Συνέντευξη της Ρακέλ Βαρέλα, ιστορικού της πορτογαλικής επανάστασης, με τον Ντέιβιντ Μπρόντερ για το Jacobin, στην προηγούμενη "στρογγυλή" επέτειο (2019) της Επανάστασης των Γαρυφάλλων.

Η ση­με­ρι­νή ημέρα ση­μα­το­δο­τεί την επέ­τειο της απε­λευ­θέ­ρω­σης της Πορ­το­γα­λί­ας από τη δι­κτα­το­ρία. Στις 25 Απρι­λί­ου του 1974, αντι­φρο­νού­ντες στρα­τιώ­τες του «Κι­νή­μα­τος Ενό­πλων Δυ­νά­με­ων» (στα πορ­το­γα­λι­κά: Movimiento de las Fuerzas Armadas – MFA) απο­μά­κρυ­ναν τον δι­κτά­το­ρα Μαρ­σέ­λο Κα­ε­τά­νο, απαι­τώ­ντας  να εγκα­τα­λεί­ψει η Πορ­το­γα­λία τους απο­τυ­χη­μέ­νους αποι­κια­κούς πο­λέ­μους της στην Αφρι­κή. Ένα κα­θε­στώς που χρο­νο­λο­γεί­το από την εποχή του Μου­σο­λί­νι και του Χί­τλερ είχε επι­τέ­λους φτά­σει στο τέλος του, μαζί με την τε­λευ­ταία πα­λαιού τύπου αυ­το­κρα­το­ρία της Ευ­ρώ­πης.

Η εξέ­γερ­ση εντός του στρα­τού απο­τέ­λε­σε τον άμεσο πυ­ρο­κρο­τη­τή της πτώ­σης του κα­θε­στώ­τος και οι ει­κό­νες  χα­ρού­με­νων πο­λι­τών που πρό­σφε­ραν γα­ρύ­φαλ­λα στους στρα­τιώ­τες στο δρόμο θα γί­νο­νταν σύμ­βο­λο της γέν­νη­σης της ίδιας της πορ­το­γα­λι­κής δη­μο­κρα­τί­ας. Ωστό­σο, η Επα­νά­στα­ση των Γα­ρυ­φάλ­λων, η οποία συ­νε­χί­στη­κε μέχρι τον Νο­έμ­βριο του 1975,  ήταν κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο από ένα απλό στρα­τιω­τι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα ή ακόμη και από μια με­τά­βα­ση σε μια νέα κοι­νο­βου­λευ­τι­κή τάξη πραγ­μά­των.

Αντί­θε­τα, η διά­λυ­ση του πα­λιού κα­θε­στώ­τος άνοι­ξε το δρόμο για μια πολύ ευ­ρύ­τε­ρη αμ­φι­σβή­τη­ση του τρό­που με τον οποίο θα ορ­γα­νω­νό­ταν η κοι­νω­νία. Με τα όρ­γα­να της δι­κτα­το­ρί­ας να σα­ρώ­νο­νται αμέ­σως, νέα όρ­γα­να μα­ζι­κής δη­μο­κρα­τί­ας άν­θι­σαν, εμπλέ­κο­ντας εκα­τομ­μύ­ρια αν­θρώ­πους. Οι ερ­γά­τες επέ­βα­λαν τον έλεγ­χό τους στους χώ­ρους ερ­γα­σί­ας τους και τα συμ­βού­λια κα­τοί­κων ανέ­λα­βαν τον έλεγ­χο των προ­βλη­μά­των της κα­θη­με­ρι­νής ζωής.

Αυτή η δη­μο­κρα­τία -όχι μια ψη­φο­φο­ρία κάθε λίγα χρό­νια, αλλά μια συ­νε­χής και άμεση λαϊκή εξου­σία- έδει­ξε πώς οι ερ­γα­ζό­με­νοι θα μπο­ρού­σαν να ανα­λά­βουν τον έλεγ­χο μιας σύγ­χρο­νης οι­κο­νο­μί­ας. Επέ­βα­λε το δι­καί­ω­μα στην ερ­γα­σία, το πά­γω­μα των ενοι­κί­ων το οποίο δια­τη­ρή­θη­κε επί σχε­δόν σα­ρά­ντα χρό­νια και τις δω­ρε­άν δη­μό­σιες υπη­ρε­σί­ες. Όμως τε­λι­κά, η μα­ζι­κή κι­νη­το­ποί­η­ση ατό­νη­σε και η Πορ­το­γα­λία έγινε πε­ρισ­σό­τε­ρο σαν τις άλλες φι­λε­λεύ­θε­ρες-δη­μο­κρα­τι­κές ευ­ρω­παϊ­κές χώρες.

Στην 45η επέ­τειο της επα­νά­στα­σης (2019), ο Ντέι­βιντ Μπρό­ντερ του Jacobin μί­λη­σε με την ιστο­ρι­κό Ρακέλ Βα­ρέ­λα για την κλη­ρο­νο­μιά της επα­νά­στα­σης στην Πορ­το­γα­λία σή­με­ρα. Συ­ζή­τη­σαν για τον ρόλο των αντι­φρο­νού­ντων στρα­τιω­τών στη διά­σπα­ση του πα­λιού κρά­τους, τις αν­θε­κτι­κές στο χρόνο αλ­λα­γές που κα­τά­φε­ρε να επι­βά­λει η επα­νά­στα­ση, όπως και τι μας λέει αυτή η εμπει­ρία ως προς το τι θα μπο­ρού­σε να ση­μαί­νει σή­με­ρα ο σο­σια­λι­στι­κός με­τα­σχη­μα­τι­σμός.

Οι αντια­ποι­κια­κές εξε­γέρ­σεις απο­τέ­λε­σαν βα­σι­κό πυ­ρο­δό­τη της επα­νά­στα­σης, καθώς η δια­φω­νία εντός του πορ­το­γα­λι­κού στρα­τού -που εκ­φρά­στη­κε με τη δη­μιουρ­γία του ΜFΑ- προ­κά­λε­σε ένα ρήγμα μέσα στο κα­θε­στώ­τος. Αλλά ακόμη και μετά την ανα­τρο­πή της δι­κτα­το­ρί­ας από το MFA στις 25 Απρι­λί­ου 1974, οι λαϊ­κές μάζες συ­νέ­χι­σαν να ανα­φέ­ρο­νται μα­ζι­κά στο MFA, ενώ και τα αρι­στε­ρά κόμ­μα­τα συμ­μά­χη­σαν επί­σης με στε­λέ­χη του στρα­τού. Πώς όμως αυτό το κί­νη­μα των στρα­τιω­τών απο­λάμ­βα­νε μια τόσο ευ­ρεία βάση υπο­στή­ρι­ξης; Και γιατί δεν μπό­ρε­σε να δια­τη­ρή­σει τον έλεγ­χο της επα­να­στα­τι­κής δια­δι­κα­σί­ας;

