Μια μικρή αναδρομή στην υγειονομική – και όχι μόνο - ιστορία της ανθρωπότητας και της Ελλάδας και τις «ουρανοκατέβατες» ανακαλύψεις σε έναν - όχι και τόσο γνωστό-άγνωστο πλανήτη, τον δικό μας.
Έχουμε, λέει, να αντιμετωπίσουμε έναν «νέο» ιό. Οτιδήποτε υπάρχει στον πλανήτη Γη, δεν είναι «νέο» - τουλάχιστον έως τη στιγμή να πέσει η ανθρωπότητα πάνω του και να το ανακαλύψει σε συνθήκες όχι και τόσο εύκολες. Η πανδημία του κορωνοϊού πέρα από όλα τα άλλα επαναφέρει στο προσκήνιο την εν πολλοίς άγνωστη υγειονομική ιστορία της ανθρωπότητας – και της Ελλάδας. Τίποτα στον πλανήτη μας, δεν είναι «νέο» τουλάχιστον έως ότου προβληματίσει ή ξαφνιάσει η ανακάλυψη του, τον άνθρωπο, και πολύ περισσότερο τον Ευρωπαίο «πεφτοσυννεφάκια».
Η Αμερική δεν ήταν «νέα», όταν την ανακάλυψε ο Κολόμβος, νομίζοντας, εσφαλμένα, ότι είχε φτάσει στην Ασία και πιο συγκεκριμένα στις Ινδίες για να ανοίξει έναν μονοπωλιακό, θαλάσσιο δρόμο για το ισπανικό εμπόριο μπαχαρικών. Ο πολιτισμός των Ίνκας δεν ήταν «νέος», όταν τον συνέτριψε πολιτικοστρατιωτικά ο Πιθάρο. Το «σπίτι που διασχίζει τον βυθό της θάλασσας», δεν ήταν «νέο» όταν το είδαν ξαφνιασμένοι οι ναύτες του Ντα Γκάμα στον Ινδικό – ο φαλαινοκαρχαρίας ήταν γνωστός πρώτα στους ναύτες του Νέαρχου που διέσχιζαν τον Περσικό Κόλπο ακολουθώντας τις διαταγές του Μεγάλου Αλεξάνδρου και κατόπιν στους Άραβες θαλασσοπόρους τουλάχιστον 400 χρόνια πριν από τις πορτογαλικές εξερευνήσεις και αποικίες. Και σίγουρα όλα τα είδη του καρχαρία έχουν αναπτυχθεί βιολογικά μερικά εκατομμύρια χρόνια προτού εμφανιστεί το οποιοδήποτε θηλαστικό και όχι μόνο ο άνθρωπος.
Τι το «νέο» έχει ο κορωνοϊός; Υποθέτω τίποτα – πέρα από το γεγονός ότι στον σύγχρονο κόσμο (δηλαδή από τον 20ο αιώνα και εδώ) δεν είχε ξανασυναντηθεί μαζί του και δεν είχε αρρωστήσει ξανά εξαιτίας του, πρώτα ο Κινέζος και μετά ο δυτικός άνθρωπος.
Αλλά αυτό, δεν σημαίνει ότι αντιμετωπίζουμε μια «νέα» πανδημία.
Η ιστορία καταρχάς της Κίνας και γενικότερα της ανθρωπότητας είναι και μια ιστορία αναμέτρησης με ασθένειες και ιούς – αν δεν με πιστεύετε, διαβάστε σήμερα κιόλας και σε καθεστώς καραντίνας το έξοχο ιστορικό βιβλίο του ανθρωπολόγου Τζάρεντ Ντάιαμοντ, «Όπλα, μικρόβια και ατσάλι – Οι τύχες των ανθρώπινων κοινωνιών».
Αλλά, δεν είναι και μια ιστορία που θέλουν ή μπορούν να την γνωρίζουν οι περισσότεροι.
