Το εισαγωγικό σημείωμα της σύνταξης
Ανάµεσα στο προηγούµενο και αυτό το τεύχος του «Κ» µεσολάβησε ένα καυτό καλοκαίρι στα ελληνοτουρκικά, που έδωσε τη θέση του σε έναν διπλωµατικό «πυρετό», αλλά και σε µια θηριώδη ενίσχυση των πολεµικών δαπανών και µια ευρύτερη αναβάθµιση του µιλιταρισµού από την κυβέρνηση Μητσοτάκη. Ο δηµόσιος διάλογος κυριαρχείται (και θα συνεχίσει να κυριαρχείται) από τα λεγόµενα «εθνικά θέµατα» και αυτό βρίσκει αντανάκλαση και σε αντιπαραθέσεις µέσα στην Αριστερά, όπου η σχετική αρθρογραφία πύκνωσε ιδιαίτερα τους τελευταίους µήνες.
Το κεντρικό αφιέρωµα αυτού του τεύχους παρεµβαίνει σε αυτή τη συζήτηση. Ο Αντώνης Νταβανέλος παρουσιάζει µια συνολική τοποθέτηση πάνω στο ζήτηµα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισµού: Την αναγκαία ιδεολογική αφετηρία για να τοποθετηθεί κανείς, το ιστορικό της ελληνοτουρκικής διαµάχης στον 20ό αιώνα και τα σηµερινά επίδικα που καθορίζουν το χαρακτήρα της αντιπαράθεσης που ξετυλίγεται µπροστά µας. Πάνω σε αυτά, διαµορφώνει και µια κριτική αποτίµηση των απόψεων που έχουν διατυπωθεί στην ενδο-αριστερή συζήτηση για το θέµα. Ο Παναγιώτης Λίλλης αναπτύσσει περισσότερο την πτυχή της ιδεολογικής αφετηρίας και των ιστορικών παραδόσεων πάνω στις οποίες (οφείλει να) πατά η ριζοσπαστική Αριστερά. Στο άρθρο του παρουσιάζει το ρήγµα και τις αντιπαραθέσεις που προκάλεσε στην Αριστερά της εποχής ο Πρώτος Παγκόσµιος Πόλεµος, µέσα από τα οποία διαµορφώθηκε η διεθνιστική-αντιπολεµική στάση του µπολσεβικισµού, που αποτελεί µέχρι σήµερα θεµέλιο και «ιδρυτικό» χαρακτηριστικό της κοµουνιστικής Αριστεράς.
Στο σκληρό τοπίο που έχει διαµορφωθεί, η καταδίκη της Χρυσής Αυγής και η µεγαλειώδης συγκέντρωση της 7ης Οκτώβρη υπήρξε η πιο βαθιά ανάσα για το ευρύτερο κίνηµα αντίστασης στην Ελλάδα αλλά και το αντιφασιστικό κίνηµα διεθνώς. Μόλις λίγα χρόνια πριν από αυτή τη µεγάλη νίκη, η Ελλάδα αποτελούσε «σκοτεινό» παράδειγµα, καθώς είχε την ιδιαιτερότητα να ζήσει τη νεοναζιστική εκδοχή της διεθνούς ακροδεξιάς ανόδου. Ο Πάνος Πέτρου επιχειρεί µια αποτίµηση όλης αυτής της πυκνής περιόδου, της ανόδου και της πτώσης της Χρυσής Αυγής, καταθέτοντας κάποια ευρύτερα συµπεράσµατα για το φασισµό και την πάλη εναντίον του.
Σε αυτό το τεύχος, ξαναπιάνουµε το νήµα του απολογισµού των «πλατιών κοµµάτων της Αριστεράς» διεθνώς που είχαµε ανοίξει από τα πρώτα µας τεύχη, µε την τελική αποτίµηση ενός σχηµατισµού που αποτέλεσε την άλλη µεγάλη ελπίδα εκτός του ΣΥΡΙΖΑ και κατέληξε (σχεδόν παράλληλα µαζί του) σε ένα άδοξο τέλος. Ο Μανουέλ Γκαρί γράφει για την «άνοδο και τη δύση του Ποδέµος» και καταθέτει και έναν υποδειγµατικά συγκεκριµένο και νηφάλιο απολογισµό των επιλογών των Αντικαπιταλίστας σε όλη αυτή τη διαδροµή, εξηγώντας «γιατί έπρεπε να δηµιουργήσουµε το Ποδέµος και γιατί έπρεπε να φύγουµε από αυτό».
