Τους επόμενους τρεις μήνες το rs21 θα χρησιμοποιήσει άρθρα από την βασική εφημερίδα της Κομμούνας, την Κραυγή του Λαού για να σκιαγραφήσει την ιστορία της Παρισινής Κομμούνας.
Συμπληρώνονται φέτος 150 χρόνια από την Παρισινή Κομμούνα, που γιορτάζεται από το σοσιαλιστικό κίνημα ως η πρώτη μαζική επανάσταση για την επιβολή μιας κυβέρνησης προερχόμενης από τις ανάγκες της εργατικής τάξης και σε αντίθεση με τα συμφέροντα του κεφαλαίου. Από τον πόλεμο και την πολιορκία αναδύθηκε ένα νέο μοντέλο κοινωνίας με καινοτομίες στην δημοκρατία και την ισότητα που αν και βραχύβιες, έχουν πλάσει την σοσιαλιστική σκέψη. Εξακολουθούμε και σήμερα να μαθαίνουμε από τη Κομμούνα.
Τους επόμενους τρεις μήνες το rs21 θα χρησιμοποιήσει άρθρα από την βασική εφημερίδα της Κομμούνας, την Κραυγή του Λαού (Le Cri du peuple) για να σκιαγραφήσει την ιστορία της. Στο πρώτο άρθρο παρουσιάζουμε ένα σχολιασμό του Ίαν Μπίρτσαλ για την εφημερίδα και τον αρχισυντάκτη της, Ζυλ Βαλές και μια αυθεντική μετάφραση από τα μέλη του rs21 ενός γράμματος προς τον εκδότη που αιχμαλωτίζει τις ζυμώσεις μέσα στην κοινωνία του Παρισιού από τα τέλη του Φεβρουαρίου 1871, τρεις εβδομάδες πριν τα γεγονότα που οδήγησαν στην ύπαρξη της Κομμούνας.
Ο Ζυλ Βαλές και η Κραυγή του Λαού
Όπως απέδειξαν οι Μαρξ και Λένιν, η Παρισινή Κομμούνα του 1871 έπαιξε ζωτικό ρόλο στην ανάπτυξη της κατανόησης για το κράτος. Με τα λόγια του Λένιν, “η Κομμούνα κατάφερε σε διάστημα λίγων εβδομάδων για να ξεκινήσει μια νέα, προλεταριακή κρατική μηχανή”. Η Κομμούνα δεν είχε αρχηγό, αλλά απαρτιζόταν από πολλούς αγωνιστές από διαφορετικά ρεύματα και παραδόσεις. Όπως το έθεσε ο Ζυλ Βαλές σε ένα άρθρο προς το τέλος της ζωής του: Για κάθε έναν που είναι γνωστός υπάρχουν τριάντα που δεν είναι. Αυτοί οι άγνωστοι, που δεν έχουν ούτε όνομα ούτε παρελθόν, το οφείλουν μόνο στις πεποιθήσεις τους και στην ενστικτώδη ευγλωττία τους το γεγονός πως έγιναν ηγέτες ομάδων, ηγέτες χωρίς γαλόνια και επωμίδες.”
Ο ίδιος ο Βαλές, επαναστάτης δημοσιογράφος και αγωνιστής ήταν μία από τις πιο ενδιαφέρουσες φιγούρες που έπαιξαν ρόλο στην Κομμούνα.
Γεννημένος το 1832, ο Βαλές ήταν μαθητής ακόμα στον απόηχο της επανάστασης του 1848, σε ηλικία μόλις δεκαέξι χρονών στήριξε ένα ψήφισμα σε μια λέσχη της δημοκρατικής νεολαίας που απαιτούσε την κατάργηση των εξετάσεων για το απολυτήριο και “απόλυτη ελευθερία για τα παιδιά”.
