Παραδοσιακά στη ΔΕΘ, η παρουσίαση των προγραμμάτων των πολιτικών κομμάτων είχε ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Αυτό φέτος ήταν και είναι μεγαλύτερο, γιατί το τυπικό «τέλος» των μνημονίων υποχρεώνει τους πάντες να μιλήσουν για τις προθέσεις τους σχετικά με την «επόμενη μέρα».
Εδώ χρειάζεται μια πρώτη παρατήρηση: το «τέλος» των μνημονίων είναι ένα κοινό ψέμα, αφού το σύνολο των νεοφιλελεύθερων μνημονιακών αντιμεταρρυθμίσεων, η εποπτεία των δανειστών επί της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής θα συνεχιστούν μέχρι το… 2060 και τα θεσμοθετημένα υποχρεωτικά «πλεονάσματα» οδηγούν σε δεκαετίες βάρβαρης λιτότητας. Την αλήθεια αυτή υπογράμμισαν το ΚΚΕ και ο Π. Λαφαζάνης εκ μέρους της ΛΑΕ.
Η αλήθεια αυτή λειτούργησε ως «πλαίσιο», τόσο για τον Αλ. Τσίπρα όσο και για τον Κυρ. Μητσοτάκη. Σε όποια μέτρα κι αν αναφέρθηκαν, φρόντιζαν να υπογραμμίζουν ότι αυτά θα «περπατήσουν» υπό τον όρο της έγκρισης των δανειστών. Αυτό το γεγονός –που ο Αλ. Τσίπρας περιέγραψε γλαφυρά αναλύοντας τις φάσεις έγκρισης του προϋπολογισμού μιας εκλεγμένης κυβέρνησης από τα μη εκλεγμένα «σώματα» της Κομισιόν- αναδεικνύει το σημαντικό ζήτημα λαϊκής κυριαρχίας, το ζήτημα της δημοκρατίας στη λήψη σημαντικών αποφάσεων οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, το ζήτημα που έχει πλέον δημιουργηθεί στα 10 χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης.
Όμως, παρόλα αυτά, το τυπικό «τέλος» των μνημονίων έχει μια πολιτική σημασία: στη δημόσια συζήτηση τα πολιτικά κόμματα εξουσίας οφείλουν περισσότερο να αναλάβουν την «πατρότητα» των προτάσεών τους, να «υιοθετήσουν» τα οικονομικοκοινωνικά προγράμματά τους, να πάψουν να κρύβουν τις προθέσεις τους σχετικά με το μέλλον.
Με αυτήν την έννοια οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις του Αλ. Τσίπρα και του Κυρ. Μητσοτάκη είναι σημαντικές. Αμφότεροι υπήρξαν γενναιόδωροι και συγκεκριμένοι στα ταξίματά τους προς την ντόπια κυρίαρχη τάξη. Προς το «τμήμα του έθνους» που όχι μόνο δεν υπέφερε ανάλογα με τους εργαζόμενους και τις λαϊκές τάξεις στα χρόνια της κρίσης, αλλά αντίθετα επωφελήθηκε από αυτήν: η εντυπωσιακή ανάκαμψη της κερδοφορίας των μεγάλων επιχειρήσεων (σε συνδυασμό με τις αρνητικές επενδύσεις και τη μηδενική αύξηση της παραγωγικότητας) ερμηνεύεται αποκλειστικά από τη συντριβή των μισθών και των εργατικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Προς αυτό το «τμήμα του έθνους», προς τον «κόσμο του επιχειρείν», ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ υποσχέθηκαν γενναία μείωση της φορολόγησης των κερδών, μείωση των εργοδοτικών εισφορών και συνέχεια των νεοφιλελεύθερων μνημονιακών αντιμεταρρυθμίσεων.