Ο σχη­μα­τι­σμός του MFA δεν οφει­λό­ταν στην αρι­στε­ρή ιδε­ο­λο­γία, αλλά μάλ­λον στον αποι­κια­κό πό­λε­μο της Πορ­το­γα­λί­ας με­τα­ξύ 1961 και 1974. Η χώρα πέ­ρα­σε δε­κα­τρία χρό­νια πο­λε­μώ­ντας ενά­ντια στις αντια­ποι­κια­κές επα­να­στά­σεις στη Γουι­νέα, τη Μο­ζαμ­βί­κη και την Αγκό­λα, με την κι­νη­το­ποί­η­ση πάνω από ενός εκα­τομ­μυ­ρί­ου στρα­τιω­τών, με πάνω από οκτώ χι­λιά­δες νε­κρούς από την πορ­το­γα­λι­κή πλευ­ρά και πάνω από εκατό χι­λιά­δες νε­κρούς από την αφρι­κα­νι­κή πλευ­ρά.

Συχνά λέ­γε­ται ότι πραγ­μα­το­ποι­ή­θη­κε μια αναί­μα­κτη επα­νά­στα­ση, αφού στις 25 Απρι­λί­ου 1974 δεν σκο­τώ­θη­κε σχε­δόν κα­νείς στη μη­τρο­πο­λι­τι­κή Πορ­το­γα­λία. Ωστό­σο, η Επα­νά­στα­ση των Γα­ρυ­φάλ­λων είχε στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ξε­κι­νή­σει 13 χρό­νια νω­ρί­τε­ρα, με τις αντια­ποι­κια­κές επα­να­στά­σεις οι οποί­ες απο­τέ­λε­σαν πράγ­μα­τι μέρος της ίδιας δια­δι­κα­σί­ας.

Επα­νά­στα­ση ση­μαί­νει σύ­γκρου­ση: και το MFA ανέ­τρε­ψε τη δι­κτα­το­ρία με στρα­τεύ­μα­τα και τανκς στους δρό­μους. Αλλά τα μέλη του προ­έρ­χο­νταν κυ­ρί­ως από τη μι­κρο­α­στι­κή τάξη και ήταν ελά­χι­στα πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­να, καθώς οι στό­χοι τους πε­ριο­ρί­ζο­νταν στον τερ­μα­τι­σμό του πο­λέ­μου. Αυτό ήταν το επί­τευγ­μά τους στις 25 Απρι­λί­ου 1974, καθώς με­σαί­οι αξιω­μα­τι­κοί πραγ­μα­το­ποί­η­σαν το πρα­ξι­κό­πη­μα. Μέσω αυτού όμως εξα­πο­λύ­θη­κε και μια ευ­ρύ­τε­ρη επα­να­στα­τι­κή δια­δι­κα­σία, καθώς οι ερ­γα­τι­κές και λαϊ­κές μάζες μπή­καν στο προ­σκή­νιο. Αυτό με τη σειρά του άλ­λα­ξε τον συ­σχε­τι­σμό δυ­νά­με­ων με­τα­ξύ των κοι­νω­νι­κών τά­ξε­ων.

Η Πορ­το­γα­λία είχε πε­ριέλ­θει σε εθνι­κή κρίση και το ρήγμα που είχε ανοί­ξει στο εσω­τε­ρι­κό της άρ­χου­σας τάξης δεν επι­λύ­θη­κε με το πρα­ξι­κό­πη­μα. Αυτό που ξε­κί­νη­σε στις 25 Απρι­λί­ου -ένα κλα­σι­κό πρα­ξι­κό­πη­μα- οδή­γη­σε σε μια δη­μο­κρα­τι­κή επα­νά­στα­ση, καθώς μέσα σε λίγες ημέ­ρες ή εβδο­μά­δες η αντι­κα­τά­στα­ση της δι­κτα­το­ρί­ας από ένα δη­μο­κρα­τι­κό πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα είχε πρα­κτι­κά δια­σφα­λι­στεί. Υπήρ­ξε επί­σης ο σπό­ρος μιας κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης, η οποία συ­νε­πά­γε­ται αλ­λα­γές στις ευ­ρύ­τε­ρες σχέ­σεις πα­ρα­γω­γής.

Οι βά­σεις αυτής της επα­νά­στα­σης ξε­κί­νη­σαν από τους ερ­γα­ζό­με­νους, τα λαϊκά στρώ­μα­τα και τους φοι­τη­τές. Είχαν προ­σχω­ρή­σει σε αυτή τη δια­δι­κα­σία ακο­λου­θώ­ντας το στρα­τό και έτσι μπο­ρού­σαν να δρά­σουν χωρίς φόβο. Ωστό­σο, καθώς ει­σέρ­χο­νταν μα­ζι­κά στο προ­σκή­νιο, τα στρώ­μα­τα αυτά σύ­ντο­μα βρέ­θη­καν να ξε­περ­νούν το ίδιο το MFA, το οποίο αντί­θε­τα προ­σπα­θού­σε να απο­κα­τα­στή­σει την τάξη στο ίδιο κρά­τος στου οποί­ου την κρίση είχε συμ­βά­λει.

Το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα (PCP), η με­γα­λύ­τε­ρη πα­ρά­νο­μη αντι­πο­λί­τευ­ση κατά τη διάρ­κεια της δι­κτα­το­ρί­ας, υπο­στή­ρι­ξε μια λαϊ­κο­με­τω­πι­κή προ­σέγ­γι­ση. Υπο­στή­ρι­ζε μια «συμ­μα­χία MFA-λα­ού», η οποία ισο­δυ­να­μού­σε με τη δια­τή­ρη­ση της ηγε­σί­ας μέ­ρους του στρα­τού επί του λαού. Αυτό ήταν πολύ πα­ρό­μοιο με τη γραμ­μή του γαλ­λι­κού αδελ­φού κόμ­μα­τός του στη Γαλ­λία το 1945-1947, όταν το τε­λευ­ταίο ακο­λού­θη­σε μια πο­λι­τι­κή εθνι­κής ενό­τη­τας για χάρη της «εθνι­κής ανα­συ­γκρό­τη­σης» αμέ­σως μετά την Αντί­στα­ση.