Πήρε μέρος στην αντίσταση κατά του αντιδραστικού πραξικοπήματος του Λουί Ναπολέοντα Βοναπάρτη το 1851 που επέβαλλε την Δεύτερη Αυτοκρατορία – αλλά αναθεώρησε όταν αυτός και φίλοι και συμφοιτητές του προσπάθησαν να πείσουν εργάτες να συμμετάσχουν στην αντίσταση, όσοι θυμούνταν την καταστολή του ξεσηκωμού του Ιουνίου του 1848 του είπαν πως οι εργάτες δεν είχαν κανένα λόγο να υπερασπιστούν την Δημοκρατία: “Νεαροί αστοί! Ήταν οι πατεράδες σας ή οι θείοι σας που μας πυροβόλησαν και μας εξόρισαν τον Ιούνιο;”
Μετά από πολλές δουλειές έγινε δημοσιογράφος, ξεκινώντας το 1867 την εφημερίδα La Rue (Ο δρόμος) που λογοκρινόταν από την κυβέρνηση. Φυλακίστηκε δύο φορές για άρθρα του που επιτίθονταν στην αστυνομική βία και την Αυτοκρατορία. Ήταν υποψήφιος, χωρίς επιτυχία σε εκλογές δηλώνοντας: “Ήμουν πάντα ο συνήγορος των φτωχών, γίνομαι ο υποψήφιος της εργασίας και θα είμαι ο εκπρόσωπος της φτώχειας.”
Όταν ο Ναπολέων III – όπως μετονομάστηκε ο Βοναπάρτης – ξεκίνησε έναν καταδικασμένο να αποτύχει πόλεμο εναντίον της Πρωσίας το 1870- το μεγαλύτερο μέρος της αριστεράς κράτησε μια εθνικιστική στάση αλλά ο Βαλές ήταν μέλος μια διεθνιστικής μειοψηφίας που εναντιώθηκε στον πόλεμο. Περιέγραψε τη συμμετοχή του σε μια διαδήλωση – το πολύ μερικών εκατοντάδων:
“Παραλίγο να σκοτωνόμουν σε μια γωνιά του δρόμου, από μερικούς πολεμοκάπηλους παρουσία των οποίων ούρλιαζα τον τρόμο μου για τον πόλεμο. Με αποκάλεσαν Πρώσο και σίγουρα θα με είχαν κρεμάσει αν δεν τους είχα πει το όνομα μου… Πήραμε λωρίδες υφάσματος όπου είχαμε γράψει με ένα κομμάτι ξύλο βουτηγμένο σε μελάνι: “Ζήτω η Ειρήνη”, και κάναμε πορεία στους δρόμους του Παρισιού. Περαστικοί μας επιτίθονταν.”
Αργότερα σημείωσε πως είχε αρχίσει να μπουχτίζει με τον εθνικό ύμνο της Επανάστασης του 1789, τη Μασσαλιώτιδα:
Έχει γίνει ένας ύμνος του Κράτους. Αντί να εμπνέει εθελοντές, οδηγεί κοπάδια. Δεν είναι ο συναγερμός που ηχούσε από αληθινό ενθουσιασμό αλλά τα κουδουνίσματα από τις καμπάνες στο λαιμό των προβάτων.”
Ο Εζέν Ποττιέ (Eugène Pottier) σύντροφος του στην Κομμούνα, θα παρείχε ως αντικαταστάτη την Διεθνή.
Όταν ανακηρύχτηκε η Κομμούνα στις 28 Μαρτίου 1871, ο Βαλές εκλέχτηκε μέλος της χάρη στην φήμη του ως ριζοσπάστης δημοσιογράφος. Ταυτόχρονα, η Κραυγή του Λαού, που είχε ξεκινήσει από το Φεβρουάριο του 1871, έγινε μια από τις πιο επιτυχημένες εφημερίδες της περιόδου της Κομμούνας. Σε ένα άρθρο στις 5 Μαρτίου, είχε κηρύξει τον πόλεμο στην εκμεταλλευτική φύση της κοινωνίας: “όταν οι φτωχοί δεν έχουν πια άλλο αίμα, οι πλούσιοι δεν έχουν πια άλλο χρυσό.” Έβγαινε καθημερινά μέχρι τις 23 Μαΐου και τυπωνόταν σε 100,000 αντίτυπα. Επειδή ήταν σύνηθες να γίνονται δημόσιες αναγνώσεις εφημερίδων (προς όφελος της μερίδας του πληθυσμού που δεν ήξερε να διαβάζει) εικάζεται ότι έφτανε σε αναγνώστες τέσσερις φορές αυτόν τον αριθμό.
Ο Βαλές ήταν μέλος σε πολλές επιτροπές της Κομμούνας, όπως αυτή που συσταθεί για την παιδεία. Δεν υπήρξε αρκετός χρόνος για να κάνει η Κομμούνα μεταρρυθμίσεις στο εκπαιδευτικό σύστημα που κατά Δεύτερης Αυτοκρατορίας ελεγχόταν στενά ώστε να καταπνίγει την αντίσταση προς το καθεστώς. Παρόλα αυτά, η εκπαίδευση πάρθηκε από τα χέρια της Εκκλησίας και έγινε προσβάσιμη σε όλους.
Ο Βαλές συνέβαλλε στη σύνταξη ενός κειμένου που υπερασπιζόταν “Τη διάδοση της ολοκληρωμένης, επαγγελματικής, κοσμικής εκπαίδευσης, που συμφιλιώνει την θρησκευτική ελευθερία, τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του παιδιού με την ελευθερία και τα δικαιώματα του πατέρα της οικογένειας.” (δημοσιεύτηκε στην Κραυγή του Λαού στις 27 Μάρτη. Η απουσία αναφοράς στα δικαιώματα της μητέρας αντικατοπτρίζει ίσως τις γενικές αδυναμίες της Κομμούνας πάνω στο ζήτημα της γυναικείας ισότητας.)
Οι μεταρρυθμίσεις της Κομμούνας θεωρούνται συχνά ο προπομπός της εισαγωγής της εκκοσμικευμένης εκπαίδευσης το 1888 - laïcité – που συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας (αν και μερικές φορές χρησιμοποιείται ως πρόφαση για την Ισλαμοφοβία). Ο στόχος της εκκοσμίκευσης ήταν να ενδυναμώσει το κράτος παίρνοντας την εκπαίδευση από τα χέρια της Εκκλησία, προκειμένου να αξιοποιήσει τα σχολεία για ισχυροποιήσει το αίσθημα της εθνικής ταυτότητας και να προετοιμάσει τους μαθητές ώστε να γίνουν καλοί στρατιώτες. Τίποτα δεν θα μπορούσε να είναι πιο μακριά από τις προθέσεις του Βαλές που απεχθανόταν τον εθνικισμό και το μιλιταρισμό και ήθελε ένα εκπαιδευτικό σύστημα προσαρμοσμένο στις ανάγκες του παιδιού.
Όταν η Κομμούνα συντρίφτηκε στα τέλη Μαΐου, ο Βαλές μόλις που κατάφερε να διαφύγει, και αργότερα καταδικάστηκε ερήμην σε θάνατο. Πέρασε τα επόμενα δέκα χρόνια στην εξορία – κυρίως στο Λονδίνο – όπου συνέχισε να γράφει. Μεταξύ άλλων δούλευε πάνω σε αυτό που θεωρείται σήμερα ως το αριστούργημα του, μια τριλογία νουβελών βασισμένη πάνω στην ζωή του από την παιδική του ηλικία μέχρι την Κομμούνα .
Το 1880 οι κομουνάροι αμνηστεύτηκαν και επέστρεψε στο Παρίσι. Έγινε φίλος με τον συγγραφέα Εμίλ Ζολά και είχε μακροσκελείς συζητήσεις όταν ο Ζολά έγραφε το Ζερμινάλ. Το Ζερμινάλ τελειώνει με τον ήρωα, τον Ετιέν να πηγαίνει στο Παρίσι για να δουλέψει για την Πρώτη Διεθνή λίγο πριν την Κομμούνα. Αυτό ίσως να ήταν αποτέλεσμα της επιρροής του Βαλές.
Ο Βαλές συνέχισε να αγωνίζεται. Στήριξε την δίμηνη απεργία των ανθρακωρύχων του Ανζέν το 1884. εξέδωσε εκ νέου την Κραυγή του Λαού σε συνεργασία με ένα μέλος της νέας γενιάς, τη Σεβερίν, που επρόκειτο να γίνει μία από τις πρώτες φεμινίστριες δημοσιογράφους και πρώιμη υποστηρίκτρια του δικαιώματος της άμβλωσης.
Δυστυχώς η υγεία του έφθινε – υπέφερε από διαβήτη – και πέθανε σε ηλικία μόλις 52 ετών. Περίπου 60,000 άνθρωποι παρακολούθησαν την κηδεία του. Σαν συγγραφέας και σαν επαναστάτης ήταν κομμάτι της καλύτερης παράδοσης αυτών που συμμετείχαν στην Κομμούνα και εγκαθίδρυσαν τον πρώτο εργατικό κράτος.
