Το ΝΑΤΟ 20 χρόνια πριν
Ο «Εύσπλαχνος Ουρανός» άνοιξε στις 24 Μαρτίου του 1999 και έκλεισε μετά από 11 βδομάδες. Ήταν η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση στην Ευρώπη, μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ΝΑΤΟϊκή μηχανή χρησιμοποίησε 1.130 πολεμικά αεροσκάφη, που εκτέλεσαν 2.300 επιδρομές και έριξαν 420.000 βλήματα πάνω στη Σερβία και περιοχές του Κόσοβου. Απ’ αυτά 37.000 ήταν βόμβες διασποράς που χρησιμοποιήθηκαν «κατά λάθος» σε άμαχους πληθυσμούς και πρόσφυγες. Δεκάδες ήταν και τα σημεία στο Κόσοβο και στη Σερβία που έγιναν στόχοι βομβαρδισμού με βόμβες απεμπλουτισμένου ουρανίου. Τα αποτελέσματα της ΝΑΤΟϊκής επιδρομής ήταν χιλιάδες νεκροί και τραυματίες και ολοκληρωτική καταστροφή της υποδομής (γέφυρες, κτίρια, αεροδρόμια, νοσοκομεία κλπ) της Σερβίας.
Το βασικό επιχείρημα για το θεάρεστο αυτό ιμπεριαλιστικό έργο ήταν η «προστασία της αλβανικής μειονότητας στο Κόσοβο από την απειλή της σφαγής από το καθεστώς του Μιλόσεβιτς». Η συμφωνία του Κουμάνοβο εξασφάλισε, υποτίθεται, την αυτονομία του Κόσοβου με την εγγύηση των ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων. Ήταν όμως ταυτόχρονα η γέννηση ενός προτεκτοράτου στο κέντρο των Βαλκανίων.
Υπήρχαν όμως και ευρύτερες συνέπειες της ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Το σχέδιο του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και του ΝΑΤΟ δεν ήταν μόνο ο διαμελισμός της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας σε πολλά μικρά κράτη, εύκολα στον έλεγχο και την επιβουλή. Η τιμωρία με τους αδυσώπητους βομβαρδισμούς λειτουργούσε και σαν παράδειγμα και προειδοποίηση για τα διάφορα μικρά έθνη και κράτη, που διεκδικούσαν και επέμειναν σε μια ανεξάρτητη πορεία. Αλλά η ΝΑΤΟϊκή επίδειξη επισφράγιζε και την εποχή της αμερικανικής ηγεμονίας…
Η Τιτοϊκή Γιουγκοσλαβία
Όμως ο «Εύσπλαχνος Ουρανός» ήταν ένα μόνο επεισόδιο στη γιουγκοσλαβική τραγωδία. Η Γιουγκοσλαβία του Τίτο, μέχρι τη δεκαετία του ’80, ασκούσε μεγάλη γοητεία σε πλατιά κομμάτια της Αριστεράς διεθνώς. Οι παρτιζάνοι του Τίτο είχαν απελευθερώσει τη χώρα από τη ναζιστική κατοχή, μόνοι τους, χωρίς τη βοήθεια του ρωσικού στρατού. Είχαν οικοδομήσει ένα κράτος που, παρά τα διάφορα προβλήματα, είχε λύσει σε κάποιο βαθμό το εθνικό ζήτημα. Ήταν μια ομοσπονδία από έξι κράτη και δύο αυτόνομες επαρχίες σε ισότιμη βάση. Το γιουγκοσλαβικό μοντέλο για τον σοσιαλισμό με αυτοδιαχείριση είχε θεμελιωθεί σαν αντίβαρο στον Στάλιν και το ρωσικό συγκεντρωτισμό στην πολιτική και την οικονομία. Ταυτόχρονα υπήρχε και ένας μικρός χώρος δικαιωμάτων και ελεύθερης έκφρασης, κάτι αδιανόητο για την υπόλοιπη ανατολική Ευρώπη και τη Ρωσία.
Παρ’ όλα αυτά η Γιουγκοσλαβία παρέμενε μια κοινωνία με τεράστιες κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες. Η κυρίαρχη γραφειοκρατική ελίτ απολάμβανε εξοργιστικά προνόμια, όπως και στον υπόλοιπο «υπαρκτό σοσιαλισμό». Το πείραμα της αυτοδιαχείρισης δεν ξεπέρασε ποτέ το συμβολικό επίπεδο και ο έλεγχος και ο σχεδιασμός της παραγωγής δεν ξέφυγε ποτέ από τα χέρια της γραφειοκρατίας. Ακόμη και έτσι όμως, και όσο υπήρχε ανάπτυξη, το γιουγκοσλαβικό μοντέλο φαινόταν ότι λειτουργούσε.
