Μιλούν στην «Εργατική Αριστερά» και το Rp γιατροί-συνδικαλιστικά στελέχη
Η δεύτερη φάση της μάχης με τον κορωνοϊό βρίσκει τη δημόσια υγεία σε κατάσταση καλύτερη ή χειρότερη με την πρώτη; Αυτό το ερώτημα όσο η μάχη με τον κορωνοϊό φουντώνει θα απασχολεί πολύ κόσμο.
Το τέλος της σκληρής καραντίνας στις αρχές του περασμένου Μάη έδινε την αίσθηση ότι η δημόσια υγεία άντεξε. Μπόρεσε να αποφύγει τουλάχιστον καταστάσεις που ήταν τραγικές και που έζησαν λαοί άλλων χωρών της ΕΕ, όπως η Ισπανία, η Ιταλία κ.ά.
Ο βασικότερος λόγος αυτής της αντοχής του δημόσιου συστήματος υγείας όπως είχαμε επισημάνει και τότε, ήταν εκτός από τη σκληρή καραντίνα και ο φόβος του κόσμου για το τι θα αντιμετώπιζε αν κολλούσε τον ιό. Γιατί ο κόσμος ήξερε ότι εδώ και χρόνια οι κυβερνήσεις είχαν διαλύσει σε μεγάλο βαθμό τη δημόσια υγεία και η σωτηρία του θα εξαρτιόταν μόνο από τις ικανότητες και τις αντοχές του προσωπικού που στελεχώνει τα δημόσια νοσοκομεία.
Μάλιστα η υπεύθυνη στάση της πλειοψηφίας του κόσμου φάνηκε και από το ρυθμό των κρουσμάτων το καλοκαίρι. Μέχρι και τις 15 Ιούλη τα κρούσματα ήταν πολύ λίγα. Από τις 15 Ιούλη μέχρι και σήμερα τα κρούσματα υπερπολλαπλασιάστηκαν στα μεγάλα αστικά κέντρα - Αθήνα και Θεσσαλονίκη- αλλά κυρίως σε τουριστικούς προορισμούς. Όπως χαρακτηριστικά μας είπε ο πρόεδρος της Ένωσης Νοσοκομειακών Γιατρών Ζακύνθου, Νίκος Ποταμίτης, «τα κρούσματα στο νησί ως τις 15 Ιουλίου ήταν μόλις 6. Στις 31 Αυγούστου είναι 30 και κύρια αιτία είναι η ανεξέλεγκτη ροή τουριστών από χώρες όπου ο ιός είχε παρουσιάσει μεγάλη έξαρση (Αγγλία, Ιταλία, Γαλλία κ.λπ.). Δεν υπήρχε σχεδόν κανένας έλεγχος και οι περισσότεροι έρχονταν στοιβαγμένοι σε τσάρτερ. Η κυβέρνηση, για να υπάρξουν μεγάλα κέρδη στους επιχειρηματίες του τουρισμού και των αεροπορικών εταιρειών, έκανε έγκλημα σε βάρος της δημόσιας υγείας, απελευθερώνοντας τις πτήσεις από τις 15 Ιούλη κι έπειτα. Κι όλα αυτά χωρίς να μας καλύπτουν σε προσωπικό. Στην τελευταία προκήρυξη για επικουρικούς γιατρούς με 12μηνες συμβάσεις στο νοσοκομείο της Ζακύνθου, προβλέπονταν 9 θέσεις. Ενδιαφέρον παρουσιάστηκε για 3 και αυτοί δεν έχουν προσληφθεί ακόμη, ενώ 2 συνάδελφοι είναι αυτοί τη στιγμή σε καραντίνα και δεν μπορούν να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους».
Η διασπορά γίνεται ανεξέλεγκτη και η κυβέρνηση δεν έχει πάρει κανένα ουσιαστικό μέτρο για να μπορέσουν τα δημόσια νοσοκομεία να αντέξουν αυτό το δεύτερο μεγαλύτερο κύμα κρουσμάτων. Η Δέσποινα Τοσονίδου, μέλος της Εκτελεστικής Γραμματείας της ΟΕΝΓΕ (Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας) και πρόεδρος του Σωματείου Εργαζομένων στο Γενικό Νοσοκομείο Ασκληπιείο Βούλας μας είπε: «Τα νοσοκομεία παραμένουν εξίσου υποστελεχωμένα όπως και κατά τη διάρκεια της σκληρής καραντίνας που ήταν πιο ελεγχόμενη η κατάσταση. Η κυβέρνηση μιλάει για 6.000 προσλήψεις που όμως και δεν έχουν ολοκληρωθεί και αφορούν προσωπικό επικουρικό με συμβάσεις (12μηνες για τους γιατρούς και 24μηνο για το λοιπό προσωπικό). Και ακόμη και με αυτές υπάρχουν 25.000 οργανικά κενά στα νοσοκομεία και 5.000 κενά γιατρών με ειδίκευση. Το νοσηλευτικό προσωπικό έχει κατά μέσο όρο 50-60 οφειλόμενα ρεπό. Ακόμη και σε ειδικότητες γιατρών όπου φαίνεται να υπάρχει προσωπικό, οι ηλικίες των συναδέλφων ξεπερνούν τα 50 και 60 έτη κατά πλειοψηφία. Αυτό σημαίνει ότι το προσωπικό στα δημόσια νοσοκομεία, παρότι περνώντας την πρώτη φάση της μάχης με την Covid-19 δείχνει να μην είναι σε πανικό, είναι όμως πλήρως εξουθενωμένο».