Σε Φυσιολογικές Εποχές
Ο Ζαν Μπατίστ Κλεμάν (Jean-Baptiste Clément 1836-1903) ήταν συγγραφέας, μέλος του Συμβουλίου της Κομμούνας, μαχητικός σοσιαλιστής όλη του τη ζωή και δημιουργός του τραγουδιού ‘Le Temps de Cerises‘ (Ο καιρός των κερασιών). [1] Το δεύτερο τεύχος της Κραυγής, που κυκλοφόρησε στις 23 Φεβρουαρίου 1871, φιλοξένησε ένα γράμμα του όπου εξηγούσε γιατί πίστευε πως το όνομα της εφημερίδας ήταν τόσο ταιριαστό. Ο λυρικός τόνος του γράμματος αντιστοιχεί στο επάγγελμα του αλλά επίσης εκφράζει γλαφυρά τα αισθήματα του πληθυσμού που είχε ζήσει μια σειρά από έντονα τραυματικές καταστάσεις.
Στις 4 Σεπτεμβρίου του 1870, μετά την κατάρρευση των στρατευμάτων του Ναπολέοντα του 3ου σε μια σειρά από μάζες και την αιχμαλώτιση του αυτοκράτορα στο Σεντάν, σχηματίστηκε η Δημοκρατική Κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας, υπό την ηγεσία αστών πολιτικών και με τον Στρατηγό Τροσύ ως πρόεδρο. Το Παρίσι υπέμεινε μια πολιορκία από τους Πρώσους (19 Σεπτεμβρίου 1870 έως 28 Ιανουαρίου 1871) με την κυβέρνηση να έχει μεταφερθεί στο Μπορντό και που παρά τη οξεία ρητορική της απέτυχε να λάβει αποτελεσματικά μέτρα για την άρση της πολιορκίας. [2] Η τελική παράδοση της Κυβέρνησης στον Πρωσικό στρατό, που συνέχιζε να καταλαμβάνει τις ανατολικές περιοχές της Αλσατίας και της Λωραίνης έγινε δεκτή με πικρία. Οι εκλογές για Εθνοσυνέλευση στις 8 Φεβρουαρίου κατέληξαν σε μια συντηρητική πλειοψηφία. Αν και η πλειοψηφία των βουλευτών του Παρισιού ήταν ενάντιοι στην συνθηκολόγηση, οι υπουργοί υπό τον Αδόλφο Θιέρσο (Adolphe Thiers) και τον Ζυλ Φαβρ (Jules Favre) προχώρησαν στη συμφωνία όρων με τους Πρώσους.
Κατά την περίοδο της πολιορκίας αναπτύχθηκαν ανεξάρτητες εργατικές οργανώσεις και τα ρεύματα που σχημάτισαν το σοσιαλιστικό περιβάλλον του Παρισιού. Η Εθνοφρουρά, ένα στρατιωτικό σώμα με την παράδοση της εκλογής των αξιωματούχων του, έγινε πιο εργατικό στη σύνθεση του – η στρατολόγηση έγινε με τη παροχή ενός μικρού ημερομισθίου σε άνεργους εργάτες. Επιτροπές Επαγρύπνησης (πολιτοφυλακές ;) συστάθηκαν για να καλύψουν τον διοικητικό κενό, αναζητώντας και μοιράζοντας προμήθειες. [3] Στις 31 Οκτωβρίου 1870 οπαδοί του επαναστάτη Ωγκύστ Μπλανκί (Auguste Blanqui) κατέλαβαν το Δημαρχείο αλλά ελλείψει μαζικής υποστήριξης και σχεδίου εκδιωχτήκαν από Βρετονικά στρατεύματα που ήταν πιστά στην κυβέρνηση. Το γράμμα του Κλεμάν, εκτός από το να εκφράζει την οδύνη των ταλαιπωρημένων ανθρώπων του Παρισιού υποδεικνύει επίσης μια πρωτόγνωρη αίσθηση αυτοδιάθεσης, αξιοπρέπειας και σκοπού.
Προς τον εκδότη
Καλέ μου φίλε,
Σε φυσιολογικές εποχές θα βαφτιζόσασταν “Ο Λαός”, απλά “ο Λαός”, έτσι δεν είναι;
Ο λαός είναι δυνατός, ηθικός και δίκαιος, κι όμως, οι άνθρωποι δεν είναι τίποτα όταν επιτρέπουν να τους φιμώνουν σαν σκυλιά και να οδηγούνται σαν ένα κοπάδι χήνες.