Ειδικά ο Αλ. Τσίπρας εξαγγέλοντας την αναδρομική επιστροφή όλων των μνημονιακών περικοπών στους ένστολους και στους δικαστές, ανέδειξε την καθεστωτική πρόθεση αποκατάστασης των ζημιών που υπέστη το σκληρό τμήμα των κρατικών μηχανισμών κατά τη μνημονιακή περίοδο. Ούτε λόγος, βέβαια, για επέκταση αυτής της γενναιοδωρίας προς τους δασκάλους, τις νοσοκόμες, τους «σκουπιδιάρηδες» κ.ο.κ.
Δεν είναι, λοιπόν, ακριβές ότι στα χρόνια της κρίσης «Η Ελλάδα καταστράφηκε… η Ελλάδα θυσιάστηκε… η Ελλάδα συνεχίζει να ξεζουμίζεται…». Τσίπρας και Μητσοτάκης στη ΔΕΘ, μιλώντας για την πολιτική τους στην περίοδο που ακολουθεί το τυπικό «τέλος» των μνημονίων, κήρυξαν την ώρα της ταξικής και πολιτικής μονομέρειας. Και αυτό σημαίνει την υποχρέωση για όλες τις πτέρυγες της ριζοσπαστικής Αριστεράς να παρουσιάσουν τη δική τους εκδοχή για αυτήν τη μονομέρεια, λογοδοτώντας στις ανάγκες του κόσμου μας.
Είναι αλήθεια ότι οι στόχοι που πρέπει να προβάλουμε πρέπει να είναι «μετρημένοι», να καθορίζονται από τη συναίσθηση ότι οφείλουν να διεκδικούν τη συναίνεση πλατιού τμήματος των εργαζομένων, να συνυπολογίζουν τον αρνητικό συσχετισμό πολιτικής δύναμης (με κεντρικό σημείο ότι δεν είμαστε στις παραμονές μιας άλλης, αυθεντικής, κυβέρνησης της Αριστεράς…). Όμως η απαίτηση για άμεση και σαφή κατάργηση του υποκατώτατου μισθού για τους νέους, για άμεση και σαφή αύξηση του κατώτατου μισθού και της κατώτερης σύνταξης, για άμεσα και σαφή μέτρα προστασίας των λαϊκών τάξεων από τη φοροεπιδρομή, για μέτρα προστασίας από την ελαστικότητα, για μέτρα αλληλεγγύης προς τους ανέργους, για διεκδίκηση αύξησης πόρων για τα σχολεία, τα νοσοκομεία και τα ασφαλιστικά ταμεία, είναι στόχοι υπερώριμοι. Το αίτημα της Φ. Γεννηματά για κατάργηση του «χαρατσιού» της Ειδικής Εισφοράς (τάχα μου Κοινωνικής Αλληλεγγύης) δείχνει ότι ακόμα και καθεστωτικές δυνάμεις διαισθάνονται ότι δεν είναι μακριά η «στιγμή» εργατικών και λαϊκών απαιτήσεων για αποκατάσταση των ζημιών που προκάλεσε η μνημονιακή πολιτική στους μισθωτούς και στις λαϊκές τάξεις.
Η ανάδειξη ενός τέτοιου «προγράμματος» ταξικής μονομέρειας ήταν το βασικό ζητούμενο στην παρέμβαση των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς στη φετινή ΔΕΘ. Και η καθυστέρηση να διατυπωθούν απλά και καθαρά αυτοί οι στόχοι, η καθυστέρηση να διατυπωθούν καθαρά οι ταξικές διαχωριστικές γραμμές για την επόμενη περίοδο, οδηγεί αναπόφευκτα σε καθυστέρηση όλων των σχεδίων πολιτικής ανασύνταξης.
