Παραφράζοντας τον Walter Benjamin, δύο πράγματα μπορεί να πάρει κανείς στο κρεβάτι του∙ μια γυναίκα ή έναν άντρα και ένα βιβλίο. Έτσι, κατ’ αντιστοιχία με την αγάπη για τον/την σύντροφο, περνάμε στην αγάπη και στην απόλαυση της ανάγνωσης, «στη χαρά του ξεφυλλίσματος, στον ερωτισμό της αποσπασματικότητας και την πρόκληση του αναγνώστη-θεατή να μοιραστεί την περιπέτεια της περίπτυξης», όπως αναφέρεται στο αναλυτικό σημείωμα για την Έκθεση με τον παραπάνω τίτλο (19 Ιουλίου-21 Οκτωβρίου 2018, Πινακοθήκη Δήμου Αθηναίων-Μεταξουργείο).
Η εν λόγω έκθεση δείχνει την παραδοσιακή συνεργασία και συνάμα φιλία μεταξύ εικαστικών καλλιτεχνών και λογοτεχνών/ποιητών, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα βιβλίο, το οποίο θα αποτελεί, αισθητικά, ένα έργο τέχνης, στο οποίο συνυπάρχει η σχέση λόγου και εικονογράφησης, από το εξώφυλλο έως το εσωτερικό του βιβλίου, αναδεικνύοντας μια πολυσύνθετη κατασκευή. Δεν είναι τυχαίο που σημαντικοί συγγραφείς, όπως ο Εμπειρίκος, δεν διαχωρίζουν το λόγο από την εικόνα και «θεωρούν ότι ο λόγος είναι από μόνος του εικόνα».
Μάλιστα, από τα μέσα του 20ού αιώνα υπάρχει ένα νέο φαινόμενο. Τα «Βιβλία καλλιτεχνών». Είναι αυτά που έγραψε ένας καλλιτέχνης ή που εικονογράφησε ή των οποίων είναι κάτοχος και αποτελούν αυτούσια έργα τέχνης. Αυτό το είδος βιβλίου διεκδίκησε την αυτονομία του μέσα από τα κινήματα αμφισβήτησης της δεκαετίας του 1960, ενώ οι ρίζες του βρίσκονται στον Μεσαίωνα και ιδιαίτερα στα βιβλία της Ρωσικής Πρωτοπορίας. Μια τέτοια περίπτωση είναι ο Καβάφης, ο οποίος συνένωνε τα χειρόγραφά του σε μια αυτοσχέδια συλλογή και δώριζε έναν περιορισμένο αριθμό αντιτύπων σε φιλικά του πρόσωπα. Γνωστό είναι το λεγόμενο «Τετράδιο Σεγκόπουλου», το οποίο ο Καβάφης δώρισε στον κληρονόμο του Αλέξανδρο Σεγκόπουλο και έχει ως τίτλο: Αυτόγραφα Ποιήματα 1896-1910.
Η έκθεση παρουσιάζει πολλές εκδόσεις βιβλίων, τα οποία είναι εικονογραφημένα από σπουδαίους εικαστικούς. Αναφέρουμε ορισμένα παραδείγματα. Την ποιητική συλλογή του Ν. Καββαδία, «Πούσι», εκδόσεις Καραβία, 1947, που στο εξώφυλλο αναγράφει τους καλλιτέχνες οι οποίοι έφτιαξαν τις ξυλογραφίες (Γ. Βακαλό, Γ. Βελισσαρίδη, Δ. Γιαννουκάκη, Ι. Μόραλη, Γ. Μόσχου, Α. Τάσου, Α. Κορογιαννάκη). Επίσης, τα χαρακτικά της Ζιζής Μακρή, τα οποία εικονογραφούν κάποια βιβλία, όπως του Γ. Ρίτσου, «Το δέντρο της φυλακής και οι γυναίκες», εκδόσεις Κέδρος, 1974, που τα χαρακτικά της αναφέρονται από την εποχή κατά την οποία η ίδια ήταν κρατούμενη στις φυλακές Αβέρωφ, το 1961. Ή το βιβλίο του Εμπειρίκου, «Προϊστορία ή καταγωγή», εκδόσεις Άγρα, το οποίο εκδόθηκε μετά το θάνατό του. Είναι κείμενο του 1934, με πέντε σχέδια του Γιώργου Γουναρόπουλου, το οποίο ο ποιητής αποφάσισε να μην εκδώσει και στη θέση του τύπωσε, χωρίς εικονογράφηση, την «Υψικάμινο».
Η διαφορά μεταξύ ενός πίνακα ή ενός γλυπτού με ένα βιβλίο είναι ότι τα πρώτα ενδέχεται να μην είναι προσιτά στο ευρύ κοινό, να βρίσκονται σε ένα μουσείο ή μια ιδιωτική συλλογή και συνήθως χαρακτηρίζονται από το «Παρακαλώ, μην αγγίζετε». Αντίθετα, ένα βιβλίο μπαίνει εύκολα στο σπίτι καθενός, ακόμη και του πιο φτωχού, και σε προσελκύει με το «Παρακαλώ, αγγίξτε με». Όπως ακριβώς αγγίζονται μια γυναίκα και ένας άντρας. Διότι, τελικά, όλα είναι τέχνη, ακόμη και το να αγαπάς.