντικατέστησε τον Τσάμπερλεν (όταν πια ήταν σαφές ότι ο Χίτλερ θα επιτεθεί) αντιτάχθηκε στη δημιουργία και κυρίως στον εξοπλισμό της Φρουράς της Πατρίδας, μιας απόπειρας να κινητοποιηθεί ο άμαχος πληθυσμός υπό την ηγεσία του βετεράνου του ισπανικού εμφυλίου, Τ. Ουίντριγκαμ. Ο ιστορικός AJP Taylor σχολίαζε σχετικά: 

«Η κυβέρνηση ήταν ανίκανη να κινητοποιήσει τη λαϊκή υποστήριξη. Και όχι μόνον αυτό: δεν ήθελαν τη λαϊκή κινητοποίηση. Ένας πόλεμος βασισμένος στον λαϊκό ενθουσιασμό, τους φαινόταν ότι φέρνει στο προσκήνιο το φάντασμα του αριστερού Λαϊκού Μετώπου. [Φοβόντουσαν] ότι θα ξαναζήσουν στη Βρετανία τον Ισπανικό Εμφύλιο πόλεμο από την αρχή και πάλι». 

Το ίδιο ίσχυε και στην περίπτωση της Γαλλίας, η άρχουσα τάξη της οποίας είχε ζήσει μόλις το 1936 μια κατάσταση εργατικής εξέγερσης. Το πόλεμο η Γαλλία δεν τον έχασε γιατί τάχα ο Χίτλερ την αιφνιδίασε με το blitzkrieg: οι ναζί δεν είχαν υπεροπλία ούτε σε τανκς ούτε σε αεροπλάνα, η δε Γαλλία είχε προετοιμαστεί στρατιωτικά να δεχθεί επίθεση από εκεί όπου τη δέχθηκε, δηλ. από το Βέλγιο. Τον πόλεμο τον έχασε γιατί αντιστάθηκε με μισή καρδιά, φοβούμενη ότι παρατεταμένος πόλεμος ενάντια στους ναζί, θα εξανάγκαζε σε εξοπλισμό του λαού, και τελικά θα επανέφερε την Αριστερά στην κυβέρνηση. Αυτές οι ιδέες, σε συνδυασμό με τη στάση των συμμάχων τους, των Βρετανών, οδήγησαν τη γαλλική άρχουσα τάξη σε προετοιμασία παράδοσης, κι όχι πολέμου.

.

Στά​λιν

Αλλά και η σταλινική Ρωσία δεν πήγε πίσω. Παρά τα εγλήματα των ναζί στην Ισπανία, τον Αύγουστο του 1939 ο Στάλιν υπέγραψε συνθήκη με τον Χίτλερ (Σύμφωνο Μολότοφ-Ρίμπεντροπ) βάσει του οποίου υπήρχε αμοιβαία δέσμευση οι δύο πλευρές να μην εμπλακούν σε μεταξύ τους πόλεμο (ο Στάλιν δεν έκανε τίποτε χειρότερο από ό,τι απεργάζονταν την ίδια εποχή ο Τσάμπερλεν για λογαριασμό της Αγγλίας). Ένας -μυστικός τότε- όρος της συνθήκης προέβλεπε τον διαμελισμό της Πολωνίας μεταξύ του Τρίτου Ράιχ και της Σοβιετικής Ένωσης -και συνακόλουθα ο Κόκκινος Στρατός μπήκε στην ανατολική Πολωνία και την προσάρτησε στη Σοβιετική Ένωση. Φυσικά ανεξάρτητα από τη θέληση του λαού και σε πλήρη αντίθεση με την πολιτική του Λένιν για αυτοδιάθεση των λαών. Αντίθετα με την παράδοση και την πολιτική των μπολσεβίκων, ο διαμελισμός της Πολωνίας ανήκε στην παράδοση του τσαρισμού, καθώς τρεις φορές στο παρελθόν ο τσάρος είχει διαμελίσει την πολύπαθη χώρα ανάμεσα στη Ρωσία, την Πρωσία και την Αυστρία.

Το περίεργο με τον Στάλιν είναι ότι ενώ επεφύλασσε για τους πάντες μια βαθύτατη δυσπιστία, φαινόταν ότι εμπιστευόταν τον ναζί δικτάτορα της Γερμανίας, ώστε ακόμη και την προηγουμένη της ναζιστικής εισβολής (21/6/41) ο Στάλιν αρνιόταν να δεχθεί ότι ο Χίτλερ θα επιτεθεί. Αυτή η εντελώς ατεκμηρίωτη θεώρηση, σε συνδυασμό με τις δίκες (παρωδίες) της Μόσχας, που είχαν οδηγήσει στο εκτελεστικό απόσπασμα εκατοντάδες ανώτατους στρατιωτικούς ηγέτες του Κόκκινου Στρατού, οδήγησε σε  τεράστιες ήττες αυτόν τον Στρατό όταν οι ναζί εισέβαλαν. 