Ωστό­σο, η σύ­γκρου­ση με­τα­ξύ δια­φο­ρε­τι­κών κέ­ντρων εξου­σί­ας πα­ρέ­μει­νε. Από την αρχή της πορ­το­γα­λι­κής επα­νά­στα­σης εμ­φα­νί­στη­καν νέες μορ­φές λαϊ­κής εξου­σί­ας που ξε­περ­νού­σαν κατά πολύ το θε­σμι­κό σχέ­διο του PCP, χάρη στην αυ­τό-ορ­γά­νω­ση της ερ­γα­τι­κής τάξης σε επι­τρο­πές ερ­γα­τών, κα­τοί­κων και αρ­γό­τε­ρα στρα­τιω­τών. Αυτές ήταν μορ­φές δυα­δι­κής εξου­σί­ας έξω από το κε­ντρι­κό κρά­τος και ακόμη και ένα μέρος του MFA δια­χω­ρί­στη­κε για να εντα­χθεί σε αυτές.

Ενώ όμως εμ­φα­νί­στη­καν πα­ράλ­λη­λες μορ­φές εξου­σί­ας κατά τη διάρ­κεια της επα­νά­στα­σης, αυτές δεν ανα­πτύ­χθη­καν και δεν συ­ντο­νί­στη­καν σε πα­νε­θνι­κό επί­πε­δο, ως μια βιώ­σι­μη εναλ­λα­κτι­κή λύση στην εξου­σία του κε­ντρι­κού κρά­τους. Πράγ­μα­τι, αν και το κρά­τος ει­σήλ­θε σε μια τε­ρά­στια κρίση, δεν κα­τέρ­ρευ­σε. Αυτή η έλ­λει­ψη εναλ­λα­κτι­κής λύσης ήταν ένας από τους λό­γους για τους οποί­ους στις 25 Νο­εμ­βρί­ου 1975 η Δεξιά μπό­ρε­σε τόσο εύ­κο­λα να απο­κα­τα­στή­σει την «τάξη» εις βάρος αυτών των μορ­φών δυα­δι­κής εξου­σί­ας.

Στο έργο σου δί­νεις έμ­φα­ση στην ιστο­ρία από τα κάτω -στον απροσ­δό­κη­το ρόλο που έπαι­ξαν οι μάζες, ακόμη και μετά από δε­κα­ε­τί­ες χωρίς δυ­να­τό­τη­τα επί­ση­μης πο­λι­τι­κής ορ­γά­νω­σης. Αλλά με ποια έν­νοια η πορ­το­γα­λι­κή επα­νά­στα­ση ήταν μια βα­θύ­τε­ρη δια­δι­κα­σία αλ­λα­γής από ό,τι η ισπα­νι­κή με­τά­βα­ση στη δη­μο­κρα­τία την ίδια πε­ρί­ο­δο; Εκεί, ήταν στοι­χεία της άρ­χου­σας τάξης αυτά που ηγή­θη­καν της δια­δι­κα­σί­ας, ακόμη και αν η προ­σπά­θειά τους να απο­τι­νά­ξουν ένα οπι­σθο­δρο­μι­κό κα­θε­στώς έφερε επί­σης έναν ευ­ρύ­τε­ρο εκ­δη­μο­κρα­τι­σμό της δη­μό­σιας ζωής.

Είναι χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό ότι, ενώ το αρ­χείο του Φραν­σί­σκο Φράν­κο εξα­κο­λου­θεί να βρί­σκε­ται στα χέρια της οι­κο­γέ­νειάς του, τα έγ­γρα­φα του Πορ­το­γά­λου δι­κτά­το­ρα Αντό­νιο Σα­λα­ζάρ είναι δια­θέ­σι­μα στο κοινό. Αυτό που ξε­κί­νη­σε στις 25 Απρι­λί­ου ως πρα­ξι­κό­πη­μα οδή­γη­σε αμέ­σως στην πλήρη διά­λυ­ση του πο­λι­τι­κού κα­θε­στώ­τος της δι­κτα­το­ρί­ας, αλλά πε­ρισ­σό­τε­ρο από αυτό, υπήρ­ξε επί­σης ο σπό­ρος μιας κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης.

Αυτό που συ­νέ­βη στην Πορ­το­γα­λία το 1974-5 ήταν η τε­λευ­ταία επα­νά­στα­ση στην Ευ­ρώ­πη που έθεσε υπό αμ­φι­σβή­τη­ση την ατο­μι­κή ιδιο­κτη­σία των μέσων πα­ρα­γω­γής. Σύμ­φω­να με τα επί­ση­μα στοι­χεία, είχε ως απο­τέ­λε­σμα μια ση­μα­ντι­κή με­τα­τό­πι­ση του συ­σχε­τι­σμού των τα­ξι­κών δυ­νά­με­ων -πε­ρί­που το 18% του εθνι­κού ει­σο­δή­μα­τος με­τα­φέρ­θη­κε από το κε­φά­λαιο στην ερ­γα­σία. Πέ­τυ­χε κα­τα­κτή­σεις όπως η εγ­γύ­η­ση του δι­καιώ­μα­τος στην ερ­γα­σία, οι αξιο­πρε­πείς μι­σθοί (πάνω από το επί­πε­δο της επι­βί­ω­σης ή μόνο της βιο­λο­γι­κής ανα­πα­ρα­γω­γής) και η ισό­τι­μη και κα­θο­λι­κή πρό­σβα­ση στην εκ­παί­δευ­ση, την υγεία και την κοι­νω­νι­κή ασφά­λι­ση.

Αυτό που δια­φο­ρο­ποιεί την επα­να­στα­τι­κή πε­ρί­ο­δο της Πορ­το­γα­λί­ας από μια δια­δι­κα­σία δη­μο­κρα­τι­κής με­τά­βα­σης όπως εκεί­νη της Ισπα­νί­ας, δεν ήταν η διε­ξα­γω­γή των εκλο­γών ή τα απο­τε­λέ­σμα­τά τους, αλλά πε­ρισ­σό­τε­ρο η συ­νο­λι­κή δυ­να­μι­κή που ήταν ορατή σε αυτή την πε­ρί­ο­δο. Η διε­ξα­γω­γή των εκλο­γών ήταν, προ­φα­νώς, ένα πολύ με­γά­λο επί­τευγ­μα, μετά από σα­ρά­ντα οκτώ χρό­νια δι­κτα­το­ρί­ας: στην πρώτη εκλο­γι­κή ανα­μέ­τρη­ση, το 95% του λαού προ­σήλ­θε να ψη­φί­σει! Αλλά αυτό που δια­φο­ρο­ποιεί μια επα­νά­στα­ση από άλλες δια­δι­κα­σί­ες είναι ο τρό­πος με τον οποίο ο πλη­θυ­σμός εμπλέ­κε­ται και παίρ­νει άμεσα τη ζωή του στα χέρια του.