Από το ΔΝΤ στο σφαγείο των εθνικισμών
Η παγκόσμια οικονομική κρίση στα μέσα της δεκαετίας του ’70, που είχε αφετηρία την κρίση πετρελαίου, γονάτισε τη γιουγκοσλαβική οικονομία. Η ανάγκη για μεγάλο δανεισμό οδήγησε το 1982 τη Γιουγκοσλαβία στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η συμφωνία στηριζόταν στην υποχρέωση η γιουγκοσλαβική κυβέρνηση να εφαρμόσει ένα σκληρό πρόγραμμα λιτότητας σε βάρος όχι των προνομίων της γραφειοκρατίας, αλλά των εργαζόμενων τάξεων. Το αποτέλεσμα ήταν κάθετη πτώση του επιπέδου ζωής των απλών ανθρώπων, με τον πληθωρισμό να καλπάζει στο 1.200% το 1989, διάλυση στην κυριολεξία του κοινωνικού κράτους (ιδιαίτερα του τομέα της δημόσιας υγείας) και εκτόξευση της «επίσημης» ανεργίας στο 15%.
Η εργατική απάντηση στην κρίση ήταν ένα τεράστιο κύμα απεργιών που κατέκλυσε τη Γιουγκοσλαβία. Το 1989 οι απεργίες μόνο το πρώτο εξάμηνο ξεπέρασαν το ένα εκατομμύριο απεργούς και έφεραν σε αδιέξοδο το γιουγκοσλαβικό πολιτικό σύστημα.
Σ’ αυτή την περίοδο της όξυνσης της ταξικής πάλης επιστρατεύθηκαν οι διάφοροι εθνικισμοί. Οι ηγέτες Μιλόσεβιτς, Τούτσμαν, Ιζετμπέγκοβιτς κ.ά., που προέρχονταν όλοι από την άρχουσα τάξη της γραφειοκρατίας, οργάνωσαν και καθοδήγησαν την αναβίωση των παλιών εθνικιστικών διαιρέσεων (πριν την ενιαία Γιουγκοσλαβία) και αξιοποίησαν τις ανισότητες στο επίπεδο ζωής μεταξύ των ομόσπονδων δημοκρατιών. Είναι γεγονός ότι ενώ η Σλοβενία και η Κροατία απείχαν λιγότερο από τα ευρωπαϊκά standards, η Μακεδονία και το Κόσοβο ήταν οι πιο φτωχές περιοχές της Ευρώπης.
Όταν όμως ο εθνικισμός έγινε η βάση για τη λύση των κοινωνικών προβλημάτων, τότε το ξέσπασμα των εσωτερικών γιουγκοσλαβικών πολέμων έγινε αναπόφευκτο. Από το 1991 μέχρι το 1999 και τους βομβαρδισμούς του ΝΑΤΟ, τέσσερις πόλεμοι διεξήχθησαν ανάμεσα στις πρώην ομόσπονδες δημοκρατίες της Γιουγκοσλαβίας. Οι στόχοι αυτών των πολέμων δεν ήταν μόνο η κατάκτηση όλο και περισσότερων εδαφών σε βάρος των αντιπάλων, αλλά και η πολιτική σταθεροποίηση των καθεστώτων από τον κίνδυνο της ταξικής πάλης. Το φάρμακο γι’ αυτό ήταν η πλατιά χρήση της εθνοκάθαρσης πάνω στους πληθυσμούς. Το ανθρώπινο κόστος των πολέμων ξεπέρασε τις 200 χιλιάδες νεκρούς και ήταν ανυπολόγιστος ο αριθμός των τραυματιών. Ταυτόχρονα η βαρβαρότητα των εθνικιστών (ιδιαίτερα των Σέρβων και των Κροατών) αποτέλεσε σοκ για όλο τον κόσμο. Ήταν δεκάδες χιλιάδες οι βιασμοί γυναικών, παιδιών και αιχμάλωτων ανδρών, που έγιναν με οργανωμένο επιτελικά τρόπο. Τα δε στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπως της Σρεμπένιτσα, άφησαν ένα ανεξίτηλο στίγμα στην Ευρώπη και τον υποτιθέμενο υψηλό πολιτισμό της.