Όλα αυτά έρχονται σε απόλυτη αντίθεση με την άποψη ότι ο Στάλιν υπέγραψε το σύμφωνο με τον Χίτλερ μόνο και μόνο για να κερδίσει χρόνο και να προετοιμαστεί για τη ναζιστική επίθεση. Χρειάστηκε να πιαστούν στον ύπνο η σοβιετική άμυνα και σε έδαφος και σε αέρα, χρειάστηκε να φτάσει η Βέρμαχτ μέχρι τα περίχωρα της Μόσχας και του Στάλινγκραντ, χρειάστηκε να σκοτωθούν περίπου 26 εκατομμύρια Σοβιετικοί στρατιώτες και άμαχοι, χρειάστηκε να υπάρξουν τα μεγαλύτερα εγκλήματα των ναζί όσον αφορά την εξόντωση των Εβραίων αλλά και των Ρώσων (βλ. σφαγή Μπάμπι Γιάρ), χρειάστηκε ο Στάλιν να εγκαταλείψει κάθε ιδεολογία των μπολσεβίκων και να απευθυνθεί στα εθνικιστικά ένστικτα των Ρώσων («πατριωτικός πόλεμος»), ώστε να ανέβει το ηθικό των τελευταίων, χρειάστηκε αυτοί και αυτές να πολεμήσουν ηρωικά για να σταματήσουν τη γερμανική προέλαση, αλλά χρειάστηκε να συμβάλει και ο «στρατηγός Χειμώνας». Αν όλα αυτά έγιναν παρότι ο Στάλιν «κέρδιζε χρόνο για να προετοιμαστεί», τι άραγε θα γινόταν αν δεν είχε προετοιμαστεί;

Αντίσταση

Όμως ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, εκτός από ιμπεριαλιστικός, είχε και ένα άλλο, εντελώς νέο χαρακτηριστικό. Την εμφάνιση και ανάπτυξη κινημάτων αντίστασης, στα περισσότερα από τα οποία ηγήθηκε η Αριστερά.

Στην Ιταλία, τη Γαλλία, τη Γιουγκοσλαβία, την Αλβανία και την Ελλάδα, οι δυνάμεις της αντίστασης ενάντια στον Άξονα κυριαρχούνταν λιγότερο ή περισσότερο από τα κομμουνιστικά κόμματα. Στις χώρες αυτές υπήρξε είτε πλήρης κατάρρευση του αστικού καθεστώτος και των κομμάτων του είτε προσχώρησή τους στο φασιστικό στρατόπεδο. Το πολιτικό κενό που άφησαν ήταν τεράστιο και η πολιτική έχει συχνά τις ιδιότητες της φύσης.

Καμία πλευρά των αντιμαχόμενων ιμπεριαλισμών (σε αυτούς περιλαμβάνω και την ΕΣΣΔ) δεν αισθανόταν άνετα με την ύπαρξη αυτών των  κινημάτων. Και έκαναν σχεδόν ό,τι περνούσε από το χέρι τους για να τα εξουδετερώσουν. Η γρήγορη απόβαση των Βρετανών στην ήδη απελευθερωμένη Ελλάδα το φθινόπωρο του 1944 είχε μόνον έναν εχθρό: το ΕΑΜ (το πρόβλημα ήταν ότι το ΕΑΜ δεν είχε εχθρό τους Βρετανούς). 

 Όμως αρνητική ήταν και η Μόσχα ως προς τα κινήματα αντίστασης, παρότι αυτά κυριαρχούνταν ως επί το πλείστον από κομμουνιστικά κόμματα. Για την Ελλάδα τα πράγματα είναι λίγο πολύ γνωστά. Στην Ιταλία, οι παρτιζάνοι είχαν επιφέρει σημαντικά πλήγματα ενάντια στη Βέρμαχτ το 1943 και το 1944 και όλη η βόρεια Ιταλία ήταν στα χέρια κομμουνιστικών οργανώσεων. Οι τρεις βιομηχανικές πόλεις, το Μιλάνο, το Τορίνο και η Γένοβα απελευθερώθηκαν από ένοπλες εξεγέρσεις την άνοιξη του 1945 και το Κομμουνιστικό Κόμμα εκτίναξε τη δύναμή του από τα 5.000 στα 400.000 μέλη. Όμως ο ηγέτης του κόμματος Π. Τολιάτι εκλήθη στη Μόσχα την άνοιξη του 1944 και όταν γύρισε επέβαλε της γραμμή του αφοπλισμού και της συνεργασίας με τον πρωθυπουργό Μπαντόλιο -τον χασάπη της Αιθιοπίας και επικεφαλής της εισβολής του ιταλικού φασισμού σε Αλβανία και Ελλάδα- που είχε αναλάβει μετά την πτώση του Μουσολίνι, κι όλα αυτά προκειμένου να νικηθεί... ο φασισμός. 

Το ίδιο έγινε και στη Γαλλία. Την περίοδο Ιούνιος-Νοέμβριος 1944 οι εργάτες πραγματοποίησαν σημαντικές απεργίες και η αντίσταση κατανίκησε τοπικές γερμανικές δυνάμεις κατοχής και έστησε Επιτροπές Απελευθέρωσης και Λαϊκά Δικαστήρια. Όταν όμως επέστρεψε από τη Μόσχα στο Παρίσι ο ηγέτης του ΓΚΚ, Μ. Τορές, κάλεσε την εργατική τάξη και το κόμμα να υποταχθούν στους γκολικούς (δηλ. στη Δεξιά) εισάγοντας το σύνθημα «Ένα κράτος, ένας στρατός, μία αστυνομία».