«Δεν είναι τυχαίο», συνεχίζει η Δ. Τοσονίδου, «αυτό που συμβαίνει σε νοσοκομεία της επαρχίας: Στην Καλαμάτα η Γενική Συνέλευση των εργαζομένων αποφάσισε ότι το νοσοκομείο δεν μπορεί να είναι κέντρο αναφοράς για τον κορωνοϊό, καθώς υπάρχουν κρίσιμα κενά σε σχετικές ειδικότητες γιατρών».
Και οι δύο συνομιλητές μας συμφώνησαν επίσης ότι δεν υπήρξε ενίσχυση ούτε καν σε ζητήματα απολύτως απαραίτητα για να αντιμετωπίσεις την Covid-19. Ο Ν. Ποταμίτης υπογράμμισε το ζήτημα με την έλλειψη αναπνευστήρων σε πολλά νοσοκομεία ιδιαίτερα της Περιφέρειας αλλά και στην Αττική. Ενώ η Δ. Τοσονίδου υπογράμμισε τη σημασία της έλλειψης μοριακών αναλυτών με αποτέλεσμα να υπάρχει κρίσιμη καθυστέρηση στις απαντήσεις των τεστ. Ειδικά για το προσωπικό των νοσοκομείων που γύρισε από άδεια τον Αύγουστο, «τα τεστ έκαναν να βγουν για τους συναδέλφους στο Ασκληπιείο 4-5 μέρες και έκαναν βάρδιες υποχρεωτικά χωρίς να γνωρίζουν αν έχουν προσβληθεί ή όχι από τον ιό». Αντίστοιχες εικόνες υπάρχουν και από το Θριάσιο νοσοκομείο κ.α., ενώ πολύ μεγάλο είναι και το ζήτημα του τι θα γίνεται με όσους υγειονομικούς προσβληθούν από τον ιό ή με όσους μπουν σε προσωρινή καραντίνα. Θα υπάρχουν δομές για να τους φιλοξενήσουν ειδικά αν συζούν με ευπαθείς ομάδες στα δικά τους σπίτια;
Τα βήματα που έχει να κάνει η κυβέρνηση είναι συγκεκριμένα. Τα λεφτά που πήρε από την ΕΕ πρέπει να δοθούν στη δημόσια υγεία που ξεκάθαρα όπως έδειξε και η πρώτη φάση της μάχης με την Covid-19 μπορεί να σώσει την παρτίδα. Αντίθετα η κυβέρνηση προτιμάει να συνεχίζει τα πάρε δώσε με τους μεγαλοϊδιώτες που όπως έδειξαν τα παραδείγματα (κλινική Ταξιάρχης και οίκος ευγηρίας στο Ασβεστοχώρι) διαχειρίζονται τον ιό με βάση τα κέρδη τους και όχι τις ανάγκες του κόσμου. Πρέπει να γίνουν μαζικές προσλήψεις ξεκινώντας με τη μονιμοποίηση όλων των εργαζομένων στα νοσοκομεία που δουλεύουν με συμβάσεις, να αγοραστούν μοριακοί αναλυτές και να γίνουν μαζικά και δωρεάν τεστ σε όλο τον πληθυσμό και συνεχή τεστ σε εργαζόμενους που συγχρωτίζονται με πολύ κόσμο (εργαζόμενοι σε υγεία, εκπαίδευση, δήμους, φαρμακεία, ξενοδοχεία, καφέ και κέντρα εστίασης). Να αγοραστούν αναπνευστήρες και ασθενοφόρα ώστε να υπάρχουν ασθενοφόρα ειδικά για ύποπτα κρούσματα και για την μεταφορά όσων επιβεβαιωμένα είναι ασθενείς με Covid-19. Να φτιαχτούν καινούργια νοσοκομεία.
Χωρίς τα παραπάνω η αναμονή για τα εμβόλια και μόνο απλά θα μας καταγράφει με περισσότερους νεκρούς και ένα πλήρως αποδιοργανωμένο δημόσιο σύστημα υγείας που μετά τη μάχη του κορωνοϊού, θα συνεχίζει να μην μπορεί να αντιμετωπίσει την υπόλοιπη σκληρή καθημερινότητα.