Ο Πολ Βα­λε­ρί (Γάλ­λος ποι­η­τής και φι­λό­σο­φος) συ­νή­θι­ζε να λέει ότι η πο­λι­τι­κή είναι η τέχνη του να στρέ­φεις τους πο­λί­τες μα­κριά από τον έλεγ­χο των ίδιων των ζωών τους. Μια επα­νά­στα­ση είναι ακρι­βώς το αντί­θε­το, μια μο­να­δι­κή στιγ­μή στην ιστο­ρία. Πραγ­μα­το­ποι­ή­σα­με μια από τις ση­μα­ντι­κό­τε­ρες επα­να­στά­σεις του ει­κο­στού αιώνα. Το δι­καί­ω­μα ψήφου ήταν ένα από τα στοι­χεία της, αλλά το πιο κρί­σι­μο χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό της ήταν ότι επί δε­κα­εν­νέα μήνες, τρία εκα­τομ­μύ­ρια άν­θρω­ποι συμ­με­τεί­χαν άμεσα στα συμ­βού­λια ερ­γα­ζο­μέ­νων, κα­τοί­κων και στρα­τιω­τών, τα οποία απο­φά­σι­ζαν τι έπρε­πε να κά­νουν σε κα­θη­με­ρι­νή βάση. Οι άν­θρω­ποι ψή­φι­ζαν και συ­ζη­τού­σαν για ώρες ολό­κλη­ρες τι έπρε­πε να κά­νουν.  Όλα αυτά κα­τέ­στη­σαν εφι­κτή την πραγ­μα­το­ποί­η­ση θαυ­μά­σιων πραγ­μά­των από την επα­νά­στα­σή μας. Για να πά­ρου­με μόνο ένα πα­ρά­δειγ­μα, δείτε τις γυ­ναί­κες που ορ­γα­νώ­θη­καν στα συμ­βού­λια κα­τοί­κων, οι οποί­ες μαζί με τους οδη­γούς της Carris (δη­μό­σιες συ­γκοι­νω­νί­ες της Λι­σα­βό­νας) άλ­λα­ξαν τα δρο­μο­λό­για των λε­ω­φο­ρεί­ων, ώστε οι συ­νοι­κί­ες κοι­νω­νι­κών κα­τοι­κιών που βρί­σκο­νταν μα­κριά από το κέ­ντρο της πόλης να εξυ­πη­ρε­τού­νται επι­τέ­λους από τα μέσα μα­ζι­κής με­τα­φο­ράς.

Οι τρά­πε­ζες εθνι­κο­ποι­ή­θη­καν και απαλ­λο­τριώ­θη­καν χωρίς καμία απο­ζη­μί­ω­ση. Και το δι­καί­ω­μα στον ελεύ­θε­ρο χρόνο ήταν απο­λύ­τως κε­ντρι­κό. Ας δούμε την πε­ρί­πτω­ση μιας δια­δή­λω­σης των αρ­το­ποιών που ερ­γά­ζο­νταν πολ­λές ώρες, το σύν­θη­μα της οποί­ας ήταν «θέ­λου­με να κοι­μό­μα­στε με τις συ­ζύ­γους μας». Ως σύν­θη­μα είναι πολύ εν­δια­φέ­ρον, διότι σή­με­ρα θε­ω­ρού­με δε­δο­μέ­νο ότι στις έντε­κα το βράδυ υπάρ­χουν άν­θρω­ποι που που­λά­νε κάλ­τσες στα σού­περ μάρ­κετ ή ερ­γά­ζο­νται στις γραμ­μές συ­ναρ­μο­λό­γη­σης της Volkswagen. Οι άν­θρω­ποι δεν κέρ­δι­σαν μόνο το πά­γω­μα των τιμών ώστε να μπο­ρούν να τρώνε αξιο­πρε­πώς, αλλά και το δι­καί­ω­μα στον ελεύ­θε­ρο χρόνο και τον πο­λι­τι­σμό. Κέρ­δι­σαν επί­σης το δι­καί­ω­μα στη στέ­γα­ση, κα­τα­λαμ­βά­νο­ντας μά­λι­στα άδεια σπί­τια που προ­ο­ρί­ζο­νταν για κερ­δο­σκο­πία. Ακόμα και δι­κα­στές τους υπο­στή­ρι­ζαν με­ρι­κές φορές, όπως στην πόλη Σε­του­μπάλ. Θα σας θυ­μί­σω ότι σή­με­ρα στην Πορ­το­γα­λία υπάρ­χουν επτα­κό­σιες χι­λιά­δες κενά σπί­τια, που ανή­κουν σε κτη­μα­το­με­σι­τι­κά funds, τα οποία δεν πλη­ρώ­νουν φό­ρους.

Μαζί με τέσ­σε­ρις χι­λιά­δες ερ­γα­τι­κά συμ­βού­λια, υπήρ­χαν και 360 επι­χει­ρή­σεις που διοι­κού­νταν από τους ίδιους τους ερ­γα­ζο­μέ­νους τους. Οι εκτά­σεις μη αρ­δευό­με­νης καλ­λιέρ­γειας τρι­πλα­σιά­στη­καν, καθώς οι αγρό­τες κα­τέ­λα­βαν τη γη. Αυτές οι κα­τα­λή­ψεις έρ­χο­νται προ­φα­νώς σε αντί­θε­ση με αυτό που έχου­με σή­με­ρα: την κα­θή­λω­ση της πα­ρα­γω­γής κατά τη διάρ­κεια της κρί­σης. Εν μέσω μα­ζι­κής ανερ­γί­ας, οι άν­θρω­ποι πλη­ρώ­νο­νται για να στα­μα­τή­σουν να πα­ρά­γουν.

Το 1979 θα δη­μιουρ­γού­νταν επί­σης το Εθνι­κό Σύ­στη­μα Υγεί­ας. Ωστό­σο, η ενο­ποί­η­ση ενός κα­θο­λι­κού συ­στή­μα­τος υγεί­ας είχε εφαρ­μο­στεί από την επαύ­ριο της 25ης Απρι­λί­ου. Ο πρώ­τος υπεύ­θυ­νος γι’ αυτό ήταν μια απο­λύ­τως θαυ­μά­σια προ­σω­πι­κό­τη­τα από το MFA, ο Κρουζ Ολι­βέι­ρα. Πήρε τα νο­σο­κο­μεία από τα χέρια των φι­λαν­θρω­πι­κών ιδρυ­μά­των και τα με­τέ­τρε­ψε σε μια ενιαία υπη­ρε­σία, ενώ απα­γό­ρευ­σε την πώ­λη­ση αί­μα­τος - έκτο­τε το αίμα που χρη­σι­μο­ποιεί­ται στα νο­σο­κο­μεία είναι από δω­ρε­άν αι­μο­δο­σία. Όλα αυτά συ­νέ­βη­σαν με τον κόσμο στους δρό­μους να απαι­τεί ότι η πρό­σβα­ση στην υγεία δεν πρέ­πει να είναι ένα εμπο­ρευ­μα­το­ποι­η­μέ­νο αγαθό, αλλά ένα κα­θο­λι­κό δι­καί­ω­μα.