Ειδικά στην Κίνα, που αποτελεί και τη χώρα – εφευρέτρια του χαρτιού και της τυπογραφίας κάμποσα χρόνια, προτού γεννηθεί ο Γουτεμβέργιος, η μελέτη της ιστορίας πήγαινε πάντα χέρι – χέρι με την καταστροφή των «ενοχλητικών» τεκμηρίων του παρελθόντος – από τις αιματοβαμμένες εναλλαγές στις διάφορες δυναστείες, την πολυδιάσπαση σε αλληλομισούμενα βασίλεια και φατρίες, την άλλοτε χαλαρή συνομοσπονδία που μεταμορφωνόταν κάτω από το σκήπτρο ενός αυταρχικού αυτοκράτορα σε υπερδύναμη, στην διάρκεια των σκοτεινών χρόνων του «ευρωπαϊκού» Μεσαίωνα, στη Σινική Θάλασσα και τον Ανατολικό Ινδικό, τις αλληλοϋπονομεύσεις των μανδαρίνων ή και τα όχι και τόσο μαοϊκά «άλματα προς τα μπρος», που ενίοτε ήταν άλματα στο κενό και τον σκοταδισμό.
Σε ένα εδάφιο της «Τέχνης του Πολέμου» του κινέζου διπλωμάτη και στοχαστή, Σουν Τζου, διαβάζουμε ότι ένας οξυδερκής στρατηλάτης οφείλει να εκμεταλλεύεται μεταξύ άλλων, «την αρρώστια που μπορεί να χτυπά τον αντίπαλο του και να εξουθενώνει τον στρατό του» - ποια αρρώστια; Τον τύφο, τη χολέρα, την ελονοσία, που μάστιζαν ανέκαθεν και την κινεζική ενδοχώρα ή ενέσκηπταν πάνω στα ερείπια, τα αποκαΐδια και τις ακαθαρσίες της πολεμικής αλληλοκαταστροφής των άλλοτε Δέκα και των άλλοτε πενήντα Βασιλείων;
Στη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου, η Αθήνα υπέφερε από τον περιβόητο λοιμό που περιέγραψαν με φοβερή ψυχραιμία και οξυδέρκεια δυο επιζήσαντες του, ο Θουκυδίδης, που είχε νοσήσει μάλιστα, και ο Ιπποκράτης.
Τι ήταν ο λοιμός; Μια «νέα» ασθένεια για τους αποκλεισμένους στα Μακρά Τείχη, από τις σπαρτιατικές επιδρομές, , 64.000 Αθηναίους και μέτοικους. Τι είδους ασθένεια; Ακόμη και σήμερα, η τυπολογία των συμπτωμάτων – διαφορετικά συμπτώματα σε διαφορετικούς ανθρώπους, διαφορετική ένταση σε διαφορετικές μαρτυρίες - κινείται μεταξύ εκείνων της πανούκλας, της χολέρας και του τύφου. Η περίπτωση της πανούκλας είναι η πιθανότερη, καθώς η «νέα» και θανατηφόρος ασθένεια για τους Αθηναίους ήταν πολύ γνωστή στις αποικίες της Μαύρης Θάλασσας, από όπου η θαλασσοκράτειρα δημοκρατία εισήγαγε κολοσσιαίες ποσότητες σιταριού για να θρέψει τον πληθυσμό της και επομένως έφερνε μαζί και τους αρουραίους στα αμπάρια των πλοίων, που ήταν φορείς της βουβωνικής πανώλης – στον Μεσαίωνα, ήταν ο μαύρος θάνατος από τις ίδιες ακριβώς εμπορικές οδούς και τα ίδια περίπου σημεία του χάρτη. Αλλά, 64.000 στοιβαγμένοι σε μια πόλη μόλις 38.000 μόνιμων κατοίκων, σε μια περίοδο πλήρους ανυπαρξίας αποχετευτικών δικτύων και στοιχειώδους, υγειονομικής φροντίδας, υποσιτισμένοι, βρώμικοι, εν πολλοίς εγκαταλειμμένοι και εκνευρισμένοι από τις διαδοχικές πολιορκίες αποτελούσαν σίγουρα από μόνοι τους, ικανή «ωρολογιακή» βόμβα για το ξέσπασμα μιας επιδημίας.
