Η σειρά από κινηματογραφικές κριτικές, που εγκαινιάζουμε, θα προσπαθήσει να παρουσιάσει κυρίως ταινίες που για κάποιο λόγο δεν θα ήταν η πρώτη επιλογή μας για προβολή. Ταινίες που δεν πήγαν καλά εισπρακτικά ή που τους άξιζε καλύτερη τύχη σε πιο συγκεκριμένο και προοδευτικό κοινό. Πρόκειται, ωστόσο, για έργα διαλεγμένα ανάμεσα στις ζωντανές και συναρπαστικές δημιουργίες, που νιώθουμε πως μας ανεβάζουν και μας μεγαλώνουν, πως μέσα από αυτές μαθαίνουμε καινούργια πράγματα και δοκιμάζουμε σημαντικές συγκινήσεις.
Ελπίζουμε πως κάποιες από τις επιλογές μας θα δώσουν έναυσμα για προβληματισμό και κουβέντα, κι ακόμα ίσως και να οδηγήσουν σε πιο οργανωμένες προβολές σε στέκια και εκδηλώσεις: Έτσι, με τη βοήθεια και αυτών των προβολών θα μπορούσαν να αναδειχθούν και να σχολιαστούν θέματα όπως ο ρατσισμός, ο φασισμός, η αστυνομική βία ή το πώς οργανώνονται κοινωνικές αντιστάσεις. Ή να φωτίσουν σύγχρονα κοινωνικά φαινόμενα, όπως την εκλογή Τραμπ κλπ.
Σε κάθε περίπτωση, ελπίζουμε οι ταινίες που παρουσιάζουμε εδώ να τραβήξουν την προσοχή σας και να αξίζουν το χρόνο που θα τους αφιερώσετε. Ξεκινάμε με την ταινία «Ο Μαχητής».
1. Ο Μαχητής (vehicle 19) [2013]
Ο «Μαχητής» ήταν από τις ταινίες που δεν πήγαν ιδιαίτερα καλά εισπρακτικά, όταν είχανε βγει στις οθόνες των κινηματογράφων. Ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο Πωλ Γουώκερ είχε συνδεθεί οριστικά και αμετάκλητα με τη σειρά «Fust and Furious» και γενικότερα με ταινίες δράσης, γεμάτες με γρήγορα αυτοκίνητα.
Όσοι θεατές της ταινίας περίμεναν μια επανάληψη από θεαματικές συγκρούσεις αυτοκινήτων και απίθανες ταχύτητες θα πρέπει, βγαίνοντας από την αίθουσα, να κλαίγανε τα λεφτά τους. Από την άλλη, όσοι κι όσες θα έψαχναν ένα «διαφορετικό» έργο, ένα δράμα που θα επικεντρώνεται στις εσωτερικές συγκρούσεις, στην αλλαγή και τη μεταμόρφωση του κεντρικού ήρωα, λογικά δεν θα πρέπει να πέρασαν ούτε από έξω από τους κινηματογράφους. Επειδή, για άλλη μια φορά οι κινηματογραφικές κριτικές «έθαψαν» όλες μαζί την ταινία, παρόλο που κάποιες αναγνώρισαν τα πρωτοποριακά της στοιχεία.
Μια σκηνοθετική προσέγγιση αλλιώτικη από τα συνηθισμένα:
Ο «Μαχητής» είναι μια ταινία γυρισμένη κατά 97% μέσα σε ένα αυτοκίνητο, το Vehicle 19, ενώ το υπόλοιπο 3% είναι λήψεις που περιλαμβάνουν, έστω σε κάποιο σημείο του πλάνου, το συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Αυτό δεν ήταν απλά μια σκηνοθετική μαγκιά, για να καταχωρηθεί στα ρεκόρ Γκίνες ως η πρώτη ταινία γυρισμένη ολόκληρη μέσα σε ένα αμάξι. Αντίθετα, ήταν ένα εξαιρετικά πετυχημένο σκηνοθετικό εύρημα για να επικεντρωθεί η προσοχή των θεατών σε αυτό που συμβαίνει μέσα στο εσωτερικό του αυτοκινήτου. Επειδή η ταινία μας πραγματεύεται τη μεταμόρφωση ενός ανθρώπου: Ο ήρωας ξεκινά από τα πρώτα καρέ ως μια θρυμματισμένη προσωπικότητα, ως ένας νικημένος της ζωής που ελπίζει να τα ξαναβρεί με την πρώην σύζυγό του και να μην προκαλέσει ποτέ ξανά την προσοχή του νόμου. Στη διαδρομή του έργου θα μετουσιωθεί σε έναν αποφασισμένο μαχητή, που όχι μόνο τα βάζει με την αστυνομία, αλλά και κατεβαίνει στη μάχη για να της κόψει το κεφάλι!