Πε­ρι­γρά­φεις την επα­νά­στα­ση ως εξί­σου σχε­τι­κή με τον 21ο αιώνα όσο και με τον 20ό, και ση­μειώ­νεις επί­σης την άν­θι­ση της τα­ξι­κής συ­νει­δη­τό­τη­τας κατά τη διάρ­κεια αυτής της ανα­τα­ρα­χής. Αλλά θα μπο­ρού­σε επί­σης να υπο­στη­ρι­χθεί ότι η πορ­το­γα­λι­κή εμπει­ρία ήταν συν­δε­δε­μέ­νη με μια πα­λαιό­τε­ρη ιστο­ρία και ένα προη­γού­με­νο μο­ντέ­λο τα­ξι­κής ορ­γά­νω­σης που είχε τις ρίζες του στους με­γά­λους ερ­γα­σια­κούς χώ­ρους του φορ­ντι­κού μο­ντέ­λου, καθώς συ­νέ­βη προς το τέλος του κύ­μα­τος αγώ­νων που είχε ανοί­ξει το 1968. Πράγ­μα­τι, ιδέες όπως τα αυ­το­δια­χει­ρι­ζό­με­να ερ­γο­στά­σια ήταν ευ­ρέ­ως δια­δε­δο­μέ­νες στη διε­θνή αρι­στε­ρά εκεί­νης της πε­ριό­δου. Με ποια έν­νοια ήταν ένα κί­νη­μα που δεί­χνει προς το μέλ­λον και όχι η τε­λευ­ταία ανα­πνοή της ερ­γα­τι­κής επα­νά­στα­σης στην Ευ­ρώ­πη, πριν από την επέ­λα­ση που διέ­λυ­σε την ιστο­ρι­κή κοι­νω­νι­κή της βάση;

Ένας από τους κύ­ριους ισχυ­ρι­σμούς στο βι­βλίο μου είναι η διά­κρι­ση με­τα­ξύ ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου και αυ­το­δια­χεί­ρι­σης. Υπάρ­χει μια μακρά ιστο­ρία εμπει­ριών ερ­γα­τι­κού ελέγ­χου, από την Πε­τρού­πο­λη το 1917 έως την Ιτα­λία το 1919-20, όπου οι ερ­γα­ζό­με­νοι επι­βάλ­λουν τους όρους τους στη διοί­κη­ση της επι­χεί­ρη­σης. Αυτό το φαι­νό­με­νο -ελά­χι­στα με­λε­τη­μέ­νο στην πε­ρί­πτω­ση της Πορ­το­γα­λί­ας- ήταν ωστό­σο ένα από τα πιο εν­δια­φέ­ρο­ντα στοι­χεία της πορ­το­γα­λι­κής επα­νά­στα­σης, που ανα­πτύ­χθη­κε στις εθνι­κο­ποι­η­μέ­νες επι­χει­ρή­σεις, στις με­γά­λες τε­χνι­κές εται­ρεί­ες και πέρα από αυτές από τον Φε­βρουά­ριο του 1975 και μετά. Αυτό ήταν δια­φο­ρε­τι­κό από τις επι­χει­ρή­σεις τις οποί­ες έπαιρ­ναν οι ερ­γα­ζό­με­νοι απευ­θεί­ας στα χέρια τους (αυ­το­δια­χεί­ρι­ση), κάτι που ήταν πιο συ­νη­θι­σμέ­νο σε επι­χει­ρή­σεις με πραγ­μα­τι­κές οι­κο­νο­μι­κές δυ­σκο­λί­ες και σε μι­κρό­τε­ρες επι­χει­ρή­σεις.

Η πορ­το­γα­λι­κή επα­νά­στα­ση βα­σί­στη­κε στην ερ­γα­τι­κή τάξη, όχι στους αγρό­τες ή σε ένα στρα­τιω­τι­κο­ποι­η­μέ­νο/ένο­πλο κόμμα. Είναι η πιο σύγ­χρο­νη επα­νά­στα­ση που έχει γίνει στην Ευ­ρώ­πη. Από τα δέκα εκα­τομ­μύ­ρια του πλη­θυ­σμού της Πορ­το­γα­λί­ας, τρία εκα­τομ­μύ­ρια ανή­καν στα στρώ­μα­τα που συμ­με­τεί­χαν στην επα­νά­στα­ση, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νου ενός τε­ρά­στιου πο­σο­στού γυ­ναι­κών (που αντι­προ­σώ­πευαν πε­ρί­που το 40% του ερ­γα­τι­κού δυ­να­μι­κού, λόγω του πο­λέ­μου αλλά και της με­τα­νά­στευ­σης) και ενός τομέα υπη­ρε­σιών που είχε γνω­ρί­σει με­γά­λη ανά­πτυ­ξη τα τε­λευ­ταία χρό­νια. Σε αυτή την επα­νά­στα­ση, οι βιο­μη­χα­νι­κοί ερ­γά­τες έλεγ­χαν τα νο­σο­κο­μεία και τους για­τρούς.

Η επα­νά­στα­ση της Πορ­το­γα­λί­ας συν­δύ­α­σε έτσι μια με­γά­λη κα­θυ­στέ­ρη­ση -την κα­τάρ­ρευ­ση της πιο ανα­χρο­νι­στι­κής (πραγ­μα­τι­κά της τε­λευ­ταί­ας) αποι­κια­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας- με τη νε­ω­τε­ρι­κό­τη­τα, σε μια επα­νά­στα­ση στην καρ­διά της Ευ­ρώ­πης εν τω μέσω του Ψυ­χρού Πο­λέ­μου.

Στο σή­με­ρα, αυτό το επα­να­στα­τι­κό πα­ρελ­θόν -όταν οι φτω­χό­τε­ροι, οι πιο επι­σφα­λείς, συχνά μά­λι­στα αγράμ­μα­τοι, άν­θρω­ποι, τόλ­μη­σαν να πά­ρουν τη ζωή στα χέρια τους- απο­τε­λεί ένα είδος ιστο­ρι­κού εφιάλ­τη για τις πορ­το­γα­λι­κές άρ­χου­σες τά­ξεις. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι από τους αν­θρώ­πους τότε ήταν πα­νευ­τυ­χείς. Ένα από τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά των φω­το­γρα­φιών της πορ­το­γα­λι­κής επα­νά­στα­σης, όπως απει­κο­νί­ζε­ται και στο εξώ­φυλ­λο του βι­βλί­ου, είναι ότι οι άν­θρω­ποι σχε­δόν πάντα είναι γε­λα­στοί στην κά­με­ρα. Όχι τυ­χαία, ο Τσίκο Μπουάρ­κε τρα­γού­δη­σε: «Ξέρω ότι κά­νεις πάρτι, φίλε» (ΣτΜ πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νος βρα­ζι­λιά­νος τρα­γου­δι­στής, ο οποί­ος εμπνευ­σμέ­νος από την επα­νά­στα­ση των γα­ρυ­φάλ­λων έγρα­ψε το Tanto Mar, στο οποίο ανα­φέ­ρε­ται και η Ρακέλ Βα­ρέ­λα) . Κι όμως, στην τεσ­σα­ρα­κο­στή επέ­τειο, υπήρ­ξε επι­μο­νή στο να γιορ­τα­στούν μόνο οι ενέρ­γειες των στρα­τιω­τών στις 25 Απρι­λί­ου, ξε­χνώ­ντας ότι αυτή δεν ήταν παρά η πρώτη μέρα των πιο εκ­πλη­κτι­κών δε­κα­εν­νιά μηνών στην ιστο­ρία της Πορ­το­γα­λί­ας.

Τα σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τι­κά κόμ­μα­τα άλλων χωρών, αλλά και η κυ­βέρ­νη­ση των ΗΠΑ, φο­βή­θη­καν τη με­τά­δο­ση από την Πορ­το­γα­λία σε άλλες χώρες. Κατά πόσο αυτό ήταν ρε­α­λι­στι­κό και ποιες πιέ­σεις ασκή­θη­καν από το εξω­τε­ρι­κό για να κα­τα­πνι­γεί η ενέρ­γεια της επα­νά­στα­σης;

Το τι συ­νέ­βη μπο­ρού­με να το δούμε στα αμε­ρι­κα­νι­κά αρ­χεία, τα οποία έχουν πλέον ανοί­ξει. Η Πορ­το­γα­λία ήταν, μαζί με το Βιετ­νάμ, η χώρα της οποί­ας τις εξε­λί­ξεις πα­ρα­κο­λου­θού­σε πιο στενά το Στέιτ Ντι­πάρ­τμεντ. Σύμ­φω­να με τα λόγια του Τζέ­ραλντ Φορντ (τότε Πρό­ε­δρος των ΗΠΑ), η Ουά­σιγ­κτον φο­βό­ταν ότι από την Πορ­το­γα­λία θα εξα­πλω­νό­ταν μια «κόκ­κι­νη Με­σό­γειος». Αυτό που φο­βό­ταν ήταν κάτι που συχνά πα­ρα­με­λεί­ται στην ιστο­ρία των επα­να­στά­σε­ων -η δύ­να­μη του πα­ρα­δείγ­μα­τος. Οι ει­κό­νες των κα­τοί­κων των πα­ρα­γκου­πό­λε­ων που χα­μο­γε­λού­σαν με ανοι­χτές αγκά­λες δίπλα στους στρα­τιώ­τες γέ­μι­ζαν με ελ­πί­δα τους αν­θρώ­πους της Ισπα­νί­ας, της Ελ­λά­δας, της Βρα­ζι­λί­ας.

Η πα­γκό­σμια αρι­στε­ρά, από τη σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία μέχρι τα κομ­μου­νι­στι­κά κόμ­μα­τα, τις ορ­γα­νώ­σεις στα αρι­στε­ρά τους, τα συν­δι­κά­τα, τις ομά­δες αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των, τα προ­ο­δευ­τι­κά τμή­μα­τα της εκ­κλη­σί­ας, τους δη­μο­κρά­τες και αντι­μο­ναρ­χι­κούς, είδαν στην Πορ­το­γα­λία μια εναλ­λα­κτι­κή στα λου­τρά αί­μα­τος που γί­νο­νταν κάτω από τη μπότα των στρα­τιω­τι­κών δι­κτα­το­ριών της Λα­τι­νι­κής Αμε­ρι­κής και της Ασίας. Μόλις επτά μήνες μετά τα αι­μα­τη­ρά γε­γο­νό­τα στη Χιλή στις 11 Σε­πτεμ­βρί­ου 1973, ένας λαός στην Ευ­ρώ­πη όντως κέρ­δι­ζε.

Από την άλλη πλευ­ρά, σή­με­ρα γνω­ρί­ζου­με ότι το με­γα­λύ­τε­ρο χρη­μα­τι­κό ποσό που έχει δια­θέ­σει η Γερ­μα­νι­κή Σο­σιαλ­δη­μο­κρα­τία (SPD) στην ιστο­ρία της, αφιε­ρώ­θη­κε στην οι­κο­δό­μη­ση ενός Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος στην Πορ­το­γα­λία το 1974-75. Όχι για να προ­ω­θη­θεί η επα­νά­στα­ση, αλλά για να δη­μιουρ­γη­θεί ένα κόμμα που θα μπο­ρού­σε να χρη­σι­μεύ­σει ως πο­λι­τι­κή ηγε­σία του εκτρο­χια­σμού της. Το αμε­ρι­κα­νι­κό και το γερ­μα­νι­κό κρά­τος συ­νει­δη­το­ποί­η­σαν ότι δεν υπήρ­χε τρό­πος να στα­μα­τή­σουν την επα­νά­στα­ση επα­να­λαμ­βά­νο­ντας κα­τα­στο­λή τύπου Χιλής -η Πορ­το­γα­λία βρι­σκό­ταν στην Ευ­ρώ­πη. Η στρα­τη­γι­κή της «δη­μο­κρα­τι­κής αντε­πα­νά­στα­σης» εφαρ­μό­στη­κε υπό την ηγε­σία ενός Σο­σια­λι­στι­κού Κόμ­μα­τος που κα­τεύ­να­ζε τις μάζες με πα­ρα­χω­ρή­σεις κοι­νω­νι­κού κρά­τους, ενώ υπο­νό­μευε τις λαϊ­κές μορ­φές εξου­σί­ας, επι­μέ­νο­ντας ότι μόνο η κοι­νο­βου­λευ­τι­κή πο­λι­τι­κή ήταν θε­μι­τή.