Στην κατεύθυνση αυτή συμβάλουν ιδεολογικές παραδόσεις από τη διαδρομή της Αριστεράς που πάντα ήταν αμφιλεγόμενες, αλλά σήμερα λειτουργούν αποπροσανατολιστικά. Μπορούμε να υιοθετήσουμε ως κεντρικό, ως «ταυτοτικό» σύνθημά μας το «Ούτε ΗΠΑ – Ούτε Γερμανία – Εθνική Ανεξαρτησία»; Μα, ένα τέτοιο σύνθημα «ξεδιπλώνει» δίπλα μας ο Ερντογάν και όλοι γνωρίζουμε ότι στο εσωτερικό της χώρας του η κοινωνική ανισότητα και η δυστυχία κλιμακώνονται. Επίσης, όλοι γνωρίζουμε ότι στις σύγχρονες συνθήκες αναπτύσσεται το υβρίδιο μεταξύ νεοφιλελευθερισμού και ακροδεξιάς (τύπου Σαλβίνι, τύπου δεξιού Brexit κλπ) που δημαγωγεί περί «εθνικής ανεξαρτησίας» ενώ υποστηρίζει θερμότατα την συνέχεια των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων.
Ένας άλλος παράγοντας που σπρώχνει προς την υποβάθμιση της ταξικής μονομέρειας, είναι η σύγχυση μεταξύ «ανάπτυξης» και μιας κάποιας φιλολαϊκής «εξόδου από την κρίση». Μα, όλοι γνωρίζουμε ότι η αύξηση της κερδοφορίας των καπιταλιστών στα δύο τελευταία χρόνια, δεν έφερε αύξηση των επενδύσεων, αύξηση της απασχόλησης, αλλά αντίθετα όλο και θρασύτερα αιτήματα «ελαστικοποίησης» των εργατικών δικαιωμάτων. Λοιπόν σύντροφοι, είμαστε υπέρ ή κατά της μείωσης της φορολογίας επί των κερδών των καπιταλιστών που εξάγγειλαν οι Τσίπρας και Μητσοτάκης; Είμαστε υπέρ ή κατά της προτεραιότητας στη μείωση του ΦΠΑ στον «τουρισμό» (των 31 εκατομμυρίων αφίξεων) ή επιμένουμε να θεωρούμε προτεραιότητα τη μείωση του ΦΠΑ στα τρόφιμα και στα είδη πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης;
Όταν μιλάμε για ενίσχυση των «μικρομεσαίων», εννοούμε τους αυταπασχολούμενους που ζουν από την εργασία τους ή τον κόσμο των μεγάλων βιοτεχνών και των εμπόρων, των Επιμελητηρίων και του Μίχαλου, όπου βασιλεύει η νεοφιλελεύθερη αρπακτικότητα σε βάρος των μισθωτών τους; Ανάλογα ζητήματα, αν δεν απαντηθούν καθαρά και σταθερά, θα λειτουργήσουν ως τροχοπέδη στην πολιτική πάλη, συμπεριλαμβανομένων των εκλογικών αναμετρήσεων.
Είναι αλήθεια ότι όλα τα παραπάνω καθήκοντα συνδυάζονται επιτακτικά με τα καθήκοντα της αντιιμπεριαλιστικής-αντιπολεμικής πάλης. Άλλωστε η παρουσία των ΗΠΑ στη ΔΕΘ έβγαζε μάτια. Όμως, ο αναγκαίος αντιαμερικανισμός οφείλει να απαντά στο πραγματικό «πρόγραμμα» των ΗΠΑ, που χέρι-χέρι με τον Τσίπρα, παρουσιάστηκε στη ΔΕΘ: «Άξονας» της Ελλάδας με το Ισραήλ, επέκταση του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, εξοπλισμοί και νέες βάσεις, κοινές «μπίζνες» στα λιμάνια και στην ενέργεια κ.ο.κ. Με αυτήν την έννοια, η σωστή και αναγκαία εναντίωση στη συμφωνία των Πρεσπών οφείλει να επιχειρηματολογείται με κέντρο την απόρριψη της επέκτασης του ΝΑΤΟ στην περιοχή και όχι γιατί «δεν συμβάλει στο να ενισχυθεί η ασφάλεια και να καταπολεμηθούν οι αλυτρωτικές βλέψεις».