Το 1999 αυτό που είχε απομείνει από την παλιά ενιαία Γιουγκοσλαβία ήταν τα αγεφύρωτα εθνικιστικά μίση, ο διαμελισμός και ο κατακερματισμός της χώρας. Το χειρότερο όμως από τη «συνεισφορά των εθνικισμών» ήταν ότι άνοιξαν την πόρτα στην ιμπεριαλιστική επέμβαση των ΗΠΑ και του ΝΑΤΟ. Από τότε ο ιμπεριαλισμός δίνει την κατεύθυνση των εξελίξεων στα Βαλκάνια και οι διάφοροι βαλκανικοί «πατριωτισμοί» τρέχουν πίσω από την ουρά του.
Και η Αριστερά;
Το 1999, ο λεγόμενος «υπαρκτός σοσιαλισμός» είχε κλείσει μια δεκαετία από την κατάρρευσή του. Η «πτώση του τείχους του Βερολίνου» είχε συμβολίσει το οριστικό τέλος της σταλινικής μυθολογίας και πλαστογραφίας για τον σοσιαλισμό, που είχε μαγνητίσει και εξαπατήσει δεκάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Ο νεοφιλελευθερισμός και η παγκοσμιοποίηση είχαν επικρατήσει και η Αριστερά βρισκόταν σε κρίση ταυτότητας και αναζητήσεων. Η δεκαετία του ’90 ήταν μια σκοτεινή δεκαετία.
Σ’ αυτό το περιβάλλον της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας και χωρίς στέρεες πεποιθήσεις, η Αριστερά ήρθε αντιμέτωπη με το δράμα της Γιουγκοσλαβίας και διασπάστηκε γρήγορα. Η μία τάση, πλειοψηφικά κυρίαρχη διεθνώς, υιοθέτησε ανενδοίαστα τα επιχειρήματα της ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Η προστασία των μειονοτήτων, τα ανθρώπινα δικαιώματα και τα εγκλήματα του σερβικού εθνικισμού έγιναν η βάση για υποστήριξη της άμεσης επέμβασης του ΝΑΤΟ. Ενώ το σκεπτικό τους συμπλήρωνε η εξαίρεση των εγκλημάτων του κροατικού εθνικισμού, των βομβών διασποράς και του απεμπλουτισμένου ουρανίου.
Η άλλη τάση, της φιλοσέρβικης Αριστεράς, κρατούσε μεν αντιιμπεριαλιστική στάση, αλλά ταυτόχρονα συγκάλυπτε με χοντροκομμένο τρόπο τη δικτατορία του Μιλόσεβιτς και την πολιτική εθνοκάθαρσης που υλοποιούσε. Στην Ελλάδα ιδιαίτερα, αυτή η γραμμή εκφράστηκε ανοιχτά από την άτυπη και τυπική συμμαχία μεγάλου μέρους της Αριστεράς με τους πιο ακραίους και επιθετικούς κύκλους του ελληνικού κράτους και κεφαλαίου. Αυτή η γραμμή ήταν αποτέλεσμα της υπόκλισης της Αριστεράς στις εθνικιστικές πιέσεις.
Στον μικρό ελεύθερο χώρο που απέμεινε, η διεθνιστική Αριστερά κράτησε μια αταλάντευτη στάση αρχών. Είδε σαν κύριο εχθρό για τα κινήματα διεθνώς και για την ειρήνη στα Βαλκάνια την ιμπεριαλιστική επέμβαση. Δεν διάλεξε στρατόπεδο μεταξύ των εθνικιστών εγκληματιών. Προώθησε την αντιπολεμική-αντιιμπεριαλιστική πάλη πάνω στη στρατηγική του ταξικού ανταγωνισμού. Ήταν μια πολύτιμη κληρονομιά που τη χρειαστήκαμε αργότερα μπροστά στα διλήμματα του σχεδίου Ανάν (2004) στην Κύπρο, αλλά και στην αναβίωση του Μακεδονικού με τη Συμφωνία των Πρεσπών (2019). Ήταν η πιο σπουδαία παρακαταθήκη για μια ανεξάρτητη μαχητική Αριστερά. Έτσι κι αλλιώς καμία πολιτική που δεν συγκρούεται με τις εθνικές ολιγαρχίες από τη μια και τον ιμπεριαλισμό από την άλλη, δεν ανοίγει δρόμους προς τα μπροστά.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά