Ένα γειωμένο και απολαυστικά αιχμηρό βιβλίο για τη γυναικεία χειραφέτηση, την ανάγνωση και την ελευθερία του ατόμου σε μια κοινωνία που δεν αντέχει τη διαφορετικότητα.
Σε μια ανώνυμη γειτονιά, μιας ανώνυμης πόλης, σε μια ανώνυμη χώρα, ένα 18χρονο κορίτσι, φανατική, περιπατητική αναγνώστρια μυθιστορημάτων του 19ου αιώνα και αξιόλογη δρομέας, αντιμετωπίζει τα πικρόχολα σχόλια, την απομόνωση και την πολεμική συμπεριφορά μιας κοινωνίας που σπαράσσεται από τον εμφύλιο πόλεμο. Μοναδική της συντροφιά, αν μπορεί κανείς να τους χαρακτηρίσει έτσι, τρεις άνδρες. Τα βράδια, με αυστηρό πρόγραμμα και από κοντά, ο περίπου boyfriend, στη διάρκεια του τρεξίματος ο ημίτρελος με τα μέτρα της γειτονιάς τρίτος γαμπρός, σύζυγος της τρίτης αδερφής της, και από μακριά, που γίνεται πλησιέστερα και επιθετικά πλατωνικά, ο milkman, ηγέτης μιας παραστρατιωτικής ομάδας που δεν σηκώνει και πολλά-πολλά σε οτιδήποτε αφορά τη θέση της γυναίκας στο κλειστοφοβικό και συντηρητικό περιβάλλον με τους προκαθορισμένους ρόλους.
Το κορίτσι προκαλεί τον φθόνο και τη χλεύη - δεν έχει μυαλό να παντρευτεί, δεν έχει νου για τα πολιτικά, δεν ξέρει τί της γίνεται έξω από τις σελίδες των Αδερφών Καραμαζόφ και της Μαντάμ Μποβαρύ. Δεν ανήκει στον τόπο και τον χρόνο. Δεν εντάσσεται στους εθνικιστές. Δεν υποστηρίζει τους ενωτικούς. Τι θέλει και τι κάνει «αυτή» με τη ζωή της, όταν γύρω της, ο κόσμος έχει πάρει στρατιωτική και σεξουαλική φωτιά;
Δεν είναι η μοναδική απροσάρμοστη, η μοναδική τρελή του χωριού. Ο άνδρας που λατρεύουν οι γυναίκες αλλά εκείνος δεν αγαπάει κανέναν και καμιά, ο πραγματικός milkman, με το καμιόνι διανομής, είναι ανύπανδρος και αποσυνάγωγος, μονήρης και κλεισμένος στον γυάλινο πύργο του, αποτραβηγμένος από την εμφύλια διαμάχη, την οποία καταγγέλλει σε κάθε ευκαιρία. Οι μαχητικές φεμινίστριες που εμφανίζονται δειλά-δειλά στην περιοχή και προσπαθούν να ξεπεράσουν το μίσος ανάμεσα στους ενωτικούς και τους εθνικιστές για να συζητήσουν και να επιλύσουν τα προβλήματά τους, σε ένα πολεμοχαρές και ανδροκρατούμενο περιβάλλον, που προετοιμάζεται για να τους δώσει ένα πολύ καλό μάθημα, για να ξέρουν τη «θέση» τους. Διάφορες σκιές, στον δρόμο, τις γωνίες, τα ομιχλώδη από τον καπνό των τσιγάρων μπαρ, ανώνυμοι και περιθωριακοί, σαν δευτεραγωνιστές των πολύπλοκων μυθιστορημάτων του Ντοστογιέφσκι. Πόσες μύγες να αντέξει το καθαρό, το «σωστό» και πάλλευκο γάλα της ανώνυμης γειτονιάς, στην ανώνυμη πόλη, μιας ανώνυμης χώρας, που η κανονικότητα της βίας και τόυ μίσους διαταράσσεται από τις μακρινές βόλτες της 18χρονης αναγνώστριας με το δηλητηριώδες ύφος ειρωνείας και αποστασιοποίησης;
Η υπαινικτικά αυτοβιογραφούμενη Άννα Μπερνς γράφει ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα για τη Βόρεια Ιρλανδία της Ματωμένης Κυριακής και των φλεγόμενων ΄70ς όπου το κορίτσι που θέλει να γίνει αυτεξούσια και χειραφετημένη Γυναίκα περνά συνεχώς από την κρησάρα και τα καυδιανά δίκρανα της γειτονιάς, που δεν αφήνει περιθώρια για παρεκκλίσεις και άλλους δρόμους στη σύντομη, δύσκολη και ναρκοθετημένη ζωή των οδοφραγμάτων και των συγκρούσεων με τον στρατό του νησιού «πέρα από τη θάλασσα». Πόσες μύγες χωρούν σε ένα ποτήρι γάλα ή μήπως το ποτήρι είναι γεμάτο μύγες και η Γυναίκα αποτελεί τη σταγόνα του γάλακτος που δεν μολύνθηκε από τον τοξικό περίγυρο; Πόση ανδροπρέπεια, πόση κυριαρχική, πατριαρχική και βαριά σκιά αντέχει ένας δρόμος, πόσο σπέρμα χύνεται, πίσω από τις λέξεις και τις κουρτίνες, λευκό σαν γάλα, για την απόδειξη του ανώτερου φύλου, κρατώντας το τιμόνι του αυτοκινήτου που κουβαλάει όπλα και σφαίρες; Πόσο αίμα κυκλοφορεί στις φλέβες και κυλάει στους δρόμους, τις νύχτες του πολέμου; Μέχρι το τέλος της διαδρομής, με ένα ζευγάρι αθλητικά παπούτσια.
Το βιβλίο τιμήθηκε, δικαίως με το βραβείο Booker για το 2018 και στην έξοχη και ρέουσα αγγλική γλώσσα του πρωτοτύπου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις, Faber and Faber. Στα ελληνικά, κυκλοφόρησε πριν από λίγο καιρό, σε μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου, από τις εκδόσεις Gutenberg. Και θα είναι ένα από τα βιβλία που θα συζητιούνται για πολλά ακόμη χρόνια.