(Στο βι­βλίο σου) ανα­πα­ρά­γεις μια διά­ση­μη γε­λοιο­γρα­φία του (πορ­το­γά­λου αρ­χι­τέ­κτο­να και σκι­τσο­γρά­φου) Ζοάο Αμπέλ Μάντα που δεί­χνει τους με­γά­λους επα­να­στά­τες της ιστο­ρί­ας να με­λε­τούν την Πορ­το­γα­λία και εκ­φρά­ζει το πόσο πολύ απο­τέ­λε­σε το επί­κε­ντρο της προ­σο­χής της διε­θνούς Αρι­στε­ράς. Ωστό­σο, όπως ση­μειώ­νεις κι εσύ, (η πορ­το­γα­λι­κή εμπει­ρία) δεν έχει εντα­χθεί στην ιστο­ρία με τον ίδιο τρόπο που εντά­χθη­κε η εμπει­ρία της Χιλής, ως πα­ρά­δειγ­μα των προ­βλη­μά­των της κρα­τι­κής εξου­σί­ας.

Γιατί πι­στεύ­εις ότι συμ­βαί­νει αυτό; Μήπως επει­δή οι ακρο­α­ρι­στε­ρές ομά­δες της επο­χής απλώς πρό­τει­ναν μια επα­νά­στα­ση τύπου 1917 στην Πορ­το­γα­λία και επο­μέ­νως δεν προ­σέ­φε­ρε τί­πο­τα και­νούρ­γιο; Ή μήπως είναι ότι άλλα με­γά­λα κόμ­μα­τα (π.χ. οι Ιτα­λοί Κομ­μου­νι­στές) είδαν την εμπει­ρία της Χιλής ως πε­ρισ­σό­τε­ρο σχε­τι­κή με τους κιν­δύ­νους που τα ίδια αντι­με­τώ­πι­ζαν;

Το Πορ­το­γα­λι­κό Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα, πε­ρισ­σό­τε­ρο και από τους μα­οϊ­κούς, καλ­λιερ­γού­σε την ιδέα ότι υπήρ­χε κίν­δυ­νος να επι­στρέ­ψει ο φα­σι­σμός. Το χρη­σι­μο­ποί­η­σαν αυτό ως μέσο πί­ε­σης για να υπε­ρα­σπι­στούν τη στρα­τη­γι­κή του λαϊ­κού με­τώ­που (δη­λα­δή μια ευ­ρεία συμ­μα­χία κατά του φα­σι­σμού που δια­περ­νά τις τα­ξι­κές δια­χω­ρι­στι­κές γραμ­μές) και να πε­ριο­ρί­σουν έτσι τη συ­γκρου­σια­κή διά­στα­ση της κοι­νω­νι­κής επα­νά­στα­σης. Ορι­σμέ­νοι από την άκρα αρι­στε­ρά συμ­φω­νού­σαν με αυτή την εκτί­μη­ση, ενώ άλλοι όχι. Όχι μόνο οι μα­οϊ­κοί και οι τρο­τσκι­στές, αλλά και το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα και το MFA ήταν πολύ δι­χα­σμέ­νοι με­τα­ξύ της υπο­στή­ρι­ξης της λαϊ­κής εξου­σί­ας ενά­ντια στο κε­ντρι­κό κρά­τος και της υπο­στή­ρι­ξης της επί­ση­μης γραμ­μής Κομ­μου­νι­στών-MFA που υπε­ρα­σπι­ζό­ταν αυτό το κρά­τος ενά­ντια στη «φα­σι­στι­κή» απει­λή.

Ο ισχυ­ρι­σμός ότι ο φα­σι­σμός απο­τε­λού­σε πραγ­μα­τι­κή απει­λή ήταν, ει­λι­κρι­νά, γε­λοί­ος: μέσα σε λίγες ημέ­ρες μετά την 25η Απρι­λί­ου, ο πλη­θυ­σμός είχε συ­ντρί­ψει πλή­ρως το παλιό κα­θε­στώς, από τα γρα­φεία των λο­γο­κρι­τών μέχρι την μυ­στι­κή αστυ­νο­μία, τις φα­σι­στι­κές εφη­με­ρί­δες, τα παλιά συν­δι­κά­τα κ.ο.κ. Οι μα­ζι­κές συ­νε­λεύ­σεις -οι «plenaries»- προ­χώ­ρη­σαν γρή­γο­ρα στην εκ­κα­θά­ρι­ση των αξιω­μα­τού­χων του κα­θε­στώ­τος. Εν τω με­τα­ξύ, ο στρα­τός όχι μόνο αρ­νιό­ταν να κα­τα­στεί­λει το λαό, αλλά τμή­μα­τά του δια­σπά­στη­καν, κι­νού­με­να υπέρ της λαϊ­κής εξου­σί­ας. Έτσι, δεν υπήρ­χε απει­λή Χι­λια­νού τύπου για την πορ­το­γα­λι­κή επα­νά­στα­ση.

Φαί­νε­ται όμως ότι με­γά­λο μέρος της επα­να­στα­τι­κής Αρι­στε­ράς θε­ω­ρεί ευ­κο­λό­τε­ρο να στη­ρί­ξει τις ελ­πί­δες του στην επι­τυ­χία της πο­λι­τι­κής του λαϊ­κού με­τώ­που -του αμυ­ντι­κού με­τώ­που κατά του φα­σι­σμού- παρά στην αυ­τό-χει­ρα­φέ­τη­ση των ερ­γα­ζο­μέ­νων. Δεν είναι εύ­κο­λο να το εξη­γή­σου­με αυτό, αλλά αναμ­φί­βο­λα πε­ρι­λαμ­βά­νει ένα είδος υπο­κει­με­νι­κής ευ­θραυ­στό­τη­τας.

Όταν συ­γκρί­νου­με τη δική μας εποχή, ή και πράγ­μα­τι την πε­ρί­ο­δο 1974-75, με το τι αντι­προ­σώ­πευε η διε­θνής αλ­λη­λεγ­γύη με­τα­ξύ των ερ­γα­τι­κών κομ­μά­των στον 20ό αιώνα, βλέ­που­με πώς στους πιο πρό­σφα­τους χρό­νους οι επα­να­στα­τι­κές ηγε­σί­ες έχουν γίνει στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα λι­γό­τε­ρο τολ­μη­ρές και ακόμη πιο επι­σφα­λείς και απο­μο­νω­μέ­νες «στις δικές τους χώρες». Βέ­βαια, είναι ένα θέμα να λέμε ότι δεν υπήρ­χε Μπολ­σε­βί­κι­κο Κόμμα στην Πορ­το­γα­λία (ή αλλού) το 1974-5, αλλά αυτό από μόνο του θέτει το βα­σι­κό ερώ­τη­μα του πώς γί­νε­ται μια επα­να­στα­τι­κή κα­τά­στα­ση με τόσες δυ­να­τό­τη­τες να μην ανέ­δει­ξε κά­ποιο τόσο ισχυ­ρό κόμμα.