Το δεύτερο πρωτοποριακό στοιχείο της ταινίας είναι η παντελής σχεδόν έλλειψη δεύτερων χαρακτήρων: Όλοι όσοι εμφανίζονται (ή ακούγονται μέσω κινητού τηελεφώνου) δεν είναι συγκεκριμένοι χαρακτήρες, αλλά «τύποι» ανθρώπων, όπως εμφανίζονται στο αρχαίο ρωμαϊκό θέατρο. Έτσι, έχουμε τον τυπικό διεφθαρμένο αστυνομικό, την υπάλληλο στο γραφείο ενοικιάσεως αυτοκινήτων που μπερδεύει τα αμάξια και που με το γεγονός αυτό δίνει ώθηση στο δράμα μας κλπ.
Αυτό το δεύτερο εύρημα συγκεντρώνει όλη την προσοχή στον κεντρικό ήρωα, τον μοναδικό χαρακτήρα που «παθαίνει», μαθαίνει και αλλάζει, τον χαρακτήρα του αποφυλακισμένου με περιοριστικούς όρους Μάϊκλ Γουντς, που ερμηνεύει ο Πωλ Γουόκερ.
Όχι ότι αυτά που συμβαίνουν έξω από το αυτοκίνητο δεν είναι θαυμαστά, αξιομνημόνευτα και ανατριχιαστικά: Το vehicle 19 κυλά τις ρόδες του στους δρόμους του Γιοχάνεσμπουργκ στη Νότια Αφρική, και εκεί η φτώχεια των (μαύρων) ανθρώπων είναι ασύλληπτη. Ακόμη και οι άστεγοι των δυτικών μητροπόλεων που ζουν από το πιάτο φαΐ που μοιράζει η εκκλησία ή οι φιλάνθρωποι, μοιάζουν με βολεμένους μικροαστούς μπροστά στην τρομακτική φτώχεια και την απελπισία των μαύρων Νοτιοαφρικανών. Η κόλαση υπάρχει. Και βρίσκεται στο Γιοχάνεσμπουργκ.
Αστυνομία: το οργανωμένο έγκλημα αυτοπροσώπως!
Και όταν η ένδεια και η απόγνωση των ταπεινών αγγίζει το ζενίθ, η διαφθορά και η προκλητικότητα της αστυνομίας καταφέρνει και το ξεπερνά… Η αστυνομία παρουσιάζεται εδώ σε όλο της το μεγαλείο, όχι βέβαια ως αντίπαλος του εγκλήματος, αλλά ως το ίδιο το οργανωμένο έγκλημα αυτοπροσώπως. Το σύνθημα που στην Ελλάδα φαντάζει κάποτε προκλητικό, το «οι μπάτσοι πουλάνε την ηρωίνη», εκεί, στο Γιοχάνεσμπουργκ, θα μπορούσε να μεταμορφωθεί σε παιδικό τραγουδάκι, συνώνυμο του «οι μπάτσοι, πότε πότε, κάνουν μικροαταξίες».
Στο Γιοχάνεσμπουργκ οι μπάτσοι πουλάνε μαύρη λαχταριστή γυναικεία σάρκα κατευθείαν στο παγκόσμιο sex trafficking, και όλα τα υψηλά στελέχη της αστυνομίας είναι ταυτόχρονα τα «μεγάλα κεφάλια», οι βαρόνοι του συνδικάτου του εγκλήματος.
Όλα τα αυτά τα μαθαίνουμε στην ταινία όχι με τον κατακλυσμό εικόνων που εντυπωσιάζει το μάτι και εμποδίζει το μυαλό να πάει στο συμπέρασμα, όχι με το στυλ του Χόλλυγουντ, αλλά με το πνεύμα της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: Με οικονομία λόγου και λιτούς διαλόγους αρχίζει να καταλαβαίνει ο ήρωας το που έχει μπλέξει και το ότι η όλη κατάσταση απαιτεί από αυτόν να επιδείξει όχι τόσο τις ικανότητές του στο τιμόνι όσο την ποιότητα του χαρακτήρα του.