Αλλά σε αυτές τις εποχές της δειλής προδοσίας και της άτιμης συνθηκολόγησης, είχατε δίκιο να αποκαλείστε “Η Κραυγή του Λαού” - των ανθρώπων που διαμαρτύρονται, των ανθρώπων που έχουν ξεπουληθεί αλλά δεν παραδίνονται.
Η κραυγή του λαού, μια δριμύς, απειλητική κραυγή που δεν έχει παύσει από τις 4 Σεπτεμβρίου μέχρι τις 28 Ιανουαρίου, και που ούτε οι Πρωσικές ξιφολόγχες ούτε οι ραδιουργίες του Κου Θιέρσου κατάφεραν να καταπνίξουν.
Μια κραυγή ανακατεμένη με δάκρυα και θαυμασμό, με πατριωτισμό και ευγνωμοσύνη, που δραπετεύει από τα φουσκωμένα στήθη στα πόδια του αγάλματος του Στρασβούργου, και τσακίζεται υπό το βάρος των λουλουδιών του πένθους, [4] τσακίζεται από οβίδες και βλήματα!
Μια κραυγή μίσους και οργής που θέλει να εκδικηθεί για το Μετς, που το υπερασπίστηκαν οι γενναίοι και το παρέδωσαν οι προδότες – από τον εκτελεστή των μεγαλόπνοων σχεδίων της αυτοκρατορίας και εκείνου που επέτρεψε το Σεντάν, από αυτόν τον Μπαζέν [5] του οποίου τις δάφνες έπλεκαν ήδη οι αστοί ενώ μαγείρευε τη συμφωνία που θα κατακρεουργούσε την ηρωική μας Αλσατία!
Μια κραυγή αγανάκτησης, της πατρίδας που θρηνεί κάτω από τα παράθυρα του Δημαρχείου – το οχυρό του Τροσύ όπου κάθονταν οι ίδιοι άντρες που έμελλαν να μας ξεπουλήσουν μια μέρα, να μας πυροβολήσουν! Η κραυγή της 31ης Οκτωβρίου, που κατεστάλη νύχτα από τις Βρετονικές ορδές και συμμορίες αστών οπλισμένες με τουφέκια, [6] κυνηγημένη από την δολοφονική συνοδεία των πυροβόλων που ποτέ δεν αποτυγχάνουν να δολοφονήσουν το λαό, και που ποτέ δεν στράφηκαν εναντίον των Πρώσων!
Μια κραυγή τρόμου από ανθρώπους με στρατιωτικές στολές, με τα όπλα στα πόδια τους όσο οι ανίκανοι και ύπουλοι ηγέτες άφηναν τα στρατεύματα να σφαγιάζονται στην πεδιάδα του Αβρό, μόνο για να γυρίσουν ηττημένοι και αποθαρρυμένοι, χαμένοι στα δάση και στους δρόμους των κατεστραμμένων μας χωριών, σαν μια συμμορία Μανδρίνων [7] μετά από μια αποτυχημένη ληστεία!
Η κραυγή των ανθρώπων που τους μοιράζεται μόνο το μαύρο ψωμί από πίτουρο και βρώμη! Η κραυγή των παιδιών που λιμοκτονούν, των εξουθενωμένων μανάδων, των σκελετωμένων γέρων που πεθαίνουν από τη φτώχεια, τη μιζέρια και το κρύο ενώ οι κοιλαράδες και οι προνομιούχοι και οι μαυραγορίτες ζούν πλουσιοπάροχα στα ξενοδοχεία τους και πεθαίνουν από δυσπεψία σε διάσημα εστιατόρια!
Η κραυγή της οργής και της απελπισίας από το λαό που προδόθηκε από το Σεντάν μέχρι το Λε Μπουρζέ, από το Αβρό μέχρι το Μοντρετού! Η Κραυγή των ηρώων που θέλουν να τρέξουν στο μέτωπο αλλά είναι αναγκασμένοι να υποχωρήσουν, η κραυγή των λαβωμένων που έπεσαν χωρίς να έχουν πάρει εκδίκηση και γνωρίζοντας πολύ καλά ότι κανείς δεν θα εκδικηθεί για αυτούς! Οι κραυγές όσων πεθαίνουν ενόσω σκέφτονται: “Μας πούλησαν στους Πρώσους, και τώρα θα πουλήσουν τα πτώματα μας στα κοράκια!”