Ο Θουκυδίδης υπονοεί σαφώς στην ανυπέρβλητη Ιστορία του, ότι οι Αθηναίοι έχασαν τον πόλεμο όχι στη Σικελία και τον Ασσίναρο ποταμό, αλλά στον λοιμό. Και όχι επειδή το διασημότερο θύμα της ασθένειας ήταν ο ίδιος ο Περικλής, αλλά γιατί περίπου 6.000 εύρωστοι, ικανοί και εμπειροπόλεμοι Αθηναίοι πολίτες και επομένως οπλίτες πέθαναν στη διάρκεια της. Ένα ξεχωριστό μάθημα και υγειονομικής ιστορίας για το πώς οι ασθένειες μπορούν να αλλάξουν τον ρου της ιστορίας και των γεγονότων.
Ακόμη και η στανική εμμονή και επιλογή του Αλκιβιάδη να στρέψει το ιμπεριαλιστικό ενδιαφέρον της Αθήνας και του δήμου της, προς τη Σικελία πρέπει να κοιταχθεί μέσα από το πρίσμα του λοιμού – η Αθήνα, πέρα από τις φιλοδοξίες του νεαρού πολιτικού, χρειαζόταν μια «απεξάρτηση» από το σιτάρι της Μαύρης Θάλασσας, που είχε φέρει και τον λοιμό, και νέους προμηθευτές και αποικίες στο νησί με τους μεγαλύτερους σιτοβολώνες της κλασικής εποχής, τους οποίους ήλεγχαν προνομιακά οι Συρακούσιοι.
Ας μην ξεχνάμε επίσης ότι στον λοιμό, «χρωστάει» η ανθρωπότητα ένα από τα θεμελιώδη αριστουργήματα της παγκόσμιας θεατρικής δραματουργίας – αναφέρομαι, φυσικά, στην τραγωδία του Σοφοκλή, «Οιδίπους Τύραννος», την οποία οι, κατά πλειοψηφία, ηλίθιοι και στείροι Έλληνες φιλόλογοι του κρατικού ή ιδιωτικού σχολειού (sic) δεν την αναλύουν ως κατεξοχήν ιστορική τραγωδία. Ένα από τα πολλά, κακώς κείμενα της ελλαδικής εκπαίδευσης και παιδείας.
Ας αλλάξουμε εποχή και… αρρωστημένο κλίμα.
Στα ημερολόγια του ισπανού ιεραποστόλου και ιερέα, Μπαρτολομέου ντε Λας Κάσας, διαβάζουμε για τα βασανιστήρια και τις μαζικές θανατώσεις ιθαγενών από τους κονκισταδόρες, που επιζητούσαν τη λεηλασία της αμερικανικής γης και των ορυχείων ασημιού στο Ποτοσί. Αλλά μαθαίνουμε και για τις μαζικές επιδημίες ιλαράς, ευλογιάς και τερηδόνας, ασθένειες «νέες» για τους προκολομβιανούς πολιτισμούς, αλλά πολύ γνωστές στους Ευρωπαίους κατακτητές που είχαν αποκτήσει αντισώματα και έβλεπαν και με κάποια μακάβρια ηδονή, τα θύματα τους να πεθαίνουν με φρικτούς πόνους από τις ασθένειες και το ισπανικό μαστίγιο στο όνομα του στέμματος της Καστίλης και των Αψβούργων.
