Ένας μονόλογος, ερμηνευμένος από τον Θανάσης Παπαγεωργίου, στο Θέατρο ΣΤΟΑ (Ζωγράφου), με βάση τη ζωή του πατριάρχη του ρεμπέτικου τραγουδιού, Μάρκου Βαμβακάρη. Βασισμένος στις αφηγήσεις του ίδιου, όπως αυτές καταγράφηκαν το 1969, στο βιβλίο της Αγγελικής Βέλλου-Κάϊλ, με τίτλο, «Μάρκος Βαμβακάρης, Αυτοβιογραφία» (εκδ. Παπαζήση, 1978), η Νάνση Τουμπακάρη επέλεξε τα αποσπάσματα που μπήκαν στον μονόλογο.
Ο Βαμβακάρης, με αφοπλιστική ειλικρίνεια διηγείται τη ζωή του. Γεννήθηκε το 1905 στη Σύρα. Από μικρός εργάτης στην πατρίδα του και μετά στον Πειραιά. Εφημεριδοπώλης, λούστρος, χαμάλης, εκδοροσφαγέας, είναι τα επαγγέλματα που έκανε. Και αυτή η ζωή, τελικά, τον καθόρισε. Μάγκας, χασικλής, αλανιάρης και γυναικάς, αλλά και στιχουργός, συνθέτης, τραγουδιστής με ιδιαίτερη αγάπη στο μπουζούκι. Ένας «αριστοκράτης μάγκας που με το έργο του καθόρισε την πορεία του αστικού λαϊκού τραγουδιού…», όπως λέει η Νάνση Τουμπακάρη.
Περιγράφει τα πρώτα του ακούσματα με μπουζούκια και τζουράδες στη Σύρο. Όμως, η μύηση με το μπουζούκι, έγινε το 1924, σε ηλικία 19 ετών. Τόσο τον είχε αιχμαλωτίσει το μπουζούκι, που μέσα σε έξι μήνες είχε γίνει άριστος. Και μάλιστα αυτοδίδακτος. Ο τεκές υπήρξε γι’ αυτόν μοναδικό σχολείο, όπως εξομολογείται. «Εκεί έμαθα να παίζω μπουζούκι. Άκουγα τραγούδια και εκεί έφτιαξα τα πρώτα δικά μου. Με τραβούσε η ζωή της αλητείας και της μαγκιάς. Έτσι γνώρισα τον υπόκοσμο και τις φυλακές». «Ήμουν ένας σωστός μάγκας κι ένας φίνος χασικλής». Όμως, δεν πείραζε κανένα. Ότι ήταν, ήταν για τον εαυτό του και το ντερβισιλίκι του, όπως λέει.
Μέσα στους τεκέδες γνωρίστηκε με τον Γιώργο Μπάτη, τον Ανέστο Δελιά και τον Στράτο Παγιουμτζή και έφτιαξαν την πρώτη κομπανία, τη γνωστή τότε «Τετράς η ξακουστή του Πειραιώς». Από εκεί και μετά αρχίζει η άνοδος. Κυκλοφορεί ο πρώτος δίσκος, «Έπρεπε να ’ρχόσουνα μάγκα μες στον τεκέ μας». Εκτός από τα χασικλίδικα αρχίζει να γράφει και τραγούδια που μιλούσαν για τον έρωτα, τη φτώχεια, τον καημό, την απελπισία, τις δυσκολίες της ζωής. Να ορισμένα: «Αντιλαλούν οι φυλακές», «Η κλωστηρού», «Κάθε βράδυ θα σε περιμένω», «Όσοι έχουνε πολλά λεφτά», «Η Φραγκοσυριανή», «Πάλι τραγούδι θα σου πω», «Τα όμορφα τα γαλανά σου μάτια», «Μαύρα μάτια μαύρα φρύδια», η «Άτακτη», το «Χαϊδάρι» κατά τη διάρκεια της Κατοχής, «Τα δυο σου χέρια πήρανε» (οι γνωστές «βεργούλες») και πολλά άλλα.
Όμως, από το 1954 αρχίζει η παρακμή, όταν αρρώστησε βαριά λόγω αρθρίτιδας. Δεν τον ζήταγαν στα μαγαζιά. Μάλιστα, για ένα διάστημα έπαιζε περιπλανώμενος στους δρόμους, βγάζοντας πιατάκι για να μαζέψει χρήματα, έχοντας μαζί και τον γιό του, που ήταν μικρός, τον Στέλιο. Τότε έγραψε το τραγούδι, «Τι πάθος ατελείωτο που είναι το δικό μου, όλοι να θέλουν τη ζωή και γω το θάνατό μου …». Από το 1960 και μετά άρχισε πάλι να αναγνωρίζεται, με τη βοήθεια του Τσιτσάνη, και την ερμηνεία τραγουδιών του από τον Μπιθικώτση. Επίσης, «Βοήθησαν σ’ αυτό και οι φοιτητές οι οποίοι μου κάνανε μεγάλες εκδηλώσεις».
Το εντυπωσιακό από την αφήγησή του είναι ότι είχε συναίσθηση ότι έκανε άστατη ζωή, την οποία δεν θέλει για τα παιδιά του και γι’ αυτό δεν τους μιλάει γι’ αυτή. «Δεν ήθελα τα παιδιά μου να ξέρουνε το τι ήμουνα». «Εγώ ποτέ δεν έκανα κακό σε κανέναν. Τα μόνα μου εγκλήματα για τα οποία με κυνηγούσε και η αστυνομία, το χασίσι, οι γυναίκες και το μπουζούκι. Αυτά δεν ήταν εγκλήματα». Και επειδή θέλει να ξεθυμάνει και να τα πει, γι’ αυτό στην εισαγωγή της αφήγησής του ζητάει συγνώμη. «Παίρνω το θάρρος να εκθέσω τα αμαρτήματά μου στον κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που εγώ του τραγούδησα τις χαρές του, τις λύπες του, τα πλούτη του, τη φτώχεια του, την ορφάνια του, την ξενιτιά του. Αυτός ο κόσμος θέλω να γίνει ο εξομολόγος μου και πιστεύω ότι όλοι αυτοί για τους οποίους έχω γράψει και γράφω μα και θα γράφω εκατοντάδες τραγούδια, θα με συγχωρέσουν, μια και αυτός είναι ο σκοπός της περιγραφής και εξιστορήσεως της ζωής μου, δηλαδή η συγνώμη και η συγχώρεση. Γι’ αυτό όσοι θα διαβάσετε την ιστορία μου, φίλοι ή ξένοι, γνωστοί ή άγνωστοι, και μάλιστα οι γνωστοί μου, να ’ρθητε να μου σφίξτε το χέρι και να μου πείτε ένα ανοιχτόκαρδο γεια σου. Να μου πείτε πως όλα περάσανε, ότι όλα αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν. Να μου πείτε πως αν ζούσατε την ίδια ζωή με μένα, τα ίδια θα παθαίνατε και τα ίδια θα κάνατε».
Τόσο η αυτοβιογραφία του, όσο και η θεατρική παράσταση, είναι μια συγκλονιστική και θαρραλέα μαρτυρία της εποχής που έζησε αυτός ο αριστοκράτης μάγκας του ρεμπέτικου. Και κάπως έτσι τελειώνει η παράσταση, με το τραγούδι, «Ένας μάγκας στο Βοτανικό».