Ανα­φέ­ρεις κά­ποια κε­κτη­μέ­να της επα­να­στα­τι­κής πε­ριό­δου που επι­βί­ω­σαν σε βάθος φτά­νο­ντας και στο παρόν, όπως το πά­γω­μα των ενοι­κί­ων που πα­ρέ­μει­νε ενερ­γό μέχρι το 2012. Ακόμη και στο Σύ­νταγ­μα δια­τη­ρή­θη­κε μια τυ­πι­κά σο­σια­λι­στι­κή φρα­σε­ο­λο­γία. Σε ποιο βαθμό τα κα­θή­κο­ντα της πορ­το­γα­λι­κής Αρι­στε­ράς σή­με­ρα αφο­ρούν την υπε­ρά­σπι­ση ή την ανα­βί­ω­ση των αι­τη­μά­των του 1974-75; Ποιες μό­νι­μες αλ­λα­γές στις τα­ξι­κές και έμ­φυ­λες σχέ­σεις επέ­βα­λε (η επα­να­στα­τι­κή πε­ρί­ο­δος);

Το σι­νιά­λο για την έναρ­ξη της επα­νά­στα­σης στις 25 Απρι­λί­ου 1974 ήταν το ρα­διό­φω­νο που έπαι­ζε το τρα­γού­δι Grandola Vila Morena. Όταν, μετά την οι­κο­νο­μι­κή κρίση του 2008, ξέ­σπα­σαν οι λαϊ­κές δια­δη­λώ­σεις ενά­ντια στην ευ­ρω­παϊ­κή τρόι­κα που επέ­βα­λε λι­τό­τη­τα στην Πορ­το­γα­λία, τα πλήθη τρα­γου­δού­σαν το ίδιο τρα­γού­δι. Σε μια εποχή κοι­νω­νι­κής κρί­σης, η μου­σι­κή του 1974-75 με­τα­τρέ­πε­ται σε κάτι σαν εθνι­κός ύμνος. Αυτό απο­κα­λύ­πτει κάτι από τη βαθιά κλη­ρο­νο­μιά της επα­νά­στα­σης στην πορ­το­γα­λι­κή κοι­νω­νία.

Η ιστο­ρία έχει δια­φο­ρε­τι­κές χρο­νι­κό­τη­τες. Η επα­νά­στα­ση επι­βιώ­νει στον πο­λι­τι­σμό, στη μου­σι­κή, στο όνομα των γε­φυ­ρών και των δρό­μων, στην διά­θε­ση υπε­ρά­σπι­σης του κρά­τους πρό­νοιας που κερ­δή­θη­κε στις μάχες εκεί­νης της επο­χής. Ωστό­σο, από οι­κο­νο­μι­κής άπο­ψης, μπο­ρού­με να δούμε τις με­γά­λες οπι­σθο­χω­ρή­σεις που έχου­με υπο­στεί στα χρό­νια μετά την υπο­χώ­ρη­σή της. Σή­με­ρα, ο δεί­κτης Gini της κοι­νω­νι­κής ανι­σό­τη­τας είναι στο ίδιο επί­πε­δο που βρι­σκό­ταν το 1973 -τόσο άσχη­μα όσο και πριν από την επα­νά­στα­ση.

Δεν επρό­κει­το τε­λι­κά να υπάρ­ξει η «Κόκ­κι­νη Με­σό­γειος», όπως είχε φο­βη­θεί ο Τζέ­ραλντ Φορντ. Η επα­νά­στα­ση της Πορ­το­γα­λί­ας τα έδωσε όλα, αλλά ήταν μόνη της. Παρά τον εν­θου­σια­σμό των αγω­νι­στών της άκρας αρι­στε­ράς στις πιο πλού­σιες χώρες στην Ευ­ρώ­πη, η ίδια δυ­να­μι­κή δεν επι­κρά­τη­σε αλλού.

Αλλά το απο­τέ­λε­σμα μιας δια­δι­κα­σί­ας δεν ταυ­τί­ζε­ται με την ίδια τη δια­δι­κα­σία ως τέ­τοια. Η ήττα της επα­νά­στα­σης δεν αφαι­ρεί τί­πο­τα από το με­γα­λείο που επέ­δει­ξαν οι λαοί στις αποι­κί­ες και στην Πορ­το­γα­λία σε αυτά τα δύο χρό­νια. Πα­ρέ­χουν ένα πα­ρά­δειγ­μα για το τι μπο­ρού­με να ελ­πί­ζου­με στο μέλ­λον.

Ποτέ άλ­λο­τε στην ιστο­ρία της Πορ­το­γα­λί­ας δεν έχουν εκ­φρά­σει τις δικές τους από­ψεις τόσοι πολ­λοί άν­θρω­ποι όσοι εκεί­νους τους μήνες. Η πο­λι­τι­κή έπαψε να δια­χω­ρί­ζε­ται με­τα­ξύ ελίτ και λαού και υπήρ­ξε στενή σύν­δε­ση με­τα­ξύ χει­ρω­να­κτι­κής και πνευ­μα­τι­κής ερ­γα­σί­ας, με­τα­ξύ Αφρι­κής και Ευ­ρώ­πης, με­τα­ξύ για­τρών και νο­σο­κό­μων, αν­δρών και γυ­ναι­κών, φοι­τη­τών και κα­θη­γη­τών.

Έχω γρά­ψει πε­ρισ­σό­τε­ρα από δέκα βι­βλία για την επα­νά­στα­ση μέσα σε μια δε­κα­ε­τία έρευ­νας και πάντα ακούω τους αν­θρώ­πους να λένε το ίδιο πράγ­μα, να λένε: «αυτές ήταν οι πιο ευ­τυ­χι­σμέ­νες μέρες της ζωής μου». Σε αυτά τα δύο χρό­νια, τα αν­θρώ­πι­να όντα επα­νε­νώ­θη­καν με την αν­θρω­πιά τους. Αυτή η κλη­ρο­νο­μιά διαρ­κεί ακόμη και σή­με­ρα. Και είναι η μόνη που μπο­ρεί να μας σώσει από την άβυσ­σο του πα­ρό­ντος.

Ετικέτες