Το 1917, οι ΗΠΑ κήρυξαν τον πόλεμο στις Κεντρικές Δυνάμεις και συντάχτηκαν με την Αντάντ. Στο όνομα του μπάρμπα Σαμ, επιστρατεύτηκαν χιλιάδες νέοι από τις μεσοδυτικές πολιτείες, πάρα πολλοί ήταν αμούστακα αγόρια, αγρότες οι περισσότεροι. Οι μεραρχίες της Οκλαχόμα κουβάλησαν μαζί τους, στα χαρακώματα του Δυτικού Μετώπου, έναν «νέο» ιό, μια «νέα» ασθένεια, η οποία προερχόταν από τα γουρούνια των χοιροτροφείων, με τα οποία οι επιστρατευμένοι κτηνοτρόφοι βρίσκονταν σε καθημερινή επαφή μέχρι να φορέσουν τη στρατιωτική στολή. Οι περισσότεροι Αμερικανοί είχαν αντισώματα και επομένως ελάχιστα θύματα, μόλις η επιδημία ξέσπασε πρώτα ανάμεσα στους στρατευμένους, μέσα στις λάσπες και τις βρωμιές, τη σαπίλα και την πτωματική ατμόσφαιρα του πολέμου (ό,τι έπρεπε για να «ξυπνήσει» ο ιός) – ήταν η επιδημία της… ισπανικής γρίπης που κάπως κάλπικα χρεώθηκε στους άμοιρους τους Ισπανούς. Για δυο χρόνια περίπου, η «ισπανική» γρίπη σκότωσε εκατομμύρια ανθρώπους και χιλιάδες άλλους ακόμη στις περιόδους έξαρσης της που ακολούθησαν έως το 1926. Ήταν, και αυτή, μια «νέα» ασθένεια, τουλάχιστον για τους Ευρωπαίους.
Το φθινόπωρο του 1922, η Αθήνα της μικρασιατικής καταστροφής και της παντελούς έλλειψης αποχετευτικού δικτύου, υπέφερε από μια επιδημία τύφου, η οποία ξέσπασε στις αρχές Οκτωβρίου. Οι μοναρχικές εφημερίδες σε μια κατάσταση εξαλλοσύνης λόγω και της εξελισσόμενης Δίκης των Έξι, χρέωσαν τον τύφο (σε ποιους άλλους!;) τους «τουρκόσπορους» και «γιαουρτοβαφτισμένους» πρόσφυγες που έκλιναν πολιτικά στον βενιζελισμό και είχαν φέρει, λέει, το «κακό» από τη Σμύρνη.
Παραμονές της απόφασης του Έκτακτου Στρατοδικείου που δικάζει τους Έξι κατηγορούμενους του κωνσταντινισμού, ο αρχηγός της Ηνωμένης Αντιπολίτευσης, υπουργός Πολέμου και για σύντομο διάστημα πρωθυπουργός της Μικρασίας, Δημήτριος Γούναρης πέφτει κλινήρης λόγω της ασθένειας και του υψηλού πυρετού. Έξω από το σπίτι του, στην οδό Ασκληπιού, εκεί που σήμερα βρίσκεται γνωστό βιβλιοπωλείο της Αθήνας, έχουν σχηματιστεί ρυάκια από τα ούρα, τα μπουγαδόνερα, τις ακαθαρσίες και τα προϊόντα αφόδευσης των «αυθαίρετων» συνοικιών της λεγόμενης Νεάπολης.
Όταν ανακοινώνεται η θανατική ποινή, στρατιώτες πιστοί στη επανάσταση του Πλαστήρα, σπεύδουν στο σπίτι του Γούναρη και τον σηκώνουν εμπύρετο από το κρεβάτι για να τον οδηγήσουν στον προαύλιο χώρο του σημερινού νοσοκομείου «Σωτηρία», στο Γουδί, όπου θα εκτελεστεί με τους άλλους πέντε. Ο Γούναρης δεν μπορεί στην κυριολεξία να σταθεί όρθιος από τον πυρετό. «Το παλτό μου», ψελλίζει στους στρατιώτες. Όταν ακούγεται το «πυρ!» του αποσπάσματος, ο Γούναρης, που τρέμει ολόκληρος, θα υποβαστάζεται από τον Στράτο για να δεχθεί τις σφαίρες της εκτέλεσης.