Στη γενίκευση της συζήτησης για τα Βαλκάνια είναι ιδιαίτερα θετική η υπόμνηση της παράδοσης του Ρήγα Φεραίου. Της πρώτης («αστικοδημοκρατικής»;) διατύπωσης της ιδέας της διαβαλκανικής ενότητας ως προϋπόθεσης για την ελευθερία, που ο Βελεστινλής περιέγραψε ορμητικά στον Θούριο: «Βουλγάροι κι Αρβανίτες, Αρμένιοι και Ρωμιοί/ Αράπηδες και άσπροι, με μια κοινή ορμή/ για την ελευθερίαν να ζώσωμεν σπαθί/… Μαυροβουνιού καπλάνια, Ολύμπου σταυραητοί/ και Αγράφων τα ξεφτέρια, γεννήστε μια ψυχή/ ανδρείοι Μακεδόνες (σσ: το 1797!) ορμήσατε για μια/ και αίμα των τυράννων, ρουφήξτε σαν θεριά…».
Αργότερα, αυτήν την παράδοση προώθησε η 3η Διεθνής στον καιρό του Λένιν, με τη στρατηγική της Βαλκανικής Σοσιαλιστικής Ομοσπονδίας. Αυτήν την παράδοση που υποδεικνύει τη συνεργασία, φιλία και αλληλεγγύη των λαών της περιοχής ως προϋπόθεση για την απελευθέρωση του καθενός από αυτούς, είναι τουλάχιστον προβληματικό να την συρρικνώνουμε, μιλώντας για «τις μεγάλες παρακαταθήκες του Ρήγα Φεραίου, για Βαλκάνια με ασφαλή και εγγυημένα σύνορα (!!)». Γιατί στο χώρο ενός ευρύτερου «ριζοσπαστισμού» πέραν των οργανωμένων δυνάμεων τις μαρξιστικής Αριστεράς, και κυρίως σε ρεύματα προερχόμενα από τη σοσιαλδημοκρατία, υπάρχουν σήμερα ιδιόμορφες εξελίξεις.
Πρόσφατα στη γερμανική Αριστερά, ένα τμήμα του Die Linke, με επικεφαλής την Σάρα Βάγκενχετ, αποφάσισε να μετατοπιστεί προς την κατεύθυνση των «κλειστών συνόρων», προς την αποστασιοποίηση από τα καθήκοντα αλληλεγγύης στους πρόσφυγες, προς την υιοθέτηση πολιτικών «γερμανικής προτεραιότητας». Η μετατόπιση αυτή προκάλεσε σύγχυση, αντιπαραθέσεις, διαλυτισμό μέσα στις γραμμές του Die Linke και τη χλεύη της ακροδεξιάς.
Κάθε τέτοιο «παιχνίδι», ακόμα και η πιο μικρή υποβάθμιση της κεντρικότητας του αντιρατσισμού και των καθηκόντων μας απέναντι στους πρόσφυγες, έρχεται σε άμεση αντίθεση με το στρατηγικό «όραμα» που υπεράσπισε ο Π. Λαφαζάνης στη ΔΕΘ, υποστηρίζοντας το συνδυασμό «της ρήξης και της αποδέσμευσης από τη νεοφιλελεύθερη, βαθιά αντιδραστική και ολοκληρωτική ΕΕ… με τη στρατηγική ενός νέου νικηφόρου σοσιαλισμού. Του σοσιαλισμού του 21ου αίωνα, ο οποίος τότε μόνο μπορεί να αποδειχθεί νικηφόρος και ιστορικά βιώσιμος, αν στην καρδιά του θα είναι διαποτισμένος από την πιο προωθημένη δημοκρατία και την πιο βαθιά συμμετοχή των πολιτών στις αποφάσεις».
Έτσι είναι. Και αυτό πρέπει να «μεταφράζεται» στις επιλογές, στις ιεραρχήσεις, στις αιχμές που από σήμερα κιόλας επιλέγουμε.
Μόνο έτσι είναι εφικτό να δημιουργηθεί ένα «μέτωπο» που θα μπορεί να συμβάλει στο τεράστιο καθήκον της αντινεοφιλελεύθερης, αντικαπιταλιστικής ανατροπής της βάρβαρης λιτότητας που η μνημονιακή δεκαετία συσσώρευσε πάνω στον κόσμο μας.