Το «Κ» επανέρχεται και σε µια άλλη «θεµατολογία» την οποία έχει ιεραρχήσει ως σηµαντική κι επιχειρεί να αναδεικνύει, τα ζητήµατα πολιτικής και θεωρητικής συγκρότησης του φεµινιστικού κινήµατος. Σε αυτό το τεύχος, ανοίγουµε τη συζήτηση για τη σεξεργασία, φιλοξενώντας δύο ενδιαφέροντα άρθρα. Ένα κείµενο της Σίλβια Φεντερίτσι, που παρουσιάζει τις ρίζες της σεξουαλικής εργασίας στις ΗΠΑ και το Ηνωµένο Βασίλειο, ως αναγκαίο θεωρητικό-ιστορικό υπόβαθρο. Και ένα άρθρο της Τζοάνα Μπρένερ για την πώληση σεξουαλικών υπηρεσιών στο σύγχρονο καπιταλισµό, όπου παρουσιάζει τη ζωηρή συζήτηση µέσα στο διεθνές φεµινιστικό κίνηµα και παρεµβαίνει σε αυτή.
Από την ύλη δεν θα µπορούσαν να απουσιάζουν ζητήµατα ιστορίας και θεωρίας του µαρξιστικού-εργατικού κινήµατος. Συµπληρώθηκαν 100 χρόνια από την έκδοση του «Αριστερισµού» του Λένιν, ενός έργου του µεγάλου επαναστάτη που είναι από τα κορυφαία του (και για αρκετούς το κορυφαίο του…) και έχει αναµφισβήτητη επικαιρότητα στις συνθήκες όπου καλούµαστε να δράσουµε σήµερα. Ένα σηµείωµα της σύνταξης παρουσιάζει την µατιά µας πάνω στη σηµασία αυτού του έργου και τους λόγους που το αναδεικνύουµε σε αυτό το τεύχος. Ακολουθεί ένα εκτεταµένο άρθρο του Τζον Ρόουζ, που παρουσιάζει τις βασικές «εισηγήσεις» του Λένιν σε αυτό το βιβλίο, ιδωµένες µέσα από µεγάλες δοκιµασίες της εποχής στην επαναστατηµένη Γερµανία και την Ιταλία µετά την ήττα της Κόκκινης Διετίας.
Το άρθρο του Λούκα Ταβάν, που ακολουθεί, παρουσιάζει την ιστορική εµπειρία της Κόκκινης Διετίας, 80 χρόνια µετά το άδοξο τέλος αυτής της κορυφαίας στιγµής στην ιστορία του ιταλικού κινήµατος που αξίζει να µελετήσει κάθε νέος-α αγωνιστής-στρια. Προτείνουµε να διαβαστεί «συµπληρωµατικά» µε το αφιέρωµα στον «Αριστερισµό», καθώς βοηθά στην κατανόηση γεγονότων στα οποία αναφέρεται ο Ρόουζ και παρουσιάζει τις απόψεις του Γκράµσι και του Μπορντίγκα, δύο κεντρικών προσωπικοτήτων στη συζήτηση περί αριστερισµού.
Αντίστοιχα προτείνουµε να διαβαστεί και η βιβλιοκριτική που «ανοίγει» το σχετικό τµήµα του περιοδικού. Ο Σωτήρης Μάρταλης παρουσιάζει το µνηµειώδες έργο του Πιερ Μπρουέ για τη Γερµανική Επανάσταση (1917-1923). Είναι µια έκδοση που καλωσορίζουµε θερµά και ασφαλώς προτείνουµε ανεπιφύλακτα να διαβαστεί, αλλά παράλληλα η παρουσίασή της σε αυτό το τεύχος βοηθά τον αναγνώστη να κατανοήσει καλύτερα τις αντιπαραθέσεις που παρουσιάζει ο Ρόουζ στον «Αριστερισµό».
Ακολουθούν δύο ακόµα βιβλιοκριτικές που κλείνουν την ύλη αυτού του τεύχους. Ο Αντώνης Νταβανέλος γράφει για το «Πώς Συλλογάται ο Ρήγας;» του Δηµήτρη Ψαρρά, ένα βιβλίο που θα αποδειχθεί ιδιαίτερα χρήσιµο στο δηµόσιο διάλογο που θα ανοίξει στα 200 χρόνια από το 1821, απέναντι στις (αναµενόµενες) «στρεβλώσεις» του νοήµατος και του χαρακτήρα της επανάστασης. Ο Νικόλας Κολυτάς παρουσιάζει το «Αν το προσφυγικό ήταν πρόβληµα, θα είχε λύση», του Δηµήτρη Χριστόπουλου, µια καλοδεχούµενη έκδοση που προσφέρει πολύτιµα στοιχεία και επιχειρήµατα και συµβάλει στη διαµόρφωση µιας συνεκτικής αντιρατσιστικής τοποθέτησης πάνω σε ένα από τα πιο καυτά ζητήµατα της περιόδου.