Μια κραυγή κατάρας από γυναίκες και μανάδες που έχουν δώσει τόσο πολλά, που έχουν υποφέρει τόσο πολύ, μόνο και μόνο για να δουν τους άνδρες τους, και άλλες τους γιους τους να πέφτουν στα καλντερίμια του Πλατείας του Δημαρχείου από τις σφαίρες των Βανδέων του Τροσύ και των χωροφυλάκων της αυτοκρατορίας, που είχε μασκαρέψει ο Ζυλ Φαβρ σαν Βρετονικές μονάδες! [8]
Η κραυγή του λαού που διαδηλώνει ενάντια στην συνθηκολόγηση του Παρισιού, ενάντια στην είσοδο των Πρωσικών στρατευμάτων, ενάντια στις διαβόητες πράξεις αυτής της επαρχιώτικης Εθνοσυνέλευσης που έχει παραδώσει την κυβέρνηση στα μικροσκοπικά δεσμά του Μικρού Θιέρσου!
Γι αυτό έχετε δίκιο να βαφτιστείτε η Κραυγή του Λαού.
Υπομονή όμως, αύριο θα αποκαλούμαστε “ο λαός”, ο πραγματικός Λαός.
Δικός σας
Ζ-Μ Κλεμάν
Σημειώσεις
[1] Mitchell Abidor, Communards (Pacifica, CA, 2010), pp 288-9 (η μετάφραση δική μας)
[2] Ο Γάλλος σοσιαλιστής και λιθογράφος Εμίλ Όμπρι (Emile Aubry) δήλωσε πως σε μια συζήτηση του Γενικού Συμβουλίου της Διεθνούς Ένωσης Εργατών στο Λονδίνο στις 1 Νοεμβρίου 1870, “το θέμα που τρομάζει περισσότερο την αστική τάξη ήταν το Εθνικό Χρέος που θα προέκυπτε από τον πόλεμο. Φοβόντουσαν πως μετά το πέρας του πολέμου οι τόκοι δεν θα μπορούσαν να πληρωθούν. Αν οι Πρώσοι μπορούσαν να εγγυηθούν την πληρωμή των επιτοκίων του Εθνικού Χρέους, πίστευε πως οι καπιταλιστές θα τους βοηθούσαν να κατακτήσουν τη Γαλλία.” Κείμενα της Διεθνούς Ένωσης Εργατών, Documents of the International Working Men’s Association (Moscow, 1964) vol. 4, p84. (η μετάφραση από τα αγγλικά δική μας)
[3] Donny Gluckstein, The Paris Commune: A revolution in democracy (Chicago, IL, 2006), pp. 94-5, (η μετάφραση δική μας)(η μετάφραση δική μας)
[4] Το άγαλμα μιας γυναικείας φιγούρας με το όνομα Η Πόλη του Στρασβούργου στην Πλατεία Ομονοίας είχε καλυφθεί με μαύρα πανιά εις ένδειξη πένθους για την απώλεια της Αλσατίας και της Λωραίνης στην Πρωσία
[5] Φρανσουά Ασίλ Μπαζέν (François Achille Bazaine), Στρατηγός της Γαλλίας, παρέδωσε τον τελευταίο οργανωμένο στρατός της Γαλλίας στη Πρωσία στο Μετς.
[6] Ένα πρώτο είδος επαναληπτικών τουφεκιών.
[7] Ο Λουί Μαντρέν (Louis Mandrin) ήταν εγκληματίας και λαϊκός ήρωας του 18ου αιώνα. Μαντρέν μπορεί επίσης να αναφέρεται σε εξαρτήματα μεταλλουργικών τόρνων, η έκφραση “ une bande de Mandrins après un coup manqué” σημαίνει επίσης τη σπασμένη ράβδο ή αδράχτι, ίσως μια αναφορά στο επάγγελμα των επιστρατευμένων στρατιωτών.
[8] Η Βανδέα ήταν περιοχή της δυτικής Γαλλίας όπου κυριαρχούσαν συνήθως αντιδραστικές απόψεις. Οι Κινητές Φρουρές (Gardes Mobiles) της Βρετάνης επίσης στηρίζονταν από συντηρητικά καθεστώτα