Και για να ανακαλύψει το τι χαρακτήρα διαθέτει, ο Μάϊκλ Γουντς δεν κάνει μόνο μια αθέλητη βουτιά στα δύσκολα, αλλά ξεκινά την εξερεύνηση της πιο μαλακής, της πιο ευάλωτης πλευράς του εαυτού του, της πλευράς που αγαπά, που φοβάται, της πλευράς που νιώθει «μπισκοτάκι» όπως τον αποκαλούσε υποτιμητικά ο πατέρας του, χρόνια πεθαμένος, αλλά πάντα «παρών» στο μυαλό του Μάϊκλ, για να τον μειώνει και να τον υποβιβάζει.
Ο Μάϊκλ θα αναδυθεί μέσα από αυτή την εξερεύνηση πιο δυνατός, πολύ πιο ξεκάθαρος στα «ναι» και στα «όχι» του, έτοιμος να υποστηρίξει το δίκιο για να υπερασπίσει το «είναι» του. Και θα ριχτεί στη σύγκρουση με τους μπάτσους με λύσσα.
Απίστευτη η ποιητική στιγμή της τελικής απόφασης, όταν ο Μάϊκλ, που έχει μπει με το αμάξι του σε ένα πλυντήριο αυτοκινήτων για να κρυφτεί για λίγο από την αστυνομία, στέλνει ένα φωνητικό μήνυμα στην πρώην γυναίκα του, και εκφωνώντας το ξεκαθαρίζει και ο ίδιος το τι πάει να κάνει και γιατί: Μέσα στα ελάχιστα λεπτά που κρατά το πλύσιμο του αμαξιού ο Μάϊκλ αποκαθαίρεται από τον παλιό εαυτό του και μεταμορφώνεται όχι απλώς σε πολεμιστή, αλλά σε σαμουράι της εκδίκησης που ξεκινάει για αποστολή αυτοκτονίας…
Θα μπορούσε ποτέ να καρποφορήσει ένας τέτοιος αγώνας; Ένα χελιδόνι δεν φέρνει την άνοιξη κι ένας ήρωας, όσο αποφασισμένος κι αν είναι, δεν μπορεί μονάχος του να νικήσει ένα σύστημα.
Ο κόσμος θα αλλάξει όταν βαρεθούν να τρέχουν οι Μπεντζί:
Ο καταλύτης των ιστορικών αλλαγών, η εργατική τάξη, αποτυπώνεται στην ταινία με το πρόσωπο του μαύρου Μπεντζί, που κρατά έναν μικρό ρόλο. Αθλητικός και επιβλητικός, ιδανικός για αγωνιστική αφίσα, ο Μπεντζί όχι μόνο δεν κατεβαίνει στη μάχη, αλλά τρέχει μακριά από αυτήν: Οι αστυνομικοί απείλησαν τον οχτάχρονο γιο του μέσα στο σχολείο να μην μπλέξει ο πατέρας του με αποκαλύψεις στον τύπο για τα σκάνδαλα της ηγεσίας της αστυνομίας.
Και ο Μπεντζί δεν ρισκάρει άλλο και φεύγει πανικοβλημένος μακριά από μπλεξίματα. Μόνο που, όπου κι αν πάει, απλώνεται η απόλυτη φτώχεια και παραμονεύει η αστυνομία… Δεν είναι τυχαίο πως, σε όλη την ταινία, τα πλάνα που σου πιάνεται η ψυχή, είναι προς τα εκεί που ο Μπεντζί τρέχει να γλυτώσει… Σπάνια έχει αποδοθεί τόσο πειστικά στα κινηματογραφικά καρέ το ότι η απόλυτη δυστοπία για τους ταπεινούς δεν είναι η ήττα και η φτώχεια, αλλά η παραίτηση από τη μάχη…
Έτσι, με δεδομένο το σχήμα «ένας ήρωας κόντρα στον καιρό», η ταινία έδωσε ό,τι καλύτερο μπορούσε να δώσει. Θα βγουν και ακόμη καλύτερες ταινίες και θα ζήσουμε πολύ πιο δυνατές καλλιτεχνικές στιγμές. Αλλά θα χρειαστεί πρώτα, οι εργάτες και οι εργάτριες, να πάψουν να εμπιστεύονται κυρίως τα πόδια τους και να βασιστούν πολύ περισσότερο στα χέρια και στο μυαλό τους.
Γιατί ο κόσμος δεν αλλάζει με μοναχικούς ήρωες. Αλλά ταρακουνιέται συθέμελα, όταν οι Μπεντζί κουραστούν να τρέχουν και ζητήσουν τον λογαριασμό από τους ισχυρούς.