Το αντάρτικο της Πολωνίας αριθμούσε 400.000 μέλη στο ζενίθ του. Στην εξέγερση της Βαρσοβίας 50.000 αντάρτες, ανάμεσά τους πολλοί κομμουνιστές και Εβραίοι κατέλαβαν το κέντρο της πόλης και το στρατόπεδο συγκέντρωσης που είχε στηθεί στο παλιό εβραϊκό κέντρο. Δημιουργήθηκε ολόκληρη υποδομή με μαγαζιά, νοσοκομεία και διοικητικές αρχές. Όμως ο Κόκκινος Στρατός περίμενε λίγο πιο μακριά, αφήνοντας επί δύο μήνες στους ναζί τη δυνατότητα να συντρίψουν την εξέγερση στην αρχή βομβαρδίζοντας την πόλη και μετά εξαπολύοντας τον τιμωρητικό τρόμο.

Απολογισμός

Ένα μεγάλο τμήμα της Αριστεράς, η Σοσιαλδημοκρατία, τα ΚΚ και η αστική τάξη όλων των χωρών περιγράφουν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο ως δίκαιο από την μιά μεριά των αντιμαχομένων, δηλ. ως αντιφασιστικό και «πατριωτικό». Όμως στην πραγματικότητα δεν είχε τίποτε το δίκαιο ο πόλεμος αυτός, εκτός από την απεγνωσμένη προσπάθεια των λαών να επιβιώσουν. Η στρατιωτική ήττα του ναζισμού ήταν σημαντική αλλά επιτεύχθηκε με τεράστιο κόστος. Μεγάλο μέρος των 56 εκατομμυρίων νεκρών μπορούσε να έχει αποφευχθεί αν το αντι-ναζιστικό στρατόπεδο έπαιρνε εγκαίρως τα μέτρα του, αν δεν φοβόταν την κοινωνική επανάσταση περισσότερο από ό,τι τον Χίτλερ. Τα ατιμώρητα εγκλήματα του «δημοκρατικού» στρατοπέδου ήταν πολλές φορές μεγαλύτερα από αυτά των ναζί: το Ναγκασάκι, η Χιροσίμα και η Δρέσδη στέκουν έως σήμερα ως αδιάψευστοι μάρτυρες. 

Και μήπως τάχα εξαλείφθηκε ο φασισμός; Μετά το τέλος του πολέμου ένα φασιστικό καθεστώς επέζησε μέσα στη Δυτική Ευρώπη ακόμη και μέχρι το 1975: η Ισπανία του Φράνκο. Δικτατορίες επιβλήθηκαν σε Ελλάδα και Πορτογαλία.

Ούτε τα αποτελέσματα του πολέμου ήταν δίκαια. Γιατί έπρεπε να κυριαρχήσουν οι ΗΠΑ στον μισό πλανήτη; Γιατί έπρεπε να χάσει τα εδάφη που έχασε η Γερμανία; Γιατί, αντίθετα, έπρεπε να μην τιμωρηθούν οι περισσότεροι ναζί και οι συνεργάτες τους σε όλες τις χώρες -της Ελλάδας περιλαμβανομένης; Γιατί έπρεπε να μοιραστεί ο κόσμος στη Γιάλτα σε σφαίρες επιρροής ανεξάρτητα από τη θέληση των λαών; 

Σε κάθε περίπτωση η παρατεταμένη ειρήνη που επικράτησε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο δεν ήταν προϊόν μιας τάχα δίκαιης διευθέτησης, αλλά προϊόν της ισορροπίας του τρόμου των πυρηνικών.

Σίγουρα ο πόλεμος αυτός, όπως και ο προηγούμενος, έφεραν θέλοντας και μη τις μάζες στο προσκήνιο, άνοιξαν τις δυνατότητες για δημοκρατικές ή ακόμη και για σοσιαλιστικές κατακτήσεις δηλ. για κοινωνική επανάσταση. Είναι αλήθεια ότι σε πολλές περιοχές του πλανήτη, αμέσως μετά τον πόλεμο, τεράστιοι πληθυσμοί απελευθερώθηκαν από τα αποικιακά δεσμά των στρατιωτικά ηττημένων του πολέμου και της οικονομικά ηττημένης Βρετανίας και εν μέρει της Γαλλίας. Όμως τα μεγαλύτερα από αυτά τα γεγονότα έγιναν μετά τον πόλεμο. 

Πέρα από κάθε αμφιβολία, ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν ο πρώτος ολοκληρωτικός πόλεμος, ο πρώτος πόλεμος δηλ. όπου τα πυρά στράφηκαν εναντίον αμάχων σε μαζική κλίμακα. Ήταν μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη τραγωδία της ανθρωπότητας που σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να επαναληφθεί. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες