Στο πεδίο των διαπιστώσεων σχετικά με την τρέχουσα κρίση, η οποία να μην ξεχνάμε ότι είναι και κρίση της εργασίας (υψηλή ανεργία, χαμηλοί μισθοί, φτώχεια, χαμηλή συμμετοχή των μισθωτών στα συνδικάτα κλπ.), σε γενικές γραμμές δεν υπάρχουν πολλά καινοτόμα στοιχεία να εισφέρει κανείς. Αφενός έχουμε μια νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση, η οποία με πρόσχημα την πανδημία λαμβάνει έκτακτα και ειδικά μέτρα λόγω της οικονομικής ύφεσης, με περαιτέρω απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, αφετέρου δεν υπάρχει καμία ουσιαστική πίεση από τα αριστερά ή/και από τα κάτω.

Μοιραία, και ως ένα βαθμό δικαιολογημένα, η συζήτηση περιορίζεται στο ύψος και στα ποσοστά κρατικής ενίσχυσης και ελαφρύνσεων του εργατικού εισοδήματος και των επιχειρήσεων. Όμως, ένα διεκδικητικό πλαίσιο για τις εργαζόμενες τάξεις, στη σημερινή συγκυρία, πρέπει να υπερβεί τα όσα ξέραμε μέχρι τώρα, για τρεις βασικούς λόγους: ο πρώτος γιατί η χώρα επί της ουσίας εξακολουθεί να είναι σε Μνημόνια, ο δεύτερος επειδή το παραγωγικό μοντέλο θα γεννά διαρκώς Μνημόνια και καταστροφές/απορρυθμίσεις της αγοράς εργασίας σε κάθε κρίση (οικονομική, περιβαλλοντική, πανδημίας, πολεμικής σύρραξης, προσφυγική κ.λπ.), και ο τρίτος και κυριότερος διότι η εργατική τάξη στερείται αξιόπιστων πολιτικών και συνδικαλιστικών εκπροσωπήσεων και υποστήριξης των όποιων επιμέρους αιτημάτων σε κεντρικό επίπεδο (Α. Καψάλης).

Αν δεχτούμε ότι έτσι έχουν τα πράγματα, τότε η προτεραιότητα θα πρέπει να είναι η επεξεργασία ενός συνδικαλιστικού προγράμματος ανασυγκρότησης τόσο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής όσο και των μορφών συσπείρωσης και εκπροσώπησης των εργαζομένων με στόχο την αντεπίθεση απέναντι στην σύγχρονη επέλαση του κεφαλαίου. Με βάση, λοιπόν, τα προαναφερθέντα, θα επιχειρήσουμε να θέσουμε ορισμένα θέματα για προβληματισμό:

1. Διαπραγματευτική ισχύς των εργαζομένων. Είναι η πηγή του προβλήματος και της αδυναμίας του εργατικού κινήματος απέναντι στο κεφάλαιο και το κράτος, μαζί με την γραφειοκρατικοποίηση και την έλλειψη σωματειακών δομών. Θεωρητικά σε κάποιους κλάδους υψηλής ειδίκευσης ή εκεί που υπάρχει δυνατότητα lock down (π.χ. ενέργεια, τράπεζες), η διαπραγματευτική ικανότητα εξακολουθεί να υπάρχει. Όμως, σε μια σειρά άλλους κλάδους, και ιδιαίτερα με την εισαγωγή της τηλεργασίας σε μεγάλη κλίμακα, η διαπραγματευτική ικανότητα θα επιδεινωθεί περαιτέρω.

2. Εργατική αδρανοποίηση. Παρ’ ότι επήλθε εξαιτίας των αυταρχικών μέτρων λιτότητας και της ήττας των εργατικών αγώνων, εντούτοις ήταν το συνδυαστικό αποτέλεσμα και άλλων παραγόντων, όπως η συναινετική λογική των συνδικάτων και των εργαζομένων, πριν από τα Μνημόνια, αλλά και των χρόνιων παθογενειών του συνδικαλιστικού κινήματος (οργανωτικός κατακερματισμός, πληθώρα συνδικάτων, παραταξιοποίηση, γραφειοκρατία, συντεχνιασμός, έλλειψη οικονομικής αυτοτέλειας, ενσωμάτωση στους θεσμούς του κράτους, έλλειψη κουλτούρας αλληλεγγύης, πολλαπλοί διαχωρισμοί στο εσωτερικό της εργατικής τάξης, άμβλυνση της ταξικής συνείδησης, κτλ). Αν αυτά συνδυαστούν και με άλλα ζητήματα, που τα συνδικάτα έχουν την τάση να υποβαθμίζουν, τα οποία όμως έχουν άμεση σχέση με τους όρους ύπαρξης του κόσμου της εργασίας, όπως είναι οι επιπτώσεις των ευελιξιών στην συνείδηση των εργαζομένων, το εργασιακό άγχος, οι ψυχοκοινωνικές επιπτώσεις της ανεργίας, τα περιβαλλοντικά προβλήματα, η ελλιπής σχέση των συνδικάτων με τις δομές αλληλεγγύης κλπ., τότε συντίθεται το τοπίο που αναδεικνύει τις αιτίες της μακρόσυρτης κρίσης τους.

3. Παραβατικότητα στην αγορά εργασίας και ταξική συνείδηση. Όπως καταγράφεται και σε σχετική μελέτη του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ για τον τουρισμό (Α. Καψάλης), πολλές φορές οι εργαζόμενοι συναινούν σε πλείστες μορφές παραβατικότητας (αδήλωτη εργασία, αμοιβή στο χέρι, κλπ), τόσο για λόγους επιβίωσης, αλλά επιπλέον και γιατί ιδεολογικά/συνειδησιακά ο πυλώνας της κοινωνικής πολιτικής και της κοινωνικής ασφάλισης), δηλαδή η αλληλεγγύη έχει απαξιωθεί στα μάτια των εργαζομένων (όπως και η προοπτική για μια αξιοπρεπή σύνταξη). Επιπλέον, η έλλειψη ιστορικής μνήμης και συλλογικής ταυτότητας, ιδιαίτερα στην νέα γενιά, ο ανταγωνισμός (αντί της αλληλεγγύης), η κολακεία προς τους ανωτέρους για την απόσπαση της εύνοιάς τους, η συκοφαντία, ο καριερισμός και η έκπτωση των αξιών, έχουν φυσικοποιηθεί και έπαψαν να θεωρούνται απεχθή και ταξική μειοδοσία. Συνεπώς, μόνο η επανα-νοηματοδότηση των εργατικών οραμάτων και των συλλογικών αξιών μπορεί να συμβάλλει στο χτίσιμο μιας νέας κουλτούρας ενότητας και αλληλεγγύης μεταξύ του κόσμου της εργασίας, και είναι προϋπόθεση για την επανεκκίνηση μιας διαδικασίας ενεργοποίησης των ταξικών αντανακλαστικών.

4. Τα μέσα διεκδίκησης των εργαζομένων. Η απεργία εξακολουθεί να είναι το αποτελεσματικότερο όπλο. Εντούτοις, χρειάζεται να ανακαλυφθούν και νέοι τρόποι δράσης, για να προωθούν οι εργαζόμενοι τα αιτήματά τους, και το κυριότερο να απολαμβάνουν την κοινωνική αλληλεγγύη και συναίνεση. Ως ένα παράδειγμα, αναφέρουμε τις απεργίες ή στάσεις εργασίας στις συγκοινωνίες, οι οποίες θίγουν, κυρίως, τους άλλους εργαζόμενους. Μία συμπληρωματική δράση θα μπορούσε να είναι η εξής: οι εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες θα μπορούσαν αντί του ελέγχου των εισιτηρίων να ενημερώνουν το επιβατικό κοινό για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος τους και ποια είναι τα αιτήματά τους. Έτσι, σε πρώτη φάση και μ’ αυτό τον τρόπο θα κερδηθεί η συμπάθεια της κοινής γνώμης, θα αποκατασταθεί η κοινωνική αλληλεγγύη και θα φανεί ο κοινωνικός χαρακτήρας των συγκοινωνιών, ούτως ώστε όταν μετά θα περάσουν σε απεργιακές δράσεις θα έχουν με το μέρος τους ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Ένα άλλο επίσης αποτελεσματικό όπλο, το οποίο δεν πολυχρησιμοποιείται είναι η δύναμη να πλήξεις την φήμη/πελατεία μιας εταιρείας μέσω μποϋκοταζ, πόσο μάλλον που για κάποιες από αυτές η καλή φήμη είναι το σημαντικότερο πλεονέκτημά τους.

5. Επινόηση και λειτουργία νέων θεσμών εργατικής συμμετοχής: Θα πρέπει να είναι βασικός στόχος για την επαναθεμελίωση του ρόλου των συνδικάτων ή/και νέων εργατικών ενώσεων. Ο ανύπαρκτος στην Ελλάδα κοινωνικός διάλογος και η επί της ουσίας κατηργημένη συλλογική διαπραγμάτευση, μόνο με κινηματικά πλέον μέσα μπορεί να αποκατασταθεί και πρωταρχικά σε κλάδους με μαζική συγκέντρωση εργαζομένων.

6. Περιεχόμενο διεκδικήσεων. Εκτός από τα γνωστά αιτήματα είναι σημαντικό να ανοίξει η κουβέντα για τον κοινωνικό ρόλο της εργασίας και ειδικά για την εργασία που σχετίζεται με τον τομέα κοινωνικής αναπαραγωγής (υγεία, εκπαίδευση, φροντίδα, εργασίες καθαρισμού, κλπ.). Σε αυτό το σημείο βέβαια μπαίνει και η κουβέντα που έχει ανοίξει για τις «άχρηστες» εργασίες.

Η κήρυξη του πολέμου από τις δυνάμεις του κεφαλαίου έχει γίνει εδώ και καιρό. Το ερώτημα, συνεπώς, είναι αν και με ποια προετοιμασία θα πάνε οι δυνάμεις της εργασίας σε αυτόν. Άρα, ποιο μπορεί να είναι το βασικό συνδικαλιστικό υποκείμενο και ποια τα αιτήματα που θα εκφέρει; Ίσως, θα πρέπει καταρχήν να βρεθεί ποιος είναι ο κλάδος αιχμής αυτής της περιόδου, ο οποίος μπορεί να δώσει τον τόνο στους συνδικαλιστικούς αγώνες, εμπνέοντας ταυτόχρονα το αίσθημα της αλληλεγγύης. Η ιστορία έχει δείξει ότι κάπως έτσι κινήθηκε η εργατική τάξη στην Ελλάδα (καπνεργάτες στο Μεσοπόλεμο, οικοδόμοι στα πέτρινα χρόνια 1950-67, βιομηχανικοί εργάτες και οικοδόμοι στην Μεταπολίτευση 1974-1990). Σήμερα, κατά πως φαίνεται, ο κλάδος αιχμής είναι αυτός της υγείας, και προς τα εκεί χρειάζεται να επικεντρωθούν οι δυνάμεις.

 Υ.Γ.: Θα ήθελα να ευχαριστήσω τον Α. Καψάλη για την πολύτιμη βοήθειά του στη συγγραφή του εν λόγω κειμένου.

(*) Ο Δ. Κατσορίδας είναι Επιστημονικός Συνεργάτης του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ. Το εν λόγω άρθρο είναι αναδημοσίευση από την Εφημερίδα των Συντακτών, 11-8-2020.

Ετικέτες