Λίγα χρόνια μετά, στη διάρκεια της «μεγάλης τετραετίας» του Βενιζέλου, ξεσπά μία ακόμη στις πολλές επιδημίες ελονοσίας στην Αττική και τη Θεσσαλία. Η κυβέρνηση προμηθεύεται μεγάλες ποσότητες κινίνης (κινίνου), όμως σύντομα ξεσπά σκάνδαλο – ο διευθυντής της Υγειονομικής Υπηρεσίας του υπουργείου Πρόνοιας, Γαλανόπουλος έχει υπεξαιρέσει και καταχραστεί προς το συμφέρον του, πάνω από 150.000 χάπια και περίπου 1.000.000 δραχμές της εποχής (τεράστιοι αριθμοί). Το σκάνδαλο δυναμιτίζει την κυβέρνηση Βενιζέλου και η κοινή γνώμη απαιτεί την καρατόμηση και την παραδειγματική τιμωρία του Γαλανόπουλου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, ο μέγας… ιδιώνυμος εθνάρχης ανθίσταται με το ιστορικό : «Ο εν λόγω κύριος είναι πολιτικός φίλος μου και σίγουρα εντιμότατος!».
Αυτό ήταν – το παρατσούκλι που ακολουθεί έκτοτε το κόμμα των Φιλελευθέρων και την κυβέρνηση Βενιζέλου είναι το «οι κύριοι εντιμότατοι»…
Το 1937, τέλος, η δικτατορία του Μεταξά κάνει… επανεκκίνηση στο πρόγραμμα καταπολέμησης της ελονοσίας και του τύφου που ανά περιόδους ταλαιπωρούν την Αθήνα, με έναν κάπως, πρωτότυπο τρόπο – ο δικτάτορας αποφασίζει να μπαζώσει (ή κατά την έκφραση του, να… θάψει) τον Ιλισσό ποταμό, πιστεύοντας εσφαλμένα ότι έτσι θα αντισταθμίσει τα έργα ύδρευσης της ΟΥΛΕΝ που καρκινοβατούσαν λόγω έλλειψης κονδυλίων και την περιορισμένη επέκταση του αποχετευτικού δικτύου της Περιοχής Πρωτευούσης, που επίσης έχει υπονομευτεί λόγω εργολαβικών ατασθαλιών (αθάνατη Ελλάδα!). Το… θάψιμο του Ιλισσού ήταν ό,τι έπρεπε για να αποπροσανατολιστεί το αθηναϊκό κοινό.
Ο Ιλισσός όντως «θάφτηκε» από τον Μεταξά – και σήμερα έχει μετατραπεί στο μεγαλύτερο τμήμα του, στη λεωφόρο Βασιλέως Κωνσταντίνου - και η Αθήνα σίγουρα δεν απαλλάχτηκε από την ελονοσία (επιδημίες θα υπάρχουν και το 1939 και το 1940). Όμως, έχασε ένα από τα ομορφότερα και αρχαιότερα ποτάμια της. Έχασε τον Τίβερη, τον Σηκουάνα και τον Τάμεση της. Και ένα κομμάτι από την ιστορία της, λόγω της εντελώς εσφαλμένης ανάγνωσης της καταπολέμησης των (νέων ή παλιών) ασθενειών από τους εκάστοτε κυβερνώντες της.
Αυτά, και ας ξεφύγαμε λιγάκι από τη «νεότητα» του κορωνοϊού – ας έχετε να διαβάζετε και κάτι στην περίοδο της καραντίνας ελέω Μητσοτάκη, διάλυσης δημόσιας υγείας, ΠΟΥ και λοιπών κηρύκων και ιπποτών στην… αρρωστημένη αποκάλυψη του καιρού μας.